ΑΠΟΦΑΣΗ
Selçuk κατά Τουρκίας της 09.07.2024 Türkiye (αριθ. προσφ. 23093/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σε βομβιστική τρομοκρατική επίθεση στην Άγκυρα στις 10 Οκτωβρίου 2015 στο πλαίσιο διαδήλωσης κατά της πολιτικής εξουσίας ο προσφεύγων τραυματίστηκε ελαφρά. Του παρασχέθηκαν άμεσα πρώτες βοήθειες από τους διασώστες.
Ο προσφεύγων ζήτησε αποζημίωση. Οι αρχές απέρριψαν την αίτησή σου όμως το διοικητικό δικαστήριο τον δικαίωσε, επιδικάζοντας 3.875 ευρώ για ηθική βλάβη. Βασιζόμενος στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) παραπονέθηκε ότι οι αρχές δεν είχαν λάβει προληπτικά επιχειρησιακά μέτρα για να σταματήσουν την επίθεση. Κατήγγειλε επίσης ότι η αστυνομία είχε κάνει χρήση δακρυγόνων αμέσως μετά την επίθεση και υποστήριξε ότι το μέτρο αυτό εμπόδισε την ταχεία επέμβαση των διασωστών. Τέλος, υποστήριξε ότι τα διοικητικά δικαστήρια όφειλαν να καταλογίσουν στη διοίκηση ευθύνη λόγω παραβάσεως καθήκοντος των οργάνων της και όχι βάσει αντικειμενικής ευθύνης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει συγκεκριμένης, και άμεσης απειλής για τη ζωή των διαδηλωτών, οι αρχές είχαν λάβει τις εύλογες προφυλάξεις που απαιτούνταν για να διασφαλίσουν την ασφάλεια των προσώπων και της περιουσίας. Ως εκ τούτου, οι τουρκικές αρχές δεν παρέβησαν τις ουσιαστικές υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 2. Όσον αφορά το διαδικαστικό σκέλος του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το τουρκικό νομικό σύστημα είχε παράσχει στον προσφεύγοντα, εκτός από την ποινική διαδικασία, αντισταθμιστικά ένδικα μέσα, για την αποζημίωσή του, όπως έγινε με την επιδίκαση ποσού από τα διοικητικά δικαστήρια. Τα ένδικα βοηθήματα που παρείχαν τα διοικητικά δικαστήρια στην υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις ενός «αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος». Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επανόρθωση που δόθηκε στον προσφεύγοντα ήταν επαρκής υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 ούτε ως προς το ουσιαστικό ούτε ως προς το διαδικαστικό σκέλος του.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Coşkun Selçuk, είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1964 και ζει στο Hatay. Το 2015 αρκετές ΜΚΟ αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν διαδήλωση για την ειρήνη και τη δημοκρατία στην Άγκυρα. Η διαδήλωση εγκρίθηκε από το γραφείο του κυβερνήτη της Άγκυρας και επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 10 Οκτωβρίου 2015, από το μεσημέρι έως τις 4 μ.μ. Η αστυνομία κατάρτισε διάφορα σχέδια δράσης για να διασφαλίσει την ασφάλεια της διαδήλωσης και να διατηρήσει τη δημόσια τάξη. Η διοίκηση της αστυνομίας κλήθηκε να διασφαλίσει ότι το προσωπικό θα ήταν διαθέσιμο σε επαρκή αριθμό. Ζητήθηκε επίσης από τη δημοτική αστυνομία να αναπτύξει αρκετές ομάδες στο έδαφος. Μέχρι τις 7.50 π.μ. στις 10 Οκτωβρίου 2015, 50 λεωφορεία ήταν ήδη σταθμευμένα μπροστά από το δημαρχείο της Άγκυρας και ο αριθμός των διαδηλωτών είχε φτάσει περίπου τα 2.500 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 500 ατόμων που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από το σιδηροδρομικό σταθμό. Γύρω στις 10.04 π.μ. δύο εκρήξεις ακούστηκαν στη διασταύρωση δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Άγκυρας.
Ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν μεταξύ των διαδηλωτών, τραυματίστηκε. Περίπου δύο ώρες μετά την επίθεση εισήχθη στην πτέρυγα επειγόντων περιστατικών του Ερευνητικού και Εκπαιδευτικού Νοσοκομείου İbni Sina του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, όπου νοσηλεύτηκε. Συντάχθηκε ιατρική έκθεση που έδειξε ότι είχε τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της έκρηξης και είχε πολλαπλές εκδορές στα χέρια και τα πόδια του. Την ίδια ημέρα της επίθεσης, το Γραφείο Εγκλημάτων κατά της Συνταγματικής Τάξης στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Άγκυρας ξεκίνησε ποινική έρευνα. Δύο εβδομάδες μετά τη διπλή έκρηξη, η οποία σκότωσε 100 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 191, ο εισαγγελέας που είναι υπεύθυνος για την έρευνα υποστήριξε ότι η επίθεση είχε χρηματοδοτηθεί από το «Ισλαμικό Κράτος». Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «[είχε] αποδειχθεί ότι η ομάδα [υπεύθυνη για την επίθεση] [είχε] σχεδιάσει επιθέσεις στην Τουρκία αφού έλαβε οδηγίες απευθείας από την τρομοκρατική οργάνωση Daesh στη Συρία». Η πρόθεση της τζιχαντιστικής ομάδας ήταν να «καθυστερήσει τις βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου πολλαπλασιάζοντας τέτοιες επιθέσεις». Στις 27 Ιουνίου 2016, ο εισαγγελέας απήγγειλε κατηγορίες εναντίον 36 ατόμων, κατηγορώντας τους για ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας και απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης
Σε απόφαση της 3 Αυγούστου 2018, το Κακουργιοδικείο της Άγκυρας έκρινε 19 από τους κατηγορούμενους ένοχους για συμμετοχή στην επίθεση. Τους καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας και απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης. Ορισμένοι από τους κατηγορούμενους, για τους οποίους έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από την Ιντερπόλ, εξακολουθούν να καταζητούνται. Στις 9 Δεκεμβρίου 2015, ο Selçuk προσέφυγε στο Υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη. Το υπουργείο διαβίβασε την αίτησή του στο γραφείο του κυβερνήτη της Άγκυρας, το οποίο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η αίτησή του είχε απορριφθεί. Στη συνέχεια, ο S. Selçuk προσέφυγε στην επιτροπή εκτίμησης και αποζημιώσεως για ζημίες που προκλήθηκαν από την τρομοκρατία και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ζητώντας αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που θεωρούσε ότι είχε υποστεί. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2016, η Επιτροπή απέρριψε την αίτησή του με την αιτιολογία ότι δεν είχε υποβάλει όλα τα στοιχεία που του είχαν ζητηθεί. Εν τω μεταξύ, στις 7 Απριλίου 2016, ο προσφεύγων είχε ζητήσει από το Διοικητικό Δικαστήριο της Άγκυρας να ακυρώσει την απόφαση του γραφείου του κυβερνήτη που απέρριψε το αίτημα του για αποζημίωση για ηθική βλάβη. Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 28 Απριλίου 2017. Διαπίστωσε ότι ο ενάγων είχε υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία ως αποτέλεσμα των γεγονότων που είχαν λάβει χώρα και έκρινε ότι ήταν σκόπιμο να του επιδικαστούν 15.000 τουρκικές λίρες (περίπου 3.875 ευρώ) για την ηθική βλάβη που υπέστη. Το δικαστήριο επισήμανε ότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 125 του Συντάγματος δεν απαιτεί απαραίτητα να αποδειχθεί αμέλεια εκ μέρους της διοίκησης, δεδομένου ότι η ευθύνη της ήταν απόλυτη και αντικειμενική με βάση τη θεωρία του «κοινωνικού κινδύνου». Σύμφωνα με το δικαστήριο, η διοίκηση όφειλε να αποζημιώσει τους ανθρώπους που είχαν υποστεί ζημία από πράξεις που διαπράχθηκαν από τρομοκράτες όταν, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αμέλεια που μπορεί να αποδοθεί στη διοίκηση, το κράτος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απέτυχε στο καθήκον του να διατηρήσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ή στο καθήκον του να προστατεύσει την ατομική ζωή και περιουσία. Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Άγκυρας επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Βασιζόμενος στα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή) και 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι οι αρχές δεν είχαν λάβει προληπτικά επιχειρησιακά μέτρα για να σταματήσουν την επίθεση. Κατήγγειλε επίσης ότι η αστυνομία είχε κάνει χρήση δακρυγόνων αμέσως μετά την επίθεση και υποστήριξε ότι το μέτρο αυτό εμπόδισε την ταχεία επέμβαση των διασωστών. Τέλος, υποστήριξε ότι τα διοικητικά δικαστήρια όφειλαν να καταλογίσουν στη διοίκηση ευθύνη λόγω παραβάσεως καθήκοντος και όχι βάσει αντικειμενικής ευθύνης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2 – Ουσιαστικός σκέλος
Το άρθρο 2 απαιτούσε από τις αρχές να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία των πολιτών, ακόμη και αν δεν μπορούσαν να επιλεγούν εκ των προτέρων, από πραγματικό και άμεσο κίνδυνο τρομοκρατικών πράξεων, ενώ οι αρχές γνώριζαν ή υποτίθεται ότι γνώριζαν έναν τέτοιο κίνδυνο. Το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία αυτής της υποχρέωσης για τις προαναγγελθείσες και εγκεκριμένες εκδηλώσεις μεγάλης κλίμακας. Υπήρχε έτσι αυξημένο καθήκον επαγρύπνησης σε περίπτωση διαδηλώσεων μεγάλης κλίμακας, ιδίως όταν οι αρχές είχαν ήδη αντιμετωπίσει θανατηφόρες επιθέσεις στο πρόσφατο παρελθόν και εξακολουθούσε να υπάρχει ζωντανή απειλή. Το καθήκον που όφειλαν οι αρχές δυνάμει του άρθρου 2 ήταν να πράξουν ό,τι μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτές για να εντοπίσουν τον κίνδυνο και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή του, τα οποία εξαρτώνται από το σύνολο των συνθηκών κάθε περίπτωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι είχε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα κράτη για την προστασία των πολιτών από την τρομοκρατία και των κινδύνων της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γενικό πλαίσιο ήταν μια τρομοκρατική απειλή την οποία οι αρχές δεν μπορούσαν να αγνοήσουν και την οποία ήταν καθήκον τους να εκτιμήσουν. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν εντόπισε κανένα απτό αποδεικτικό στοιχείο που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση των εγχώριων αρχών ως προς την απουσία οποιασδήποτε συγκεκριμένης, και επικείμενης απειλής για τη ζωή εκείνων που συγκεντρώθηκαν για τη διαδήλωση στις 10.10. 2015. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αστυνομία είχε λάβει μέτρα για να διασφαλίσει την ασφάλεια των προσώπων και των περιουσιακών στοιχείων ενόψει της διαδήλωσης της 10 Οκτωβρίου και ότι οι αρχές είχαν λάβει προφυλάξεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν λογικές κατά τη στιγμή των γεγονότων. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι οι αρχές είχαν υποτιμήσει τον κίνδυνο τρομοκρατικής επίθεσης στην Άγκυρα στον παραπάνω χρόνο ή ότι καλύτερος σχεδιασμός και προσφυγή σε άλλα προληπτικά μέτρα θα είχαν αποτρέψει τα γεγονότα να πάρουν τη τροπή που είχε οδηγήσει στο θάνατο πολλών ανθρώπων και στον τραυματισμό του προσφεύγοντος.
Δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές δεν γνώριζαν την ύπαρξη σοβαρής, προβλέψιμης και επικείμενης απειλής τρομοκρατικής επίθεσης σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη διαδήλωση της 10.10.2015 και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων δυσκολιών που είναι εγγενείς στην πρόληψη αυτού του είδους τρομοκρατικής επίθεσης, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι οι τουρκικές αρχές είχαν παραβεί τις ουσιαστικές υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 2. Επιπλέον, οι αρχές είχαν λάβει προληπτικά μέτρα για να διασφαλίσουν την άμεση αποστολή διασωστών έκτακτης ανάγκης και ο προσφεύγων, ο οποίος είχε υποστεί ελαφρά τραύματα, όχι μόνο μπόρεσε να λάβει επαρκή περίθαλψη σχετικά σύντομα μετά τη διπλή βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας, αλλά την έλαβε παρά τις σκηνές χάους που είχαν πλήξει τον σιδηροδρομικό σταθμό της Άγκυρας εκείνη την ημέρα. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η χρήση δακρυγόνων από την αστυνομία αμέσως μετά την επίθεση για να διαλύσει το πλήθος και να επιτρέψει στις δυνάμεις επιβολής του νόμου να έχουν πρόσβαση στη σκηνή είχε παρεμποδίσει με οποιονδήποτε τρόπο την ταχεία επέμβαση των διασωστών με σκοπό την παροχή πρώτων βοηθειών στους τραυματίες.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στο πλαίσιο του ουσιαστικού σκέλους του.
Άρθρο 2 – Διαδικαστική πτυχή
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές διεξήγαγαν σειρά ερευνών προκειμένου να αναπαραστήσουν τα γεγονότα, να ανακαλύψουν τους υπεύθυνους και να τους φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης και να εξασφαλίσουν πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα για τα θύματα. Στις 3 Αυγούστου 2018, το Κακουργιοδικείο της Άγκυρας είχε κρίνει 19 άτομα ένοχα για συμμετοχή στην επίθεση της 10ης Οκτωβρίου 2015 και τους είχε καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας και απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης. Εκτός από τη δυνατότητα της ποινικής διαδικασίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το τουρκικό νομικό σύστημα είχε παράσχει στον προσφεύγοντα αντισταθμιστικά ένδικα μέσα, τόσο βάσει του ν. 5233 όσο και βάσει του άρθρου 125 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 11 έως 13 του ν. 2577 περί διοικητικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το αίτημα του προσφεύγοντος για αποζημίωση για χρηματική ζημία είχε απορριφθεί από την επιτροπή αποζημίωσης επειδή δεν είχε υποβάλει όλα τα απαιτούμενα έγγραφα.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο προσφεύγων είχε ζητήσει αποζημίωση για ηθική βλάβη, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα διοικητικά δικαστήρια είχαν κρίνει ότι το κράτος θα μπορούσε να θεωρηθεί αντικειμενικά υπεύθυνο για τις ελλείψεις στην αξιολόγηση των υπηρεσιών πληροφοριών σχετικά με τον κίνδυνο τρομοκρατικής επίθεσης. Αυτός ο μηχανισμός ευθύνης είχε αντισταθμιστικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της αποζημίωσης των θυμάτων, εξαλείφοντας την ανάγκη απόδειξης παράβασης καθήκοντος καταλογιστέας στο κράτος. Ως εκ τούτου, το σύστημα φαινόταν ευνοϊκό για το θύμα, για το οποίο το βάρος της απόδειξης ήταν χαμηλότερο.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η προσέγγιση που υιοθέτησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα διοικητικά δικαστήρια στην παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληροί τις προϋποθέσεις ενός «αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος». Όσον αφορά την αποζημίωση που δόθηκε στον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το διοικητικό δικαστήριο του είχε επιδικάσει το ισοδύναμο των 3.875 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί. Έκρινε ότι η επανόρθωση που του παρασχέθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης του προσφεύγοντος. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εσωτερικό δίκαιο είχε παράσχει στον προσφεύγοντα τα αναγκαία ένδικα μέσα για να εκπληρώσει την υποχρέωση του εναγόμενου κράτους βάσει του άρθρου 2 να εφαρμόσει ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα ικανό να παρέχει κατάλληλη αποκατάσταση μέσω των δικαστηρίων.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 (επιμέλεια echrcaselaw.com).