Αδικοπραξία προστηθείσας υπαλλήλου Τράπεζας. Προσβολή προσωπικότητας της ενάγουσας. Καταχώρηση δυσμενών στοιχείων. Παρεμπίπτουσα αγωγή της Τράπεζας κατά της υπαλλήλου. Τρεις (3) εφέσεις κατά της οριστικής απόφασης, η οποία, μεταξύ άλλων, έκανε εν μέρει δεκτές την κύρια αγωγή & την παρεμπίπτουσα αγωγή, περί αστικής ευθύνης & εξ αναγωγής αντίστοιχα, ενώ υπήρχε απαλλακτική ποινική απόφαση για την κυρίως εναγομένη – παρεμπιπτόντως εναγομένη υπαλλήλου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να ερευνήσει την αγωγή εξ αναγωγής εάν το οικείο τμήμα της πρωτόδικης οριστικής αποφάσεως δεν έχει πληγεί σχετικώς, διότι δεν έχει μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Τεκμήριο αθωότητας – Ποινική – Πολιτική απόφαση, νομικό ζήτημα που εκκρεμεί ενώπιον της ΟλομΑΠ.
Αριθμός Απόφασης: 519 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: Α) η από 27-03-2018 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../28-03-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../28-03-2018, Β) η από 02/04/2018 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../16-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../16-04-2018 και Γ) η από 30/03/2018 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης της από 09/04/2013 κύριας αγωγής – εν μέρει ηττηθείσα πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων της από 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../13-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../13-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../17-04-2018, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 122/08-03-2018 οριστικής (ως προς αυτούς τους διαδίκους) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, την 28/04/2017, κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 75 Κ. Πολ.Δ. προκύπτει ότι, επί απλής ομοδικίας, η μεταξύ των περισσοτέρων ομοδίκων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διαφορών σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπόλοιπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου, ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη (ΑΠ 106/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1306/2018 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρ. 513§1 περ. β΄ ΚΠολΔ, με τις διατάξεις των άρθρ. 74, 75 και 76§§ 1 & 4 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, οπότε σωρεύονται υποκειμενικά σε κοινή διαδικασία περισσότερες, ανεξάρτητες μεταξύ τους δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσοι και οι απλοί ομόδικοι, η εκδοθείσα οριστική απόφαση καθίσταται αυτοτελώς τελεσίδικη για κάθε έναν από τους ομοδίκους και, συνεπώς, για όσους ομόδικους η απόφαση είναι ήδη οριστική, είναι αντίστοιχα ως προς τους ίδιους προσβλητή έκτοτε και με έφεση, δηλαδή παρόλο που δεν είναι οριστική ως προς τους λοιπούς ομοδίκους (πρβλ. ΑΠ 1228/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 505/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 718/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 337/2010 Δημ. Νόμος). Περίπτωση δε απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον δικαιούχοι ή υπόχρεοι για αποζημίωση εξ αδικοπραξίας ή εκ του νόμου, ενώνονται δε σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών. Και τούτο διότι εκάστη αξίωση εκάστου δικαιούχου είναι αυτοτελής και προσωποπαγής (ΑΠ 747/2014 ό.π., ΑΠ 204/2013 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α΄ του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ΄ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοι αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ’ εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτώς να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου από αυτούς, αν η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση, που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ’ άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντιθέτων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). Ειδικότερα, στην περίπτωση, που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι σε δίκη αποζημίωσης, αντικείμενο της δίκης είναι μόνον η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση, όχι δε και η εξ αναγωγής του ενός εις ολόκληρον ευθυνόμενου προς τον άλλο. Στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους, ούτε ως προς την ύπαρξη, ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους και δεν μπορούν αυτοί να ζητήσουν από το Δικαστήριο να τους προσδιορίσει με την απόφασή του, το βαθμό συμμετοχής τους στο ατύχημα. Αυτό, θα κριθεί στο πλαίσιο της δίκης αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνόμενων. Η απόφαση, εξάλλου, που εκδίδεται στη δίκη, που έκρινε την αξίωση αποζημίωσης, δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη, που, συνήθως, ακολουθεί για την εξ αναγωγής αξίωση και όταν ακόμη στη δίκη αποζημίωσης ο εξ αναγωγής εναγόμενος ήταν συνεναγόμενος, διότι, δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας, αφού η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 914 του Α.Κ. ή άλλη διάταξη, που τυχόν την καθιερώνει, ενώ η αξίωση αναγωγής, στο νόμο (άρθρο 927 του Α.Κ.), ούτε ταυτότητα διαδίκων, αφού στη δίκη αποζημίωσης οι συνοφειλέτες είναι απλοί ομόδικοι, ενώ στη δίκη αναγωγής, οι συνοφειλέτες παρίστανται με διαφορετική ιδιότητα και είναι αντίδικοι. Επομένως, η έφεση του ενός από τους εις ολόκληρον ευθυνόμενους δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του διάταξη, που να μεταβάλει, ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη απόφαση (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 1287/2009, ΑΠ 1349/2008, ΑΠ 642/2007, ΑΠ 860/2001, ΜονΕφΠειρ 444/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 23/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 265/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4397/2010, ΕφΑθ 5795/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 663/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 169/2005 ό.π., Σαμουήλ “Η Εφεση” εκδ. 5η (2003) παρ. 338). Συνέπεια της μη παραγωγής δεδικασμένου από την τελεσίδικη απόφαση επί της βασικής αγωγής είναι ότι το δικαστήριο, που κρίνει την αγωγή εξ αναγωγής, δεν είναι υποχρεωμένο να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το ποσό, το οποίο υποχρεούται με τη βασική αγωγή να καταβάλει στον ενάγοντα ο εναγόμενος αυτής (και ενάγων επί της αναγωγής), δηλαδή στη δίκη της αναγωγής προσδιορίζεται εκ νέου το ύψος της σχετικής αξιώσεως. Έτσι, στην αγωγή εξ αναγωγής ενός συνοφειλέτη κατά άλλου συνοφειλέτη ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει όλα τα περιστατικά, που θεμελιώνουν τη σχετική αξίωση και το ύψος αυτής, δηλαδή δεν αρκεί η απλή αναφορά του ποσού, που υποχρεώθηκε να καταβάλει με την απόφαση επί της βασικής αγωγής (βλ. ΑΠ 647/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1370/2005 ΝοΒ 2006 547, ΕφΠειρ 265/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4397/2010 ΕλλΔνη 2011.555, ΕφΑθ 4550/2009 ΕλλΔνη 2012 808). Περαιτέρω, το δικαίωμα αναγωγής στην εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνοφειλετών κατά κανόνα ασκείται με αγωγή. Η αγωγή έχει τη μορφή αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας αναλόγως αν (α) ο συνοφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη τη ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από τη μερίδα η (β) αν ο συνοφειλέτης, που ενήχθη είτε μόνος είτε μαζί με άλλους συνοφειλέτες στη δίκη αποζημιώσεως, δεν έχει ακόμη καταβάλει τίποτε και, για την περίπτωση ήττας του, εγείρει αγωγή αναγωγής κατά των λοιπών συνοφειλετών. Η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής εξ αναγωγής στη δεύτερη περίπτωση στηρίζεται στην ΚΠολΔ 69 §1 εδ.ε`. Στην “α” περίπτωση το δικαίωμα αναγωγής ασκείται με αυτοτελή αγωγή, ενώ στη “β” περίπτωση ασκείται με παρεμπίπτουσα αγωγή. Εξάλλου, για τη γένεση της εξ αναγωγής αξιώσεως δεν απαιτείται προηγούμενη δικαστική διάγνωση της υποχρεώσεως του εναγόμενου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου. Αν συνεκδικάζονται η αγωγή αποζημιώσεως και η αγωγή εξ αναγωγής εκδίδεται μία δικαστική απόφαση. Περιέχει διατάξεις τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη. Σε περίπτωση που ενάγεται ένας μόνο από τους συνοφειλέτες, που καταδικάζεται να πληρώσει στο ζημιωθέντα ολόκληρη αποζημίωση, η καταδίκη του εξ αναγωγής εναχθέντος γίνεται υπό τον όρο (βλ. ΚΠολΔ άρθ. 69 παρ. 1 περ. δ` και ε`) της προηγούμενης καταβολής του ποσού της αποζημιώσεως, που υπερβαίνει την αναλογία του αρχικά εναχθέντος στην εξ αναγωγής εσωτερική σχέση απέναντι στον εναγόμενο. Η δικαστική πρωτόδικη απόφαση, που περιέχει διατάξεις τόσο επί της βασικής αγωγής όσο και επί της αγωγής εξ αναγωγής είναι εκκλητή, με τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, αυτοτελώς για καθένα από τα παραπάνω κεφάλαιά της. Αυτό σημαίνει, ότι ο εναγόμενος της βασικής αγωγής μπορεί με έφεση να πλήξει την εκκαλουμένη τόσο για τη βασική αγωγή όσο και για την αγωγή εξ αναγωγής (ΑΠ 331/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2013 Δημ. Νόμος). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί κατά νόμο να ερευνήσει τη δεύτερη αν το οικείο τμήμα της πρωτόδικης οριστικής αποφάσεως δεν έχει πληγεί σχετικώς. Και τούτο γιατί δεν έχει μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 204/2013 ό.π.). Σημειώνεται ότι το δεδικασμένο, που απορρέει από τη τελεσίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί της κυρίας αγωγής, αναφορικά με το θέμα της υπαιτιότητας ή μη τη δι` αυτής εναγομένων ομοδίκων, δεν ισχύει επί της παρεμπίπτουσας αγωγής μεταξύ των τελευταίων, κατά την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αλλά αποτελεί και εκτιμάται η εν λόγω απόφαση ως δικαστικό τεκμήριο, κατά την έννοια του άρθρου 339 ΚΠολΔ (ΑΠ 331/2014 Δημ. Νόμος). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την προσεπίκληση σκοπείται ο εξαναγκασμός τρίτου να παρέμβει σε εκκρεμή δίκη και να υποστεί τις συνέπειες της απόφασης. Τα υποκειμενικά όρια της δίκης έναντι τρίτων με την προσεπίκληση διευρύνονται. Οι περιπτώσεις προσεπίκλησης αναφέρονται στο νόμο περιοριστικά (άρθρα 86, 87 και 88 Κ.Πολ.Δικ). Για την άσκησή της πρέπει να συντρέχουν όλες οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν το πρόσωπο του τρίτου ή στο αντικείμενο της δίκης. Πρέπει ακόμη να συντρέχουν και άλλες ειδικές προϋποθέσεις, ανάμεσα στις οποίες και η ιδιότητα του προσεπικαλουμένου ως τρίτου. Δεν επιτρέπεται να προσεπικληθεί ήδη διάδικος (π.χ. άλλος συνεναγόμενος) εφόσον αυτός δεν είναι τρίτος. Τότε η προσεπίκληση είναι απαράδεκτη. Δεν θίγεται, όμως, η τυχόν με την προσεπίκληση ενωθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατά του τρίτου, η οποία ασκείται για την περίπτωση ήττας του εναγομένου (ΑΠ 2/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 245/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 25/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 110/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 222/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 8069/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 259/2004 Δημ. Νόμος, EφΘεσ 1969/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 802/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1969/2003 Αρμ 2005. 361, ΕφΛαρ 26/2004 Αρμ 2004.992, ΕφΠατρ 22/2003 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση οι υπό κρίση από 27-03-2018, 02-04-2018 και 30-03-2018 εφέσεις, κατά της υπ’ αριθμ. 122/08-03-2018 οριστικής, ως προς τους διαδίκους αυτών, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, την 28/04/2017, κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον οι υπό κρίση εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 28/03/2018 η υπό στοιχείο Α΄ από 27/03/2018 έφεση, στις 16/04/2018 η υπό στοιχείο Β΄ από 02/04/2018 έφεση και στις 13/04/2018 η υπό στοιχείο Γ΄ από 30/3/2018 έφεση, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, στις 16-03-2018 και 15-03-2018, στην εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία και την αντίκλητο της εναγομένης …………… αντίστοιχα (βλ. σχετ. τη με αριθμ. …./16-03-2018 έκθεση επιδόσεως της εκκαλουμένης στην εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……….. και τη με αριθμ. …../15-03-2018 έκθεση επιδόσεως της εκκαλουμένης στην αντίκλητο της εναγομένης ………. του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή, σε συνδυασμό με την από 15/03/2018 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου εγγράφου, που θυροκολλήθηκε του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Τάξης Εξαρχείων Αττικής, ……….., Αρχιφύλακος και την από 15/03/2018 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή), δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης έως την κατάθεση της υπό στοιχείο Γ΄ εφέσεως, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως προς τις διατάξεις της εκκαλουμένης, που αφορούν στην από 01/09/2014 παρεμπίπτουσα αγωγή. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από εκάστη εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού, εκατό (100) ευρώ, για την προκείμενη διαφορά, οι υπό κρίση υπό στοιχεία Α΄, Β΄ και Γ΄ εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα.
Με την υπό κρίση από 09/04/2013, με αριθμ. κατάθ. …./10-04-2013 κύρια αγωγή της, η ενάγουσα, ………… (εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης), την οποία άσκησε, εναντίον των εναγομένων αυτής [1. …….. (δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης) και 2. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (πρώτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης)], κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της, ………, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, από τις 14-4-2008 έως τις 18-2-2011, στη Νίκαια Αττικής, κατήρτισε επ’ ονόματί της, αλλά χωρίς την εντολή, γνώση και συγκατάθεσή της, πλαστογραφώντας την υπογραφή της, τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο συμβάσεις, με τη δεύτερη των εναγομένων, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την ανοχή και τη συνέργεια της πρώτης των εναγομένων, προστηθείσας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, της δεύτερης εξ αυτών, ως διευθυντικού στελέχους αυτής στο υποκατάστημά της, που βρίσκεται στα ….. Νίκαιας. Ότι, κατόπιν τούτων, σε εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων, η μητέρα της, ………….., έλαβε δάνειο επ’ ονόματι της ενάγουσας και εισέπραξε συνολικά χρηματικό ποσό άνω του ποσού των 50.000 ευρώ, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει αποδώσει στο πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διατηρεί η δεύτερη των εναγομένων ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Ότι, ένεκα των ανωτέρω παρανόμων και υπαίτιων ενεργειών και παραλείψεων των εναγομένων, δημιουργήθηκε στην ενάγουσα σημαντικό ψυχολογικό βάρος και προσεβλήθη η προσωπικότητά της, καθόσον θεωρείται αφερέγγυα και έχει απωλέσει την πιστοληπτική της ικανότητα, διότι φέρεται ότι οφείλει ποσό άνω των 50.000 ευρώ σε τραπεζικό ίδρυμα, ενώ, περαιτέρω, η δεύτερη των εναγομένων, αν και γνωρίζει τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να την εμφανίζει ότι οφείλει τα παραπάνω δάνεια. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα της κύριας αγωγής ζήτησε, μετά την παραίτησή της, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από το αγωγικό κεφάλαιο περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των ένδικων συμβάσεων και τον παραδεκτό περιορισμό του κεφαλαίου περί χρηματικής ικανοποίησης, από το αρχικώς αιτούμενο καταψηφιστικό ποσό των 120.000 ευρώ, στο ποσό των 70.000 ευρώ, έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες της οφείλουν, η κάθε μία εις ολόκληρον, το ποσό των 70.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα και να απειληθεί σε βάρος της πρώτης εξ αυτών η προσωπική της κράτηση, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης. Εν συνεχεία: Α) η εκ των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία, με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 01-09-2014 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../16-9-2014, εναντίον της πρώτης των παρεμπιπτόντως εναγομένων, ……. και της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, ……….., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), με την οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση, εξέθετε ότι η ενάγουσα της κύριας αγωγής, ……, έχει ασκήσει σε βάρος αυτής (ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας) και της ………. .., την ως άνω κύρια αγωγή, την οποία παραθέτει αυτούσια. Ότι, αν και ευθύνεται αντικειμενικώς, έναντι της κυρίως ενάγουσας, ως προστήσασα την πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων, …….., στην πραγματικότητα έχει και η ίδια ζημιωθεί από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της τελευταίας, αλλά και της δεύτερης εξ αυτών, ………….., μη εναγομένης στην κύρια αγωγή, την οποία και προσεπικαλεί, όπως ειδικότερα ιστορείται στο δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθούν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες, η κάθε μία εις ολόκληρον, άλλως, επικουρικώς, η καθεμία κατά ποσοστό 50%, να της καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο, από την καταβολή και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, μέχρι του ποσού των 10.000 ευρώ, και να επιβληθούν σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων, τα δικαστικά της έξοδα και Β) η εκ των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, ……….., άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 10-9-2015 ανακοίνωση της δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./23-10-2015 εξαίρεση …., εναντίον της καθ’ ης η ανακοίνωση της δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, …….., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής και ήδη άγνωστης διαμονής, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 122/08-03-2018 απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, την 28/04/2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό στοιχείο Β’ προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, ως προς τη δεύτερη των καθ’ ων η κλήση – προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένων (…………), καθώς και τη συζήτηση της υπό στοιχείο Γ’ 10-9-2015 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής, συνεκδίκασε, κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, ως προς την κυρίως ενάγουσα και τις εναγόμενες της κύριας αγωγής, καθώς και ως προς την παρεμπιπτόντως ενάγουσα και την πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων της υπό στοιχείο Β’ προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, κατά τα λοιπά, τα αναφερόμενα ως άνω και στο προεισαγωγικό τμήμα της εκκαλουμένης ένδικα βοηθήματα και Α) αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την κύρια αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 480 επ., 914, 932 ΑΚ, και 70, 176 ΚΠολΔ, πλην των παρεπόμενων αγωγικών αιτημάτων για την κήρυξη της απόφασης, που θα εκδοθεί, προσωρινώς εκτελεστής και απαγγελίας της προσωπικής κράτησης της πρώτης των εναγομένων ως μέσο εκτέλεσης, τα οποία μετά την εξ ολοκλήρου τροπή του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, κρίθηκαν απορριπτέα ως μη νόμιμα, δοθέντος ότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εκτελεστό τίτλο, καθώς και του υποβαλλομένου με τις προτάσεις της ενάγουσας αιτήματος επίδειξης εγγράφου και, συγκεκριμένα, του πορίσματος του πειθαρχικού οργάνου των υπαλλήλων της δεύτερης των εναγομένων και της πειθαρχικής ποινής, που επιβλήθηκε στην πρώτη εξ αυτών, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο προεχόντως ως αόριστο, αφού η ενάγουσα δεν εξέθετε συγκεκριμένα ποια είναι εκείνα τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδιώκετο να αποδειχθούν με το παραπάνω έγγραφο, δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 09/04/2013 κύρια αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων της κύριας αγωγής να καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρον, στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος των εναγομένων της κύριας αγωγής μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας της αγωγής αυτής, το οποίο όρισε στο ποσό των οκτακόσιων (800,00) ευρώ και Β) αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την από 01-09-2014 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 914 επ., 926, 927 ΑΚ, 68, 69 παρ. 1 εδ. ε’, 88, 89, 176, 907 και 908 παρ. 1 εδ. δ’, 2 ΚΠολΔ, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτή (παρεμπίπτουσα αγωγή) και υποχρέωσε την πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων κατά το ήμισυ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ποσού αυτού στην κυρίως ενάγουσα της από 09/03/2013 αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος της ως άνω παρεμπιπτόντως εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας της αγωγής αυτής, το οποίο όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Εναντίον της απόφασης αυτής παραπονούνται: Α) Η ενάγουσα της από 09/04/2013 κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης [εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης] (……..), με την από 27-03-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../28-03-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../28-03-2018, και στρέφεται εναντίον των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή της, Β) Η εναγομένη της από 09/04/2013 κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως ενάγουσα της 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης [πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης] (Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία, με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), με την από 02/04/2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../16-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ……/16-04-2018, και στρέφεται εναντίον της ενάγουσας της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθεί η κύρια αγωγή και Γ) Η εναγομένη της από 09/04/2013 κύριας αγωγής – πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων της από 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης [δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης] (……….), με την από 30/03/2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../13-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../13-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../17-04-2018, και στρέφεται εναντίον της ενάγουσας της από 09/04/2013 κύριας αγωγής και της παρεμπιπτόντως ενάγουσας της από 01/09/2014 παρεμπίπτουσας αγωγής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθούν η ως άνω από 09/04/2013 κύρια αγωγή και η από 01/09/2014 παρεμπίπτουσα αγωγή.
Κατά το άρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και, επομένως, στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας και ειδικότερα, όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής εν γένει δραστηριότητος των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 322/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 247/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 15/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1134/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 936/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1006/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 174/2005, 831/2005, 118/2006, ΕφΘ 45/2016 Δημ. Νόμος). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης), είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 780/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1668/2013). Συνεπώς, παράνομη είναι και η “αντισυναλλακτική” συμπεριφορά, ακριβώς επειδή ενέχει αμέλεια, επειδή δηλαδή αποκλίνει από την συμπεριφορά, την οποία ένας μέσος συνετός άνθρωπος, που ανήκει στον ίδιο κύκλο με τον δράστη, όφειλε να επιδείξει. Στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ως μορφή υπαιτιότητας. Το ότι ο δράστης όφειλε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή ενός αγαθού σημαίνει ότι η συμπεριφορά του είναι παράνομη. Το ότι μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή, σύμφωνα με τα μέτρα ενός συνετού ανθρώπου, σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δικαιολογεί την προσωπική μομφή (τον ψυχικό σύνδεσμο του δράστη με την αδικοπραξία), ότι υπάρχει υπαιτιότητα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ίδια πράξη, δηλαδή η αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά, συνιστά και την παράνομη και την υπαίτια συμπεριφορά (ΑΠ 325/2018 ό.π.). Η περίπτωση δε του δόλου (προθέσεως) συντρέχει είτε με τη μορφή του άμεσου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, καθώς και όταν δεν επιδιώκει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, προβλέπει, όμως, αυτό ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του και παρά ταύτα δεν αφίσταται, είτε με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του και το αποδέχεται (ΑΠ 1312/2018 ό.π., ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 780/2014 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π.). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 247/2018 ό.π., ΑΠ 322/2018 ό.π., ΑΠ 437/2017 ό.π., ΑΠ 936/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 1006/2015 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1354/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1071/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1057/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 723/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 428/2008 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 422/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1230/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1961/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 75/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ΧρΙΔ Α/2001 σελ. 699). Εξάλλου, αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημίωσης, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρ. 300 ΑΚ, εάν η ύπαρξη αυτού, προβάλλεται κατ’ ένσταση, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της κατά ποσοστό, ως προς το οποίο η κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αφού είναι κρίση περί τα πράγματα (ΑΠ 270/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 49/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 322/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 331/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 677/2011). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 914 και 300 Α.Κ., προκύπτει ότι επί αγωγής αποζημιώσεως, που στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου, ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας του τυγχάνει ο ενάγων, συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ενώ ο ισχυρισμός του ιδίου, ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και ίδιο πταίσμα του ενάγοντος, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό και θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 του Α.Κ., καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον πρώτο περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και πρέπει για το λόγο αυτό να προτείνεται από τον εναγόμενο με πληρότητα, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά και το σχετικό αίτημα, όπως αυτό επιβάλλεται από το άρθρο 262 ΚΠολΔ, μη δυνάμενος να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (βλ. ΟλΑΠ 1115/1986 ΕλλΔνη 28.107, ΟλΑΠ 423/1985 ΕλλΔνη 26.469, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1311/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 53/2006 ΕλλΔνη 47.1388, ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 42.75). Έτσι, για να είναι ορισμένη η ένσταση του άρθρου 300 Α.Κ. πρέπει να περιέχει σαφή μνεία των περιστατικών, που είναι ικανά για να θεμελιώσουν το πταίσμα του παθόντος, ώστε να μπορούν να συνεκτιμηθούν μαζί με τις άλλες συντρέχουσες καταστάσεις, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος (ΑΠ 758/2018 ό.π., Σ. Σαμουήλ, Η έφεση εκδ. 2009 σελ. 298). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.) δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως επί πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αμέσως υφιστάμενος δε ηθική βλάβη είναι ο υποστάς ή δυνάμενος να υποστεί τις εκ του πλαστού εγγράφου έννομες συνέπειες και ειδικότερα αυτός που πλαστογράφησαν την υπογραφή του ή είναι εκδότης του νοθευμένου εγγράφου (βλ. σχετ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Το άρθρο δε 236 ΑΚ ορίζει ότι “αν για να είναι έγκυρη μια δικαιοπραξία χρειάζεται η συγκατάθεση τρίτου (συναίνεση), αυτή παρέχεται με δήλωση προς το ένα ή το άλλο μέρος, και, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν είναι ανάγκη να γίνει με τον τύπο, που απαιτείται για τη δικαιοπραξία”, το δε άρθρο 238 του ίδιου Κώδικα ότι “η συγκατάθεση, που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (έγκριση), εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, ανατρέχει στο χρόνο της δικαιοπραξίας. Από την αναδρομική ενέργεια δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα, που τρίτοι απέκτησαν πριν από την έγκριση”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) Η συναίνεση και η έγκριση αποτελούν κατηγορίες της ευρύτερης έννοιας της συγκατάθεσης. Ως συγκατάθεση νοείται η δήλωση επιδοκιμασίας μιας δικαιοπραξίας ενός προσώπου από κάποιο άλλο πρόσωπο, η οποία (δήλωση) απαιτείται από το νόμο για να αναπτύξει η δικαιοπραξία τα αποτελέσματα της. Η συγκατάθεση παρέχεται από τρίτο πρόσωπο, δηλαδή πρόσωπο άλλο από τα υποκείμενα της σχέσης, η οποία ισχυροποιείται με την παρεχόμενη συγκατάθεση. β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 236 ΑΚ η συγκατάθεση είναι άτυπη, άρα μπορεί να δοθεί και σιωπηρά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο. Όμως, τύπος απαιτείται και στις περιπτώσεις που προκύπτει από το σκοπό της διάταξης, ο οποίος επιβάλλει τύπο στην επιδοκιμαζόμενη δικαιοπραξία. Ειδικότερα, συναίνεση είναι η συγκατάθεση για την επιχείρηση δικαιοπραξίας, η οποία (συγκατάθεση) παρέχεται είτε πριν είτε κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας και για τον τύπο χορήγησής της ισχύουν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γενικά για τη συγκατάθεση (ΑΠ 801/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1417/2014). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 57, 59, 480-482, 914, 926 και 932 Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράνομης από πρόθεση προσβολής της προσωπικότητας, αν η προσβολή επήλθε με περισσότερες πράξεις ενός ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες όμως, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, δηλαδή πρόκειται για το αυτό βιοτικό συμβάν, οφείλεται ως χρηματική ικανοποίηση του παθόντος μια παροχή και, επομένως, ενιαίο ποσό, το οποίο αυτός μπορεί, κατ` επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του, αφού τότε είναι αντίστοιχα ενιαία και η βλάβη, που αυτός υπέστη, και την οποία αποσκοπεί να καλύψει η χρηματική ικανοποίησή του στο πλαίσιο ενός και του αυτού συμφέροντός του. Στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικασθεί, θα ληφθεί ασφαλώς υπόψη και ο εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, έτσι ώστε η χρηματική ικανοποίηση να ανταποκρίνεται στην ένταση και στην απαξία της προσβολής (ΑΠ 1854/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2027/2014). Εξάλλου, κατά το άρθρο 71 Α.Κ., το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί, και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, το δε υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον, ενώ, κατά το άρθρο 330 Α.Κ., ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του, και ότι αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ., σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα…”, σαφώς προκύπτει ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 758/2018 ό.π.). Το άρθρο δε 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για την ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία που προκλήθηκε από περισσότερους (ΑΠ 123/2019 ό.π.). Από το περιεχόμενο των άνω διατάξεων, σαφώς προκύπτει, ότι μία από τις προϋποθέσεις της ευθύνης του νομικού προσώπου, έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του αντιπροσωπεύοντος αυτό οργάνου ή του προστηθέντος απ` αυτό, είναι, η συμπεριφορά αυτή να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που το νομικό πρόσωπο τους είχε αναθέσει, να βρίσκεται δηλαδή σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων, με την έννοια ότι η σχετική συμπεριφορά δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ανάθεση αντιπροσωπευτικής εξουσίας ή τη πρόστηση αντίστοιχα (ΑΠ 365/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1198/2009, ΑΠ 316/2009, ΑΠ 39/2009, ΑΠ 625/2009, ΑΠ 1083/2008, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 1498/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5632/2010 Δημ. Νόμος). Με το άρθρο δε 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ` άρθρο 927 ΑΚ και γι` αυτό δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014). Επίσης, κατά το άρθρο 482 του ΑΚ., “σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 του Α.Κ. συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ’ αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων, ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 444/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 159/2011 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που, είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Από το άρθρο 932 ΑΚ δε προκύπτει ότι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι τον βαθμό πταίσματος του υποχρέου (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, ο δε καθορισμός του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση του παθόντος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (βλ. Ολ ΑΠ 2/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 285/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1216/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 931/2014 Δημ. Νόμος). Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του (ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Τέλος, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017). Κατά το άρθρο δε 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Από το άρθρο δε 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος), ενώ, κατά το άρθρο 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερο γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, συνάγεται, επίσης, ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο ενάγων με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Στην αντίστροφη περίπτωση αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του όμως αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή, στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι, οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη, τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε, με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Κατά το άρθρο δε 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος), επί αδικοπραξίας δε, σύμφωνα με τα άρθρα 297 και 914 ΑΚ, οι αιτιολογίες πρέπει να καλύπτουν την υπαιτιότητα, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο (ΑΠ 247/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 16/2005). Εξάλλου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος).
Τέλος, από το άρθρο 321 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει, ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, προκύπτει, ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη. Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974, “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεών του έχει δεχθεί, ότι με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγουμένη απαλλαγή του διαδίκου (βλ. σχετ. ΑΠ 389/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 390/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 391/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 322/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 715/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2013). Αντίθετα, με άλλες αποφάσεις του έχει δεχτεί ότι ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει, μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Κατά την άποψη αυτή επιβάλλεται το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτή με απόλυτα αιτιολογημένη απόφασή του (βλ. σχετ. ΑΠ 389/2019 ό.π., ΑΠ 390/2019 ό.π., ΑΠ 391/2019 ό.π., ΑΠ 1422/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 808/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 344/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1398/2015 Δημ. Νόμος, 215/2013). Ήδη, με την υπ` αριθ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε το άνω ζήτημα στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 περ. β εδαφ. 3 ΚΠολΔ, διότι η απόφαση λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου υπέρ της πρώτης άποψης (ΑΠ 389/2019 ό.π., ΑΠ 390/2019 ό.π., ΑΠ 391/2019 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 249 εδαφ. α ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, μπορεί δε να εφαρμοσθεί και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), προκύπτει, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση νομικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, καθόσον παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 389/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 390/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 391/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 141/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 448/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 109/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 233/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 100/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 283/2010 αδημ.). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση από 30/03/2018 εφέσεως προβάλλεται από την εκκαλούσα, …….., κατ’ ορθή εκτίμηση, η αιτίαση ότι, η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε την κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης αυτής για τη φερόμενη ως τελεσθείσα από αυτήν, σε βάρος της κυρίως ενάγουσας, αξιόποινης πράξης της συνέργειας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και την ευθύνη της εξ αναγωγής έναντι της προστήσασας αυτήν τράπεζας, παρά τη μεσολαβήσασα αμετάκλητη αθώωσή της με τη με αριθμ. Α.Τ. 5653/2015 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για την παραπάνω πράξη, την οποία (απόφαση) είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει, όμως, του ότι η ευδοκίμηση του ως άνω προβαλλομένου λόγου, κατ’ ορθή εκτίμηση, περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, που απορρέει από την ποινική αυτή απόφαση, το οποίο απέκλειε τη σε βάρος αυτής επιδικασθείσα, για ηθική βλάβη χρηματική ικανοποίηση και ευθύνης της εξ αναγωγής και, συνεπώς, περί εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 6§2 ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, εξαρτάται από την κρίση αν επί αθωωτικής ποινικής αποφάσεως το τεκμήριο αθωότητας συνεπάγεται ή όχι αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί σε πόρισμα συμβατό με την αθωωτική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης, ζήτημα το οποίο κατά τα προεκτεθέντα, έχει παραπεμφθεί με τη με αριθμ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στην τακτική Ολομέλεια αυτού, όπου και εκκρεμεί, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την ενότητα της νομολογίας, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και, ενόψει της αρχής της δίκαιης δίκης, να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως της ενδίκου υποθέσεως μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως της τακτικής Ολομέλειας του Α2 επί του ως άνω νομικού ζητήματος, που έχει παραπεμφθεί σε αυτή με την υπ` αριθ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος αυτού (βλ. σχετ. ΑΠ 390/2019 ό.π., ΑΠ 389/2019 ό.π., ΑΠ 391/2019 ό.π., ΑΠ 448/2018 ό.π., ΑΠ 109/2017 ό.π., ΕφΠειρ 283/2010 αδημ.), επιφυλασσόμενο για την έρευνα των προβαλλομένων λόγων των υπό κρίση εφέσεων, χωρίς να διαλαμβάνεται διάταξη για την τύχη του παραβόλου, που έχει καταθέσει εκάστη των εκκαλουσών, καθώς και για τα δικαστικά έξοδα, δεδομένου ότι η παρούσα είναι μη οριστική (βλ. σχετ. ΑΠ 390/2019 ό.π., ΑΠ 389/2019 ό.π., ΑΠ 391/2019 ό.π.), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 27-03-2018 έφεση, που κατατέθηκε, στις 28-03-2018 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 28-03-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, Β) την από 02/04/2018 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 16-04-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 16-04-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018 και Γ) την από 30/03/2018 έφεση, που κατατέθηκε, στις 13-04-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 17-04-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις από 27-03-2018, 02/04/2018 και 30/03/2018 εφέσεις και
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ, κατά τα λοιπά, τη συζήτηση των υπό κρίση από 27-03-2018, 02/04/2018 και 30/03/2018 εφέσεων, κατά της με αριθμ. 122/08-03-2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας, κατά την τακτική διαδικασία, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το νομικό ζήτημα, που έχει παραπεμφθεί σε αυτή, με την υπ` αριθ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος αυτού.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό, του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11/09/2019, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ