Η αρχή προστασίας δεδομένων της Μάλτας κρίνει πως η απουσία ενημερωτικής πινακίδας πριν το σημείο της κάμερας παραβίασε την αρχή της αντικειμενικότητας
Επιμέλεια: Δημήτρης Βέρρας
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2023, η αρχή προστασίας δεδομένων της Μάλτας (IDPC) δέχθηκε μια από τις πιο πρωτότυπες καταγγελίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στα χρόνια εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων και της Οδηγίας 2016/680. Σύμφωνα με την καταγγελία, η αρμόδια αρχή για τη διαπίστωση υπερβάσεων του ορίου ταχύτητας είχε παραβιάσει τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, καθώς είχε χρησιμοποιήσει χειροκίνητη κάμερα – ραντάρ, χωρίς να έχει παράσχει την απαιτούμενη εκ του νόμου ενημέρωση στα υποκείμενα των δεδομένων.
Η IDPC διαβίβασε την καταγγελία στην καταγγελλόμενη, ζητώντας τις απόψεις της. Σύμφωνα με τις απόψεις που κατατέθηκαν, οι χειροκίνητες κάμερες ραντάρ διακρίνονται από τις σταθερές κάμερες, καθώς μόνο οι τελευταίες πραγματοποιούν διαρκή επιτήρηση του δημόσιου χώρου και συνοδεύονται από την ενημέρωση των οδηγών των διερχομένων οχημάτων. Σε αντίθεση με αυτές, οι χειροκίνητες κάμερες δεν λειτουργούν διαρκώς, αλλά ενεργοποιούνται από τον χρήστη τους μόνο όταν αυτός έχει την εύλογη υποψία πως το όχημα που πλησιάζει κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Υπό την έννοια αυτή, οι χειροκίνητες κάμερες δεν αποτελούν παρά ένα εργαλείο που βοηθά το αρμόδιο όργανο να επιβεβαιώσει την υποψία του, δεδομένου ότι η βεβαίωση της ταχύτητας ενός οχήματος δεν μπορεί να γίνει δια γυμνού οφθαλμού.
Περαιτέρω και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της καταγγελλόμενης, από τη στιγμή που βεβαιώνεται η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και η διάπραξη της παράβασης της νομοθεσίας, το σχετικό αποδεικτικό υλικό αποστέλλεται μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος στον παραβάτη, συνοδεύοντας την πράξη επιβολής προστίμου. Η διαδικασία αυτή, αλλά και η χρήση των χειροκίνητων καμερών – ραντάρ προβλέπονται από τη νομοθεσία, η οποία δεν περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για την πρότερη ενημέρωση των οδηγών. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ενημέρωση αυτή παρέχεται μέσα από τον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής.
Η απόφαση της εποπτικής αρχής
Η IDPC ανέλυσε καταρχήν τις κατηγορίες προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται μέσω των επίμαχων συσκευών, διαπιστώνοντας πως τα προσωπικά δεδομένα αυτά είναι η εικόνα του οχήματος, ο αριθμός κυκλοφορίας, η ταχύτητα, ο χρόνος και ο τόπος βεβαίωσης της παράβασης, καθώς πρόκειται για πληροφορίες που μπορούν να συνδεθούν με φυσικό πρόσωπο και να το ταυτοποιήσουν.
Ως προς το βασικό επιχείρημα της καταγγελλόμενης περί διάκρισης μεταξύ σταθερών και χειροκίνητων καμερών, η εποπτική αρχή επεσήμανε την απορία της ως προς τη λογική της διάκρισης αυτής. Όπως παρατήρησε, επεξεργασία δεδομένων δεν πραγματοποιείται μόνο από μια κάμερα που λειτουργεί διαρκώς και επιτηρεί σταθερά τον δημόσιο χώρο, αλλά και από μια κάμερα που ενεργοποιείται κατόπιν εντολής του χρήστη της. Υπό την έννοια αυτή, οι δύο τύποι καμερών δεν παρουσιάζουν καμία διαφοροποίηση ως προς την ένταξή τους στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα.
Ακολούθως, η IDPC προχώρησε στην ερμηνεία της αρχής της αντικειμενικότητας, ως της κρίσιμης αρχής, η τήρηση της οποίας διακυβεύεται στην υπό εξέταση περίπτωση. Το ζήτημα της ενημέρωσης, η απουσία της οποίας καταγγέλθηκε, δεν εξετάστηκε υπό το πρίσμα της διαφάνειας, αλλά συνδέθηκε αποκλειστικά με την αντικειμενικότητα, άλλως τη θεμιτή επεξεργασία.[1]
Όπως παρατήρησε, το άρθρο 8 παρ.2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ ορίζει πως η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων πρέπει να γίνεται με θεμιτό τρόπο.[2] Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν παρέχει πλήρη αναγνώριση της αρχής της αντικειμενικότητας (θεμιτής επεξεργασίας) ως αυτοτελούς αρχής, συνδέοντάς τη συχνά με άλλες αρχές, όπως την αρχή της νομιμότητας. Αντίθετα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων έχει ήδη εξερευνήσει την έννοια της αντικειμενικότητας, αποδίδοντάς της τη δέουσα αναγνώριση ως μιας αρχής με δική της υπόσταση και νόημα. Όπως μάλιστα επισημαίνεται, στην πρόσφατη δεσμευτική απόφαση 2/2023, το ΕΣΠΔ διαπίστωσε την παραβίαση της αρχής της αντικειμενικότητας, ως αυτοτελούς αρχής.[3]
Περαιτέρω, η εποπτική αρχή της Μάλτας επικαλέστηκε την ερμηνεία της αρχής της αντικειμενικότητας μέσα από τις Κατευθυντήριες Γραμμές του ΕΣΠΔ. Προς τούτο, μνημόνευσε τις Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2022, σύμφωνα με τις οποίες «η αντικειμενικότητα είναι μια γενική αρχή που απαιτεί να μην υποβάλλονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία κατά τρόπο που είναι επιζήμιος, μεροληπτικός, απροσδόκητος ή παραπλανητικός για το υποκείμενο των δεδομένων»[4] και 2/2019, όπου αναφέρθηκε ότι «η αρχή της αντικειμενικότητας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση των θεμιτών προσδοκιών των υποκειμένων των δεδομένων όσον αφορά πιθανές αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να επιφέρει η επεξεργασία σε αυτούς και την εξέταση της σχέσης και των πιθανών επιπτώσεων της ανισότητας μεταξύ αυτών και του υπεύθυνου επεξεργασίας».[5]
Με βάση τα ανωτέρω, η IDPC διατύπωσε την άποψη πως το ΕΣΠΔ όχι μόνο αναγνωρίζει την αυτοτέλεια της αρχής της αντικειμενικότητας, αλλά και τη χαρακτηρίζει ως βασική αρχή (“overarching principle”) και ως μια αρχή που θεμελιώνει ολόκληρο το οικοδόμημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η αρχή αυτή απαιτεί την ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με την ύπαρξη επεξεργασίας δεδομένων, καθώς και τους σκοπούς αυτής.
Ως προς το ζήτημα της ενημέρωσης αυτής στη συγκεκριμένη υπόθεση, η IDPC έκρινε πως η παροχή των προβλεπομένων εκ του νόμου πληροφοριών μέσα από τον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής δεν συνιστά ενημέρωση με τα κατάλληλα μέσα εν όψει του χαρακτήρα και της φύσης της επεξεργασίας. Τούτο διότι η ενημέρωση μέσω του ιστοτόπου δεν παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους όρους της επεξεργασίας των δεδομένων του, πριν φτάσει στο σημείο όπου βρίσκεται η χειροκίνητη κάμερα. Κάτι τέτοιο, κατά τη γνώμη της αρχής, δεν είναι αποδεκτό ή ικανοποιητικό.
Το υποκείμενο των δεδομένων πρέπει να λαμβάνει μια ουσιαστική ενημέρωση για την επεξεργασία που επιχειρείται, πριν βρεθεί στο σημείο στο οποίο τα δεδομένα του θα τύχουν συλλογής. Η πληροφοριακή αντικειμενικότητα απαιτεί τα υποκείμενα των δεδομένων να μην εξαπατώνται ή παραπλανώνται ως προς την επεξεργασία των δεδομένων τους, αλλά να είναι σε θέση να αντιληφθούν εγκαίρως και εκ των προτέρων τα χαρακτηριστικά και τις συνέπειες της επεξεργασίας που θα ακολουθήσει και όχι να βρίσκονται προ εκπλήξεως αφού αυτή πραγματοποιηθεί.
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η εποπτική αρχή της Μάλτας έκρινε πως ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την παροχή της πληροφόρησης που προβλέπεται στο άρθρο 13 του εθνικού νόμου για την ενσωμάτωση της αστυνομικής οδηγίας, όπως τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να περιλαμβάνουν την τοποθέτηση προσωρινής σήμανσης σε εύλογη απόσταση από το πεδίο λήψης της χειροκίνητης κάμερας. Η απουσία της σήμανσης αυτής συνιστά αθέμιτη πρακτική, η οποία παραβίασε το θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Η IDPC κατέληξε πως η επεξεργασία δεδομένων του καταγγέλλοντος μέσα από τη χειροκίνητη κάμερα – ραντάρ τελέστηκε κατά παράβαση της αρχής της αντικειμενικότητας και της υποχρέωσης ενημέρωσης του άρθρου 12 του εθνικού νόμου και έδωσε εντολή στην αρμόδια αρχή όπως εφεξής τοποθετεί, σε εύλογη απόσταση, ενημερωτικές σημάνσεις κάθε φορά που προτίθεται να χρησιμοποιήσει τις επίμαχες συσκευές ελέγχου ταχύτητας.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο εδώ.
[1] Υπενθυμίζεται πως η αρχή του fairness του άρθρου 5 παρ.1α ΓΚΠΔ αποδίδεται στα ελληνικά ως αρχή της «αντικειμενικότητας», ενώ η “fair” επεξεργασία μεταφράζεται στο ίδιο κείμενο ως «θεμιτή» ή «δίκαιη».
[2] Επισημαίνεται πως το “fairly” του αγγλικού κειμένου αποδίδεται στα ελληνικά ως «νομίμως».
[3] Η IDPC επισημαίνει πως μολονότι η ερμηνεία του ΕΣΠΔ αφορά την αρχή της αντικειμενικότητας του ΓΚΠΔ, τα ως άνω συμπεράσματα πρέπει να εφαρμοστούν αναλογικώς και σε σχέση με την αντίστοιχη αρχή της αστυνομικής οδηγίας 2016/680, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο της Μάλτας.
[4] Guidelines 03/2022 on Deceptive design patterns in social media platform interfaces: how to recognise and avoid them, σκ. 9
[5] Κατευθυντήριες γραμμές 2/2019 για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του ΓΚΠΔ στο πλαίσιο της παροχής επιγραμμικών υπηρεσιών σε υποκείμενα δεδομένων, σκ. 12