ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 11ης Ιουλίου 2024 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Ομαδικές απολύσεις – Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 2 – Ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων – Πεδίο εφαρμογής – Λύσεις συμβάσεων εργασίας λόγω συνταξιοδότησης του εργοδότη – Άρθρα 27 και 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»
Στην υπόθεση C‑196/23 [Plamaro] (1),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Cataluña (ανώτερο δικαστήριο της Καταλωνίας, Ισπανία) με απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
CL, GO, GN, VO, TI, HZ, DN, DL
κατά
DB, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του FC,
Fondo de Garantía Salarial (Fogasa),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl, J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι CL, GO, GN, VO, TI, HZ, DN και DL, εκπροσωπούμενες από τον J. M. Moragues Martínez, abogado,
– η DB, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του FC, εκπροσωπούμενη από τον L. Sánchez Frías, abogado,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. Morales Puerta,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Clotuche-Duvieusart και I. Galindo Martín,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16, και διορθωτικό EE 2005, L 271, σ. 55).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των CL, GO, GN, VO, TI, HZ, DN και DL και, αφετέρου, της DB, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του πρώην εργοδότη τους FC, και του Fondo de Garantía Salarial (Fogasa) [Ταμείου εγγυήσεως των μισθών (Fogasa), Ισπανία] σχετικά με τη λύση των συμβάσεων εργασίας τους η οποία επήλθε κατόπιν της συνταξιοδότησης του FC.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής» τμήμα Ι αυτής, ορίζει τα εξής:
«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:
α) Ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:
i) είτε για περίοδο 30 ημερών:
– τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους,
– τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους,
– τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους,
ii) είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές·
[…].
Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α), προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας που γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.»
4 Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Ενημέρωση και διαβούλευση» τμήμα ΙΙ αυτής, προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
2. Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.
[…]
3. Για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων:
α) να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και
β) εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως:
i) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,
ii) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων,
iii) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,
iv) την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,
v) τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη,
vi) την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.
O εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β) σημεία i) έως v).
[…]»
5 Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Διαδικασία της ομαδικής απολύσεως» τμήμα ΙΙΙ αυτής, έχει ως ακολούθως:
«1. Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.
Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της.
Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.
2. Ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάσει στους εκπροσώπους των εργαζομένων αντίγραφο της κοινοποιήσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δύνανται να υποβάλλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους στην αρμόδια δημόσια αρχή.»
6 Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο τμήμα ΙΙΙ αυτής, ορίζει τα εξής:
«1. Οι ομαδικές απολύσεις το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή ισχύουν το ενωρίτερο 30 ημέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν τα κατά περίπτωση δικαιώματα ως προς την προθεσμία προειδοποιήσεως.
Τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στην αρμόδια αρχή την ευχέρεια συντομεύσεως της αναφερόμενης στο προηγούμενο εδάφιο προθεσμίας.
[…]
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το παρόν άρθρο επί των ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.»
7 Κατά το άρθρο 5 αυτής, η οδηγία 98/59 «δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους».
Το ισπανικό δίκαιο
8 Το άρθρο 49 του Estatuto de los Trabajadores (εργατικού κώδικα), όπως τροποποιήθηκε με το Real Decreto legislativo 2/2015, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 2/2015 περί εγκρίσεως του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου για τον εργατικό κώδικα), της 23ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 255, της 24ης Οκτωβρίου 2015, σ. 100224) (στο εξής: εργατικός κώδικας), το οποίο επιγράφεται «Λύση της συμβάσεως», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Η σύμβαση εργασίας λύεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
[…]
g) Λόγω θανάτου, συνταξιοδοτήσεως στις περιπτώσεις που προβλέπει το οικείο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως ή ανικανότητας του εργοδότη, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44, ή λόγω απώλειας της νομικής προσωπικότητας του συμβαλλομένου.
Στις περιπτώσεις θανάτου, συνταξιοδοτήσεως ή ανικανότητας του εργοδότη, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στην καταβολή ποσού το οποίο αντιστοιχεί στον μισθό ενός μηνός.
Στις περιπτώσεις απώλειας της νομικής προσωπικότητας του συμβαλλομένου, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 51 [του παρόντος κώδικα].
[…]
i) Σε περίπτωση ομαδικής απολύσεως για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους, ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή.
[…]»
9 Το άρθρο 51 του εργατικού κώδικα ορίζει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς [του παρόντος κώδικα], ως “ομαδική απόλυση” νοείται η λύση συμβάσεων εργασίας για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους σχετικούς με την οργάνωση ή την παραγωγή, όταν, εντός περιόδου ενενήντα ημερών, αφορά τουλάχιστον:
a) δέκα εργαζομένους, σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από εκατό εργαζομένους,
b) 10 % του συνολικού αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης, σε επιχειρήσεις που απασχολούν από εκατό έως τριακόσιους εργαζομένους,
c) τριάντα εργαζομένους σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από τριακόσιους εργαζομένους.
Θεωρείται ότι συντρέχουν οικονομικοί λόγοι, όταν η δυσμενής οικονομική κατάσταση συνάγεται από τις οικονομικές επιδόσεις της επιχειρήσεως, όπως, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από υφιστάμενες ή προβλεπόμενες ζημίες ή από τη συνεχή μείωση των τακτικών εσόδων ή πωλήσεων. Εν πάση περιπτώσει, η μείωση θεωρείται συνεχής στην περίπτωση που, επί τρία διαδοχικά τρίμηνα αναφοράς, το σύνολο των αντιστοιχούντων σε κάθε τρίμηνο τακτικών εσόδων ή πωλήσεων είναι μικρότερο από το σύνολο του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους.
Θεωρείται ότι συντρέχουν τεχνικοί λόγοι όταν επέρχονται μεταβολές όσον αφορά, ιδίως, τα μέσα ή τα εργαλεία παραγωγής· θεωρείται ότι συντρέχουν λόγοι σχετικοί με την οργάνωση, όταν επέρχονται μεταβολές όσον αφορά, ιδίως, τα συστήματα και τις μεθόδους εργασίας του προσωπικού ή τον τρόπο οργανώσεως της παραγωγής, ενώ θεωρείται ότι συντρέχουν λόγοι σχετικοί με την παραγωγή όταν επέρχονται μεταβολές όσον αφορά, ιδίως, τη ζήτηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που η επιχείρηση σκοπεύει να διαθέσει στην αγορά.
Επίσης, νοείται ως ομαδική απόλυση η λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού της επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των θιγομένων εργαζομένων υπερβαίνει τους πέντε, όταν η λύση επέρχεται συνεπεία της πλήρους παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης, η οποία οφείλεται στους ίδιους λόγους με τους προαναφερθέντες.
Για τον υπολογισμό του αριθμού των συμβάσεων εργασίας που λύονται, στον οποίο αναφέρεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, λαμβάνονται υπόψη και όσες συμβάσεις λύθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς με πρωτοβουλία του εργοδότη για άλλους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο του εργαζομένου, πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, υπό τον όρο ότι οι λύσεις αυτού του είδους είναι τουλάχιστον πέντε.
Όταν, σε διαδοχικές περιόδους ενενήντα ημερών και με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση προβαίνει, δυνάμει του άρθρου 52, στοιχείο c, σε λύση συμβάσεων που δεν υπερβαίνουν τα ως άνω όρια, χωρίς να συντρέχουν νέοι λόγοι που δικαιολογούν τέτοια ενέργεια, οι νέες αυτές λύσεις θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκαν παρανόμως και είναι άκυρες και ανίσχυρες.
2. Των ομαδικών απολύσεων πρέπει να προηγείται περίοδος διαβουλεύσεων με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων διάρκειας κατ’ ανώτατο όριο 30 ημερολογιακών ημερών ή 15 ημερολογιακών ημερών σε επιχειρήσεις με λιγότερους από πενήντα εργαζομένους. Οι διαβουλεύσεις με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων πρέπει να αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα, όπως μέτρα επαναπασχόλησης ή δράσεις επαγγελματικής κατάρτισης ή επαγγελματικού αναπροσανατολισμού με σκοπό τη βελτίωση της απασχολησιμότητας. Οι διαβουλεύσεις διεξάγονται στο πλαίσιο ενιαίας επιτροπής διαπραγμάτευσης, εξυπακουομένου ότι, όταν υπάρχουν περισσότερες μονάδες, περιορίζονται στις μονάδες τις οποίες αφορά η διαδικασία. Η επιτροπή διαπραγμάτευσης αποτελείται από δεκατρία μέλη κατ’ ανώτατο όριο, τα οποία εκπροσωπούν καθένα από τα μέρη.
[…]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Οι πρωτοδίκως ενάγουσες και εκκαλούσες της κύριας δίκης (στο εξής: ενάγουσες της κύριας δίκης) απασχολούνταν σε μία από τις οκτώ μονάδες που ανήκαν στον εργοδότη FC. Στις 17 Ιουνίου 2020, ενημερώθηκαν από τον FC για τη λύση των συμβάσεων εργασίας τους, με ισχύ από τις 17 Ιουλίου 2020, λόγω συνταξιοδότησης του τελευταίου. Η συνταξιοδότησή του, η οποία έλαβε χώρα στις 3 Αυγούστου 2020, είχε ως αποτέλεσμα τη λύση 54 συμβάσεων εργασίας που ήταν σε ισχύ στις εν λόγω οκτώ μονάδες, στις οποίες συγκαταλέγονταν και οι οκτώ συμβάσεις εργασίας των εναγουσών της κύριας δίκης.
11 Στις 10 Ιουλίου 2020 οι ενάγουσες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή κατά του FC και του Fogasa ενώπιον του Juzgado de lo Social de Barcelona (δικαστηρίου εργατικών διαφορών αριθ. 1 της Βαρκελώνης, Ισπανία) προκειμένου να αναγνωρισθεί ότι η απόλυση –η οποία θεωρούν ότι επήλθε στην περίπτωσή τους– ήταν παράνομη. Με απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2022, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα αγωγή.
12 Επιληφθέν έφεσης κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, το Tribunal Superior de Justicia de Cataluña (ανώτερο δικαστήριο της Καταλωνίας, Ισπανία) καλείται ιδίως να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν οι λύσεις των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθούν ως άκυρες και μη γενόμενες απολύσεις λόγω του ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 51 του εργατικού κώδικα διαδικασία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, μολονότι οι λύσεις αυτές οφείλονταν στη συνταξιοδότηση του FC.
13 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι σχετικές με τη διαδικασία διαβούλευσης διατάξεις του άρθρου 51 του εργατικού κώδικα δεν έχουν, κατ’ αρχήν, εφαρμογή, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις, αφενός, της παραγράφου 1, πέμπτο εδάφιο, του άρθρου 51, το οποίο δεν επιτρέπει να ληφθεί υπόψη η λύση σύμβασης εργασίας για λόγους που δεν ανάγονται στο πρόσωπο του εργαζομένου παρά μόνον εφόσον έχουν επίσης πραγματοποιηθεί απολύσεις για οικονομικούς λόγους ή για λόγους σχετικούς με την οργάνωση ή την παραγωγή κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, και, αφετέρου, του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του εν λόγω κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι η διαδικασία διαβούλευσης του άρθρου 51 εφαρμόζεται μόνον όταν η λύση των συμβάσεων εργασίας είναι αποτέλεσμα της απώλειας της νομικής προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου και όχι της συνταξιοδότησης του εργοδότη-φυσικού προσώπου.
14 Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, εντούτοις, εάν ο αποκλεισμός της περιπτώσεως αυτής από το πεδίο εφαρμογής της επίμαχης διαδικασίας διαβούλευσης είναι σύμφωνος προς την οδηγία 98/59 και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, εάν οι θιγόμενοι εργαζόμενοι μπορούν να επικαλεστούν την οδηγία αυτή έναντι του εργοδότη τους-φυσικού προσώπου, έστω και αν η εν λόγω οδηγία δεν έχει μεταφερθεί προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι έχει επίγνωση του ότι, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να αναγνωριστεί στις διατάξεις μιας οδηγίας το λεγόμενο «οριζόντιο» άμεσο αποτέλεσμα στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Ωστόσο, στο μέτρο που το Δικαστήριο έχει δεχθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, εξαιρέσεις από τον εν λόγω κανόνα όταν το επίμαχο δικαίωμα κατοχυρώνεται επίσης από γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ή από διάταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), την έμπρακτη εφαρμογή των οποίων διασφαλίζει μια οδηγία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ανάλογη εξαίρεση μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθρων 27 και/ή 30 του Χάρτη.
15 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Cataluña (ανώτερο δικαστήριο της Καταλωνίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συνάδει προς το άρθρο 2 της οδηγίας [98/59], εθνική νομοθεσία, όπως η ισπανική, η οποία, βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο [g], του [εργατικού κώδικα], δεν προβλέπει περίοδο διαβουλεύσεων σε περίπτωση λύσης, λόγω συνταξιοδότησης του εργοδότη φυσικού προσώπου, συμβάσεων εργασίας οι οποίες υπερβαίνουν σε αριθμό τον προβλεπόμενο στο άρθρο 1 της προμνησθείσας οδηγίας;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παράγει η οδηγία 98/59 άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα, ήτοι άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ ιδιωτών;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
16 Υπενθυμίζοντας ότι οι 54 εργαζόμενοι που απασχολούσε ο FC κατανέμονταν μεταξύ των οκτώ μονάδων που ανήκαν σ’ αυτόν κατά τον χρόνο συνταξιοδότησής του, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερωτάται εάν τα κατώτατα όρια σχετικά με τον αριθμό των εργαζομένων τους οποίους πρέπει να αφορά ομαδική απόλυση, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, έχουν όντως συμπληρωθεί εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας με αναφορά μόνο στην έννοια της «επιχείρησης», στην οποία πρέπει να απασχολούνται συνήθως τουλάχιστον 20 άτομα.
17 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδώσει να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει. Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να μην απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του οικείου κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ., C‑426/16, EU:C:2018:335, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
18 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα πραγματικό ή νομικό στοιχείο όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των μονάδων που ανήκαν στον FC κατά τον χρόνο που επήλθε η λύση των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεων εργασίας. Αφετέρου, με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί ερμηνεία σχετικά με τα ποσοτικά όρια που καθορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, ή σχετικά με το περιεχόμενο του όρου «επιχείρηση» στον οποίο αναφέρεται η εν λόγω διάταξη. Τουναντίον, από την ίδια τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι αυτό υποβάλλεται ειδικώς σε σχέση με περιπτώσεις λύσεως συμβάσεων εργασίας «οι οποίες υπερβαίνουν σε αριθμό τον προβλεπόμενο στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/59».
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, ενδεχομένως, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων που απορρέουν συναφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, από την απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Rabal Cañas (C‑392/13, EU:C:2015:318), να εκτιμήσει και να χαρακτηρίσει τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης υπό το πρίσμα της έννοιας της «επιχείρησης», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, και των ποσοτικών ορίων που προβλέπει η διάταξη αυτή.
20 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ενδέχεται, εξάλλου, να κληθεί επίσης να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 51, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα και όπως έχει ήδη επισημάνει το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Rabal Cañas (C‑392/13, EU:C:2015:318), και με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, Rodríguez Mayor κ.λπ. (C‑323/08, EU:C:2009:770), ο Ισπανός νομοθέτης, επικαλούμενος συναφώς το άρθρο 5 της οδηγίας 98/59, θέσπισε, εν προκειμένω, έναν ορισμό της έννοιας των «ομαδικών απολύσεων» που χρησιμοποιεί ως μονάδα αναφοράς για τον υπολογισμό του αριθμού των εργαζομένων που πρέπει να θίγονται από τέτοιες απολύσεις το σύνολο των εργαζομένων του επιχειρηματικού φορέα και όχι το σύνολο των εργαζομένων της μονάδας.
21 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 98/59 την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το ζήτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο είναι υποθετικής φύσεως.
22 Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
23 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η λύση των συμβάσεων εργασίας αριθμού εργαζομένων που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, λόγω συνταξιοδότησης του εργοδότη, δεν χαρακτηρίζεται ως «ομαδική απόλυση» και, ως εκ τούτου, δεν οδηγεί στην κατ’ άρθρο 2 ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
24 Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, νοούνται ως «ομαδικές απολύσεις» οι απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν συνδέονται με τον εργαζόμενο, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ποσοτικής/χρονικής φύσεως (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑55/02, EU:C:2004:605, σκέψη 43).
25 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι η οδηγία 98/59 δεν περιέχει ρητό ορισμό της έννοιας «απόλυση», από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η έννοια αυτή, αποτελούσα αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας και η οποία δεν μπορεί να οριστεί με παραπομπή στις νομοθεσίες των κρατών μελών, πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα οποιαδήποτε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου και, επομένως, χωρίς τη συναίνεσή του (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C‑422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
26 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 98/59 ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 2, ιδίως στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά οι έννοιες που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, περιλαμβανομένης της έννοιας της «απολύσεως» που απαντά στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, αυτής (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C‑422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Προκειμένου να αμφισβητήσει τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί ως απόλυση η λύση των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεων εργασίας, η DB υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να είναι θεμιτό ένας εργοδότης όπως ο FC, όπως και ο εργαζόμενος τον οποίο απασχολεί, να μπορεί να συνταξιοδοτηθεί και να λύσει τις συμβάσεις εργασίας που έχει συνάψει, κάτι που συνιστά εξάλλου προβλέψιμο γεγονός για τον εργαζόμενο που δεσμεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου συναφθείσας με φυσικό πρόσωπο. Η DB θεωρεί επίσης ότι μια διαδικασία διαβούλευσης όπως η προβλεπόμενη από την οδηγία 98/59 ουδεμία επιρροή θα ασκούσε οσάκις οι σχεδιαζόμενες λύσεις των συμβάσεων εργασίας συνδέονται με συνταξιοδότηση του εργοδότη η οποία, όπως συνέβη εν προκειμένω, καθιστά αναπόφευκτες τις οικείες απολύσεις.
28 Συναφώς, πρέπει ωστόσο να υπομνησθεί, αφενός, ότι η έννοια της «απολύσεως», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, δεν απαιτεί, μεταξύ άλλων, οι αιτίες που επιβάλλουν τη λύση της συμβάσεως εργασίας να ανταποκρίνονται στη βούληση του εργοδότη και, αφετέρου, ότι η λύση της συμβάσεως εργασίας δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας απλώς και μόνον επειδή οφείλεται σε περιστάσεις ανεξάρτητες της βουλήσεως του εργοδότη (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑55/02, EU:C:2004:605, σκέψεις 50 και 60).
29 Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η οριστική παύση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως δεν εξαρτάται από τη βούληση του εργοδότη και κατά την οποία αποδεικνύεται ότι δεν είναι δυνατή η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας 98/59, γεγονός παραμένει ότι η εφαρμογή της οδηγίας δεν μπορεί να αποκλειστεί στο σύνολό της (πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑55/02, EU:C:2004:605, σκέψη 57).
30 Πρέπει ακόμη να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, σκοπός των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων δεν είναι μόνον ο περιορισμός ή η αποτροπή των ομαδικών απολύσεων, αλλ’ αντικείμενό τους αποτελούν, μεταξύ άλλων, και η διερεύνηση των δυνατοτήτων αμβλύνσεως των συνεπειών αυτών των απολύσεων διά της λήψεως συνοδευτικών κοινωνικών μέτρων για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑55/02, EU:C:2004:605, σκέψη 58). Επομένως, οι διαβουλεύσεις αυτές εξακολουθούν να έχουν σημασία όταν οι σχεδιαζόμενες λύσεις των συμβάσεων εργασίας συνδέονται με τυχόν συνταξιοδότηση του εργοδότη.
31 Είναι βεβαίως ακριβές ότι, με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, Rodríguez Mayor κ.λπ. (C‑323/08, EU:C:2009:770), η οποία επίσης αφορούσε διατάξεις του εργατικού κώδικα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η λύση των συμβάσεων εργασίας περισσότερων εργαζομένων λόγω θανάτου του εργοδότη τους δεν αποτελεί «ομαδική απόλυση» ούτε υπόκειται στις εθνικές διατάξεις που θέτουν σε εφαρμογή την οδηγία αυτή.
32 Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε μια τέτοια ερμηνεία μόνον αφού επισήμανε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 34 έως 41 της εν λόγω αποφάσεως, ότι από τον συνδυασμό του γράμματος του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 και του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 3 αυτής προκύπτει ότι η έννοια της «ομαδικής απολύσεως», κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, προϋποθέτει την ύπαρξη εργοδότη ο οποίος έχει ήδη προβλέψει τις μελλοντικές απολύσεις και είναι σε θέση, αφενός, να διενεργήσει, προς τον σκοπό αυτόν, τις προβλεπόμενες στα άρθρα 2 και 3 της ίδιας οδηγίας πράξεις και, αφετέρου, να προβεί, ενδεχομένως, σε απολύσεις. Στη σκέψη 42 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι ως άνω προϋποθέσεις δεν συντρέχουν πλέον σε περίπτωση θανάτου εργοδότη ο οποίος εκμεταλλεύεται επιχείρηση ως φυσικό πρόσωπο.
33 Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης, στη σκέψη 44 της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2009, Rodríguez Mayor κ.λπ. (C‑323/08, EU:C:2009:770), ότι ο πρωταρχικός σκοπός της οδηγίας 98/59, δηλαδή η διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και η ενημέρωση της αρμόδιας δημόσιας αρχής πριν από την ομαδική απόλυση, δεν θα επιτυγχανόταν σε περίπτωση χαρακτηρισμού ως «ομαδικής απολύσεως» της λύσεως των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού επιχειρήσεως, την εκμετάλλευση της οποίας έχει φυσικό πρόσωπο, λόγω παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας συνεπεία του θανάτου του εργοδότη, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να διεξαχθούν διαβουλεύσεις ούτε να αποτραπούν ή να μειωθούν οι λύσεις των συμβάσεων εργασίας ούτε να αμβλυνθούν οι εξ αυτών απορρέουσες συνέπειες.
34 Τέλος, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 48 της εν λόγω αποφάσεως, ότι οι βαρύνουσες τον εργοδότη υποχρεώσεις διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως γεννώνται πριν από την απόφαση του τελευταίου να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας και επισήμανε, συναφώς, στη σκέψη 50 της ίδιας αποφάσεως, ότι, σε περίπτωση θανάτου του εργοδότη-φυσικού προσώπου, δεν υφίσταται ούτε απόφαση περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ούτε και προηγούμενη εκδήλωση προθέσεως για καταγγελία.
35 Πλην όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ιδιαιτερότητες της καταστάσεως στην οποία ο εργοδότης-φυσικό πρόσωπο απεβίωσε, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 32 έως 34 της παρούσας αποφάσεως, δεν συντρέχουν στην περίπτωση κατά την οποία η λύση των συμβάσεων εργασίας επέρχεται συνεπεία της συνταξιοδότησης ενός τέτοιου εργοδότη.
36 Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο εργοδότης που σχεδιάζει τη λύση των συμβάσεων εργασίας με προοπτική τη συνταξιοδότησή του είναι, κατ’ αρχήν, σε θέση να ενεργήσει τις πράξεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 98/59 και, στο πλαίσιο αυτό, να διεξαγάγει διαβουλεύσεις με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποφευχθούν οι λύσεις των συμβάσεων ή να μειωθεί ο αριθμός τους ή, εν πάση περιπτώσει, να αμβλυνθούν οι συνέπειές τους.
37 Άλλωστε, δεν έχει σημασία το αν καταστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη χαρακτηρίζονται, κατά το ισπανικό δίκαιο, όχι ως απόλυση, αλλά ως αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας. Πράγματι, πρόκειται για λύση της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου και, επομένως, για απόλυση κατά την έννοια της οδηγίας 98/59 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑55/02, EU:C:2004:605, σκέψη 62).
38 Συνακόλουθα, οποιαδήποτε εθνική ρύθμιση ή ερμηνεία αυτής με την οποία θα γινόταν δεκτό ότι η λύση των συμβάσεων εργασίας συνεπεία της συνταξιοδότησης εργοδότη-φυσικού προσώπου δεν συνιστά «απόλυση», κατά την έννοια της οδηγίας 98/59, θα μετέβαλε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, επομένως, θα περιόριζε την πλήρη αποτελεσματικότητά της (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C‑422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η λύση των συμβάσεων εργασίας αριθμού εργαζομένων που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, λόγω συνταξιοδότησης του εργοδότη δεν χαρακτηρίζεται ως «ομαδική απόλυση» και, ως εκ τούτου, δεν οδηγεί στην κατ’ άρθρο 2 ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
40 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική ρύθμιση, όπως η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, σε περίπτωση που η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59.
41 Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή και, κατά συνέπεια, να συμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί συναφώς ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Εντούτοις, όπως έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει το Δικαστήριο, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας υπόκειται σε ορισμένα όρια. Συνακόλουθα, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ανατρέχει στο δίκαιο της Ένωσης όποτε ερμηνεύει και εφαρμόζει τους κρίσιμους κανόνες του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν είναι δυνατό να αποτελέσει έρεισμα για μια contra legem ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
44 Εν προκειμένω, η DB και η Ισπανική Κυβέρνηση έχουν αποκλίνουσες απόψεις ως προς το αν η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση μπορεί ή όχι να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η συμφωνία της με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59, με την DB να είναι της γνώμης ότι η σαφής και ακριβής διατύπωση του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του εργατικού κώδικα αντιτίθεται σε μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία και με την Ισπανική Κυβέρνηση να θεωρεί, αντιστρόφως, ότι μια τέτοια ερμηνεία είναι δυνατή και δεν γίνεται contra legem.
45 Εντούτοις, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο αλλά αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια να αποφαίνονται επί της ερμηνείας του εθνικού δικαίου, οπότε στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, επί του ζητήματος αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση μπορεί ή όχι να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η συμφωνία της προς την οδηγία 98/59.
46 Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού. Πράγματι, η επέκταση στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών της δυνατότητας επικλήσεως διατάξεως οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί ή έχει μεταφερθεί πλημμελώς στην εσωτερική έννομη τάξη θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση στην Ευρωπαϊκή Ένωση της εξουσίας να επιβάλλει υποχρεώσεις με άμεσο αποτέλεσμα σε βάρος ιδιωτών, παρά το γεγονός ότι η Ένωση διαθέτει τέτοια αρμοδιότητα μόνο στις περιπτώσεις που της απονέμεται εξουσία εκδόσεως κανονισμών (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθ’ εαυτούς των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59 σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα των εν λόγω διατάξεων με το να μείνει ανεφάρμοστη εθνική ρύθμιση που θα κρινόταν αντίθετη προς αυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 78).
48 Τέλος, πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο του άρθρου 27 και του άρθρου 30 του Χάρτη, αντιστοίχως, προκειμένου, όπως ζητεί το αιτούν δικαστήριο με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, να διαπιστωθεί αν η μία ή/και η άλλη από τις διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι μπορεί να γίνει επίκλησή τους, αφ’ εαυτών ή σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59, σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου ο εθνικός δικαστής να καταλήξει να μην εφαρμόσει εθνική ρύθμιση που θα κρινόταν αντίθετη προς τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας αυτής.
49 Όσον αφορά, αφενός, το άρθρο 27 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης» και προβλέπει ότι εξασφαλίζεται στους εργαζομένους, σε διάφορα επίπεδα, ενημέρωση και διαβούλευση, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, αρκεί, εν προκειμένω, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της, πρέπει να εξειδικευθεί με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου (αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale, C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψεις 44 και 45, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 84).
50 Συναφώς, κανόνες όπως αυτοί που περιέχονται στις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59, οι οποίοι απευθύνονται στα κράτη μέλη και οι οποίοι καθορίζουν τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να διεξάγεται διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικής απόλυσης των εργαζομένων, καθώς και τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν η εν λόγω ενημέρωση και διαβούλευση, δεν προκύπτουν, υπό τη μορφή ενός απευθείας εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, από το γράμμα του άρθρου 27 του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale, C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 46).
51 Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση αυτού καθ’ εαυτό του άρθρου 27 του Χάρτη σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών όπως αυτή της κύριας δίκης, προκειμένου να κριθεί ότι οι μη σύμφωνες προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 εθνικές διατάξεις δεν πρέπει να εφαρμοσθούν (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale, C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 48).
52 Δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή ο συνδυασμός του άρθρου 27 του Χάρτη με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59, δεδομένου ότι, στο μέτρο που το άρθρο 27 δεν είναι αφ’ εαυτού ικανό να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί ως τέτοιο, δεν μπορεί να μην ισχύει το ίδιο στην περίπτωση ενός τέτοιου συνδυασμού (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale, C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 49).
53 Όσον αφορά, αφετέρου, το άρθρο 30 του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι λόγοι που εκτίθενται στις σκέψεις 49 έως 52 της παρούσας αποφάσεως πρέπει, mutatis mutandis, να οδηγήσουν σε ανάλογο συμπέρασμα με εκείνο που συνάγεται από τις σκέψεις αυτές όσον αφορά το άρθρο 27 του Χάρτη.
54 Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά το άρθρο 27, από το γράμμα του άρθρου 30 του Χάρτη προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου η τελευταία αυτή διάταξη να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της, πρέπει να εξειδικευθεί με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου.
55 Συνακόλουθα, ανεξαρτήτως του αν η μη τήρηση κανόνων σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικής απολύσεως, όπως είναι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 κανόνες, θα μπορούσε ή όχι να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 του Χάρτη και στην κατά τη διάταξη αυτή έννοια της «αδικαιολόγητης απόλυσης», αρκεί η διαπίστωση ότι τέτοιου είδους κανόνες απευθυνόμενοι στα κράτη μέλη, για τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες πρέπει να διεξάγεται διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικής απόλυσης των εργαζομένων καθώς και για τον καθορισμό των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν η εν λόγω ενημέρωση και διαβούλευση, δεν προκύπτουν, υπό τη μορφή ενός απευθείας εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, από το γράμμα του άρθρου 30.
56 Ως εκ τούτου, και κατά τρόπο ανάλογο προς τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 51 και 52 της παρούσας αποφάσεως σε σχέση με το άρθρο 27 του Χάρτη, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 30 του Χάρτη, αυτού καθ’ εαυτό ή σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59, σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρέπει να μην εφαρμοστούν εθνικές διατάξεις που δεν συνάδουν προς τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 98/59.
57 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική ρύθμιση, όπως η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, σε περίπτωση που η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59.
Επί των δικαστικών εξόδων
58 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις,
έχουν την έννοια ότι:
αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η λύση των συμβάσεων εργασίας αριθμού εργαζομένων που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, λόγω συνταξιοδότησης του εργοδότη δεν χαρακτηρίζεται ως «ομαδική απόλυση» και, ως εκ τούτου, δεν οδηγεί στην κατ’ άρθρο 2 ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
2) Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική ρύθμιση, όπως η διαλαμβανόμενη στο σημείο 1 του παρόντος διατακτικού, σε περίπτωση που η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59.
(υπογραφές)