Αριθμός 1361/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Α. χήρας Χ. Τ., το γένος Ε. Π., 2) Σ. Τ. του Χ. και 3) Σ. Τ. του Χ., κατοίκων …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Βαλτούδη.
Της αναιρεσίβλητης: Σ. συζύγου Ι. Π., το γένος Β. Σ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δέσποινα Μελίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, η οποία συνεκδικάσθηκε με τη διά των προτάσεων ανταγωγή των ήδη αναιρεσειουσών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 20385/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 300/2015 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 21-4-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Κοντός ανέγνωσε την από 9-12-2015. έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 202 του Α.Κ., “αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση”. Ενόψει της διατάξεως αυτής, ο διαλυτικός όρος που περιέχεται στη σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητος ακινήτου, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση που ο αγοραστής, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση για ορισμένη, εντός τακτής προθεσμίας, ενέργεια, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος, δεν προέβη στην εκπλήρωση αυτής, θα εκπίπτει από κάθε δικαίωμά του που απορρέει από την πώληση και το πωληθέν θα καθίσταται αναγόραστο και θα επιστραφεί χωρίς άλλη διατύπωση στην κυριότητα του πωλητή, αποτελεί αναμφίβολα παρεμβολή στη σύμβαση διαλυτικής αιρέσεως, υπό την οποία τελεί τόσο η κατά το άρθρο 1033 του Α.Κ. συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητος, όσο και η ενοχική δικαιοπραξία της πωλήσεως, η οποία αποτελεί, κατά την ανωτέρω διάταξη, την νόμιμη αιτία της μεταβιβάσεως. Όταν δε η διαλυτική αυτή αίρεση πληρωθεί, διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία εντός της οποίας ώφειλε να ενεργήσει ο αγοραστής, τότε, κατά τη βούληση των μερών, που σαφώς εκφράστηκε και είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 202 Α.Κ., ανατρέπεται η όλη σύμβαση τόσο κατά την ενοχική όσο και κατά την εμπράγματη ενέργειά της, υπό την έννοια ότι παύει αυτή να ισχύει με την επέλευση του αιρετικού γεγονότος και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγουμένη κατάσταση, άρα και η κυριότητα στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 207 παρ. 2 του Α.Κ., “η αίρεση θεωρείται ότι δεν πληρώθηκε, αν την πλήρωση της προκάλεσε αντίθετα προς την καλή πίστη, εκείνος που θα τον ωφελούσε η πλήρωση της”. Η καλή πίστη, στη διάταξη αυτή, λαμβάνεται αντικειμενικώς, όπως και στα άρθρα 200, 281, 288 Α.Κ., νοείται δε ως τοιαύτη η αντίληψη του μέσου ευπρεπώς και τιμίως φερομένου προσώπου, του μετέχοντος στο/αντίστοιχο συναλλακτικό κύκλο. Η αντίθετη προς την καλή πίστη συμπεριφορά εκδηλώνεται είτε δια πράξεως είτε δια παραλείψεως οφειλομένης, κατά το νόμο, τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη, ενεργείας. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 207 Α.Κ., καθ’ ό μέρος ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Εφόσον όμως αυτή ανάγεται στην υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών γεγονότων στην έννοια της ρηθείσης διατάξεως υπόκειται στον προαναφερόμενο αναιρετικό έλεγχο, ο οποίος καταλαμβάνει την ορθότητα της γενικώς και αφηρημένως εκφερομένης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας ότι ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στην καλή πίστη (Α.Π.2099/2009, 1017/1988, 899/1980). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.: “Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απερρίφθη ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. Α.Π. 27 και 28/1998). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ.. “Αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, για την επέλευση της εννόμου συνεπείας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.Α.Π. 1/1999).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: “Με το υπ’ αριθμ. …/19-2-2008 προσύμφωνο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου…οι εναγόμενες (ήδη αναιρεσείουσες) προσυμφώνησαν την πώληση προς την ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) και το σύζυγο της, Ι. Π…. κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία, της υπό στοιχεία … αυτοτελούς και διηρημένης κατοικίας (μεζονέτας), αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο, πρώτο όροφο και δώμα, συγκροτήματος πέντε ανεξάρτητων κτιρίων-κατοικιών, που ανεγείρονταν επί ενός αυτοτελούς και διηρημένου τμήματος οικοπέδου, έκτασης 1.510,39 τ.μ, επί της συμβολής των οδών ……, αντί πραγματικώς συμφωνηθέντος τιμήματος 500.000 ευρώ, από το οποίο οι αγοραστές κατέβαλαν άμεσα στις πωλήτριες ποσό 170.000 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου ποσού 330.000 ευρώ, το οποίο αναγράφηκε στο ως άνω προσύμφωνο ως συμφωνηθέν τίμημα. Λόγω…τυπικών σφαλμάτων…στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου…, αλλά και της εκκρεμότητας περί την αποδοχή της κληρονομιάς του…δικαιοπαρόχου συζύγου και πατέρα τους, οι εναγόμενες πωλήτριες μετέθεσαν χρονικά την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, ενώ ανέλαβαν ιδίαις δαπάναις την διευθέτηση των ως άνω εκκρεμοτήτων της νομικής κατάστασης του ακινήτου τους, ορίστηκε δε ως απώτερος χρόνος κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου δύο έτη από της υπογραφής του προσυμφώνου, δηλαδή μέχρι 19-2-2010. Το οικόπεδο, επί του οποίου ανεγείρονταν το εν λόγω συγκρότημα κατοικιών, ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη, Α. Τ. και το σύζυγο της Χ. Τ., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε καθένα… Η επίδικη δε κατοικία, με στοιχεία Κ4 είχε περιέλθει στο Χ. Τ. με το νομίμως μεταγραφέν … …/2005 συμβόλαιο διανομής….Ο Χ. Τ. απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη την 17-12-2006, καταλείποντας μόνες πλησιέστερες συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τις εναγόμενες, σύζυγο και θυγατέρες του, οι οποίες τον κληρονόμησαν κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 25% η πρώτη και 37,50% καθεμία από τις δεύτερη και τρίτη, αντίστοιχα…Η επίδικη κατοικία παραδόθηκε στην ενάγουσα και το σύζυγο της την 28-5-2008, συνταχθέντος του υπ’ αριθμ. …/28-5-2008 πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής της ίδιας συμβολαιογράφου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή με τα τέκνα τους, αφού δαπάνησαν και ποσό 100.000 ευρώ για πρόσθετες (βελτιωτικές) εργασίες. Οι εναγόμενες προέβησαν σε μιά σειρά αλλεπάλληλων κινήσεων…μετά την ολοκλήρωση των οποίων, ήταν πλέον σε θέση να προχωρήσουν στη σύνταξη του οριστικού συμβολαίου. Κατόπιν δε συμφωνίας όλων των συμβληθέντων μερών στο άνω προσύμφωνο, τούτο καταργήθηκε με την υπ’ αριθμ…./9-3-2010 πράξη της συντάξασας αυτό συμβολαιογράφου και συμφωνήθηκε η αγορά του επιδίκου μόνο από την ενάγουσα. Έτσι, με το……9-3-2010 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως καταχωρηθέντος στο οικείο κτηματολογικό του φύλλο με αριθμό καταχώρησης …/18-3-2010, οι εναγόμενες πώλησαν στην ενάγουσα την επίδικη κατοικία, αποτελούμενη από: α) υπόγειο ….. συνολικού εμβαδού 59,08 τ.μ…., β) ισόγειο εμβαδού 59,08 τ.μ. …, γ) πρώτο όροφο εμβαδού 55,54 τ.μ.,….και δ) δώμα εμβαδού 16,32 τ.μ….Εκ παραδρομής όμως, στο ως άνω πωλητήριο συμβόλαιο, ενώ αναφέρεται ότι, πωλείται και μεταβιβάζεται η υπό στοιχεία Κ4 κατοικία, η οποία και περιγράφεται λεπτομερώς, σε κάποια σημεία (στο τέλος της πέμπτης σελίδας και στο μέσον περίπου της ένατης σελίδας) το πωλούμενο ακίνητο αναφέρεται εσφαλμένα ως, η υπό στοιχεία … κατοικία. Ως τίμημα αναφέρεται στο πωλητήριο συμβόλαιο το ποσό των 389.769,62 ευρώ, από το οποίο φέρεται να καταβλήθηκε στις πωλήτριες το ποσό των 59.769,62 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου ύψους 330.000 ευρώ. Στην πραγματικότητα όμως, η περί τιμήματος συμφωνία δεν μεταβλήθηκε, αλλά το πραγματικό τίμημα παρέμεινε ύψους 500.000 ευρώ, από το οποίο, ποσό 170.000 ευρώ είχε ήδη καταβληθεί στις εναγόμενες κατά την υπογραφή του προσυμφώνου…Το υπόλοιπο τίμημα (ύψους 330.000 ευρώ) συμφωνήθηκε να καταβληθεί από προϊόν δανείου, που θα λάμβανε η ενάγουσα από την …, ή από οποιαδήποτε άλλη τράπεζα, ή οργανισμό, μέχρι την 9-6-2010, άλλως, και σε περίπτωση μη χορήγησης δανείου, θα κατέβαλε εξ ιδίων η ενάγουσα μέχρι την 9-7-2010. Η πώληση συμφωνήθηκε ότι, τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της πλήρους και εμπρόθεσμης καταβολής του τιμήματος, η οποία (διαλυτική αίρεση) θα θεωρείτο πληρωθείσα σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής του τιμήματος και μετά την παρέλευση τριάντα (30) μερών από τη σχετική εξώδικη όχληση της αγοράστριας από τις πωλήτριες. Στο συμβόλαιο προβλέφθηκε, επίσης, απαγόρευση διάθεσης και εμπράγματης επιβάρυνσης του ακινήτου μέχρι την εξόφληση του οφειλόμενου τιμήματος, πλην της εγγραφής υποθήκης, ή προσημείωσης υποθήκης υπέρ της … ή, οποιασδήποτε άλλης τράπεζας, ή οργανισμού που θα χορηγούσε το δάνειο στην αγοράστρια, η οποία εξαιρέθηκε της απαγόρευσης. Συμφωνήθηκε, επίσης, ρητά ότι, στην περίπτωση που η διαλυτική αίρεση αποτελούσε κώλυμα για τη χορήγηση του δανείου, οι πωλήτριες θα προσέρχονταν για την άρση της διαλυτικής αίρεσης, εφόσον βεβαίως είχε προεγκριθεί το δάνειο και θα παρέμενε μέχρι την εξόφληση μόνο η ρήτρα αναγοράστου… Ο παραπάνω τεθείς όρος καταδεικνύει προδήλως το γεγονός ότι, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβλεπαν ήδη ως υπαρκτή την αρνητική επίδραση της διαλυτικής αίρεσης στη διαδικασία δανειοδότησης της ενάγουσας και προέβλεψαν στην αντιμετώπιση και την άρση της. Αμέσως μετά την υπογραφή του συμβολαίου η ενάγουσα απευθύνθηκε σε διάφορες τράπεζες, προκειμένου να λάβει στεγαστικό δάνειο, πλην όμως τούτο δεν κατέστη εφικτό μέχρι τις ορισθείσες στο συμβόλαιο ημερομηνίες, για το λόγο ότι, καμία τράπεζα δεν προέβαινε, έστω και σε προέγκριση δανείου, λόγω της ύπαρξης διαλυτικής αίρεσης στο εν λόγω πωλητήριο συμβόλαιο. Σύμφωνα με πάγια τακτική των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι τράπεζες απαιτούν τα προσημειούμενα ακίνητα, τα οποία πρόκειται να εξασφαλίσουν εμπραγμάτως τη δανειακή τους απαίτηση, ελεύθερα από κάθε νομικό βάρος και ύπαρξη διαλυτικής αίρεσης της σύμβασης. Εμπόδιο στην προέγκριση δανείου αποτελούσε επίσης και το ανωτέρω αναφερόμενο εκ παραδρομής σφάλμα, ως προς την περιγραφή του ακινήτου, στο πωλητήριο συμβόλαιο, η αναφορά δηλαδή, σε κάποια σημεία, της πωλούμενης υπό στοιχείο … κατοικίας, ως υπό στοιχεία …. Οι εναγόμενες, μολονότι ενημερώθηκαν από την ενάγουσα για την διακωλυτική επίδραση της διαλυτικής αίρεσης και του ανωτέρω εκ παραδρομής σφάλματος του συμβολαίου στις προσπάθειες δανειοδότησης της, αρνήθηκαν να συμπράξουν στη διόρθωση του συμβολαίου, ως προς την περιγραφή του ακινήτου και στην άρση της διαλυτικής αίρεσης, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη του δανείου της ενάγουσας, το οποίο η ενάγουσα είχε όλες τις προϋποθέσεις να λάβει. Έτσι, οι τεθείσες στο συμβόλαιο ημερομηνίες εξόφλησης του τιμήματος παρήλθαν, οι δε εναγόμενες, αντί να συμπράξουν στην άρση διαλυτικής αίρεσης και τη διόρθωση της περιγραφής της κατοικίας, αντίθετα, επέδωσαν προς την ενάγουσα στις 11-8-2010, την από 10-8-2010 εξώδικη δήλωση τους…με την οποία, επικαλούμενες τους ανωτέρω όρους του συμβολαίου για την καταβολή του υπολοίπου τιμήματος των 330.000 ευρώ, όχλησαν αυτήν για την καταβολή του, δηλώνοντας προς αυτήν, όπως το συμβόλαιο όριζε, ότι μετά την παρέλευση 30 ημερών από την όχληση, θα πληρώνονταν η διαλυτική αίρεση. Στη συνέχεια η ενάγουσα, αφού κατόπιν προγενέστερης αίτησης της, κατόρθωσε να λάβει την από 10-9-2010 (και ισχύουσα για 30 ημέρες) προέγκριση δανείου, ύψους 300.000 ευρώ, από την Τράπεζα Πειραιώς, (η ίδια τράπεζα χορήγησε και τη μεταγενέστερη από 20-9-2010 προέγκριση δανείου για το ίδιο ποσό), δηλαδή μία μόλις ημέρα προ της παρέλευσης της τριακονθήμερης προθεσμίας, έσπευσε να γνωστοποιήσει το γεγονός αυτό προφορικά προς τις εναγόμενες, ζητώντας τους να συμπράξουν στη διόρθωση του συμβολαίου και στην άρση της διαλυτικής αίρεσης, κατά την απαίτηση και των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας Πειραιώς. Και πάλι όμως και μετά την προέγκριση του δανείου, οι εναγόμενες αρνήθηκαν αδικαιολόγητα τη σύμπραξη τους, μολονότι με το πωλητήριο συμβόλαιο είχαν αναλάβει την υποχρέωση να συμπράξουν στην άρση της διαλυτικής αίρεσης, στην περίπτωση που αυτή αποτελούσε κώλυμα για τη δανειοδότηση της ενάγουσας και εφόσον είχε προεγκριθεί το δάνειο. Αντίθετα, της επέδωσαν, την 15-9-2010, την από 14-9-2010 εξώδικη δήλωση τους, με την οποία της γνωστοποιούσαν την πλήρωση, στις 12-9-2010 (επίδοση της όχλησης την 11-8-2010 και παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών), της διαλυτικής αίρεσης, καλώντας την να προσέλθει στην ίδια ανωτέρω συμβολαιογράφο, για να καταρτισθεί η πράξη αναμεταβίβασης του ακινήτου στις ίδιες. Την εξώδικη αυτή δήλωση ρητά απέκρουσε η ενάγουσα με την από 16-9-2010 εξώδικη δήλωση που επέδωσε στις εναγόμενες την ίδια ημέρα… με την οποία τις ενημέρωσε και εγγράφως ότι, η Τράπεζα Πειραιώς έχει χορηγήσει προέγκριση δανείου και με την οποία ρητά επικαλούνταν τη μη πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως και επομένως την μη ανατροπή της κυριότητας της, αφού η μη λήψη δανείου οφείλονταν στην άρνηση τους να συμπράξουν στην άρση της διαλυτικής αίρεσης, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη του και τις καλούσε, ενόψει της χορηγηθείσας προέγκρισης του δανείου, να προσέλθουν για την άρση της διαλυτικής αίρεσης και τη διόρθωση της περιγραφής του ακινήτου, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη του δανείου και η εξόφληση του τιμήματος. Η οριστική έγκριση και εκταμίευση του δανείου όμως δεν έλαβαν χώρα, αφού οι εναγόμενες αρνήθηκαν τελικώς να συμπράξουν στη διόρθωση του συμβολαίου και την άρση της διαλυτικής αίρεσης, επικαλούμενες πλέον την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης και την αυτοδίκαιη ανάκτηση της κυριότητας του επιδίκου ήδη από 10-7-2010. Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, για την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης απαιτούνταν, εκτός της καθυστέρησης της καταβολής του τιμήματος πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας, και η παρέλευση τριακονθήμερης προθεσμίας από τη σχετική εξώδικη όχληση της ενάγουσας από τις εναγόμενες, για καταβολή του υπολοίπου τιμήματος, που επιδόθηκε σ’ αυτήν την 11-8-2010. Προ της παρόδου της προθεσμίας αυτής (11-9-2010) όμως, και συγκεκριμένα, την 10-9-2010, η ενάγουσα έλαβε την ως άνω προέγκριση δανείου και ενημέρωσε αυθημερόν τις εναγόμενες, ζητώντας τη σύμπραξη τους στη διόρθωση του συμβολαίου και την άρση της διαλυτικής αίρεσης, όπως ήταν υποχρεωμένες από το σχετικό ρητό όρο του πωλητηρίου συμβολαίου, ούτως ώστε η τράπεζα να προχωρήσει σε οριστική έγκριση και εκταμίευση του δανείου…Όμως, η υπό τις προπεριγραφόμενες συνθήκες αδικαιολόγητη μη προσέλευση των εναγομένων πωλητριών, (δεδομένου μάλιστα ότι αυτές δεν παρέχουν καμία εξήγηση, γιατί δεν συνέπραξαν στην άρση της διαλυτικής αίρεσης, ο δε ισχυρισμός τους ότι, η ενάγουσα ούτως η άλλως δε θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει το τίμημα δεν παρέχει καμία εξήγηση επί του ενδίκου ζητήματος) και η άρνηση τους να προβούν στην άρση της διαλυτικής αίρεσης και τη διόρθωση της περιγραφής του ακινήτου, η οποία θα οδηγούσε κατά λογική αναγκαιότητα στην έγκριση και εκταμίευση του δανείου και στην καταβολή του υπολοίπου τιμήματος, οδηγεί το Δικαστήριο σε πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση… περί του ότι, η μη εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος οφείλεται στην αντισυμβατική και ενάντια στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη συμπεριφορά των εναγόμενων πωλητριών, οι οποίες εμπόδισαν, αδικαιολόγητα και ενάντια στους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, με τη στάση τους τη λήψη του δανείου και την εντεύθεν πληρωμή του υπολοίπου τιμήματος. Η παραδοχή των ανωτέρω αποδειχθέντων στοιχείων οδηγεί κατά νομική αναγκαιότητα και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο στην κρίση περί του ότι, η επίδικη διαλυτική αίρεση ανατροπής της σύμβασης λογίζεται ως μη πληρωθείσα, διότι η πλήρωση της προκλήθηκε από τις εναγόμενες αντίθετα προς την καλή πίστη, καθώς αυτές θα ωφελούνταν από την πλήρωση της, με την ανάκτηση της κυριότητας της πωληθείσας κατοικίας και την κάρπωση του ήδη καταβληθέντος τιμήματος. Ο δε σχετικός ισχυρισμός της ενάγουσας εφεσίβλητης, (207 παρ.2 ΑΚ), ο οποίος παραδεκτά προτείνεται στην κατ’ έφεση δίκη…ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλει τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αφού κατ’ εκτίμηση της αγωγής εμπεριέχεται σ’ αυτούς, παρίσταται βάσιμος. Ως εκ τούτου, η κυριότητα της επίδικης κατοικίας παραμένει στην ενάγουσα, οι δε εναγόμενες υποχρεούνται να δηλώσουν τη βούληση τους προς άρση της διαλυτικής αίρεσης, σύμφωνα με τη σχετική συμβατική τους υποχρέωση, που περιβλήθηκε τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και εξοπλίζεται με δεσμευτικότητα από το νόμο (άρθρο 361 ΑΚ) και επομένως, πρέπει να υποχρεωθούν σ’ αυτήν δικαστικώς. Η δε υποχρέωση τους να συμπράξουν στη διόρθωση του πωλητηρίου συμβολαίου ως προς την περιγραφή του ακινήτου, πηγάζει από τη γενικότερη υποχρέωση τους να εκπληρώσουν την παροχή τους όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 ΑΚ), στην οποία περιλαμβάνεται και η υποχρέωση τους να μεταβιβάσουν το επίδικο ακίνητο χωρίς σφάλματα τα οποία δημιουργούν προβλήματα στην αγοράστρια αντισυμβαλλόμενη τους και ως εκ τούτου πρέπει να υποχρεωθούν σ’ αυτήν δικαστικώς. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγομένων, περί της αδυναμίας της ενάγουσας για λήψη δανείου λόγω της οικονομικής αφερεγγυότητας της, δεν αποδείχτηκε βάσιμος… Όσο δε αφορά το ύψος του προεγκριθέντος δανείου, το οποίο ήταν 300.000 € το οποίο υπολείπεται κατά 30.000 € του υπόλοιπου μη καταβληθέντος τιμήματος, δεν είναι στοιχείο ικανό για να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση σχετικά με το ένδικο ζήτημα, καθώς, η κάλυψη του υπολοίπου τιμήματος είχε προβλεφθεί από το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο να καλυφθεί, είτε από προϊόν δανείου, είτε από ίδιους πόρους της αγοράστριας ενάγουσας….Ενόψει λοιπών όλων των προαναφερθεισών συνθηκών και περιστάσεων, της ασφυκτικής πίεσης χρόνου κατά την προσπάθεια της ενάγουσας να δανειοδοτηθεί, προκειμένου να εξοφλήσει το υπόλοιπο τίμημα και μάλιστα ενόψει του κινδύνου να απωλέσει την κυριότητα της οικογενειακής της στέγης, στην οποία είχε ήδη εξ αρχής εγκατασταθεί, για τη βελτίωση της οποίας δαπάνησε ποσό τουλάχιστον 100.000 ευρώ, κατά τα προαναφερόμενα, καθώς και το ποσό των 170.000 ευρώ που είχε ήδη καταβάλει, και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η αδικαιολόγητη άρνηση των εναγομένων να συμπράξουν στη διόρθωση του πωλητηρίου συμβολαίου και στην άρση της διαλυτικής αίρεσης, όπως όφειλαν ιδίως μετά την προέγκριση της Τράπεζας Πειραιώς, αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, διότι είναι αντίθετη προς τις ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με χρηστότητα και σωφροσύνη. Λόγω της άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας… πρέπει να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ύψους 5.000 ευρώ. Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, όσον αφορά την ένδικη αγωγή, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ως προς την ασκηθείσα με τις προτάσεις των εναγομένων ανταγωγή, κατά το μέρος που αιτείται την καταβολή αποζημίωσης ύψους 15.500 ευρώ είναι απορριπτέα ως αβάσιμη αφού, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η διαλυτική αίρεση δεν πληρώθηκε και επομένως η ενάγουσα παραμένει κυρία του επιδίκου. Ως προς δε το κεφάλαιο της απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης…Η αναφορά στην αγωγή των ισχυρισμών….δεν αποτελούν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ούτε δυσφημιστικά γεγονότα και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετούν δυσφήμηση, ούτε προσβολή των εναγόμενων αντεναγουσών. Κατά τα λοιπά δεν αποδείχθηκε παράβαση εκ μέρους της αντεναγομένης του καθήκοντος αλήθειας, με άμεσο σκοπό την πρόκληση ζημίας στις αντενάγουσες και την εξαπάτηση του Δικαστηρίου προς επίτευξη του παράνομου σκοπού της, να καταστεί κυρία του επιδίκου, χωρίς να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα….Επομένως, και εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η αντεναγομένη ζημίωσε τις αντενάγουσες ενάντια στα χρηστά ήθη με τη διασπορά των ανωτέρω ψευδών ειδήσεων σε βάρος τους, η ανταγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος…”.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εναγομένων ήδη αναιρεσειουσών κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, η οποία, με ανάλογες σκέψεις και αιτιολογίες, είχε αχθεί στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, και δεχθείσα εν μέρει την ένδικη αγωγή, ανεγνώρισε την ενάγουσα-ήδη αναιρεσίβλητη κυρία του επιδίκου ακινήτου και υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες να συμπράξουν στη διόρθωση του μεταβιβαστικού του εν λόγω ακινήτου συμβολαίου και στην άρση της περιεχόμενης σ’ αυτό διαλυτικής αιρέσεως και να καταβάλλουν συμμέτρως στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.000 ευρώ, ενώ απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ανταγωγή των εναγομένων ήδη αναιρεσείουσών περί αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως αυτών λόγω τελεσθείσης σε βάρος της αδικοπραξίας. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 202 και 207 παρ. 2 του Α. Κ. και εχώρησε δια της προσβαλλομένης αποφάσεως του στην εφαρμογή της δευτέρας εκ των διατάξεων τούτων, το πραγματικό της οποίας πληρούται με βάση τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, όχι δε της πρώτης. Τούτο δε διότι, υπό τα ανωτέρω περιστατικά, η άρνηση των αναιρεσειουσών να συμπράξουν αφ’ ενός μεν στην διόρθωση του σφάλματος που υπήρχε στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ως προς τον προσδιορισμό της ταυτότητος του μεταβιβαζομένου ακινήτου (…), που συνιστούσε εμπόδιο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, στην προέγκριση του επιδιωκομένου από την αναιρεσίβλητη δανείου προς εξόφληση του τιμήματος, αφ’ ετέρου δε στην άρση της διαλυτικής αιρέσεως, η οποία ήταν καταλυτική για την επίτευξη της δανειοδοτήσεως, συνιστά συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 207 παρ. 2 Α.Κ., συνεπαγομένη την, κατά την ιδία διάταξη, πλασματική μη πλήρωση της πληρωθείσης αιρέσεως, καθόσον αυτές είχαν υποχρέωση συμπράξεως στις ως άνω ενέργειες, απορρέουσα το μεν εκ της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών το δε εξ αυτής της συμβάσεως και δη εκ του μνημονευομένου στην απόφαση αντιστοίχου όρου του συμβολαίου κατά τον οποίο, σε περίπτωση που η διαλυτική αίρεση θα αποτελούσε κώλυμα για την χορήγηση του δανείου, οι πωλήτριες είχαν υποχρέωση να προβούν στην άρση της, εφόσον είχε προηγηθεί προέγκριση του. Τέτοια δε προέγκριση έλαβε χώρα εν προκειμένω, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, πριν εκπνεύσει η τριακονθήμερη προθεσμία από την σχετική όχληση τους προς την αναιρεσίβλητη, μετά την παρέλευση της οποίας και μόνο θα επληρούτο κατά τον αντίστοιχο συμβατικό όρο η επίμαχη διαλυτική αίρεση. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 207 παρ. 2 Α. Κ. και μη εφαρμογή εκείνης του άρθρου 202 του ιδίου Κωδικός, διότι οι αναιρεσείουσες μετά την παρέλευση της αναφερομένης στο συμβόλαιο προθεσμίας δανειοδοτήσεως της αναιρεσίβλητης (9-6-2010), δεν είχαν συμβατική υποχρέωση στην άρση της διαλυτικής αιρέσεως, η οποία πληρώθηκε την 9-7-2010, με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας πληρωμής του τιμήματος, και συνεπώς αυτές νομίμως άσκησαν το δικαίωμα τους προς λύση της συμβάσεως, η δε ταχθείσα τριακονθήμερος προθεσμία δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την πλήρωση της αιρέσεως, αλλά αναβλητική προθεσμία για να παρασχεθεί στην αναιρεσίβλητο η δυνατότητα μετοικήσεως από την επίδικη οικία, τυγχάνει αβάσιμος.
Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση του νομίμου βάσεως, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος αιτιολογία, που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής των προειρημένων ουσιαστικών δικαίου (διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Τούτο δε διότι αναφέρονται στην απόφαση, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν ουσιώδες περιεχόμενο της, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα ότι οι αναιρεσείουσες είχαν υποχρέωση συμπράξεως για την διόρθωση του μεταβιβαστικού συμβολαίου και την άρση της διαλυτικής αιρέσεως, προκειμένου να αρθεί το υφιστάμενο κώλυμα δανειοδοτήσεως, και για την άρση της διαλυτικής αιρέσεως τουλάχιστον μετά την εξασφαλισθείσα προέγκριση δανείου από την Τράπεζα Πειραιώς, και ότι η άρνησή τους να ανταποκριθούν στην εν λόγω υποχρέωση ήταν αδικαιολόγητη και αντίθετη προς την καλή πίστη τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη, με αποτέλεσμα η πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως, η οποία έλαβε χώρα με την άπρακτη παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας, να θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως μη πληρωθείσα. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίον προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση αιτιάσεις για ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, αναγόμενες ειδικότερα στις παραδοχές της που αφορούν την υποχρέωση των αναιρεσειουσών για σύμπραξη στη διόρθωση του συμβολαίου, την υποχρέωση των ιδίων για άρση της διαλυτικής αιρέσεως και την χρονική διάρκεια της εν λόγω υποχρεώσεώς της, το χρόνο πληρώσεως της διαλυτικής αιρέσεως και το χρόνο κτήσεως και ασκήσεως του δικαιώματός του από την πλήρωση ταύτης, τυγχάνει αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος από τις αναιρεσείουσες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθούν επί πλέον οι τελευταίες ως ηττηθείσες (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 2015 αίτηση των 1) Α. χήρας Χ. Τ., 2)Σ. Χ. Τ. και 3) Σ. Χ. Τ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.300/2015 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στις αναιρεσείουσες τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιουλίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :