Με απόφαση του το Συμβούλιο της Επικρατείας δείχνει το δρόμο για περιπτώσεις ιδιοκτητών οι οποίοι κατέθεσαν εκπρόθεσμη αίτηση ακύρωσης κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη, διευκρινίζοντας πως όταν συντρέχουν οι αντίστοιχες προϋποθέσεις, η προθεσμία δεν κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την απόφαση 879 του πενταμελούς Ε’ τμήματος του ΣτΕ (Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου, Εισηγητής: Α. Σκούφαλος) με την οποία χαρακτηρίστηκε ως εν μέρει παράνομη η πράξη κύρωσης δασικού χάρτη της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής.
Διαβάστε παρακάτω την περίληψη της σχετικής απόφασης, από την Eπιστημονική Oμάδα της «Νόμος+Φύση»:
H ολοκλήρωση της διαδικασίας κύρωσης των δασικών χαρτών και, περαιτέρω, της κατάρτισης του Δασολογίου, αποσκοπεί στον ακριβή εντοπισμό των δασών και των δασικών εκτάσεων στο σύνολο του εθνικού χώρου και στην αξιόπιστη και συστηματική καταγραφή τους. Οι διατάξεις, όμως, αυτές, μεριμνώντας για την ακριβή οριοθέτηση των εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα, ως αντικειμένου συνταγματικής προστασίας, δεν συνιστούν οι ίδιες το προστατευτικό των εν λόγω εκτάσεων νομικό καθεστώς, το οποίο συγκροτείται από την εν γένει δασική νομοθεσία και, ιδίως, τον ν. 998/1979 (Α’ 289), ως ισχύει. Η δασική νομοθεσία, η οποία εκδόθηκε κατ’ επιταγή των οικείων συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3), περιέχει πλέγμα ρυθμίσεων για την προστασία των εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα και ισχύει ανεξαρτήτως της προόδου της διαδικασίας κατάρτισης των δασικών χαρτών, οι οποίοι, εφ’ όσον κυρωθούν και αποτελέσουν την βάση του Δασολογίου, θα εξασφαλίσουν στις περιλαμβανόμενες σε αυτούς εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα την επί πλέον προστασία που παρέχει η πλήρης αποδεικτική ισχύς τους, ενώπιον των διοικητικών και των δικαστικών αρχών, ως προς τον χαρακτήρα αυτόν ενώ, κατά τα λοιπά, το προστατευτικό πλέγμα των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας θα εξακολουθήσει, όπως και πριν, να ισχύει επί των εκτάσεων, οι οποίες, στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών, έχουν κριθεί ή κρίνονται ως δασικές. Ενόψει τούτων, μόνη η θεώρηση των δασικών χαρτών με πράξη της δασικής αρχής – προκειμένου αυτοί να αναρτηθούν – καθώς και η ανάρτησή τους με πράξη της ιδίας αρχής – προκειμένου να υποβληθούν, εν συνέχεια, στην διαδικασία των αντιρρήσεων – ουδεμία έννομη συνέπεια επάγονται, δεδομένου ότι η εφαρμογή της εν γένει δασικής νομοθεσίας επί των περιλαμβανομένων ως δασικών σε αυτούς εκτάσεων, χωρεί ανεξαρτήτως της θεώρησης και της ανάρτησης τους, ενώ, εξάλλου, οι ενέργειες αυτές δεν αρκούν για να εξοπλίσουν τους χάρτες που θεωρούνται ή αναρτώνται – υποκειμένους, άλλωστε, σε αντιρρήσεις – με την, κατά τα ανωτέρω, πλήρη αποδεικτική ισχύ που θα εξασφάλιζε σε αυτούς η κύρωσή τους. Συνεπώς, οι πράξεις θεώρησης και ανάρτησης των δασικών χαρτών δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και δεν υπόκεινται, για τον λόγο αυτόν, σε αίτηση ακύρωσης. Αντιθέτως, εκτελεστές πράξεις, προσβλητές με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, αποτελούν οι πράξεις με τις οποίες κυρώνονται οι αναρτηθέντες δασικοί χάρτες είτε ως προς τα τμήματα αυτών για τα οποία δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις.
Η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της κύρωσης του μη αμφισβητηθέντος με αντιρρήσεις δασικού χάρτη, η κατάρτιση και ανάρτηση του οποίου είναι γνωστή στον ενδιαφερόμενο λόγω της προηγηθείσης δημοσιότητας, κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο χάρτης αναφέρεται σε σημαντικού εμβαδού και ευρεία έκταση, ως προς την οποία, από τη φύση του πράγματος και ελλείψει δασολογίου και κτηματολογίου, δεν είναι εφικτή η ατομική κοινοποίηση. Δεν ασκεί δε επιρροή ότι το τμήμα της έκτασης στο οποίο αφορά η κάθε αίτηση ακύρωσης είναι, ενδεχομένως, μικρό και εντοπισμένο. Άλλως έχει το ζήτημα στην περίπτωση που οι διατυπώσεις δημοσιότητας της ανάρτησης των δασικών χαρτών δεν έχουν τηρηθεί ή υπήρξαν ελλιπείς ή μη προσήκουσες, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί τεκμήριο πλήρους γνώσης του περιεχομένου των χαρτών και να κινηθεί η προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων. Άλλως, επίσης, έχει το ζήτημα όταν εκτάσεις εμπίπτουσες σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή πολεοδομικές μελέτες ως δομήσιμες, οπότε ο ενδιαφερόμενος, γνωρίζοντας ότι το ακίνητό του ευρίσκεται εντός πολεοδομημένης περιοχής, ευλόγως δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του δασικού χάρτη, περιλαμβάνονται εν τούτοις στον χάρτη ως δασικές, όταν δηλαδή και ο νομοθέτης θεωρεί περιττή την υποβολή αντιρρήσεων. Σε αμφότερες τις εν λόγω περιπτώσεις η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη δεν κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου.
Στην ειδική εκείνη περίπτωση που έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση, μη ληφθείσα υπόψη από τη Διοίκηση κατά την κατάρτιση του δασικού χάρτη, με την οποία έχει ακυρωθεί πράξη κήρυξης της έκτασης ως αναδασωτέας, η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης κύρωσης του δασικού χάρτη κινείται από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Και τούτο διότι, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που η έκταση εμπίπτει σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ή πολεοδομική μελέτη ως δομήσιμη, ο ενδιαφερόμενος ευλόγως δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του δασικού χάρτη, διατηρώντας την πεποίθηση ότι η έκταση, σύμφωνα με την οικεία δικαστική απόφαση, δεν καταλαμβάνεται πλέον από τη δασική νομοθεσία.
Η δικαστική απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε η πράξη αναδάσωσης της επίμαχης έκτασης, δημιούργησε στον αιτούντα την εύλογη πεποίθηση, η οποία και προσήκει σε επιμελή διάδικο, ότι η έκταση δεν δύναται να συμπεριληφθεί στον δασικό χάρτη, με αποτέλεσμα να μην επιδεικνύει αυτός, δικαιολογημένα, ενδιαφέρον για την κύρωση του δασικού χάρτη. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκείται εμπροθέσμως διότι ως αφετηρία της προθεσμίας δεν δύναται να εκληφθεί η δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά η γνώση του περιεχομένου της από τον αιτούντα, τέτοια δε γνώση σε χρόνο που θα καθιστούσε την αίτηση εκπρόθεσμη δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου.
Με την 6/1993 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας ακυρώθηκε, ως πλημμελώς αιτιολογημένη, η νομαρχιακή απόφαση, με την οποία η επίμαχη έκταση κηρύχθηκε ως αναδασωτέα, χωρίς, μάλιστα, να προκύπτει ότι, μετά την ακυρωτική απόφαση, εκδόθηκε άλλη διοικητική πράξη σχετικά με τον χαρακτηρισμό της έκτασης. Με αυτά τα δεδομένα η προσβαλλόμενη απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, καθ’ ο μέρος συμπεριελήφθησαν σε αυτήν τα ανωτέρω τμήματα της επίδικης έκτασης ως έχοντα δασικό χαρακτήρα, πρέπει να ακυρωθεί κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον αιτούντα.