ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρες 2 και 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί και τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί – Ρήτρα 5 – Μέτρα για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 7 – Ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών»
Στην υπόθεση C‑41/23 Peigli (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, στο πλαίσιο της δίκης
AV,
BT,
CV,
DW
κατά
Ministero della Giustizia,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο του πρώτου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του έκτου τμήματος, και I. Ziemele, δικαστή,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι AV, BT, CV και DW, εκπροσωπούμενοι από τους G. Graziani και C. Ingrillì, avvocati,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους E. De Bonis και F. Sclafani, avvocati dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις D. Recchia και F. van Schaik,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9), καθώς και των ρητρών 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των AV, BT, CV και DW, επί θητεία δικαστικών λειτουργών, και, αφετέρου, του Ministero della Giustizia (Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ιταλία) σχετικά με αίτημα των ως άνω δικαστικών λειτουργών να τύχουν της ίδιας οικονομικής και νομικής μεταχείρισης με την ισχύουσα για τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η συμφωνία-πλαίσιο
3 Η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα:
«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»
4 Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», ορίζει τα εξής:
«1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
2. Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή “pro rata temporis”.
[…]»
5 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», έχει ως εξής:
«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:
α) θεωρούνται “διαδοχικές”·
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
Η οδηγία 2003/88
6 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ετήσια άδεια», ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.
2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»
Το ιταλικό δίκαιο
7 Το άρθρο 106 του Συντάγματος ορίζει τα ακόλουθα:
«Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται κατόπιν διαγωνισμού.
Ο νόμος για την οργάνωση των δικαστηρίων μπορεί να επιτρέπει τον διορισμό, ακόμη και κατόπιν εκλογής, επί θητεία δικαστικών λειτουργών, που έχουν όλες τις αρμοδιότητες μονομελούς δικαστηρίου.
[…]»
8 Το regio decreto n. 12 – Ordinamento giudiziario (βασιλικό διάταγμα 12, περί οργανώσεως των δικαστηρίων), της 30ής Ιανουαρίου 1941 (GURI αριθ. 28, της 4ης Φεβρουαρίου 1941), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα 12), όριζε στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, τα εξής:
«1. Το δικαστικό σώμα αποτελείται από τους δόκιμους δικαστικούς λειτουργούς, τους δικαστές κάθε βαθμού των δικαστηρίων όλων των βαθμίδων, καθώς και τους εισαγγελικούς λειτουργούς.
2. Στο δικαστικό σώμα ανήκουν ως επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί: οι δικαστές-διαμεσολαβητές, οι αναπληρωτές μεσολαβητές, οι επί θητεία δικαστές πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, οι αντεισαγγελείς, οι πραγματογνώμονες των τακτικών δικαστηρίων και του τμήματος ανηλίκων του εφετείου, καθώς επίσης τα έκτακτα μέλη του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου και οι πραγματογνώμονες των εργατοδικείων κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων.»
9 Το άρθρο 42 bis του ως άνω διατάγματος προέβλεπε ότι «[ο]ι επί θητεία δικαστές μπορούν να τοποθετηθούν σε τακτικό δικαστήριο».
10 Το άρθρο 42 ter του εν λόγω διατάγματος έχει ως εξής:
«Οι επί θητεία δικαστές διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως του κατά τόπον αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου με τη σύνθεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του [legge n. 374 – Istituzione del giudice di pace (νόμου 374, περί του λειτουργήματος του ειρηνοδίκη), της 21ης Νοεμβρίου 1991 (GURI αριθ. 278, της 27ης Νοεμβρίου 1991)]».
11 Το άρθρο 42 quinquies του βασιλικού διατάγματος 12 προέβλεπε ότι «ο επί θητεία δικαστής πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διορίζεται για τρία έτη» και ότι «[η] θητεία στο ως άνω λειτούργημα μπορεί να ανανεωθεί, κατά τη λήξη της, μόνον άπαξ». Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι με διατάξεις που θεσπίστηκαν από το 2005 και εντεύθεν εισήχθησαν παρεκκλίσεις από τη δυνατότητα της άπαξ μόνον ανανέωσης της θητείας των επί θητεία δικαστών.
12 Το άρθρο 42 sexies του ως άνω διατάγματος όριζε τα εξής:
«Ο επί θητεία δικαστής πρωτοβάθμιου δικαστηρίου παύεται των καθηκόντων του:
a) κατά τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού δευτέρου έτους της ηλικίας του·
b) κατά τη λήξη της θητείας για την οποία διορίστηκε ή η οποία ανανεώθηκε·
[…]».
13 Το άρθρο 42 septies του εν λόγω διατάγματος προέβλεπε τα ακόλουθα:
«Οι επί θητεία δικαστές πρωτοβάθμιων δικαστηρίων οφείλουν να συμμορφώνονται, τηρουμένων των αναλογιών, προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί. Οι επί θητεία δικαστές μπορούν να αξιώσουν μόνον τις αποζημιώσεις και τα λοιπά δικαιώματα που ρητώς χορηγεί ο νόμος όσον αφορά ειδικώς την επί θητεία υπηρεσιακή σχέση.»
14 Το άρθρο 43 bis του ίδιου διατάγματος όριζε τα εξής:
«Οι τακτικοί δικαστές και οι επί θητεία δικαστές ασκούν στα τακτικά δικαστήρια το δικαστικό έργο που τους αναθέτει ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή, αν το δικαστήριο συγκροτείται σε τμήματα, ο πρόεδρος ή άλλος δικαστικός λειτουργός που προεδρεύει του τμήματος.
Οι επί θητεία δικαστές πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορούν να διεξαγάγουν ακροαματική διαδικασία, μόνον σε περίπτωση κωλύματος ή μη επαρκούς αριθμού τακτικών δικαστών.
Στο πλαίσιο του τρόπου αναθέσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, πρέπει να εφαρμόζεται το κριτήριο περί μη αναθέσεως στους επί θητεία δικαστές:
a) σε αστικές υποθέσεις, του χειρισμού διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και μέτρων προστασίας της νομής, πλην των αιτήσεων που υποβάλλονται κατά την κύρια διαδικασία ή κατά τη δίκη επί αγωγής αναγνωρίσεως της κυριότητας·
b) σε ποινικές υποθέσεις, των καθηκόντων ανακριτή και δικαστή της προδικασίας, καθώς και του χειρισμού άλλων διαδικασιών πλην εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 550 του κώδικα ποινικής δικονομίας.»
15 Το άρθρο 71 του βασιλικού διατάγματος 12 όριζε τα ακόλουθα:
«Οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να τοποθετούνται στις εισαγγελικές αρχές των τακτικών δικαστηρίων, ως αντεισαγγελείς, για την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 72 και των λοιπών καθηκόντων που τους ανατίθενται ειδικώς διά νόμου.
Οι επί θητεία αντεισαγγελείς διορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνον που ισχύει για τους επί θητεία δικαστές πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Οι διατάξεις των άρθρων 42 ter, 42 quater, 42 quinquies και 42 sexies εφαρμόζονται επ’ αυτών.»
16 Το άρθρο 72 του ως άνω διατάγματος προέβλεπε τα εξής:
«Στις διαδικασίες για τις οποίες το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφαίνεται υπό μονομελή σύνθεση, τα καθήκοντα της εισαγγελικής αρχής μπορούν να ασκούνται, με ονομαστική ανάθεση του εισαγγελέα του τακτικού δικαστηρίου:
a) κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από δόκιμους δικαστικούς λειτουργούς, από επί θητεία αντεισαγγελείς που υπηρετούν στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, από προσωπικό το οποίο έχει συνταξιοδοτηθεί εντός της τελευταίας διετίας και το οποίο έχει ασκήσει, εντός της προηγούμενης πενταετίας, καθήκοντα αξιωματικού της δικαστικής αστυνομίας ή από πτυχιούχους νομικής σχολής που φοιτούν στο δεύτερο έτος της διετούς σχολής ειδικεύσεως νομικών επαγγελμάτων του άρθρου 16 του [decreto legislativo n. 398 – Modifica alla disciplina del Concorso per uditore giudiziario e norme sulle scuole di specializzazione per le professioni legali, a norma dell’articolo 17, commi 113 e 114, della legge 15 maggio 1997, n. 127 (νομοθετικού διατάγματος 398, περί τροποποιήσεως των κανόνων διεξαγωγής του διαγωνισμού δόκιμων δικαστικών λειτουργών και του κανονισμού των σχολών ειδικεύσεως νομικών επαγγελμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 113 και 114, του νόμου 127), της 15ης Μαΐου 1997 (GURI αριθ. 269, της 18ης Νοεμβρίου 1997)]·
b) στην ακροαματική διαδικασία για την επικύρωση της σύλληψης ή κράτησης, από δόκιμους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη δοκιμαστική υπηρεσία, και, μόνον για την επικύρωση της σύλληψης με αυτόφωρη προσαγωγή, από επί θητεία αντεισαγγελείς που υπηρετούν στην αρμόδια αρχή επί έξι τουλάχιστον μήνες·
c) για την αίτηση εκδόσεως καταδικαστικής ποινικής διαταγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 459, παράγραφος 1, και του άρθρου 565 του κώδικα ποινικής δικονομίας, από επί θητεία αντεισαγγελείς που υπηρετούν στην αρμόδια αρχή·
d) στις διαδικασίες δικαστικού συμβουλίου του άρθρου 127 του κώδικα ποινικής δικονομίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου b, στις προβλεπόμενες στο άρθρο 655, παράγραφος 2, του ίδιου κώδικα διαδικασίες εκτελέσεως, για την άσκηση παρεμβάσεως, και στις διαδικασίες προσφυγής κατά εισαγγελικής διατάξεως περί εκκαθαρίσεως της αμοιβής πραγματογνωμόνων, τεχνικών συμβούλων και μεταφραστών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του [legge n. 319 – Compensi spettanti ai periti, ai consulenti tecnici, interpreti e traduttori per le operazioni eseguite a richiesta dell’autorità giudiziaria (νόμου 319, περί αμοιβών πραγματογνωμόνων, τεχνικών συμβούλων, διερμηνέων και μεταφραστών για τις εργασίες που πραγματοποιούνται κατόπιν αιτήματος της δικαστικής αρχής), της 8ης Ιουλίου 1980 (GURI αριθ. 192, της 15ης Ιουλίου 1980), από τους επί θητεία αντεισαγγελείς που υπηρετούν στην αρμόδια αρχή·
e) στις αστικές διαδικασίες, από δόκιμους δικαστικούς λειτουργούς, επί θητεία αντεισαγγελείς υπηρετούντες στην αρμόδια αρχή ή τους οριζόμενους στο στοιχείο a πτυχιούχους νομικής σχολής.
Επί ποινικών υποθέσεων, εφαρμόζεται επίσης το κριτήριο της μη αναθέσεως των καθηκόντων της εισαγγελικής αρχής όσον αφορά τις διαδικασίες που αφορούν αδικήματα πέραν εκείνων για τα οποία η δίωξη κινείται με απευθείας κλήση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 550 του κώδικα ποινικής δικονομίας.»
17 Με το decreto legislativo n. 116 – Riforma organica della magistratura onoraria e altre disposizioni sui giudici di pace, nonché disciplina transitoria relativa ai magistrati onorari in servizio, a norma della legge 28 aprile 2016, n. 57 (νομοθετικό διάταγμα 116, περί οργανωτικής μεταρρυθμίσεως του τιμητικού λειτουργήματος των επί θητεία δικαστών και περί άλλων διατάξεων σχετικών με τους ειρηνοδίκες, καθώς και περί μεταβατικού καθεστώτος ισχύοντος για τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς, σε εκτέλεση του νόμου 57 της 28ης Απριλίου 2016), της 13ης Ιουλίου 2017 (GURI αριθ. 177, της 31ης Ιουλίου 2017, σ. 1, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 116), ο Ιταλός νομοθέτης κατάργησε τις διατάξεις του βασιλικού διατάγματος 12 που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 8 έως 16 της παρούσας αποφάσεως.
18 Το άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116, όπως τροποποιήθηκε με τον legge n. 234. – Bilancio di previsione dello Stato per l’anno finanziario 2022 e bilancio pluriennale per il triennio 2022-2024 (νόμο 234, περί κρατικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2022 και περί προϋπολογισμού για την τριετία 2022-2024), της 30ής Δεκεμβρίου 2021 (GURI αριθ. 310, της 31ης Δεκεμβρίου 2021, σ. 1), προβλέπει τα εξής:
«1. Οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί που υπηρετούν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος δύνανται, κατόπιν αιτήσεως, να συνεχίσουν να υπηρετούν μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους.
2. Οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί που υπηρετούν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος και των οποίων η θητεία δεν παρατείνεται, είτε λόγω μη υποβολής της αίτησης είτε λόγω μη επιτυχούς ολοκλήρωσης της διαδικασίας αξιολόγησης της παραγράφου 3, δικαιούνται, με την επιφύλαξη της δυνατότητάς τους να αρνηθούν, αποζημίωση ύψους, αντιστοίχως, 2 500 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων, για κάθε έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου ο επί θητεία δικαστικός λειτουργός μετείχε σε συνεδριάσεις για τουλάχιστον ογδόντα ημέρες, και 1 500 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων, για κάθε έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου ο επί θητεία δικαστικός λειτουργός μετείχε σε συνεδριάσεις για λιγότερες από ογδόντα ημέρες, και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι του συνολικού ορίου των 50 000 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων για κάθε άτομο. Για τον υπολογισμό της οφειλόμενης κατά την προηγούμενη περίοδο αποζημίωσης, η υπηρεσία για χρονικό διάστημα άνω των έξι μηνών εξομοιώνεται με ένα έτος. Η είσπραξη της αποζημίωσης συνεπάγεται την παραίτηση από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως, η οποία απορρέει από την παύση προηγουμένως ασκηθέντων καθηκόντων επί θητεία δικαστικού λειτουργού.
3. Για την παράταση της θητείας κατά την παράγραφο 1, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τη διεξαγωγή τριών χωριστών διαδικασιών αξιολόγησης, οι οποίες διεξάγονται ετησίως κατά την τριετία 2022-2024. Αφορούν τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος, έχουν συμπληρώσει υπηρεσία:
a) τουλάχιστον 16 ετών·
b) μεταξύ 12 και 16 ετών·
c) κάτω των 12 ετών.
[…]
5. Η αίτηση συμμετοχής στις διαδικασίες αξιολόγησης της παραγράφου 3 συνεπάγεται παραίτηση από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως, η οποία απορρέει από τις προηγούμενη άσκηση καθηκόντων επί θητεία δικαστικού λειτουργού, με την επιφύλαξη του δικαιώματος αποζημίωσης της παραγράφου 2 σε περίπτωση μη παράτασης της επί θητεία υπηρεσίας.
[…]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
19 Οι AV, BT, CV και DW είναι Ιταλοί επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί. Η κατηγορία αυτή δικαστικών λειτουργών αποτελείται από νομικούς οι οποίοι, πέραν της κύριας επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ασκούν καθήκοντα δικαστικού λειτουργού για περιορισμένο, κατ’ αρχήν, χρονικό διάστημα, χωρίς να είναι μέλη του δικαστικού σώματος. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης ασκούν καθήκοντα procuratore onorario aggiunto (επί θητεία αντεισαγγελέα) και giudice onorario (επί θητεία δικαστή).
20 Οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι ασκούσαν τα καθήκοντά τους επί δεκαέξι και πλέον έτη, στις 23 Μαρτίου 2016 άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία), το οποίο είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της κύριας δίκης, με αίτημα, μεταξύ άλλων, να τους αναγνωριστεί η ίδια οικονομική και νομική μεταχείριση με εκείνη που ισχύει για τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς.
21 Κατόπιν απορρίψεως της προσφυγής τους με απόφαση του ως άνω δικαστηρίου της 1ης Σεπτεμβρίου 2021, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.
22 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι το καθεστώς που εφαρμόζεται στους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς δεν τυγχάνει αυτοδίκαιης εφαρμογής στους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς λόγω των διαφορών οι οποίες προκύπτουν από τις σχετικές διατάξεις του βασιλικού διατάγματος 12 και οι οποίες διακρίνουν τα καθήκοντα, τις συνθήκες απασχόλησης καθώς και το είδος της σχέσης μεταξύ των δικαστικών αυτών λειτουργών και της δημόσιας διοίκησης.
23 Ειδικότερα, η κατάσταση των επί θητεία δικαστικών λειτουργών διαφέρει από εκείνη των τακτικών δικαστικών λειτουργών ως προς πλείονα ουσιώδη στοιχεία, ήτοι, τον τρόπο προσλήψεώς τους, τον μη αποκλειστικό και μη διαρκή χαρακτήρα της δικαστικής τους δραστηριότητας, το καθεστώς ασυμβιβάστου των δραστηριοτήτων τους, τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, τα όρια της δικαστικής τους δραστηριότητας, το σύστημα αποδοχών τους και κοινωνικής τους ασφάλισης, καθώς και τη φύση της σχέσης τους προς τη δημόσια διοίκηση.
24 Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί παρέχουν πραγματικές και ουσιαστικού υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε αμιγώς περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες λαμβάνουν αποζημιώσεις που έχουν χαρακτήρα αμοιβής, με συνέπεια, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να εμπίπτουν στην έννοια του «εργαζομένου ορισμένου χρόνου», κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.
25 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης καθεστώτος που έχει εφαρμογή στους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς, διότι, πρώτον, το καθεστώς αυτό στερεί από τους εν λόγω δικαστικούς λειτουργούς τη δυνατότητα να απολαύουν του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών, καθώς και κάθε μορφής κοινωνικής πρόνοιας.
26 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα του καθεστώτος αυτού με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι διάφορες εθνικές νομοθετικές πράξεις που παρεκκλίνουν από το άρθρο 42 quinquies του βασιλικού διατάγματος 12 επέτρεψαν τις διαδοχικές ανανεώσεις της σχέσης εργασίας των επί θητεία δικαστικών λειτουργών και, ως εκ τούτου, την παράταση της διάρκειας της σχέσης εργασίας τους. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον οι λόγοι που επικαλέστηκε ο Ιταλός νομοθέτης για να δικαιολογήσει τις διαδοχικές ανανεώσεις της σχέσης εργασίας των ως άνω δικαστικών λειτουργών, ήτοι, μεταξύ άλλων, η ανάγκη αναμονής της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης του επί θητεία δικαστικού σώματος και διασφάλισης, εν τω μεταξύ, της συνέχειας στην απονομή της δικαιοσύνης, μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντικειμενικοί λόγοι, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου. Σε αυτό το πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν είναι σκόπιμο να ληφθούν υπόψη τα αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα υπέρ των ενδιαφερομένων, τα οποία απορρέουν από τις παρεκκλίσεις από τον κανόνα του άρθρου 42 quinquies του βασιλικού διατάγματος 12, καθότι με τις παρεκκλίσεις αυτές η θητεία των εν λόγω δικαστικών λειτουργών παρατεινόταν οιονεί αυτοδικαίως.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει για τους επί θητεία δικαστές και για τους επί θητεία αντεισαγγελείς δικαίωμα καταβολής αποζημίωσης για την περίοδο των διακοπών κατά την οποία αναστέλλεται η άσκηση των δραστηριοτήτων ούτε δικαίωμα στην υποχρεωτική κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών;
2) Έχει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας η σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, η οποία δύναται να χαρακτηριστεί ως υπηρεσιακή σχέση και όχι ως σχέση έμμισθης εργασίας στη δημόσια διοίκηση και για την οποία προβλέπεται καθεστώς βασιζόμενο σε αρχική πράξη διορισμού και μία μόνο μεταγενέστερη παράταση της θητείας, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων παρατάσεων προβλεπόμενων σε εθνικούς νόμους, χωρίς να υπάρχουν αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις και χωρίς τη δυνατότητα μετατροπής της εν λόγω σχέσης σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στη δημόσια διοίκηση, σε μια πραγματική κατάσταση η οποία θα μπορούσε να έχει επιφέρει αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα στη νομική κατάσταση των αποδεκτών, δεδομένου ότι οι αποδέκτες αυτοί έχουν τύχει κατ’ ουσίαν αυτόματης παράτασης της άσκησης των καθηκόντων τους για περαιτέρω χρονικό διάστημα;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
28 Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα.
29 Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η ως άνω κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) επισημαίνει στην απόφαση περί παραπομπής ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ τακτικών και επί θητεία δικαστικών λειτουργών, όσον αφορά το δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών και το δικαίωμα υπαγωγής σε σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες, εξαλείφθηκε κατόπιν της θέσης σε ισχύ του νομοθετικού διατάγματος 116 και ότι είναι δυνατόν να πληρούνται οι προϋποθέσεις της κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος στις σχέσεις που αποτελούν αντικείμενο της υπόθεσης της κύριας δίκης.
30 Επομένως, το αιτούν δικαστήριο, προτού υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, όφειλε να αναλύσει διεξοδικότερα τη δυνατότητα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, του νομοθετικού διατάγματος 116. Πράγματι, η απλή επίκληση της εν λόγω δυνατότητας εφαρμογής δεν καθιστά δυνατή την κατανόηση της σχέσης που υφίσταται, κατά το αιτούν δικαστήριο, μεταξύ των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων γίνεται επίκληση και των σχετικών διατάξεων του ιταλικού δικαίου.
31 Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η μονιμοποίηση των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, η οποία προκύπτει από την τροποποίηση του άρθρου 29 του νομοθετικού διατάγματος 116, έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη από το αιτούν δικαστήριο πριν από την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μονιμοποίηση αυτή καθιστά την ιταλική νομοθεσία σχετικά με τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς συμβατή με τις ρήτρες 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου, γεγονός που προσδίδει υποθετικό χαρακτήρα στο δεύτερο ερώτημα.
32 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα της έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο, τα οποία θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Συνεπώς, εφόσον το υποβαλλόμενο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να απαντήσει, εκτός αν προκύπτει ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη αν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο εν λόγω ερώτημα (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, AxFina Hungary, C‑705/21, EU:C:2023:352, σκέψη 27).
33 Περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, το εθνικό δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου, ενώ το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί της ερμηνείας ή του κύρους νομοθετήματος της Ένωσης βάσει των πραγματικών περιστατικών που του εκθέτει το εθνικό δικαστήριο (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, AxFina Hungary, C‑705/21, EU:C:2023:352, σκέψη 28).
34 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε με σαφήνεια το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία αφορούν ένδικη διαφορά η οποία δεν είναι υποθετική ή πλασματική. Επιπλέον, επισήμανε ρητώς ότι το νομοθετικό διάταγμα 116 δεν τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.
35 Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 32 και 33 της παρούσας αποφάσεως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει αν το αιτούν δικαστήριο, το οποίο εξέθεσε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, όφειλε να προβεί σε διεξοδικότερη ανάλυση του εθνικού νομικού πλαισίου το οποίο και καθορίζει με δική του ευθύνη, προτού υποβάλει στο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
36 Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.
Επί της ουσίας
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
37 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα όσον αφορά τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, αποκλείει, όσον αφορά τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς, κάθε δικαίωμα σε καταβολή αποζημίωσης κατά την περίοδο των αδειών κατά την οποία αναστέλλονται οι δικαστικές δραστηριότητες, καθώς και στην υπαγωγή σε σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες.
38 Υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς, όσον αφορά τους όρους απασχόλησης, σε σχέση με αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, εκτός εάν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 32].
39 Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο όρος «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», κατά τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει ειρηνοδίκη διοριζόμενο για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, παρέχει πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε αμιγώς περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττει αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 30].
40 Στον βαθμό που από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ειρηνοδίκες είναι «επί θητεία» δικαστικοί λειτουργοί που ανήκουν στο ιταλικό δικαστικό σώμα, η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση των δικαστικών λειτουργών τους οποίους αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί μπορούν, επομένως, να εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην έννοια του «εργαζομένου ορισμένου χρόνου» της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, υπό την επιφύλαξη ότι παρέχουν πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες οι οποίες δεν είναι ούτε αμιγώς περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττουν αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
41 Κατά δεύτερον, όσον αφορά την έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» κατά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι η έννοια αυτή καταλαμβάνει τους όρους οι οποίοι αφορούν τις αμοιβές και τις συντάξεις που καταβάλλονται βάσει της σχέσης εργασίας, αποκλειομένων των όρων που αφορούν συντάξεις καταβαλλόμενες στο πλαίσιο εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στην έννοια αυτή είναι ακριβώς το κριτήριο της απασχόλησης, δηλαδή της σχέσης εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του [πρβλ. αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Vega González, C‑158/16, EU:C:2017:1014, σκέψη 30, και της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 36].
42 Κατά συνέπεια, ένα σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες, όπως το σύστημα στο οποίο υπάγονται οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί, εφόσον συναρτάται με τη σχέση εργασίας των δικαστικών αυτών λειτουργών, μπορεί να εμπίπτει στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης», κατά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
43 Επιπλέον, όσον αφορά την καταβολή αποζημίωσης κατά την περίοδο των αδειών σε περίπτωση αναστολής της δικαστικής δραστηριότητας, όπως της αποζημίωσης που λαμβάνουν οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί, υπενθυμίζεται ότι οι «συνθήκες απασχόλησης» της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου συμπεριλαμβάνουν το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 38].
44 Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, της οποίας ειδική έκφραση συνιστά η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε παρόμοιες καταστάσεις ούτε η ίδια μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 141].
45 Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία υπό την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να εξετάζεται, σύμφωνα με τη ρήτρα 3, σημείο 2, και τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, τα πρόσωπα αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντα σε παρόμοια κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 143].
46 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο, αφενός, κάνει λόγο για σειρά διαφορών μεταξύ των νομικών και οικονομικών καθεστώτων που έχουν εφαρμογή ως προς τους επίμαχους δικαστικούς λειτουργούς και υπογραμμίζει, ιδίως, τον τρόπο διορισμού των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, την κατ’ αρχήν προσωρινή διάρκεια της σχέσης εργασίας τους, το είδος των υποθέσεων τις οποίες έχουν την εξουσία να χειρίζονται οι εν λόγω δικαστικοί λειτουργοί, καθώς και την ειδική αμοιβή τους.
47 Αφετέρου, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί και οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες και υπόκεινται στους ίδιους ελέγχους. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί ασκούν δικαστική δραστηριότητα.
48 Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να προσδιορίσει αν επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί όπως οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης τελούν σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη των τακτικών δικαστικών λειτουργών [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
49 Συναφώς, επισημαίνεται ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των τακτικών και των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, έγκειται στο γεγονός ότι, σε σχέση με τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς που ασκούν καθήκοντα παρόμοια με εκείνα των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί δεν τυγχάνουν οποιασδήποτε αποζημίωσης κατά την περίοδο των αδειών, κατά την οποία αναστέλλονται οι δικαστικές δραστηριότητες, ούτε υπαγωγής σε σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης.
50 Εάν αποδειχθεί ότι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί όπως οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης τελούν σε παρόμοια κατάσταση με τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, πρέπει να εξακριβωθεί αν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση.
51 Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, τα οποία να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχόλησης στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται, και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia e.a. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
52 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, πρώτον, ότι οι σκοποί που επιδιώκει ο Ιταλός νομοθέτης, ήτοι να αντικατοπτρίζονται οι διαφορές στα επαγγελματικά καθήκοντα μεταξύ επί θητεία δικαστικού λειτουργού και τακτικού δικαστικού λειτουργού, μπορούν να θεωρηθούν «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημεία 1 και/ή 4, της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον η σχετική ρύθμιση ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες, είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι οι διαφορές μεταξύ των διαδικασιών προσλήψεως των επί θητεία δικαστικών λειτουργών και των τακτικών δικαστικών λειτουργών και, ιδίως, η ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει η εθνική έννομη τάξη, ειδικότερα το άρθρο 106, παράγραφος 1, του Συντάγματος, στους διαγωνισμούς οι οποίοι έχουν προβλεφθεί ειδικά για την πρόσληψη των τακτικών δικαστικών λειτουργών φαίνεται να συνιστούν ένδειξη περί ειδικής φύσεως των καθηκόντων τα οποία καλούνται να αναλάβουν οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί και περί διαφορετικού επιπέδου προσόντων που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψεις 45 και 46].
53 Υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη αρχικού διαγωνισμού που έχει προβλεφθεί ειδικά για τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς προς τον σκοπό της πρόσβασης στον δικαστικό κλάδο, ο οποίος δεν είναι σύμφυτος προς τον διορισμό των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, αποκλείει το ενδεχόμενο οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί να απολαύουν πλήρως των δικαιωμάτων των τακτικών δικαστικών λειτουργών [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 47].
54 Εντούτοις, μολονότι ορισμένες διαφορές στη μεταχείριση μπορούν να δικαιολογηθούν από τις διαφορές στα απαιτούμενα προσόντα και από τη φύση των καθηκόντων τα οποία καλούνται να αναλάβουν οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί, ο αποκλεισμός των επί θητεία δικαστικών λειτουργών από το δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών, καθώς και από κάθε μορφή κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας δεν μπορεί να γίνει δεκτός υπό το πρίσμα της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 53].
55 Όσον αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα άδειας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων».
56 Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το γράμμα της οδηγίας 2003/88 και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη, μολονότι δύνανται ελεύθερα να καθορίζουν τους όρους άσκησης και εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, εντούτοις δεν μπορούν να εξαρτούν από οποιαδήποτε προϋπόθεση την ίδια την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος το οποίο απορρέει απευθείας από την οδηγία αυτή [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
57 Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, όπου τούτο κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.
58 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει ότι η διαφορετική μεταχείριση που διαλαμβάνεται στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
59 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα όσον αφορά τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, αποκλείει, όσον αφορά τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς που τελούν σε παρόμοια κατάσταση, κάθε δικαίωμα σε καταβολή αποζημίωσης κατά την περίοδο των αδειών κατά την οποία αναστέλλονται οι δικαστικές δραστηριότητες, καθώς και στην υπαγωγή σε σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
60 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η σχέση εργασίας των επί θητεία δικαστικών λειτουργών μπορεί να ανανεώνεται διαδοχικώς χωρίς να προβλέπονται, προκειμένου να περιοριστεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών ανανεώσεων, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις ή η μετατροπή της σχέσης εργασίας των εν λόγω δικαστικών λειτουργών σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
61 Προκειμένου να αποτραπεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη ενός τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού μέτρου εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ως άνω ρήτρας αφορούν την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 74).
62 Κατά πάγια νομολογία, καίτοι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέτρα αποτροπής των καταχρηστικών πρακτικών ως προς τις εν λόγω ανανεώσεις, δεν μπορούν εντούτοις να διακυβεύουν τον σκοπό ή την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 58].
63 Ειδικότερα, η έννοια του «αντικειμενικού λόγου» της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, καλύπτει σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν συγκεκριμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 87).
64 Στο πλαίσιο αυτό, η ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη αναγκών οι οποίες δεν είναι στην πραγματικότητα προσωρινές, αλλά, αντιθέτως, πάγιες και διαρκείς, δεν δικαιολογείται βάσει της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου. Ειδικότερα, μια τέτοια χρήση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντιβαίνει ευθέως προς την παραδοχή επί της οποίας βασίζεται η συμφωνία-πλαίσιο για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ότι δηλαδή οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, έστω και αν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
65 Επομένως, προκειμένου να τηρείται η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και ότι δεν χρησιμοποιείται διάταξη της εθνικής νομοθεσίας για να καλύψει στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη για προσωπικό (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
66 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι παρεκκλίσεις που εισάγει η ιταλική νομοθεσία από τον κανόνα του άρθρου 42 quinquies του βασιλικού διατάγματος 12, κατά τον οποίο ο επί θητεία δικαστικός λειτουργός διορίζεται για θητεία τριών ετών, η δε σχέση εργασίας του μπορεί να ανανεωθεί μόνον άπαξ, επέτρεψαν την επανειλημμένη ανανέωση της σχέσης εργασίας των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης. Εξάλλου, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή θέσπισε «ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή για τη δυνατότητα μετατροπής της σχέσης εργασίας των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, όπως είναι οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
67 Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, οι παρεκκλίσεις αυτές θεσπίστηκαν ως «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι ανανεώσεις των σχέσεων εργασίας των επί θητεία δικαστικών λειτουργών. Συγκεκριμένα, οι ανανεώσεις αυτές ήταν αναγκαίες, εν αναμονή της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης του επί θητεία δικαστικού σώματος, η οποία έλαβε χώρα μόλις το 2021, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια στην απονομή της δικαιοσύνης.
68 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βεβαίως, η συνέχεια στην απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να συνιστά θεμιτό σκοπό που μπορεί να επιδιωχθεί από την Ιταλική Δημοκρατία, ο οποίος δικαιολογεί την ανανέωση ορισμένων σχέσεων εργασίας επί θητεία δικαστικών λειτουργών.
69 Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι η σχέση εργασίας των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης, οι οποίοι ανέλαβαν υπηρεσία από το έτος 1995, ανανεώθηκε επανειλημμένως και ότι μόλις το 2021, κατόπιν της αναθεωρήσεως του νομοθετικού διατάγματος 116, ο Ιταλός νομοθέτης θέσπισε μηχανισμό που επέτρεπε τη μονιμοποίηση των επί θητεία δικαστικών λειτουργών.
70 Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως στην οποία πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, ότι οι ανανεώσεις της σχέσης εργασίας των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού τους, χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη αναγκών που δεν ήταν προσωρινού χαρακτήρα, λόγω, για παράδειγμα, αιφνίδιας και απρόβλεπτης αύξησης των ενδίκων διαφορών, αλλά για την αντιμετώπιση πάγιων και διαρκών αναγκών του ιταλικού δικαστικού συστήματος.
71 Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει οποιασδήποτε κυρώσεως ικανής να αποτρέψει και, ενδεχομένως, να τιμωρήσει την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263), σχετικά με ρύθμιση η οποία τυγχάνει εφαρμογής στους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς, διαφορετική βεβαίως από εκείνη που απορρέει από το βασιλικό διάταγμα 12, έκρινε ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, κατ’ ανώτατο όριο, τριών διαδοχικών ανανεώσεων, τεσσάρων ετών εκάστη, για συνολική διάρκεια μη υπερβαίνουσα τα δεκαέξι έτη, και η οποία δεν προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής αποτελεσματικών και αποτρεπτικών κυρώσεων κατά της καταχρηστικής ανανέωσης σχέσεων εργασίας.
72 Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης της κύριας δίκης, στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν δικαιολογείται από «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος να καθιστά δυνατή την αποτροπή των καταχρήσεων που μπορεί να προκύψουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
73 Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το επιχείρημα ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης ανανεώσεις των σχέσεων εργασίας των επί θητεία δικαστικών λειτουργών φέρεται να έχουν θετικές συνέπειες, δεδομένου ότι τέτοιου είδους συνέπειες δεν συνιστούν περιστάσεις δυνάμενες να χαρακτηρισθούν ως «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως.
74 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η σχέση εργασίας των επί θητεία δικαστικών λειτουργών μπορεί να ανανεώνεται διαδοχικώς χωρίς να προβλέπονται, προκειμένου να περιοριστεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών ανανεώσεων, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις ή η μετατροπή της σχέσης εργασίας των εν λόγω δικαστικών λειτουργών σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
Επί των δικαστικών εξόδων
75 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP,
έχουν την έννοια ότι:
αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα όσον αφορά τους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, αποκλείει, όσον αφορά τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς που τελούν σε παρόμοια κατάσταση, κάθε δικαίωμα σε καταβολή αποζημίωσης κατά την περίοδο των αδειών κατά την οποία αναστέλλονται οι δικαστικές δραστηριότητες, καθώς και στην υπαγωγή σε σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες.
2) Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η σχέση εργασίας των επί θητεία δικαστικών λειτουργών μπορεί να ανανεώνεται διαδοχικώς χωρίς να προβλέπονται, προκειμένου να περιοριστεί η καταχρηστική χρήση των διαδοχικών ανανεώσεων, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις ή η μετατροπή της σχέσης εργασίας των εν λόγω δικαστικών λειτουργών σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
(υπογραφές)