ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
«Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου – Ρήτρες που περιορίζουν τη διακύμανση των επιτοκίων – Ρήτρες κατώτατου επιτοκίου – Συλλογική αγωγή, στην οποία εμπλέκεται μεγάλος αριθμός επαγγελματιών και καταναλωτών, με αίτημα την παράλειψη χρήσης των εν λόγω ρητρών και την επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει αυτών ποσών – Σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των ρητρών – Έννοια του “μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος”»
Στην υπόθεση C‑450/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
Caixabank, SA, ως διάδοχος των Bankia SA και Banco Mare Nostrum SA,
Caixa Ontinyent SA,
Banco Santander SA, ως διάδοχος των Banco Popular Español SA και Banco Pastor SA,
Targobank SA,
Credifimo SAU,
Caja Rural de Teruel SCC,
Caja Rural de Navarra SCC,
Cajasiete Caja Rural SCC,
Caja Rural de Jaén, Barcelona y Madrid SCC,
Caja Laboral Popular SCC (Kutxa),
Caja Rural de Asturias SCC,
Arquia Bank SA, πρώην Caja de Arquitectos SCC,
Nueva Caja Rural de Aragón SCC,
Caja Rural de Granada SCC,
Caja Rural del Sur SCC,
Caja Rural de Albacete, Ciudad Real y Cuenca SCC (Globalcaja),
Caja Rural Central SCC,
Caja Rural de Extremadura SCC,
Caja Rural de Zamora SCC,
Unicaja Banco SA, ως διάδοχος των Liberbank SA και Banco Castilla-La Mancha SA,
Banco Sabadell SA,
Banca March SA,
Ibercaja Banco SA,
Banca Pueyo SA
κατά
Asociación de Usuarios de Bancos, Cajas de Ahorros y Seguros de España (Adicae),
M.A.G.G.,
M.R.E.M.,
A.B.C.,
Óptica Claravisión SL,
A.T.M.,
F.A.C.,
A.P.O.,
P.S.C.,
J.V.M.B., ως διαδόχου της C.M.R.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), J.‑C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: L. Medina
γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 2023,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Caixabank SA, διάδοχος των Bankia SA και Banco Mare Nostrum SA, εκπροσωπούμενη από τους J. Gutiérrez de Cabiedes Hidalgo de Caviedes και E. Valencia Ortega, abogados,
– η Banco Santander SA, διάδοχος των Banco Popular Español SA και Banco Pastor SA, εκπροσωπούμενη από τους J. M. Rodríguez Cárcamo και A. M. Rodríguez Conde, abogados,
– η Targobank SA, εκπροσωπούμενη από τους D. Machado Rubiño και J. Pérez de la Cruz Oña, abogados,
– η Caja Rural de Teruel SCC, εκπροσωπούμενη από τον J. López Torres, abogado,
– η Caja Rural de Navarra SCC, εκπροσωπούμενη από τους J. Izquierdo Jiménez και M. Robles Cháfer, abogados, και από τον M. Sánchez-Puelles González-Carvajal, procurador,
– η Caja Rural de Jaén, Barcelona y Madrid SCC, εκπροσωπούμενη από τους R. Monsalve del Castillo, I. Moreno-Tapia Rivas και E. Portillo Cabrera, abogados, και από την M. Moreno de Barreda Rovira, procuradora,
– η Caja Rural de Asturias SCC, εκπροσωπούμενη από τους R. Monsalve del Castillo, I. Moreno-Tapia Rivas και E. Portillo Cabrera, abogados, καθώς και από την M. Moreno de Barreda Rovira, procuradora,
– η Arquia Bank SA, εκπροσωπούμενη από τους R. Monsalve del Castillo, I. Moreno-Tapia Rivas και E. Portillo Cabrera, abogados, και από την M. Moreno de Barreda Rovira, procuradora,
– η Nueva Caja Rural de Aragón SCC, εκπροσωπούμενη από τους R. Monsalve del Castillo, I. Moreno-Tapia Rivas και E. Portillo Cabrera, abogados, και από την M. Moreno de Barreda Rovira, procuradora,
– η Caja Rural de Granada SCC, εκπροσωπούμενη από τους R. Monsalve del Castillo, I. Moreno-Tapia Rivas και E. Portillo Cabrera, abogados, και από την M. Moreno de Barreda Rovira, procuradora,
– η Caja Rural del Sur SCC, εκπροσωπούμενη από τους R. Monsalve del Castillo, I. Moreno-Tapia Rivas και E. Portillo Cabrera, abogados, και από την M. Moreno de Barreda Rovira, procuradora,
– η Caja Rural de Albacete, Ciudad Real y Cuenca SCC (Globalcaja), εκπροσωπούμενη από τους R. Monsalve del Castillo, I. Moreno-Tapia Rivas και E. Portillo Cabrera, abogados, και από την M. Moreno de Barreda Rovira, procuradora,
– η Caja Rural Central SCC, η Caja Rural de Extremadura SCC και η Caja Rural de Zamora SCC, εκπροσωπούμενες από τον J. López Torres, abogado,
– η Unicaja Banco SA, διάδοχος των Liberbank SA και Banco Castilla-La Mancha SA, εκπροσωπούμενη από τους M. Á. Cepero Aránguez και C. Vendrell Cervantes, abogados,
– η Banco Sabadell SA, εκπροσωπούμενη από τους G. Serrano Fenollosa, R. Vallina Hoset και M. Varela Suárez, abogados,
– η Ibercaja Banco SA, εκπροσωπούμενη από τις S. Centeno Huerta και C. González Silvestre, abogadas,
– η Asociación de Usuarios de Bancos, Cajas de Ahorros y Seguros de España (Adicae), εκπροσωπούμενη από τους V. Cremades Erades, K. Fábregas Márquez και J. F. Llanos Acuña, abogados, και από την M. del M. Villa Molina, procuradora,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz και την A. Pérez-Zurita Gutiérrez,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa, A. Cunha και L. Medeiros,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Baquero Cruz, τον N. Ruiz García και την I. Galindo Martín,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Caixabank SA, διαδόχου των Bankia SA και Banco Mare Nostrum SA, της Caixa Ontinyent SA, της Banco Santander SA, διαδόχου των Banco Popular Español SA και Banco Pastor SA, της Targobank SA, της Credifimo SAU, της Caja Rural de Teruel SCC, της Caja Rural de Navarra SCC, της Cajasiete Caja Rural SCC, της Caja Rural de Jaén, Barcelona y Madrid SCC, της Caja Laboral Popular SCC (Kutxa), της Caja Rural de Asturias SCC, της Arquia Bank SA, πρώην Caja de Arquitectos SCC, της Nueva Caja Rural de Aragón SCC, της Caja Rural de Granada SCC, της Caja Rural del Sur SCC, της Caja Rural de Albacete, Ciudad Real y Cuenca SCC (Globalcaja), της Caja Rural Central SCC, της Caja Rural de Extremadura SCC, της Caja rural de Zamora SCC, της Unicaja Banco SA, διαδόχου των Liberbank SA και Banco Castilla La-Mancha SA, της Banco Sabadell SA, της Banca March SA, της Ibercaja Banco SA και της Banca Pueyo SA και, αφετέρου, της Asociación de Usuarios de Bancos, Cajas de Ahorros y Seguros de España (ADICAE), ισπανικής ένωσης χρηστών τραπεζών, ταμιευτηρίων και συνεταιρισμών, και των M.A.G.G., M.R.E.M., A.B.C., Óptica Claravisión SL, A.T.M., F.A.C., A.P.O., P.S.C. και J.V.M.B., ως διαδόχου της C.M.R., με αντικείμενο την παράλειψη της χρήσης ρήτρας που περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους των συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου που συνήψαν τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα και την επιστροφή των ποσών που κατέβαλαν οι εν λόγω χρήστες δυνάμει της επίμαχης ρήτρας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:
«[Εκτιμώντας] ότι τα άτομα ή οργανισμοί που, σύμφωνα με την νομοθεσία ενός κράτους μέλους, έχουν έννομο συμφέρον να προστατεύουν τον καταναλωτή, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής κατά των συμβατικών όρων που συντάσσονται με σκοπό τη γενικευμένη χρήση μέσα στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές, και ειδικά κατά των καταχρηστικών ρητρών, είτε ενώπιον δικαστικής αρχής είτε ενώπιον διοικητικού οργάνου που είναι αρμόδιο να αποφασίζει για τις καταγγελίες ή και να κινεί τις κατάλληλες δικαστικές διαδικασίες[·] ότι αυτή η δυνατότητα δεν συνεπάγεται πάντως εκ των προτέρων έλεγχο των γενικών όρων που χρησιμοποιούνται σε δεδομένο οικονομικό τομέα».
4 Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
[…]
β) “καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες».
5 Το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
2. Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»
6 Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.»
7 Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13:
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.
2. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών.
3. Τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, οι προσφυγές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να ασκούνται, κατά πλειόνων επαγγελματιών, χωριστά ή από κοινού, του αυτού επαγγελματικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.»
Το ισπανικό δίκαιο
Ο νόμος 7/1998
8 Ο Ley 7/1998 sobre condiciones generales de la contratación (νόμος 7/1998 περί των γενικών όρων συναλλαγών), της 13ης Απριλίου 1998 (BOE αριθ. 89, της 14ης Απριλίου 1998, σ. 12304), όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει στο άρθρο 12 τα εξής:
«1. Κατά της χρήσης ή της σύστασης για χρήση γενικών όρων αντίθετων προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή προς άλλες διατάξεις επιτακτικού ή απαγορευτικού χαρακτήρα μπορεί να ασκηθεί αγωγή παραλείψεως της χρήσης ή της σύστασης χρήσης γενικών όρων.
2. Με την αγωγή παραλείψεως της χρήσης γενικών όρων ζητείται η έκδοση αποφάσεως που να υποχρεώνει τον εναγόμενο να εξαλείψει από τους γενικούς όρους που λογίζονται άκυροι και να απόσχει από τη χρήση τους στο μέλλον, προσδιορίζοντας και διευκρινίζοντας, κατά περίπτωση, το περιεχόμενο της σύμβασης που πρέπει να θεωρηθεί έγκυρο και ισχυρό.
Με αγωγή παραλείψεως της χρήσης γενικών όρων μπορεί να σωρευθεί, ως παρεπόμενη, αγωγή με αίτημα την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει των όρων τους οποίους αφορά η δικαστική απόφαση, καθώς και αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από την εφαρμογή των όρων αυτών.
[…]»
9 Κατά το άρθρο 17 του νόμου:
«1. Η αγωγή παραλείψεως της χρήσης γενικών όρων ασκείται κατά οποιουδήποτε επαγγελματία χρησιμοποιεί γενικούς όρους οι οποίοι λογίζονται άκυροι.
[…]
4. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους αγωγές μπορούν να ασκηθούν από κοινού κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρήση πανομοιότυπων γενικών όρων οι οποίοι λογίζονται άκυροι.»
Το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007
10 Το Real Decreto Legislativo 1/2007 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007 περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του γενικού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων), της 16ης Νοεμβρίου 2007 (BOE αριθ. 287, της 30ής Νοεμβρίου 2007, σ. 49181), όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει στο άρθρο 53 τα εξής:
«Με την αγωγή παραλείψεως ζητείται η παύση της συμπεριφοράς του εναγομένου ή η αποχή από την επανάληψή της στο μέλλον. Αγωγή μπορεί επίσης να ασκηθεί με αίτημα την αποχή από συμπεριφορά η οποία είχε παύσει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι η συμπεριφορά μπορεί να επαναληφθεί στο άμεσο μέλλον.
Προς τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, οποιαδήποτε σύσταση προς χρήση καταχρηστικών ρητρών θεωρείται συμπεριφορά αντίθετη προς τη νομοθεσία περί καταχρηστικών ρητρών.
Σε κάθε αγωγή παραλείψεως μπορεί να σωρευθεί, εφόσον προβάλλεται αίτημα ακυρότητας και ακυρωσίας, αγωγή λόγω αθετήσεως υποχρεώσεων, αγωγή λύσης ή καταγγελίας της σύμβασης ή αγωγή επιστροφής των ποσών που έχουν καταβληθεί δυνάμει πράξεων, ρητρών ή γενικών όρων που έχουν κριθεί καταχρηστικοί ή αδιαφανείς καθώς και αγωγή αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκλήθηκαν από την εφαρμογή τέτοιων ρητρών ή πρακτικών. Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της κύριας αγωγής, ήτοι της αγωγής παραλείψεως, επιλαμβάνεται και της παρεπόμενης αγωγής κατά τα οριζόμενα στο δικονομικό δίκαιο.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 Στις 15 Νοεμβρίου 2010, η Adicae άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil n° 11 de Madrid (δικαστηρίου εμπορικών διαφορών αριθ. 11 της Μαδρίτης, Ισπανία) συλλογική αγωγή παραλείψεως κατά 44 πιστωτικών ιδρυμάτων με αντικείμενο την αποκαλούμενη ρήτρα κατώτατου επιτοκίου η οποία περιλαμβανόταν στους χρησιμοποιούμενους από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα γενικούς όρους συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου και προέβλεπε ελάχιστο επιτόκιο κάτω από το οποίο δεν μπορούσε να μειωθεί το κυμαινόμενο επιτόκιο (στο εξής: ρήτρα κατώτατου επιτοκίου), αγωγή στην οποία σώρευσε και αγωγή επιστροφής των ποσών που είχαν καταβάλει οι οικείοι καταναλωτές βάσει της επίμαχης ρήτρας. Στη συνέχεια, η αγωγή αυτή επεκτάθηκε δύο φορές, με αποτέλεσμα να εναχθούν τελικώς 101 πιστωτικά ιδρύματα. Κατόπιν τριών εκκλήσεων στα ισπανικά μέσα ενημέρωσης, 820 καταναλωτές παρέστησαν ατομικώς στη διαφορά της κύριας δίκης προς στήριξη των αιτημάτων της Adicae.
12 Το Juzgado de lo Mercantil n° 11 de Madrid (δικαστήριο εμπορικών διαφορών αριθ. 11 της Μαδρίτης) έκανε δεκτή την αγωγή σε σχέση με τα 98 από τα 101 πιστωτικά ιδρύματα που είχαν εναχθεί ενώπιόν του. Ως προς τα ιδρύματα αυτά, το ανωτέρω δικαστήριο διαπίστωσε την ακυρότητα της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου, διέταξε την παράλειψη χρήσης της και αποφάνθηκε ότι οι οικείες συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου διατηρούνται σε ισχύ. Υποχρέωσε επίσης τα εν λόγω ιδρύματα να επιστρέψουν τα ποσά που είχαν αχρεωστήτως εισπράξει κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας, αρχής γενομένης από τις 9 Μαΐου 2013, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης 241/2013 του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) με την οποία το τελευταίο έκρινε ότι η διαπίστωση της ακυρότητας ρήτρας κατώτατου επιτοκίου παράγει αποτελέσματα ex nunc.
13 Το Audiencia Provincial de Madrid (εφετείο Μαδρίτης, Ισπανία) απέρριψε σχεδόν στο σύνολό τους τις εφέσεις που άσκησαν τα πρωτοδίκως ηττηθέντα ιδρύματα.
14 Το ανωτέρω δικαστήριο προσδιόρισε τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να ελέγχεται η διαφάνεια ρήτρας κατώτατου ορίου στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής και έκρινε συναφώς ότι, κατά την εξέταση των τυποποιημένων υποδειγμάτων συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου που χρησιμοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα, είναι σημαντικό να ελέγχεται κατά πόσον τα εν λόγω ιδρύματα έχουν επιδείξει συμπεριφορά απόκρυψης ή συγκάλυψης του «οικονομικό-περιουσιακού αποτελέσματος» μιας τέτοιας ρήτρας. Κατά τη γνώμη του, τέτοιου είδους απόκρυψη ή συγκάλυψη συντρέχει όταν τα πιστωτικά ιδρύματα δεν παρουσιάζουν ούτε τοποθετούν τη ρήτρα αυτή στο ίδιο επίπεδο βαρύτητας με εκείνο που επιφυλάσσεται στις λοιπές ρήτρες στις οποίες ο μέσος καταναλωτής δίνει γενικώς προσοχή θεωρώντας ότι οι λοιπές αυτές ρήτρες, οι οποίες αφορούν τον δείκτη αναφοράς, τη διαφορά που προστίθεται στον δείκτη αυτόν ή τη διάρκεια της εκάστοτε αποπληρωμής, καθορίζουν το κόστος της συναπτόμενης σύμβασης.
15 Το Audiencia Provincial de Madrid (εφετείο Μαδρίτης) προσδιόρισε επίσης ορισμένες συμπεριφορές των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων οι οποίες μαρτυρούσαν τέτοια πρόθεση απόκρυψης ή συγκάλυψης. Οι συμπεριφορές αυτές συνίσταντο, κατά το αιτούν δικαστήριο, στην εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων παρουσίαση της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου σε συνάρτηση με έννοιες που δεν συνδέονται με την αξία της οικείας σύμβασης ενυπόθηκου δανείου ή με περιστάσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν μείωση της αξίας αυτής, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εντύπωση ότι το κατώτατο όριο διακύμανσης του επιτοκίου αναφοράς εξαρτάται από ορισμένους όρους ή προϋποθέσεις που καθιστούν δυσχερή την εφαρμογή μιας τέτοιας ρήτρας, στην παρουσίαση της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου στο μέσον ή στο τέλος μακροσκελών παραγράφων που αφορούν κατ’ αρχάς άλλα σημεία και στις οποίες η ρήτρα μνημονεύεται μόνον εν συντομία, χωρίς να δίδεται έμφαση σε αυτήν, ώστε να διαφεύγει της προσοχής του μέσου καταναλωτή, ή ακόμη και στην παρουσίαση της ρήτρας από κοινού με τη ρήτρα περιορισμού της αύξησης του κυμαινόμενου επιτοκίου (ρήτρα ανώτατου επιτοκίου), ώστε η προσοχή του καταναλωτή να επικεντρώνεται στη φαινομενική ασφάλεια της ύπαρξης ανώτατου ορίου στην υποθετική περίπτωση ανόδου του δείκτη αναφοράς και να αποσπάται από τη σημασία του κατώτατου ορίου.
16 Κατόπιν τούτου, τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων η έφεση απορρίφθηκε άσκησαν ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, έκτακτα ένδικα μέσα λόγω διαδικαστικών πλημμελειών και αναιρέσεις κατά της εφετειακής αποφάσεως.
17 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εγείρει δύο ανάλογης σημασίας νομικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά το εάν η συλλογική αγωγή συνιστά πρόσφορο δικονομικό μέσο για την εξέταση της διαφάνειας των ρητρών κατώτατου επιτοκίου, εξέταση η οποία απαιτεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, συγκεκριμένη εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη σύμβασης καθώς και των πληροφοριών που παρέχονται στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε περίπτωση που, όπως συμβαίνει στην κύρια δίκη, η συλλογική αγωγή δεν στρέφεται κατά ενός μόνον πιστωτικού ιδρύματος, αλλά αφορά το σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων του τραπεζικού συστήματος μιας χώρας μοναδικός κοινός παρονομαστής των οποίων είναι ότι στις συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου κυμαινόμενου επιτοκίου χρησιμοποιούνται ρήτρες κατώτατου επιτοκίου με παρόμοιο κατά το μάλλον ή ήττον περιεχόμενο.
18 Το αιτούν δικαστήριο κάνει αναφορά στη σχετική νομολογία του και διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι έχει προβεί σε έλεγχο της διαφάνειας των ρητρών κατώτατου επιτοκίου στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, συγκεκριμένα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 241/2013 της 9ης Μαΐου 2013, χρησιμοποιώντας ως κριτήριο αναφοράς την αντίληψη του μέσου καταναλωτή και λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των οικείων τυποποιημένων υποδειγμάτων «μαζικών συμβάσεων». Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η συλλογική αγωγή στρεφόταν κατά ενός μόνον πιστωτικού ιδρύματος ή κατά πολύ περιορισμένου αριθμού πιστωτικών ιδρυμάτων, όπερ καθιστούσε ευχερέστερη την τυποποίηση των οικείων πρακτικών και ρητρών.
19 Αντιθέτως, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Banco de España (Τράπεζας της Ισπανίας), οι συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου ανέρχονται σε εκατομμύρια, με αποτέλεσμα να υφίστανται πλείστες όσες διατυπώσεις ρητρών κατώτατου επιτοκίου. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι ρήτρες αυτές χρησιμοποιούνταν νομίμως κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1989 έως τον Ιούνιο του 2019 και έχουν υποστεί διαδοχικές ρυθμίσεις, ενώ ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να εκτιμάται με αναφορά στον χρόνο σύναψης της σύμβασης.
20 Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, όταν μια συλλογική αγωγή ασκείται κατά σημαντικού αριθμού πιστωτικών ιδρυμάτων, αφορά τη χρήση ρητρών κατώτατου επιτοκίου επί μακρό χρονικό διάστημα, σύμφωνα με διαδοχικές ρυθμίσεις, και δεν καθιστά δυνατή την επαλήθευση των προσυμβατικών πληροφοριών που παρέχονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές, είναι εξαιρετικά δυσχερές να ελεγχθεί η διαφάνεια των ρητρών αυτών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13.
21 Το δεύτερο ζήτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο αφορά τη δυσκολία προσδιορισμού του μέσου καταναλωτή σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι στη νομολογία του Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 51), εντούτοις, το επίπεδο της προσοχής του καταναλωτή μπορεί να ποικίλλει σε συνάρτηση με διάφορους παράγοντες, ιδίως τους εθνικούς ή τομεακούς κανόνες περί διαφήμισης ή ακόμη και τα γλωσσικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στις παρεχόμενες πληροφορίες.
22 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι ρήτρες κατώτατου επιτοκίου απευθύνονταν σε διάφορες ειδικές κατηγορίες καταναλωτών, ήτοι, μεταξύ άλλων, σε καταναλωτές που υπεισήλθαν σε συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου συναφθείσες από κατασκευαστές ακινήτων, σε καταναλωτές που συμμετείχαν σε προγράμματα χρηματοδότησης κοινωνικής στέγασης ή πρόσβασης σε δημόσια κατοικία βάσει ηλικιακής ομάδας ή σε καταναλωτές που είχαν πρόσβαση σε δάνεια ειδικού καθεστώτος λόγω του επαγγέλματός τους, με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής η εφαρμογή της έννοιας του «μέσου καταναλωτή» κατά την εξέταση της διαφάνειας των ρητρών αυτών.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της [οδηγίας 93/13], το οποίο παραπέμπει στις περιστάσεις που περιβάλλουν τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, το οποίο κάνει λόγο για παρόμοιες ρήτρες, την έννοια ότι καλύπτεται από αυτά ο αφηρημένος δικαστικός έλεγχος ρητρών που χρησιμοποιούνται από περισσότερα από εκατό χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε εκατομμύρια τραπεζικές συμβάσεις, ο οποίος διενεργείται προς τον σκοπό του ελέγχου διαφάνειας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, χωρίς να ληφθούν υπόψη το επίπεδο προσυμβατικής πληροφόρησης που παρασχέθηκε σχετικά με τις νομικές και οικονομικές συνέπειες της ρήτρας ή οι λοιπές περιστάσεις που περιβάλλουν κάθε περίπτωση κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης;
2) Συνάδει προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της [οδηγίας 93/13] η διενέργεια αφηρημένου ελέγχου διαφάνειας με χρήση του κριτηρίου του μέσου καταναλωτή όταν πλείονες προσφορές συμβάσεων απευθύνονται σε διάφορες συγκεκριμένες ομάδες καταναλωτών ή όταν υπάρχουν πλείονες οντότητες δραστηριοποιούμενες σε πολύ διαφορετικούς οικονομικούς και γεωγραφικούς τομείς οι οποίες κατήρτισαν συμβάσεις με προδιατυπωμένες ρήτρες, τούτο δε κατά τη διάρκεια πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο οι γνώσεις του κοινού σχετικά με τις εν λόγω ρήτρες εξελίσσονταν;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
24 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο να ελέγξει τη διαφάνεια συμβατικής ρήτρας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής που ασκείται κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα και αφορά πολυάριθμες συμβάσεις.
25 Συναφώς, παρατηρείται εκ προοιμίου ότι, στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13, οι καταναλωτές μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει η οδηγία τόσο μέσω ατομικής αγωγής όσο και μέσω συλλογικής αγωγής.
26 Παραλλήλως προς το δικαίωμα του καταναλωτή να ασκήσει ατομική αγωγή προκειμένου να εξεταστεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας σύμβασης που συνήψε, ο μηχανισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 καθιστά δυνατόν για τα κράτη μέλη να καθιερώσουν έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών οι οποίες περιλαμβάνονται σε τυποποιημένες συμβάσεις μέσω αγωγών παραλείψεως οι οποίες ασκούνται προς τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος από ενώσεις προστασίας των καταναλωτών (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba, C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 21).
27 Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13, συλλογικές αγωγές μπορούν, τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, να ασκούνται, χωριστά ή από κοινού, κατά πλειόνων επαγγελματιών του αυτού οικονομικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.
28 Μολονότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η οδηγία 93/13 μπορούν να ασκηθούν μέσω ατομικής ή συλλογικής αγωγής, οι αγωγές αυτές έχουν, στο πλαίσιο της οδηγίας, διαφορετικές έννομες συνέπειες (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba, C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 30).
29 Επομένως, όσον αφορά τις ατομικές αγωγές, η κατάσταση ανισότητας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία στην οποία στηρίζεται το σύστημα προστασίας της οδηγίας 93/13, απαιτεί θετική παρέμβαση του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο υποχρεούται να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, λαμβάνοντας υπόψη, όπως επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τη φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες τις κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba, C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψεις 21 έως 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, η συνεκτίμηση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη σύμβασης, ίδιον των ατομικών αγωγών, δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να εμποδίζει την άσκηση συλλογικής αγωγής.
31 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λόγω του προληπτικού χαρακτήρα και του αποτρεπτικού σκοπού των αγωγών παραλείψεως που ασκούνται από πρόσωπα ή οργανώσεις με έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, καθώς και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε είδους ατομικής διαφοράς, οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba, C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Όσον αφορά, ειδικότερα, τη σχέση μεταξύ ατομικών και συλλογικών αγωγών, υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στην οδηγία 93/13 των δικονομικών μέσων που προσδιορίζουν τις σχέσεις αυτές, εναπόκειται στον νομοθέτη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, να θεσπίζει τέτοιου είδους διατάξεις, υπό τον όρο, εντούτοις, ότι τούτο δεν επάγεται δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει η ρύθμιση που διέπει παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθίσταται πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στις ενώσεις προστασίας καταναλωτών από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba, C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να θίγουν την αποτελεσματική άσκηση της δυνατότητας που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 να επιλέξουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους είτε μέσω ατομικής αγωγής είτε μέσω συλλογικής αγωγής, εκπροσωπούμενοι από οργάνωση που έχει έννομο συμφέρον για την προστασία τους.
33 Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η συλλογική αγωγή συνιστά κατάλληλο δικαστικό μηχανισμό για τον έλεγχο της διαφάνειας ρήτρας κατώτατου επιτοκίου που περιλαμβάνεται σε συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου όταν η αγωγή αυτή στρέφεται κατά πλειόνων επαγγελματιών που έχουν συνάψει πολυάριθμες τέτοιες συμβάσεις επί μακρό χρονικό διάστημα.
34 Όσον αφορά, κατά πρώτον, την έννοια της «διαφάνειας» στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, υπενθυμίζεται ότι η απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών συνιστά γενικό κανόνα για τη διατύπωση ρητρών που χρησιμοποιούνται σε συμβάσεις συναπτόμενες με καταναλωτές. Συναφώς, το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές «πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο».
35 Το περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης περί σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η οποία απηχεί την επιβαλλόμενη στους επαγγελματίες απαίτηση περί διαφάνειας, δεν εξαρτάται από το είδος της αγωγής, ατομικής ή συλλογικής, με την οποία ο καταναλωτής ή η οργάνωση που έχει έννομο συμφέρον για την προστασία του επιδιώκει να ασκήσει τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η οδηγία 93/13.
36 Επομένως, η σχετική με την απαίτηση περί διαφάνειας νομολογία που έχει διαμορφωθεί κατόπιν ατομικών αγωγών μπορεί να τύχει εφαρμογής στις συλλογικές αγωγές. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία αυτή, η απαίτηση περί διαφάνειας δεν μπορεί να περιορίζεται απλώς στον κατανοητό χαρακτήρα ρήτρας από τυπικής και γραμματικής απόψεως, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να ερμηνεύεται διασταλτικώς, δεδομένου ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο πληροφόρησης [πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2023, Caixabank (Προμήθεια για τα έξοδα φακέλου), C‑565/21, EU:C:2023:212, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
37 Κατά συνέπεια, η απαίτηση περί διαφάνειας επιβάλλει όχι μόνον να είναι η οικεία ρήτρα κατανοητή για τον καταναλωτή από τυπικής και γραμματικής απόψεως, αλλά και να δύναται ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία της ρήτρας και, συνεπώς, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις του (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13, ο δικαστικός έλεγχος της διαφάνειας των συμβατικών ρητρών δεν μπορεί να αφορά μόνον τις ρήτρες που αποτελούν αντικείμενο ατομικών αγωγών. Πράγματι, από καμία διάταξη της οδηγίας 93/13 δεν μπορεί να συναχθεί αποκλεισμός του ελέγχου αυτού σε σχέση με τις ρήτρες που αποτελούν αντικείμενο συλλογικών αγωγών, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, της τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, ήτοι ότι όταν η συλλογική αγωγή ασκείται κατά περισσοτέρων επαγγελματιών, πρέπει να στρέφεται κατά επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα, οι οποίοι, επιπλέον, χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.
39 Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την εξέταση της διαφάνειας συμβατικής ρήτρας, στην οποία οφείλει να προβεί το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, παρατηρείται ότι, ως εκ της φύσεώς της, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να αφορά περιστάσεις προσιδιάζουσες σε ατομικές καταστάσεις, αλλά τυποποιημένες πρακτικές επαγγελματιών.
40 Επομένως, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να ελέγξει, στο πλαίσιο ατομικής αγωγής, εάν ο καταναλωτής έχει πληροφορηθεί όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της αναλαμβανόμενης δέσμευσης, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη η οικεία σύμβαση καθώς και του εάν είχαν παρασχεθεί, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, πληροφορίες σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της σύναψης αυτής [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D. V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας χρεώσεως), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψεις 38 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες των συλλογικών αγωγών, λόγω ιδίως της προληπτικής φύσεως των εν λόγω αγωγών και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε συγκεκριμένης ατομικής διαφοράς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης.
41 Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, κατά την εξέταση της διαφάνειας συμβατικής ρήτρας, όπως της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου, να ελέγξει, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο των σχετικών συμβάσεων, κατά πόσον ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος είναι σε θέση, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, να κατανοήσει τη λειτουργία της εν λόγω ρήτρας και να εκτιμήσει τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειές της. Προς τον σκοπό αυτόν, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις συνήθεις συμβατικές και προσυμβατικές πρακτικές που ακολουθεί ο εκάστοτε επαγγελματίας, συμπεριλαμβανομένης, ιδίως, της διατύπωσης της ρήτρας και της θέσης της στις τυποποιημένες συμβάσεις που χρησιμοποιεί ο επαγγελματίας, της δημοσιότητας που δόθηκε στις τυποποιημένες συμβάσεις τις οποίες αφορά η συλλογική αγωγή, της δημοσίευσης γενικευμένων προσυμβατικών προσφορών προς τους καταναλωτές, καθώς και κάθε άλλης περίστασης που το εθνικό δικαστήριο κρίνει κρίσιμη προκειμένου να ασκήσει τον έλεγχό του σε σχέση με έκαστο εκ των εναγομένων.
42 Όσον αφορά, κατά τρίτον, το ζήτημα εάν η περιπλοκότητα ορισμένης υπόθεσης, λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού των εναγομένων, των συμβάσεων που έχουν συναφθεί επί μακρό χρονικό διάστημα και των πολλαπλών διατυπώσεων των επίμαχων ρητρών, μπορεί να εμποδίσει τη διενέργεια ελέγχου διαφάνειας των ρητρών αυτών, παρατηρείται εκ προοιμίου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 εξαρτά την άσκηση συλλογικής αγωγής κατά πλειόνων επαγγελματιών από δύο προϋποθέσεις, ήτοι, αφενός, η αγωγή να στρέφεται κατά επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα και, αφετέρου, οι επαγγελματίες αυτοί να χρησιμοποιούν ή να συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.
43 Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι οι εναγόμενοι της κύριας δίκης ανήκουν στον ίδιο οικονομικό τομέα, ήτοι στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το γεγονός ότι η αγωγή της κύριας δίκης στρέφεται κατά σημαντικού αριθμού πιστωτικών ιδρυμάτων δεν συνιστά κρίσιμο κριτήριο για την εκτίμηση της υποχρέωσης του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει τη διαφάνεια παρόμοιων συμβατικών ρητρών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, συλλογική αγωγή μπορεί να ασκηθεί, χωριστά ή από κοινού, κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου τομέα. Πράγματι, η περιπλοκότητα ορισμένης υπόθεσης δεν μπορεί να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα των υποκειμενικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η οδηγία 93/13 στους καταναλωτές, δικαιώματα που δεν μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω λόγω των οργανωτικής φύσεως δυσκολιών που εγείρει μια υπόθεση.
44 Όσον αφορά τη δεύτερη από τις εν λόγω προϋποθέσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, τηρουμένου του εσωτερικού δικαίου, εάν υφίσταται επαρκής βαθμός ομοιότητας μεταξύ των συμβατικών ρητρών τις οποίες αφορά η συλλογική αγωγή ώστε να μπορεί να ασκηθεί τέτοια αγωγή. Συναφώς, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 προκύπτει ότι δεν είναι αναγκαίο οι ρήτρες αυτές να είναι πανομοιότυπες. Επιπλέον, τέτοια ομοιότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί για τον λόγο και μόνον ότι οι συμβάσεις στις οποίες περιλαμβάνονται οι οικείες ρήτρες συνήφθησαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία ή υπό το κράτος διαφορετικών ρυθμίσεων, διότι άλλως η διάταξη του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 93/13 θα καθίστατο σε μεγάλο βαθμό κενή περιεχομένου και θα θιγόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο η πρακτική αποτελεσματικότητά της.
45 Εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι οι ρήτρες κατώτατου επιτοκίου που χρησιμοποιούνται στις οικείες συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, ένα ελάχιστο επιτόκιο κάτω του οποίου δεν μπορεί να μειωθεί το κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ, ο μηχανισμός λειτουργίας τους είναι, κατ’ αρχήν, πάντοτε ο ίδιος. Κατά συνέπεια, οι ρήτρες αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «παρόμοιες», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13.
46 Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7 παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο να ελέγξει τη διαφάνεια συμβατικής ρήτρας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής η οποία ασκείται κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα και αφορά πολυάριθμες συμβάσεις, εφόσον οι συμβάσεις αυτές περιέχουν την ίδια ή παρόμοιες ρήτρες.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
47 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί συλλογικής αγωγής κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα, η οποία αφορά πολυάριθμες συμβάσεις, να ελέγξει τη διαφάνεια συμβατικής ρήτρας στηριζόμενο στην αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αυτές απευθύνονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών και η οικεία ρήτρα έχει χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο βαθμός γνώσης σχετικά με τη ρήτρα αυτή έχει εξελιχθεί.
48 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία και υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, η διαφάνεια συμβατικής ρήτρας και ο βαθμός κατά τον οποίο η ρήτρα αυτή καθιστά δυνατή την κατανόηση της λειτουργίας της και την εκτίμηση των δυνητικά σημαντικών οικονομικών συνεπειών της εξετάζονται λαμβανομένης υπόψη της αντίληψης του μέσου καταναλωτή, ο οποίος ορίζεται ως αυτός ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 51, και της 20ής Απριλίου 2023, Ocidental – Companhia Portuguesa de Seguros de Vida, C‑263/22, EU:C:2023:311, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Με τρόπο ανάλογο προς τη γενική έννοια του «καταναλωτή», κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, η οποία έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και είναι ανεξάρτητη από τις συγκεκριμένες γνώσεις και πληροφορίες που διαθέτει πράγματι ο ενδιαφερόμενος (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Pouvin και Dijoux, C‑590/17, EU:C:2019:232, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η χρήση ενός αφηρημένου κριτηρίου αναφοράς για τον έλεγχο της διαφάνειας συμβατικής ρήτρας επιτρέπει την αποσύνδεση του ελέγχου αυτού από τη συνδρομή ενός σύνθετου συνόλου υποκειμενικών παραγόντων που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσδιοριστούν.
50 Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 83 των προτάσεών της, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο ατομικής αγωγής, οι ειδικές γνώσεις που θεωρείται ότι διαθέτει ο καταναλωτής δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν οποιαδήποτε απόκλιση από το επίπεδο γνώσεων του μέσου καταναλωτή, δεν μπορούν, κατά μείζονα λόγο, να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, τα ατομικά χαρακτηριστικά διαφορετικών κατηγοριών καταναλωτών.
51 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, λόγω του σημαντικού αριθμού επαγγελματιών που συνήψαν συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου, της γεωγραφικής κατανομής τους στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, καθώς και της μακράς περιόδου χρήσης των ρητρών κατώτατου επιτοκίου κατά τη διάρκεια της οποίας παρεμβλήθηκαν διαδοχικές ρυθμίσεις, η συλλογική αγωγή της κύριας δίκης αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών που είναι δύσκολο να ομαδοποιηθούν, ήτοι, μεταξύ άλλων, καταναλωτές που υπεισήλθαν σε συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου συναφθείσες από κατασκευαστές ακινήτων, καταναλωτές που συμμετείχαν σε προγράμματα χρηματοδότησης κοινωνικής στέγασης ή πρόσβασης σε δημόσια κατοικία βάσει ηλικιακής ομάδας, ή ακόμη καταναλωτές που είχαν πρόσβαση σε δάνεια ειδικού καθεστώτος λόγω του επαγγέλματός τους.
52 Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, λόγω ακριβώς της ετερογένειας του οικείου κοινού, η οποία καθιστά αδύνατη την εξέταση της ατομικής αντίληψης όλων των προσώπων που συνθέτουν το εν λόγω κοινό, απαιτείται προσφυγή στο πλάσμα δικαίου περί του μέσου καταναλωτή, κατά το οποίο ο τελευταίος εκλαμβάνεται ως μία και μόνη αφηρημένη οντότητα, η συνολική αντίληψη της οποίας είναι κρίσιμη για τους σκοπούς της εξέτασης.
53 Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εξέτασης της διαφάνειας των ρητρών κατώτατου επιτοκίου κατά τον χρόνο σύναψης των οικείων συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να στηριχθεί στην αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, τούτο δε ανεξαρτήτως των διαφορών που υφίστανται μεταξύ κάθε μεμονωμένου καταναλωτή στον οποίο απευθύνονται οι επίμαχες συμβάσεις, ιδίως όσον αφορά τον βαθμό γνώση της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου, το επίπεδο εισοδημάτων, την ηλικία ή την επαγγελματική δραστηριότητα. Το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές απευθύνονται σε ειδικές κατηγορίες καταναλωτών δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Πράγματι, προκειμένου να εξετάσει τη διαφάνεια των ρητρών που περιλαμβάνονται στους γενικούς όρους όλων αυτών των συμβάσεων και των οποίων η λειτουργία είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπη, δεδομένου ότι οι ρήτρες αυτές συνίστανται στον περιορισμό της μείωσης του κυμαινόμενου επιτοκίου κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί στην αντίληψη ούτε του καταναλωτή που είναι λιγότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή ούτε του καταναλωτή που είναι περισσότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή [πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 66].
54 Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων το ενδεχόμενο το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει ότι, λόγω της επέλευσης ενός αντικειμενικού ή πασίδηλου γεγονότος, όπως είναι η τροποποίηση της εφαρμοστέας ρύθμισης ή μια ευρέως διαδεδομένη και συζητούμενη νομολογιακή εξέλιξη, η συνολική αντίληψη του μέσου καταναλωτή σχετικά με τη ρήτρα κατώτατου επιτοκίου έχει μεταβληθεί κατά την περίοδο αναφοράς και ότι ο καταναλωτής αυτός είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες της επίμαχης ρήτρας.
55 Σε μια τέτοια περίπτωση, η οδηγία 93/13 ουδόλως εμποδίζει να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη της αντίληψης του μέσου καταναλωτή κατά την περίοδο αυτή, καθόσον το επίπεδο πληροφόρησης και προσοχής του τελευταίου μπορεί να εξαρτάται από τον χρόνο σύναψης των συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής βάσει συγκεκριμένων και αντικειμενικών στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιας μεταβολής, χωρίς η απλή παρέλευση του χρόνου να μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο περί τούτου.
56 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ανταλλαγή απόψεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το εν λόγω αντικειμενικό ή πασίδηλο γεγονός μπορεί να συνίσταται στην κατάρρευση των επιτοκίων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της δεκαετίας του 2000, η οποία οδήγησε στην εφαρμογή των ρητρών κατώτατου επιτοκίου και, επομένως, στη συνειδητοποίηση των καταναλωτών για τα οικονομικά αποτελέσματα των εν λόγω ρητρών, ή στην έκδοση της απόφασης 241/2013 του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 9ης Μαΐου 2013, με την οποία διαπιστώθηκε η έλλειψη διαφάνειας των εν λόγω ρητρών. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει εάν, για τους σκοπούς του ελέγχου διαφάνειας των ρητρών αυτών, η κατάρρευση των επιτοκίων ή η έκδοση της ανωτέρω απόφασης μπόρεσαν, με την πάροδο του χρόνου, να μεταβάλουν το επίπεδο προσοχής και πληροφόρησης του μέσου καταναλωτή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου.
57 Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί συλλογικής αγωγής κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα η οποία αφορά πολυάριθμες συμβάσεις να ελέγξει τη διαφάνεια συμβατικής ρήτρας στηριζόμενο στην αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αυτές απευθύνονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών και η οικεία ρήτρα έχει χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρονικό διάστημα. Εντούτοις, εάν, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η συνολική αντίληψη του μέσου καταναλωτή σχετικά με την εν λόγω ρήτρα μεταβληθεί λόγω της επέλευσης ενός αντικειμενικού ή πασίδηλου γεγονότος, η οδηγία 93/13 δεν απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο να προβεί στον έλεγχο αυτόν, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της αντίληψης του καταναλωτή, κρίσιμη δε είναι η αντίληψη που υφίσταται κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου.
Επί των δικαστικών εξόδων
58 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,
έχουν την έννοια ότι:
επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο να ελέγξει τη διαφάνεια συμβατικής ρήτρας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής η οποία ασκείται κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα και αφορά πολυάριθμες συμβάσεις, εφόσον οι συμβάσεις αυτές περιέχουν την ίδια ή παρόμοιες ρήτρες.
2) Το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13
έχουν την έννοια ότι:
επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί συλλογικής αγωγής κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα η οποία αφορά πολυάριθμες συμβάσεις να ελέγξει τη διαφάνεια συμβατικής ρήτρας στηριζόμενο στην αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αυτές απευθύνονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών και η οικεία ρήτρα έχει χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρονικό διάστημα. Εντούτοις, εάν, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η συνολική αντίληψη του μέσου καταναλωτή σχετικά με την εν λόγω ρήτρα μεταβληθεί λόγω της επέλευσης ενός αντικειμενικού ή πασίδηλου γεγονότος, η οδηγία 93/13 δεν απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο να προβεί στον έλεγχο αυτόν, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της αντίληψης του καταναλωτή, κρίσιμη δε είναι η αντίληψη που υφίσταται κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου.
(υπογραφές)