Αριθμός 433/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αριστείδη Βαγγελάτο, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη και Ερατώ Κολέση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Α. του Σ., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Καραβοκύρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Χ. Τ. Κ. Α. Ε. Γ. «Μ. και το δ.τ. «H. T. C. S..A..”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο …Αττικής και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Αλεξόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 07/10/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1948/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3169/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/07/2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ελπίδα Σιμιτοπούλου. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 24-7-2020 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 5111/ 619/2020) αίτηση διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας ερήμην του δευτέρου εφεσιβλήτου, Ε. Α. του Σ. (μη διαδίκου στην αναιρετική δίκη), και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ’ αριθ. 3169/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση α) έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, η από 19-5-2017 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία, υπ’ αριθ. 1948/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η από 7-10-2013 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 153330/5302) αγωγή αυτού απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, έγινε δε εν μέρει δεκτή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο (μη διάδικο στην αναιρετική δίκη) και β) έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή η έφεση ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο, εξαφανίστηκε ως προς αυτόν η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού δικάστηκε εκ νέου η αγωγή, έγινε εν μέρει δεκτή ως προς αυτόν και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση και για χρηματική του ικανοποίηση, το συνολικό ποσό των 131.962,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β’, 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ και 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020). Ειδικότερα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 26-6-2018 και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση Δικαστηρίου στις 24-7-2020, ήτοι εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, η οποία είχε ανασταλεί από 13-3-2020 έως 31-5-2020 δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020.
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α’ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας, (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 246/2022, 617/2022). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου) οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα δικαιούμενα αντ’ αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρεται μόνο στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο, οπότε εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 246/2022, 617/2022, 910/2015, 876/2014, 938/2013). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια ή δόλος αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 246/2022, 617/2022, 599/2020, 425/2018, 517/2017, 330/2017, 133/2016). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία, ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της προϋποθέτει: α) Σχέση πρόστησης. Αυτή η σχέση υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσεως, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και, κατά την οποία, ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου, υπό την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία. Η σχέση πρόστησης έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής ή και σε μη δικαιοπρακτική σχέση, όπως σε de facto συμβατική σχέση, χωρίς να έχει ιδιαίτερη κρισιμότητα η τυχόν ιδιότητα του προστηθέντος ως αντιπροσώπου του προστήσαντος. Η ανάπτυξη από τον προστηθέντα πρωτοβουλίας και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στα πλαίσια του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου (ΑΠ 392/2022, 487/2020, 1329/2017, 866/2017). β) Ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ. γ) Η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Η τελευταία (κατάχρηση υπηρεσίας) υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ αυτού και του προστήσαντος σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας, που ανατέθηκε σ’ αυτόν, υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 392/2022, 487/2020, 1359/2019, 1440/2014). Η εν λόγω αστική ευθύνη του προστήσαντος είναι γνήσια αντικειμενική, εφόσον αυτός, χωρίς ίδιο πταίσμα, ευθύνεται για το πταίσμα του υπ’ αυτού προστηθέντος (ΑΠ 392/2022, 487/2020, 47/2020, 1359/2019). Με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν. Τη συνδρομή της ανωτέρω προϋπόθεσης ευθύνης, από το άρθρο 922 του ΑΚ, φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει εκείνος που ζημιώθηκε από τη συμπεριφορά του προστηθέντος, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του προς αποζημίωση (ΑΠ 392/2022, 487/2020). Η έννοια της πρόστησης είναι νομική και η ύπαρξη ή μη ευθύνης του προστήσαντος, υπό τα ανελέγκτως από το ουσιαστικό δικαστήριο δεκτά γενόμενα περιστατικά, ελέγχεται αναιρετικώς εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ΑΠ 392/2022, 487/2020, 1048/2018, 238/2016).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1573/2022, 485/2019, 130/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, συνισταμένη σε παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ, την οποία το Εφετείο έκρινε μη εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής της, με συνέπεια την απόρριψη της ένδικης αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης ως προς την πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Δυνάμει προφορικώς καταρτισθείσας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “Χ. Τ. Κ. Α. Ε. Γ. Μ.” και έδρα τον…, ο πρώτος προσλήφθηκε στις 12-10-2009 από τη δεύτερη, προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός φορτηγού οχήματος. Ως μηνιαίος μισθός συμφωνήθηκε το ποσό των 1.181,01 ευρώ και θα εργαζόταν επί πενθήμερο εβδομαδιαία και με ωράριο 09:00 π.μ. έως 17:00. Την αμέσως επόμενη ημέρα από την πρόσληψή του, ήτοι στις 13-10-2009 και περί το τέλος του ωραρίου του, ήτοι λίγα λεπτά πριν τις 17:00, ο ενάγων βρισκόταν μαζί με άλλους τέσσερις οδηγούς, εργαζόμενους της ως άνω εναγομένης, στον προαύλιο χώρο της επιχείρησης αυτής, στον…. Συγκεκριμένα, ήταν καθισμένος σε τραπέζι ευρισκόμενο σε πλακόστρωτη αυλή 20 τ.μ., στεγασμένη με τέντα εφαρμοσμένη σε μεταλλικό σκελετό, έξωθεν ισόγειου βοηθητικού χώρου. Ο δεύτερος εναγόμενος, που είναι επίσης εργαζόμενος της πρώτης εναγομένης, με την ειδικότητα του οδηγού, είχε νωρίτερα διαπληκτισθεί με άλλον συνάδελφό του οδηγό και διακατεχόμενος από ανάλογα συναισθήματα εξήγαγε από το πλησίον σταθμευμένου οχήματός του πυροβόλο όπλο (πιστόλι), χωρίς να κατέχει σχετική άδεια. Εν συνεχεία πλησίασε στο μέρος όπου βρίσκονταν οι ως άνω οδηγοί, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, και, παρά τις προσπάθειες του ανεψιού του, που εργαζόταν και αυτός εκεί, να τον αποτρέψει, πυροβόλησε προς αυτούς δύο φορές με την κάννη του όπλου προς το πάτωμα, προφανώς προς εκφοβισμό του οδηγού με τον οποίο είχε διαπληκτισθεί. Το βλήμα όμως μιας σφαίρας, που νωρίτερα εξοστρακίσθηκε στο πάτωμα, έπληξε τον ενάγοντα στον δεξιό βραχίονα, προκαλώντας του βαριά σωματική βλάβη. Για την πράξη αυτή κατά του δεύτερου εναγομένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για επικίνδυνη σωματική βλάβη, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Καταδικάσθηκε δε αμετάκλητα, κατόπιν μεταβολής της πρώτης κατηγορίας από επικίνδυνη σε βαριά σωματική βλάβη, σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών γι’ αυτήν και 2 μηνών για εκάστη των λοιπών και συνολικά 17 (15+1+1) μηνών, με την υπ’ αριθ. 9056/11-10-2011 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών…. Το ως άνω βίαιο συμβάν σε βάρος του ενάγοντος έλαβε χώρα με αφορμή την παροχή της εργασίας του και προκάλεσε σ’ αυτόν βαριά σωματική βλάβη, ήτοι συνιστά εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθ. 1 Ν. 551/1915. Ο τραυματισμός του ενάγοντος από την επίθεση άλλου εργαζομένου έλαβε χώρα εντός του χώρου παροχής εργασίας, του οποίου η επίβλεψη και η φύλαξη υπαγόταν στην αποκλειστική σφαίρα ευθύνης της εργοδότριας πρώτης εναγομένης. Δεν δύναται, όμως, να αποδοθεί παράλληλα και σε υπαιτιότητα αυτής και να επιστηρίξει αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης εις βάρος της από τον παθόντα ενάγοντα, αφού δεν αποδείχθηκε ότι επικρατούσαν συγκεκριμένες συνθήκες και παράμετροι εντός του εργασιακού χώρου, οι οποίες ετύγχαναν γνωστές σε αυτήν ή τις οποίες αυτή όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει δια της καταβολής της δέουσας προσοχής και επιμελείας ενός μέσου συνετού εργοδότη και αυτή παρέλειψε, κατ’ αντικειμενική κρίση και με γνώμονα την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, ως όφειλε και μπορούσε, να προβεί σε επιβεβλημένες ενέργειες ή να λάβει συγκεκριμένα μέτρα προς διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης και ασφαλείας εντός του εργασιακού χώρου και συνακολούθως προς αποτροπή αυτού του βιαίου γεγονότος, περί του οποίου ουδεμία ένδειξη υφίστατο πριν από την εκδήλωσή του. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, ότι τα όργανα της πρώτης εναγομένης γνώριζαν ή υπαιτίως αγνοούσαν εξωτερικευμένα, κατά το παρελθόν, στοιχεία της προσωπικότητας του επιτιθεμένου δευτέρου εναγομένου ή συγκεκριμένα περιστατικά εκτυλιχθέντα εντός του εργασιακού χώρου, καθιστώντα σφόδρα πιθανή την εκδήλωση τέτοιας επιθέσεως κατά του ενάγοντος ή άλλων εργαζομένων και εν τούτοις παρέλειψαν να λάβουν τα προσήκοντα προληπτικά μέτρα (ενδεικτικά, αυστηρές συστάσεις και προειδοποίηση λήψεως δυσμενών και δραστικών κατ’ αυτού μέτρων εντός του πλαισίου ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης προς διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης ή κατά το δυνατόν τοποθέτηση αυτού σε άλλο χώρο εργασίας ή σε άλλο ωράριο εργασίας προς αποφυγή συγχρωτισμού απειλούντος και απειλουμένου). Ούτε, επίσης, δύναται να θεμελιωθεί αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης εις βάρος της πρώτης εναγομένης λόγω γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης αυτής εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του προστηθέντος από αυτήν δευτέρου εναγομένου, αφού η αδικοπραξία που τελέσθηκε από τον τελευταίο, αν και φέρει τα στοιχεία της χρονικής και τοπικής συνάφειας, όμως δεν τελεί σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της, υπό διεκπεραίωση, υποθέσεως της προστήσασας. Αντιθέτως, η πράξη του αφορά σε προσωπικά κίνητρα του προστηθέντος και όχι επαγγελματικές του αρμοδιότητες, διότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εργαζομένων να κατέχουν όπλα και να τα χρησιμοποιούν προς επίλυση των διαφορών τους. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος, σύμφωνα με τους οποίους η πρώτη εναγομένη δεν είχε προβεί σε ορθή επιλογή του προσωπικού της, δεν είχε προσωπικό ασφαλείας και εποπτείας, ενώ δεν είχε μεριμνήσει να διαθέτει στεγασμένο χώρο αναμονής του προσωπικού, δεν σχετίζονται αιτιωδώς με το συμβάν, αφού δεν αποδείχθηκε ότι αυτή γνώριζε ή μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του όπλου στην κατοχή του δευτέρου εναγομένου κατά την επιλογή του ενάγοντος ως εργαζομένου, ενώ δεν συγκαταλέγεται στις υποχρεώσεις της, ανάμεσα στα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να λαμβάνει για την προστασία των εργαζομένων, ο καθημερινός σωματικός τους έλεγχος. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η αγωγή του ενάγοντος ως προς την πρώτη εναγομένη. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και έκρινε μη εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, αφού δέχθηκε ότι η αδικοπραξία που τέλεσε ο δεύτερος εναγόμενος σε βάρος του ενάγοντος, αν και φέρει τα στοιχεία της χρονικής και τοπικής συνάφειας με την υπηρεσία που του είχε ανατεθεί από την προστήσασα πρώτη εναγομένη, όμως δεν τελεί σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση αυτής, επειδή η πράξη του οφείλεται σε προσωπικά κίνητρα αυτού (προστηθέντος) και δεν τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που του ανατέθηκαν ή επ’ ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 64/2022, 19/2022, 2267/2013). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 64/2022, 19/2022, 2053/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες) τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 330, 662 και 288 ΑΚ.
Από τις προαναφερθείσες, στα πλαίσια της εξέτασης του πρώτου λόγου αναίρεσης, παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του, ότι η ένδικη αγωγή είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της απόφασής του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 330, 662 και 288 ΑΚ, αφού δέχθηκε ότι α) εντός του εργασιακού χώρου, όπου έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν, δεν αποδείχθηκε ότι επικρατούσαν συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες ήταν γνωστές στην εργοδότρια εταιρεία ή που αυτή όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει, εάν κατέβαλλε τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια ενός μέσου συνετού εργοδότη, οι οποίες (συνθήκες) καθιστούσαν επιβεβλημένη τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων προς διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης και ασφαλείας εντός του εργασιακού χώρου και συνακόλουθα προς αποτροπή του ένδικου βίαιου γεγονότος, για το οποίο ουδεμία ένδειξη υπήρχε πριν από την εκδήλωσή του, πλην όμως αυτή παρέλειψε, κατ’ αντικειμενική κρίση και με γνώμονα την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, ως όφειλε και μπορούσε, να προβεί στη λήψη αυτών των μέτρων, β) τα όργανα της εργοδότριας εταιρείας δεν γνώριζαν ούτε υπαιτίως αγνοούσαν εξωτερικευμένα, κατά το παρελθόν, στοιχεία της προσωπικότητας του επιτιθεμένου δευτέρου εναγομένου ή συγκεκριμένα περιστατικά εκτυλιχθέντα εντός του εργασιακού χώρου, τα οποία καθιστούσαν σφόδρα πιθανή την εκδήλωση τέτοιας επίθεσης κατά του ενάγοντος ή άλλων εργαζομένων και συνακόλουθα επιβεβλημένη τη λήψη προληπτικών μέτρων σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, όπως αυστηρές συστάσεις και προειδοποίηση λήψης δυσμενών και δραστικών κατ’ αυτού μέτρων, εντός του πλαισίου άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης, προς διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης ή κατά το δυνατόν τοποθέτηση αυτού σε άλλο χώρο εργασίας ή σε άλλο ωράριο εργασίας προς αποφυγή συγχρωτισμού απειλούντος και απειλουμένου και γ) η μη ύπαρξη αφενός προσωπικού ασφαλείας και εποπτείας του εργασιακού χώρου και αφετέρου στεγασμένου χώρου αναμονής του προσωπικού δεν σχετίζονται αιτιωδώς με το ένδικο συμβάν, αφού η εργοδότρια εταιρεία δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε όπλο στην κατοχή του, ενώ δεν συγκαταλέγεται στα μέτρα ασφαλείας, που αυτή οφείλει να λαμβάνει για την προστασία των εργαζομένων της, ο καθημερινός σωματικός τους έλεγχος.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτού, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-7-2020 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 5111/619/ 2020) αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3169/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρειος Πάγος 433/2024 Εργατικό ατύχημα. Μη υπαιτιότητα εργοδότη. Αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης
Πηγή :