Έκρινε μη νόμιμη τη διαδικασία έκδοσης της. “Οι υπογράφοντες αυτή δεν είχαν πληρεξουσιότητα, ούτε εξουσία εκπροσώπησης της τράπεζας”, αναφέρει το Δικαστήριο.
Νέα δικαίωση για δανειολήπτες ήρθε αυτή τη φορά από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας, το οποίο έκανε δεκτή την προσφυγή τους για ανακοπή διαταγής πληρωμής σε τράπεζα του ποσού των 361.208,92 ευρώ.
Όπως ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο η πλευρά της τράπεζας προς τα τέλη του 2018 επιδόθηκε βάσει των εκθέσεων επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, η από 10-9-2018 εξώδικη πρόσκληση της δανείστριας τράπεζας, την οποία υπέγραφαν οι … και … και στην οποία αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Ως γνωστόν, μεταξύ μας καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. … σύμβαση δανείου ποσού ευρώ διακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων (266.000,00) με τους όρους που διαλαμβάνονται σε αυτήν, στο με ίδια ημερομηνία «Παράρτημα 1» αυτής και στις πρόσθετες αυτής πράξεις. Σε εκτέλεση των όρων της πιο πάνω σύμβασης, η Τράπεζα προέβη στην εκταμίευση του δανείου. Στη συνέχεια κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματος σας, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του ανωτέρω δανείου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη συμφωνία ρύθμισης οφειλής. Με βάση τα μεταξύ μας συμφωνηθέν, θα έπρεπε να μας καταβάλλετε εμπρόθεσμα τις δόσεις της ρύθμισής σας, αλλά εσείς δεν τηρήσατε την υποχρέωσή σας αυτή με αποτέλεσμα να μην έχουν εξοφληθεί μέχρι σήμερα οι δόσεις από 1/11/2016. Με την παρούσα σας γνωρίζουμε ότι η Τράπεζά μας, ως έχει δικαίωμα, καταγγέλλει τη σύμβαση δανείου, το Προσάρτημα I, τις πρόσθετες πράξεις αυτής και τη συμφωνία ρύθμισης οφειλής, λόγω μη τήρησης των όρων αυτών. Από την καταγγελία προκύπτει συνολική ληξιπρόθεσμη απαίτηση της Τράπεζάς μας ύψους ευρώ τριακοσίων εξήντα μίας χιλιάδων διακοσίων οκτώ και ενενήντα δύο λεπτών (361.208,92) …».
Βάσει αυτών εκδόθηκε και η διαταγή πληρωμής με την οποία οι δανειολήπτες και ανακόπτοντες πλέον, «διατάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 361.208,92 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο (3,28100%) κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες εκ 5,78100% και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την 15-11-2018 (επομένης της επιδόσεως της καταγγελίας) και μέχρι εξόφλησης».
«Οι υπογράφοντες την διαταγή πληρωμής δεν είχαν πληρεξουσιότητα», λένε οι δανειολήπτες
Οι δανειολήπτες με την κρινόμενη ανακοπή τους, προέβαλαν δια του συνηγόρου τους Γεωργίου Καλτσά τον ισχυρισμό ότι «η ως άνω καταγγελία του επίδικου δανείου είναι άκυρη, διότι οι υπογράφοντες αυτή δεν είχαν πληρεξουσιότητα, ούτε εξουσία εκπροσώπησης της καθ’ ης. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο της καταγγελίας δεν επιδείχθηκε στους ανακόπτοντες το πληρεξούσιο έγγραφο των ως άνω προσώπων, ως αντιπροσώπων – πληρεξουσίων της καθ’ ης για την καταγγελία της σύμβασης δανείου. Οι ανακόπτοντες δεν απέκρουσαν αμέσως την εγκυρότητα της καταγγελίας, λόγω μη επίδειξης του ως άνω πληρεξουσίου εγγράφου, η υπαίτια δε βραδύτητα που επέδειξαν στο να αποκρούσουν για τον λόγο αυτό την επιδοθείσα σε αυτούς καταγγελία, έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη προηγηθείσα νομική σκέψη, ότι η καταγγελία δεν είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη (ανεξάρτητα δηλαδή από το αν υφίσταται πράγματι η σχετική πληρεξουσιότητα ή όχι), αλλά ότι πρέπει να ερευνηθεί αν υπάρχει το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο».
Η κρίση του Δικαστηρίου: «Η αξίωση για καταβολή του συνόλου του δανείου δεν ήταν νόμιμη»
Ωστόσο, σύμφωνα με το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών «οι καθ’ ων, που φέρουν το σχετικό βάρος απόδειξης του κύρους της ως άνω καταγγελίας (ΕφΑθ 2768/2022, ΕφΑθ 577/2022 ό.π.), δεν προσκομίζουν κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η αντιπροσωπευτική εξουσία των ανωτέρω προσώπων, αν δηλαδή ενήργησαν αυτοί ως υποκατάστατοι του διοικητικού συμβουλίου της δανείστριας τράπεζας ή ως εντολοδόχοι τρίτοι, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης.
Αντίθετα, η δεύτερη των καθ’ ων αναφέρει στις προτάσεις της ότι τα εν λόγω πρόσωπα ήταν αντιπρόσωποι της δανείστριας τράπεζας (άρθρο 211 ΑΚ) κατά φαινομένη πληρεξουσιότητα, ήτοι χωρίς να τους έχει δοθεί πληρεξουσιότητα».
Προσθέτει δε το Δικαστήριο πως «δοθέντος ότι δεν αποδεικνύεται η εκπροσωπευτική εξουσία ή η παροχή πληρεξουσιότητας στα υπογράφοντα την καταγγελία πρόσωπα από την δανείστρια τράπεζα, η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης δανείου ήταν άκυρη και δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός ως άνω συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τους ανακόπτοντες του οφειλόμενου κεφαλαίου και δεν κατέστη το σύνολο του υπολοίπου του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό».
Για να καταλήξει: «Ως εκ τούτου, αφού η καταγγελία της σύμβασης δανείου ήταν άκυρη, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη με αριθμό ./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και κατ’ επέκταση η αξίωση για την καταβολή εκ μέρους των ανακοπτόντων του συνόλου του υπολοίπου του δανείου δεν ήταν νόμιμη».