Στην υπόθεση C‑27/23 [Hocinx] (i)
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Λουξεμβούργο) με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
FV
κατά
Caisse pour l’avenir des enfants,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra,, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο FV, εκπροσωπούμενος από τον J.‑M. Bauler, avocat,
– το Caisse pour l’avenir des enfants, εκπροσωπούμενο από τους A. Rodesch και B. Rodesch, avocats,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την F. Clotuche-Duvieusart και τον B.‑R. Killmann,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιανουαρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1), του άρθρου 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), καθώς και του άρθρου 60 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του FV και του Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείου για το μέλλον των παιδιών, Λουξεμβούργο) (στο εξής: CAE) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει οικογενειακό επίδομα σε παιδί που τοποθετήθηκε με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του FV.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1111
3 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2019, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (ΕΕ 2019, L 178, σ. 1), ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην «τοποθέτηση παιδιού σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια».
4 Κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/1111:
«Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία ειδική διαδικασία.»
Ο κανονισμός 492/2011
5 Το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 προβλέπει τα εξής:
«1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.
2. Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.
[…]»
Ο κανονισμός 883/2004
6 Η αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 883/2004 έχει ως εξής:
«Η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει ιδιαίτερη σημασία για εργαζομένους, οι οποίοι δεν κατοικούν στο κράτος μέλος όπου απασχολούνται, συμπεριλαμβανομένων των μεθοριακών εργαζομένων.»
7 Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως
[…]
στ) “μεθοριακός εργαζόμενος”: το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, όπου επιστρέφει, κατά κανόνα, κάθε ημέρα ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα,
[…]
κστ) “οικογενειακή παροχή”: όλες οι παροχές σε είδος ή σε χρήμα που προορίζονται να αντισταθμίσουν τα οικογενειακά βάρη, εξαιρουμένων των προκαταβολών παροχών διατροφής και των ειδικών επιδομάτων τοκετού και υιοθεσίας που αναφέρονται στο παράρτημα Ι.»
8 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους.»
9 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:
[…]
ι) οικογενειακές παροχές.»
10 Το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει τα εξής:
«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»
Η οδηγία 2004/38/ΕΚ
11 Το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, καθώς και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35), έχει ως ακολούθως:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
1) “πολίτης της Ένωσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους·
2) “μέλος της οικογένειας”:
α) ο (η) σύζυγος·
β) ο (η) σύντροφος με τον (την) οποίο(-α) ο πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·
γ) οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·
δ) οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·
[…]».
Το λουξεμβουργιανό δίκαιο
12 Οι κρίσιμες διατάξεις του λουξεμβουργιανού δικαίου είναι τα άρθρα 269 και 270 του code de la sécurité sociale (κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως), όπως ίσχυσαν από 1ης Αυγούστου 2016, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο loi du 23 juillet 2016, portant modification du code de la sécurité sociale, de la loi modifiée du 4 décembre 1967 concernant l’impôt sur le revenu, et abrogeant la loi modifiée du 21 décembre 2007 concernant le boni pour enfant (νόμος της 23ης Ιουλίου 2016, περί τροποποιήσεως του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, του τροποποιημένου νόμου της 4ης Δεκεμβρίου 1967 περί φόρου εισοδήματος, και περί καταργήσεως του τροποποιημένου νόμου της 21ης Δεκεμβρίου 2007 για το επίδομα τέκνων) (Mémorial A 2016, σ. 2348, στο εξής: κώδικας).
13 Το άρθρο 269 του κώδικα, με τίτλο «Προϋποθέσεις χορήγησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Θεσπίζεται οικογενειακό επίδομα προς εξασφάλιση του μέλλοντος των παιδιών, στο εξής: “οικογενειακό επίδομα”.
Θεμελιώνεται δικαίωμα οικογενειακού επιδόματος για:
a) κάθε παιδί το οποίο διαμένει όντως και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο και έχει εκεί τη νόμιμη κατοικία του·
b) τα μέλη της οικογένειας, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 270, κάθε προσώπου το οποίο υπόκειται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία και καλύπτεται από ευρωπαϊκούς κανονισμούς ή από διμερή ή πολυμερή σύμβαση που έχει συνάψει το Λουξεμβούργο στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, προβλέπουσα την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων βάσει της νομοθεσίας της χώρας απασχολήσεως. Τα μέλη της οικογένειας πρέπει να κατοικούν σε χώρα την οποία να αφορούν οι ανωτέρω κανονισμοί ή συμβάσεις.»
14 Το άρθρο 270 του ως άνω κώδικα προβλέπει τα εξής:
«Για την εφαρμογή του άρθρου 269, παράγραφος 1, στοιχείο b, θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας ενός προσώπου για τα οποία θεμελιώνεται δικαίωμα λήψης οικογενειακού επιδόματος τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο, τα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους και τα θετά τέκνα του προσώπου αυτού.»
15 Το άρθρο 273, παράγραφος 4, του εν λόγω κώδικα προβλέπει, όσον αφορά τα παιδιά που είναι κάτοικοι ημεδαπής, τα εξής:
«Σε περίπτωση που παιδί τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία, το οικογενειακό επίδομα καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του παιδιού και του οποίου η κατοικία ή έδρα αποτελεί επίσης τη νόμιμη κατοικία και τον τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής του παιδιού.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
16 Ο FV, ο οποίος εργάζεται στο Λουξεμβούργο και κατοικεί στο Βέλγιο, έχει την ιδιότητα του μεθοριακού εργαζομένου και, επομένως, υπάγεται στο λουξεμβουργιανό σύστημα όσον αφορά τα οικογενειακά επιδόματα. Από τις 26 Δεκεμβρίου 2005, ο ανήλικος FW τοποθετήθηκε στην οικογενειακή εστία του FV δυνάμει βελγικής δικαστικής απόφασης.
17 Με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2017, η comité directeur de la CAE (διευθύνουσα επιτροπή του CAE) ανακάλεσε, με αναδρομική ισχύ από 1ης Αυγούστου 2016, το ευεργέτημα των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγούνταν για τον ανήλικο FW, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω παιδί, το οποίο δεν έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τον FV, δεν έχει την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 270 του κώδικα.
18 Το conseil arbitral de la sécurité sociale (διαιτητικό συμβούλιο κοινωνικής ασφάλισης, Λουξεμβούργο) μεταρρύθμισε την ως άνω απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του CAE.
19 Ωστόσο, στις 27 Ιανουαρίου 2022 το conseil supérieur de la sécurité sociale (ανώτατο συμβούλιο κοινωνικής ασφάλισης, Λουξεμβούργο) επικύρωσε, με μεταρρυθμιστική πράξη, την απόφαση του CAE της 7ης Φεβρουαρίου 2017. Ο FV άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Λουξεμβούργο), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
20 Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει ότι, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, το παιδί που κατοικεί στην ημεδαπή έχει άμεσο δικαίωμα στην καταβολή των οικογενειακών παροχών. Αντιθέτως, στην περίπτωση παιδιών που είναι κάτοικοι αλλοδαπής, το εν λόγω δικαίωμα προβλέπεται μόνον ως παράγωγο δικαίωμα για τα «μέλη της οικογένειας» του μεθοριακού εργαζομένου, στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα παιδιά που έχουν τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του εν λόγω εργαζομένου.
21 Παραπέμποντας στην απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Caisse pour l’avenir des enfants (Τέκνο συζύγου μεθοριακού εργαζομένου) (C‑802/18, EU:C:2020:269), το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι ως «τέκνο μεθοριακού εργαζομένου» δυνάμενο να απολαύει εμμέσως των κοινωνικών πλεονεκτημάτων πρέπει να νοείται επίσης το τέκνο που έχει δεσμό συγγένειας με τον/τη σύζυγο ή τον/την καταχωρισμένο/η σύντροφο του εν λόγω εργαζομένου όταν ο τελευταίος συντηρεί το τέκνο αυτό.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [492/2011], στο άρθρο 67 του κανονισμού [883/2004] και στο άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009 οι διατάξεις κράτους μέλους σύμφωνα με τις οποίες οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν δικαιούνται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση, από αυτούς, μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος, για παιδί που έχει τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία τους, ενώ όλα τα παιδιά που είναι τοποθετημένα με δικαστική απόφαση και διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούνται το επίδομα αυτό που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του παιδιού και του οποίου η κατοικία ή έδρα αποτελεί επίσης τη νόμιμη κατοικία και τον τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής του παιδιού; Ασκεί επιρροή στην απάντηση στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα το γεγονός ότι ο μεθοριακός εργαζόμενος φροντίζει για τη συντήρηση του παιδιού;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
23 Με το ένα και μοναδικό προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία ο εργαζόμενος κάτοικος αλλοδαπής δεν δικαιούται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την εκ μέρους του άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος και αφορά παιδί το οποίο έχει τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του και του οποίου ασκεί την επιμέλεια, ενώ το παιδί που είναι τοποθετημένο με δικαστική απόφαση και κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούται το επίδομα αυτό, που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του παιδιού, καθώς και αν ασκεί επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ως άνω ερώτημα το γεγονός ότι ο εργαζόμενος κάτοικος αλλοδαπής συντηρεί το παιδί το οποίο έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του.
24 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά αποκλειστικά το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόζει διαφοροποιημένες προϋποθέσεις για τη χορήγηση επιδόματος όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη οικογενειακό επίδομα, αναλόγως του αν πρόκειται περί εργαζομένου κάτοικου ημεδαπής ή περί εργαζομένου κάτοικου αλλοδαπής.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 67 του κανονισμού 883/2004 και του άρθρου 60 του κανονισμού 987/2009, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν την κατάσταση του ίδιου του εργαζομένου, αλλά την κατάσταση των μελών της οικογένειάς του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος.
26 Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, όσον αφορά το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η διάταξη αυτή ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας. Όσον αφορά δε το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, η διάταξη αυτή αποτελεί ειδική έκφραση, στον συγκεκριμένο τομέα της χορήγησης κοινωνικών πλεονεκτημάτων, του κανόνα της κατά τα ανωτέρω κατοχυρούμενης ίσης μεταχείρισης, καθόσον διευκρινίζει ότι ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, στο έδαφος των άλλων κρατών μελών των οποίων δεν έχει την ιθαγένεια, των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, Jobcenter Krefeld, C‑181/19, EU:C:2020:794, σκέψεις 44 και 78, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑488/21, EU:C:2023:1013, σκέψη 49).
27 Εν συνεχεία, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει, αφενός, ότι, δεδομένου ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη οικογενειακό επίδομα συνδέεται με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας από μεθοριακό εργαζόμενο, συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. Αφετέρου, το επίδομα αυτό αποτελεί επίσης παροχή κοινωνικής ασφάλισης που περιλαμβάνεται στις οικογενειακές παροχές περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 883/2004 [πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Caisse pour l’avenir des enfants (Τέκνο συζύγου μεθοριακού εργαζομένου), C‑802/18, EU:C:2020:269, σκέψεις 31 και 40].
28 Πάντως, όπως έχει κατ’ επανάληψη κρίνει το Δικαστήριο, η αρχή της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 απαγορεύει όχι μόνον τις άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε έμμεση μορφή διάκρισης η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποίησης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Caisse pour l’avenir des enfants (Τέκνο συζύγου μεθοριακού εργαζομένου), C‑802/18, EU:C:2020:269, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
29 Όσον αφορά την ως άνω αρχή στην οποία στηρίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο λόγος για τον οποίο, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική του σκέψη 8, το πρόσωπο που ασκεί, μεταξύ άλλων, μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος υπάγεται, κατά κανόνα, στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους και πρέπει, κατά το εν λόγω άρθρο, να λαμβάνει τις ίδιες παροχές με τους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού, έγκειται, μεταξύ άλλων, στο να διασφαλισθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ίση μεταχείριση όλων των προσώπων που εργάζονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
30 Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 εκφράζει την ίδια αυτή αρχή της ίσης μεταχείρισης προβλέποντας ότι ο εργαζόμενος άλλου κράτους μέλους απολαύει των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους εργαζομένους που κατοικούν στην ημεδαπή.
31 Δεδομένου ότι οι μεθοριακοί εργαζόμενοι συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών του κράτους μέλους υποδοχής λαμβανομένων υπόψη των φορολογικών και κοινωνικών εισφορών που καταβάλλουν στο κράτος αυτό στο πλαίσιο της έμμισθης δραστηριότητας που ασκούν εκεί, πρέπει να μπορούν να απολαύουν των οικογενειακών παροχών καθώς και των κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς εργαζομένους [πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 66· της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 109, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑488/21, EU:C:2023:1013, σκέψη 71].
32 Εν προκειμένω, δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, οι εργαζόμενοι κάτοικοι αλλοδαπής δεν λαμβάνουν, υπό τους ίδιους όρους με τους ισχύοντες για τους εργαζομένους κατοίκους ημεδαπής, το επίμαχο στην κύρια δίκη οικογενειακό επίδομα όσον αφορά τα παιδιά που τοποθετούνται στην οικογενειακή εστία των εργαζομένων αυτών, στο μέτρο που, αντιθέτως προς τον εργαζόμενο κάτοικο ημεδαπής, ένας μεθοριακός εργαζόμενος δεν λαμβάνει το επίδομα αυτό για παιδί το οποίο έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του και του οποίου έχει την επιμέλεια.
33 Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά το άρθρο 269, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα, κάθε παιδί το οποίο διαμένει όντως και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο και έχει εκεί τη νόμιμη κατοικία του πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης του οικογενειακού επιδόματος. Όσον αφορά τα παιδιά που έχουν τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση, το άρθρο 273, παράγραφος 4, του εν λόγω κώδικα ορίζει ότι, σε περίπτωση τέτοιας τοποθέτησης, το εν λόγω επίδομα καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του παιδιού και του οποίου η κατοικία ή η έδρα αποτελεί επίσης τη νόμιμη κατοικία και τον τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής του παιδιού.
34 Αντιθέτως, κατά το άρθρο 269, παράγραφος 1, στοιχείο b, και το άρθρο 270 του κώδικα, ο μεθοριακός εργαζόμενος δικαιούται το οικογενειακό επίδομα μόνο για τα παιδιά που θεωρούνται, δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης, ως μέλη της οικογένειας του εργαζομένου αυτού, ήτοι τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο, τα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους και τα θετά τέκνα του προσώπου αυτού.
35 Υπό τις συνθήκες αυτές, το παιδί το οποίο έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία εργαζομένου που άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και το οποίο έχει ως νόμιμη κατοικία καθώς και τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής του την κατοικία του εν λόγω εργαζομένου δεν μπορεί να λάβει οικογενειακή παροχή η οποία συνιστά, για τον μεθοριακό εργαζόμενο, «κοινωνικό πλεονέκτημα», ενώ, αντιθέτως, τα παιδιά που έχουν τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία εργαζομένων υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής και έχουν ως νόμιμη κατοικία και τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής την κατοικία των εργαζομένων αυτών, μπορούν να αξιώσουν την εν λόγω παροχή. Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση, η οποία είναι πιθανό να αποβεί περισσότερο εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών, καθόσον οι μη διαμένοντες στην ημεδαπή είναι συνήθως άτομα τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.
36 Το γεγονός ότι η απόφαση περί τοποθέτησης προέρχεται από δικαστήριο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος υποδοχής του οικείου εργαζομένου δεν ασκεί επιρροή στο συμπέρασμα αυτό.
37 Πράγματι, οι αρμόδιες λουξεμβουργιανές αρχές οφείλουν να αναγνωρίζουν τις αποφάσεις περί τοποθέτησης που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος και να τους προσδίδουν την ίδια νομική ισχύ με αυτή αντίστοιχων εθνικών αποφάσεων. Τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/1111. Οι διατάξεις αυτές αντιστοιχούν στις κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1), κανονισμού ο οποίος είχε εφαρμογή κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του νόμου της 23ης Ιουλίου 2016 που τροποποίησε τον κώδικα και ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 2019/1111.
38 Για να δικαιολογείται, η έμμεση δυσμενής διάκριση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης πρέπει να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου [πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψεις 55 και 73, καθώς και της 2ας Απριλίου 2020, Caisse pour l’avenir des enfants (Τέκνο συζύγου μεθοριακού εργαζομένου), C‑802/18, EU:C:2020:269, σκέψεις 56 και 58]. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημονεύει κανέναν θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει μια τέτοια έμμεση δυσμενή διάκριση.
39 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 αντιτίθενται σε διατάξεις κράτους μέλους δυνάμει των οποίων οι εργαζόμενοι κάτοικοι αλλοδαπής δεν δικαιούνται, αντιθέτως προς τους εργαζομένους κατοίκους ημεδαπής, κοινωνικό πλεονέκτημα, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη οικογενειακό επίδομα, για παιδιά τοποθετημένα στην οικογενειακή εστία τους, των οποίων έχουν την επιμέλεια και τα οποία έχουν ως νόμιμη κατοικία καθώς και τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής την κατοικία των εν λόγω εργαζομένων.
40 Τέλος, όσον αφορά το κατά πόσον ασκεί επιρροή στην απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα το γεγονός ότι ο εργαζόμενος κάτοικος αλλοδαπής συντηρεί το παιδί που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του και του οποίου έχει την επιμέλεια, αρκεί η παρατήρηση ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της χορήγησης οικογενειακού επιδόματος σε έναν τέτοιο εργαζόμενο –διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζόταν η αρχή της ίσης μεταχείρισης των μεθοριακών εργαζομένων–, παρά μόνον εάν η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προβλέπει αντίστοιχο όρο για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος σε εργαζόμενο κάτοικο ημεδαπής ο οποίος έχει την επιμέλεια παιδιού τοποθετημένου στην οικογενειακή εστία του.
41 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία ο εργαζόμενος κάτοικος αλλοδαπής δεν δικαιούται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την εκ μέρους του άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος και αφορά παιδί το οποίο έχει τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του και του οποίου ασκεί την επιμέλεια, ενώ το παιδί που είναι τοποθετημένο με δικαστική απόφαση και κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούται το επίδομα αυτό, που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του παιδιού. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος κάτοικος αλλοδαπής συντηρεί το παιδί που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της χορήγησης οικογενειακού επιδόματος σε έναν τέτοιο εργαζόμενο για παιδί τοποθετημένο στην οικογενειακή εστία του, παρά μόνον εάν η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προβλέπει αντίστοιχο όρο για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος σε εργαζόμενο κάτοικο ημεδαπής ο οποίος έχει την επιμέλεια παιδιού τοποθετημένου στην οικογενειακή εστία του.
Επί των δικαστικών εξόδων
42 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης,
έχουν την έννοια ότι:
αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία ο εργαζόμενος κάτοικος αλλοδαπής δεν δικαιούται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την εκ μέρους του άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος και αφορά παιδί το οποίο έχει τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του και του οποίου ασκεί την επιμέλεια, ενώ το παιδί που είναι τοποθετημένο με δικαστική απόφαση και κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούται το επίδομα αυτό, που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του παιδιού. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος κάτοικος αλλοδαπής συντηρεί το παιδί που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της χορήγησης οικογενειακού επιδόματος σε έναν τέτοιο εργαζόμενο για παιδί τοποθετημένο στην οικογενειακή εστία του, παρά μόνον εάν η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προβλέπει αντίστοιχο όρο για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος σε εργαζόμενο κάτοικο ημεδαπής ο οποίος έχει την επιμέλεια παιδιού τοποθετημένου στην οικογενειακή εστία του.
(υπογραφές)