Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 30-9-2014 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2014) έφεση του εναγομένου, ως εν μέρει ηττηθέντος διαδίκου, κατά της με αριθμό 3987/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 7-11-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2013) αγωγής των εναγουσών, περί αναγνωρίσεως της κυριότητας ακινήτου και διόρθωσης της σχετικής πρώτης εγγραφής στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, και της ασκηθείσας με τις προτάσεις του εναγομένου ανταγωγής, ομοίως περί αναγνώρισης της κυριότητας του ίδιου ακινήτου. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 § 1 εδ.α΄του ΚΠολΔ, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε προ της αντικατάστασής της με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο § 2 αυτού), δηλαδή πριν από την επίδοσή της και εντός τριετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τον εκκαλούντα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου. Επομένως, εφόσον έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. …. και ….. σειρά Α παράβολα του Δημοσίου και υπ’αριθμ. …. και …….. σειρά Α παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ).
Οι ενάγουσες εξέθεταν στην αγωγή τους, ότι έχουν καταστεί συγκυρίες, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου καθεμία, του ειδικότερα περιγραφόμενου, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου (αγροτεμαχίου), κειμένου στη θέση «….. ή ……..» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας ….. και νυν Δήμου Σαλαμίνας, εμβαδού 275 τμ, κατά τον τίτλο κτήσεως που δεν έχει μεταγραφεί και 262 τμ, κατά το οικείο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος, πρωτοτύπως, με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενες αυτό διανοία συγκυρίων, από το έτος 1967 που τους μεταβίβασε τη νομή του ο μέχρι τότε κύριος αυτού . …., ενεργώντας έκτοτε όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις φυσικής εξουσίασης, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν. Ότι το έτος 2011 διαπίστωσαν την ανέγερση τοίχου στην πρόσοψή του, επί του οποίου είχαν τοποθετηθεί κιγκλιδώματα και γκαραζόπορτα, πράξεις που έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 2005-2011 από τον ………, ιδιοκτήτη όμορου ακινήτου, ο οποίος δυνάμει του υπ’αριθμ. …./2002 συμβολαίου της συμβολαιογράφου …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, μεταβίβασε το επίδικο στον υιό του και ήδη εναγόμενο, αιτία γονικής παροχής, με αποτέλεσμα να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ως εμπράγματος δικαιούχος του. Ότι η εγγραφή αυτή είναι εσφαλμένη και προσβάλλει το δικαίωμά τους. Ακολούθως, ζητούσαν να αναγνωριστεί η κυριότητά τους επί του επιδίκου, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου καθεμίας, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, αναφορικά με αυτό, ώστε να καταχωρισθούν τα δικά τους στοιχεία στη θέση του εναγομένου, ως εμπράγματων δικαιούχων του, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προβεί στην κατεδάφιση του τοιχίου και στην αφαίρεση της θύρας εισόδου επ’αυτού, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά τους έξοδα.
Ο εναγόμενος, επίσης, με τις από 14-1-2014 έγγραφες προτάσεις του, αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή και άσκησε ανταγωγή, με την οποία, επικαλούμενος σχετικό έννομο συμφέρον λόγω της αμφισβήτησης του δικαιώματός του εκ μέρους των εναγουσών-αντεναγομένων, ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητά του επί του επιδίκου, το οποίο απέκτησε, με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του υπ’αριθμ. …../2002 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, και επικουρικά, με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, δια της υπερδεκαετούς άσκησης πράξεων νομής επ’αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, δια της υπερεικοσαετούς άσκησης τέτοιων πράξεων.
Επί της αγωγής και της ανταγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή, ως νόμιμη, πλην του αιτήματός της περί αφαιρέσεως των κατασκευών του εναγομένου, έγινε αυτή δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως δε αναγνωρίστηκαν οι ενάγουσες συγκυρίες του επιδίκου, κατά το παραπάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου καθεμία, με έκτακτη χρησικτησία, διατάχθηκε η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, προκειμένου να διαγραφεί ο εναγόμενος ως κύρος στο οικείο ΚΑΕΚ και να καταχωρισθούν ως κυρίες οι ενάγουσες, και επιβλήθηκαν σε βάρος του τα δικαστικά τους έξοδα, ενώ η ανταγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την τυπική παραδοχή της και, ακολούθως, την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή και να γίνει αντίστοιχα δεκτή η ανταγωγή του.
Επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα οριζόμενα στο άρθρο 1094 του ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του, δηλαδή προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του (ΑΠ 2073/2014, ΑΠ 1347/2010, ΕφΔωδ 97/2018, ΕφΔωδ 116/2014, ΕφΠειρ (Μον) 78/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δεν απαιτείται, όμως, να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ο καθ’ όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων (ΑΠ 503/1999, ΕΔΠΟΛ 2010. 403, ΕφΔωδ 116/2014 ο.π). Εξάλλου, άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να το εξουσιάζει και ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη (ΑΠ 336/2019, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 240/2017, ΑΠ 378/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η επίσκεψη, η παραχώρηση σε τρίτον (ΑΠ 336/2019, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 378/2015 ό.π) με ή χωρίς αντάλλαγμα (ΑΠ 336/2019 ό.π) η οριοθέτηση, η φύλαξη, ο καθαρισμός (ΑΠ 401/2018, ΑΠ 240/2017 ό.π, ΑΠ 28/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η καλλιέργεια (ΑΠ 401/2018, ΑΠ 240/2017 ό.π) και δενδροφύτευσή του (ΑΠ 240/2017 ό.π). Μέσα δε στον χρόνο της χρησικτησίας, δεν απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων νομής (ΑΠ 336/2019, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 378/2015 ό.π).
Ο εκκαλών, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, διατείνεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν περιγράφεται επαρκώς το επίδικο, με προσδιορισμό της θέσης, της οριοθέτησης και του προσανατολισμού του, ούτε έστω έχει προσαρτηθεί σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα που να το απεικονίζει, ενώ δεν προσδιορίζονται χρονικά και οι πράξεις νομής των εναγουσών. Από την επισκόπηση του δικογράφου της, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι εξατομικεύεται πλήρως το επίδικο, ώστε να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου (και όχι ασαφούς) επιδίκου αντικειμένου, στο Δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα απόδειξης και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Ειδικότερα, εν αντιθέσει με όσα διατείνεται ο εκκαλών, μνημονεύεται η θέση του («………» ή «……» πλησίον του Ιερού Ναού ……. της πρώην Κοινότητας ….. Σαλαμίνας), και οριοθετείται σε σχέση με τα όμορα ακίνητα, ενώ η αναγραφή του προσανατολισμού του, όπως και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων νομής, μέσα στον επικαλούμενο χρόνο χρησικτησίας των εναγουσών, δεν ήταν στοιχεία αναγκαία για την πληρότητά της, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό του και κρίνοντας ότι η αγωγή είναι ορισμένη, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τον παραπάνω λόγο της έφεσής του, να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Από το άρθρο 976 του ΑΚ, προκύπτει ότι η νομή επί ακινήτου είναι δυνατό να αποκτηθεί κατά τρόπο παράγωγο, είτε με παράδοση αυτής στον αποκτώντα με τη βούληση του έως τώρα νομέα ή με μόνη τη μεταξύ τους συμφωνία, εφόσον ο αποκτών είναι σε θέση να ασκεί τη φυσική εξουσία επί του πράγματος, είτε με κληρονομική διαδοχή. Η συμφωνία αυτή είναι, κατ’αρχήν-αν δηλαδή δεν συμφωνηθεί κάτι άλλο- αφηρημένη δικαιοπραξία και δεν υπόκειται σε συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγραφή, διότι η νομή δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, είναι δε αυτοτελής και ανεξάρτητη από την εμπράγματη μεταβίβαση, το δε κύρος της δεν επηρεάζεται, κατ’αρχήν, από το κύρος ή την ανυπαρξία της αιτίας, δηλαδή από την υποσχετική δικαιοπραξία από την οποία γεννάται αξίωση προς απόδοση της νομής (ΑΠ 1171/2012 ΧΡΙΔ 2013.34, ΑΠ 275/2010 ΕλλΔνη 2011.1412, ΕφΠατρ 306/2004, ΑΧΑΝΟΜ 2005.151).
Η κτήση της νομής ακινήτου και η άσκησή της επ’ αυτού μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια, που μαρτυρεί, κατά τις αντιλήψεις που υπάρχουν στις συναλλαγές, φυσική και με διάνοια κυρίου εξουσίασή του. Αλλά η νομή, που άπαξ έχει κτηθεί, εξακολουθεί να διατηρείται από τον νομέα και χωρίς τη διαρκή ενεργό παρουσία των κτητικών όρων αυτής, χωρίς δηλαδή να είναι ανάγκη να διατελεί διαρκώς σε σωματική επαφή προς το πράγμα, ούτε να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει αδιάκοπα κατευθυνόμενη τη διάνοια κυρίου προς αυτό (ΑΠ 108/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 388/2010 Αρμ 2012.58, ΑΠ 1275/2007 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η απώλεια της νομής επέρχεται όταν παύσει η φυσική εξουσία επί του πράγματος ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα (άρθρο 981 ΑΚ) (ΑΠ 388/2010 ό.π, ΕφΘεσ 401/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 707/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.186). Για την απώλεια της αποκτηθείσης νομής, κατά την έννοια της ιδίας διατάξεως, απαιτείται να επέλθει οριστική διακοπή της φυσικής εξουσιάσεως επί του πράγματος, αδιαφόρως των λόγων που την επέφεραν, εάν δηλαδή αυτοί συναρτώνται με την βούληση του νομέως ή είναι ανεξάρτητοι από αυτή (ΑΠ 948/2013, Νοβ 2013 2454, Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος V, σελ. 249 -250). Πρέπει δηλαδή η έκλειψη της φυσικής εξουσίας να είναι διαρκής και σταθερή, ώστε να επιτρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά την κοινή πείρα το συμπέρασμα ότι ο νομέας έπαψε να έχει νομή (Α.Γεωργιάδης, ό.π σελ 250). Εάν, όμως, το ακίνητο πράγμα καταλήφθηκε από άλλον, εν αγνοία του νομέα, η νομή επ’ αυτού δεν χάνεται πριν ο νομέας πληροφορηθεί την κατάληψη και εφησυχάσει ή επιχειρήσει την ανάκτηση αυτοδυνάμως ή δικαστικώς και αποτύχει (ΑΠ 388/2010, ΑΠ 1275/2007, ΕφΘεσ 401/2012, ΕφΠατρ 707/2008 ό.π). Παροδικό από τη φύση του κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια της νομής (ΑΠ 1005/2014 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, . ….. και …….., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα -11 συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), και εκτυπώσεις από τη διαδικτυακή εφαρμογή «Google Maps», και η εκτιμώμενη ελεύθερα, κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, έκθεση φωτοερμηνείας του . ……, πτυχιούχου σχολής γεωτεχνικών επιστημών, με ειδικές επομένως γνώσεις επιστήμης και τέχνης, καθώς και της υπ’αριθμ. …./24-1-2014 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που ελήφθη με επιμέλεια των εφεσίβλητων και για τη λήψη της δεν γίνεται μεν επίκληση ούτε προσκομίζεται η οικεία έκθεση επιδόσεως, πλην όμως, αυτή μνημονεύεται στο κείμενο της προσβαλλομένης και ο εκκαλών δεν επικαλείται έλλειψη κλητεύσεώς του ούτε αμφισβήτησε καθ’οιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητά της (ΑΠ 1214/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και των υπ’αριθμ. …../10-1-2014 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …., …….., αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., που ελήφθησαν με επιμέλεια του εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγουσών, προκειμένου αυτές να παραστούν (υπ’αριθμ. …./3-1-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Το επίδικο είναι αγροτεμάχιο, εκτάσεως 275 τμ, και, κατά το οικείο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος, 262 τμ, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, κείμενο εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλης, στη θέση «…….» ή «……..» (παρά τον Ιερό Ναό ……..), της κτηματικής περιφερείας Καματερού …. Σαλαμίνας, με πρόσωπο επί της οδού ….. Απεικονίζεται στο προσκομιζόμενο από 24-2-1965 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου ………, που προσαρτάται στο υπ’αριθμ. …../1965 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ….. .. και συνορεύει γύρωθεν, ανατολικά, επί πλευράς μήκους είκοσι πέντε (25) μέτρων, με το υπ’αριθμ. έξι (6) αγροτεμάχιο, δυτικά, επί πλευράς μήκους είκοσι πέντε (25) μέτρων, με το υπ’αριθμ. δύο (2) αγροτεμάχιο, βόρεια, επί προσώπου ένδεκα (11) μέτρων, με την προαναφερθείσα ιδιωτική οδό, και νότια, επί πλευράς μήκους ένδεκα (11) μέτρων, με ιδιοκτησία κληρονόμων ………….. Για τη μεταβίβαση του συγκεκριμένου ακινήτου, αιτία πωλήσεως, από τον ………., ο οποίος είχε αποκτήσει προηγουμένως την κυριότητά του, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, δυνάμει του υπ’αριθμ. …./1964 συμβολαίου το συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, .. ….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α …..), προς τις ενάγουσες, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, συνετάγη το υπ’αριθμ. …. /1967 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ως άνω συμβολαιογράφου …………. Η μεταβίβαση της κυριότητας, ωστόσο, δεν ολοκληρώθηκε, διότι από παραδρομή των εναγουσών δεν επακολούθησε μεταγραφή του στα οικεία βιβλία μεταγραφών, με αποτέλεσμα να μην περιέλθει τελικώς η κυριότητά του σε αυτές, με παράγωγο τρόπο. Από της υπογραφής, όμως, του συμβολαίου, στο κείμενο του οποίου γίνεται ειδική αναφορά στη μεταβίβαση και της (συν)νομής, οι ενάγουσες κατέστησαν συννομείς του, κατά το προαναφερθέν ποσοστό, εφόσον ήταν σε θέση να ασκήσουν τη φυσική του εξουσία, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, ανεξαρτήτως δηλαδή της μη μεταγραφής του συμβολαίου και παρ’ότι διέμεναν στην Αθήνα. Έκτοτε, και μέχρι το έτος 2002,που διέμεναν ακόμη στην Αθήνα, οι ενάγουσες συνέχισαν να το νέμονται, διανοία συγκυρίων, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς να ενοχληθούν από κανέναν, ασκώντας ειδικότερα επ’αυτού όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, και, συγκεκριμένα, πραγματοποιώντας επισκέψεις, ασκώντας εποπτεία σε αυτό και δηλώνοντάς το στις αρμόδιες φορολογικές αρχές, η δεύτερη ήδη από το έτος 1997 και αμφότερες το έτος 2005 (σχετ. τα προσκομιζόμενα Ε9 των αντίστοιχων ετών). Συντήρηση της υπάρχουσας περίφραξης, στην ανατολική και δυτική πλευρά του, δεν ήταν αναγκαία, αφού αυτή είχε κατασκευαστεί και, συνεπώς, συντηρείτο από τους ιδιοκτήτες των αντίστοιχων όμορων ακινήτων, ενώ η παραπάνω ιδιωτική οδός, αποτελούσε το όριό του προς βορά και στη νότια πλευρά υπήρχε οικόπεδο με κτίσμα, με το οποίο καθίσταντο εμφανή τα όρια αυτού και του επιδίκου. Οι πράξεις αυτές νομής δεν απαιτούσαν πανηγυρικότητα και αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι κατά τις επισκέψεις τους δεν γίνονταν αντιληπτές από τους ελάχιστους περιοίκους, τους οποίους άλλωστε δεν γνώριζαν, όπως και εκείνοι αυτές. Συννομή τους δηλαδή υπήρχε, ανεξαρτήτως του ότι αυτές δεν βρίσκονταν διαρκώς εκεί ούτε σε συνεχή εγρήγορση, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, αυτές απέκτησαν συγκυριότητα επί του επιδίκου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δια της υπερεικοσαετούς δηλαδή άσκησης πράξεων νομής επ’αυτού, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου καθεμία, ήδη προ του 2005, έτους ενάρξεως του Κτηματολογίου στην περιοχή Αμπελακίων Σαλαμίνας που θεωρείται κρίσιμος για τη συμπλήρωση εικοσαετούς νομής (ΕφΠειρ (Μον) 398/2015, ΕφΘρ (Μον) 96/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Μάλιστα, παρ’ότι μετά το 2002, η δεύτερη ενάγουσα μετεγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη ενώ και η πρώτη αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα υγείας και στη συνέχεια μετακινήθηκε εκτός Αθηνών, με αποτέλεσμα μέχρι το 2010 περίπου να μην πραγματοποιήσουν άλλες επισκέψεις στο επίδικο, ούτε οι ίδιες ούτε συγγενείς ή τρίτοι, για λογαριασμό τους, αυτές δεν απώλεσαν τη συννομή του, για την οποία άλλωστε θα απαιτείτο διαρκής και οριστική διακοπή της φυσικής του εξουσίασης, ώστε να συνάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά την κοινή πείρα το συμπέρασμα ότι έπαψαν να την έχουν. Το διαδραμόν δηλαδή χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη το είδος, τη μορφή και την υπάρχουσα οριοθέτηση του ακινήτου, δεν ήταν τέτοιο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτές εγκατέλειψαν τη νομή του. Άλλωστε, κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν από την απόκτησή του, δεν είχαν κάποια ένδειξη καταπάτησής του ή έστω οποιασδήποτε επέμβασης σε αυτό. Στην κρίση αυτή κατατείνει και η από Ιανουαρίου 2014 έκθεση φωτοερμηνείας του πτυχιούχου γεωτεχνικής σχολής, ………….., που συνετάγη μετά από επισκόπηση στερεοσκοπικού ζεύγους αεροφωτογραφιών των ετών 1990, 1998 και 2002-με μνεία και του αριθμού τους- της Γενικής Υπηρεσίας Στρατού, διαπιστώνεται ότι μέχρι το έτος 2002, χωρίς να διευκρινίζεται η ακριβής ημερομηνία λήψης. Σε αυτήν διατυπώνεται με σαφήνεια και βεβαιότητα από τον άνω ειδικό επιστήμονα το συμπέρασμα, ότι δεν υπήρξε καμία ανθρώπινη παρέμβαση στο επίδικο, οποιασδήποτε μορφής, όπως κατασκεύασμα ή κτίσμα ή τοιχίο με περίφραξη, τα οποία θα αποτυπώνονταν, παρ’ότι πρόκειται για φωτογραφίες ληφθείσες σε μεγάλη κλίμακα. Άλλωστε, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αντικρούει αυτό το συμπέρασμα, αφού η μεν μάρτυρας ανταπόδειξης, που τυγχάνει αδελφή του εναγομένου και διέμενε στην περιοχή, πλησίον του επιδίκου από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, διατείνεται ότι ο μανδρότοιχος με τη γκαραζόπορτα στη βόρεια πλευρά του κατασκευάστηκαν από τον πατέρα τους περί το έτος 1985-1986, όταν ο ίδιος ο εναγόμενος τοποθετεί χρονικά τη συγκεκριμένη πράξη τον Αύγουστο του έτους 2002, ενώ οι εξετασθέντες με επιμέλειά του ενώπιον συμβολαιογράφου μάρτυρες, δεν κάνουν οποιαδήποτε αναφορά σε χρόνο. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι αυτοί αποτελούν πρόσωπα που κατοικούν επίσης στην περιοχή, οι δύο μάλιστα από πολύ παλιά, οι μαρτυρίες τους κρίνονται ως μειωμένης αξιοπιστίας, διότι είναι πανομοιότυπες και δημιουργούν την εντύπωση ότι είναι υπαγορευμένες. Άλλωστε αυτοί αποδίδουν στον πατέρα του εναγομένου την τοποθέτηση περίφραξης, την οποία επίσης δεν προσδιορίζουν χρονικά έστω κατά προσέγγιση, κατά τη στιγμή που η ίδια η θυγατέρα του βεβαιώνει ότι αυτή δεν έγινε από τον ίδιο. Ούτε, επίσης, αποδεικνύονται άλλες εμφανείς υλικές πράξεις νομής στο επίδικο εκ μέρους του ……., από το έτος 1982 έως και το έτος 2002, που προέβη στη σύνταξη του υπ’αριθμ. …../2002 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………, νομίμως μεταγεγραμμένου, με το οποίο επιχείρησε να μεταβιβάσει την κυριότητά του στον εναγόμενο, παρά την αναμφισβήτητη παρουσία του στην περιοχή ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 λόγω της διαμονής εκεί της θυγατέρας του. Η τυχόν στάθμευση εκεί του αυτοκινήτου του, όταν βρισκόταν στο νησί, δεν συνιστά αντικειμενικά πράξη νομής, δηλωτική από μόνη της της βούλησής του να το εξουσιάζει, ενώ ούτε και ο καθαρισμός του σε τακτά χρονικά διαστήματα αποδείχθηκε. Άλλωστε και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο πατέρας του, …………, επιθυμώντας να αποκτήσει το επίδικο, νομίμως δια αγοράς, αναζητούσε τον τυχόν ιδιοκτήτη του, και μετά τις άκαρπες προσπάθειές του, άρχισε να το νέμεται από το έτος 1982, δεν κρίνεται πειστικός, δεδομένου ότι ο πωλητής, ………….., ήταν ιδιοκτήτης μείζονος εκτάσεως στην περιοχή και πωλούσε τμήματα αυτής, βάσει του προαναφερθέντος από 24-2-1965 τοπογραφικού διαγράμματος, στο οποίο εμφαίνεται το επίδικο αλλά και το προς δυσμάς αυτού κείμενο υπ’αριθμ. 2 ακίνητο, το οποίο το έτος 1988, απέκτησε δια αγοράς ο εναγόμενος, αντιπροσωπευόμενος από τον πατέρα του. Ειδικότερα, με το υπ’αριθμ. …../1988 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………, ο …….., ενεργώντας για λογαριασμό του υιού του, απέκτησε με αγορά τον όμορο προς δυσμάς κείμενο αγρό από την ………. Στο συμβόλαιο αυτό, γίνεται ρητή αναφορά στο προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αποτυπώνεται η μείζονα έκταση, της οποίας ήταν ιδιοκτήτης ο ………… και στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο. Επομένως, ο δικαιοπάροχος του εναγομένου, που απεβίωσε το έτος 2004, κατά τον χρόνο σύνταξης του προαναφερθέντος συμβολαίου γονικής παροχής, δεν είχε αποκτήσει κυριότητα επ’αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δια της υπερεικοσαετούς δηλαδή άσκησης, εμφανώς και αδιαλείπτως, πράξεων νομής, καθώς η πρώτη εμφανής πράξη νομής εκ μέρους του έλαβε χώρα περί το έτος 2003, με την τοποθέτηση τοιχίου στην πρόσοψή του και τη δημιουργία ανοίγματος με θύρα στην κοινή πλευρά του με το προς δυσμάς ακίνητο του εναγομένου, η οποία, επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι έγινε νωρίτερα, ούτε υπήρχε λόγος να γίνει. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, οι συγκεκριμένες πράξεις δεν είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια της συννομής των εναγουσών και τη θεμελίωση νομής εκ μέρους του ίδιου του εναγομένου- δια του πατρός του-αφού αυτές αγνοούσαν το περιστατικό αυτό. Σε κάθε πάντως περίπτωση, λόγος για έναρξη νομής εκ μέρους του εναγομένου και προηγουμένως του πατέρα του, δεν μπορεί να γίνει προ του έτους 2003 και, επομένως, μέχρι το 2005, δεν είχε συμπληρωθεί εικοσαετία, ώστε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας εκ μέρους του, με έκτακτη χρησικτησία, καταλύοντας έτσι το δικαίωμα συγκυριότητας των εναγουσών. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο εναγόμενος, κατά τη διαδικασία της κτηματογραφήσεως της περιοχής- σε αντίθεση με τις ενάγουσες που αδράνησαν-υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας και το ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………….., με δικαιούχο τον ίδιο και τίτλο κτήσεως το παραπάνω συμβόλαιο γονικής παροχής. Έτσι, η εγγραφή αυτή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα συγκυριότητας των εναγουσών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ (Μον) 407/2018, ΔΕΕ 2018.900, ΕφΠειρ (Μον) 448/2016, ΕφΠειρ (Μον) 178 /2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με αποτέλεσμα ο τέταρτος λόγος της έφεσης περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας να ελέγχεται ως αλυσιτελής, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τον εκκαλούντα, με τον πρώτο και τρίτο λόγο της έφεσής του απορριπτομένων ως αβάσιμων.
Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί, κατ’αρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκησή της και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα ΙΒ του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-9-2014 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2014) έφεση του εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 3987/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατέβαλε ο εκκαλών κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 30.8 -2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ