Αυξήσαμε λοιπόν τα χρέη μας αλλά διπλασιάσαμε το επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματος και μειώσαμε την φτώχεια στο μισό από ότι ήταν το 1974
Τα πενήντα χρόνια που έχουν περάσει από την εθνικά επώδυνη (λόγω της Κυπριακής προδοσίας και καταστροφής) γέννηση της νεότερης δημοκρατίας μας είναι ένα μεγάλο αλλά και συγχρόνως μικρό διάστημα, για την Ελληνική κοινωνία και οικονομία η οποία αναπτύσσεται πλέον στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 1973 το κατά κεφαλή διαθέσιμο εισόδημα ήταν 12.202 ευρώ ενώ το 2022 ήταν 25.284 ευρώ. Το 1973 οι υπηρεσίες παρήγαγαν το 49% του ΑΕΠ, η βιομηχανία το 35% και ο αγροτικός τομέας το 16%. Το 2020 οι υπηρεσίες παρήγαγαν το 78,1% του ΑΕΠ, η βιομηχανία το 15,2% και ο αγροτικός τομέας το 4,8%. Εκτιμάται ότι το 1974 το 23,5% του Ελληνικού πληθυσμού είχε εισόδημα μικρότερο από το μισό του μέσου εισοδήματος ενώ το 2023 ο κίνδυνος φτώχειας (κατώφλι του 50% του συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος) αφορούσε 11,9% του πληθυσμού. Οι εγγεγραμμένοι ανώτατης εκπαίδευσης εκτοξεύτηκαν σε υψηλά επίπεδα και οι αναλφάβητοι μειώθηκαν δραματικά. Τέλος το δημόσιο χρέος το 1973 ήταν το 19,5% του ΑΕΠ ενώ το 2023 το 158% του ΑΕΠ.
Αυξήσαμε λοιπόν τα χρέη μας αλλά διπλασιάσαμε το επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματος και μειώσαμε την φτώχεια στο μισό από ότι ήταν το 1974 αναπτύσσοντας τον τομέα των υπηρεσιών, μειώνοντας την σημασία της βιομηχανίας στο μισό και μειώνοντας τον αγροτικό τομέα τουλάχιστον τέσσερις φορές. Επρόκειτο για μία γιγαντιαία παραγωγική αναδιάρθρωση που χρηματοδοτήθηκε (στεγαστικό, υποδομές, ισοζύγιο πληρωμών) από δανειακά κεφάλαια.
Ουσιαστικά η μακροχρόνια ανοδική κύμανση του κατά κεφαλή ΑΕΠ που ξεκίνησε στην Ελλάδα (και στον υπόλοιπο κόσμο) την μεταπολεμική περίοδο, διήρκεσε μέχρι το 1973 (μεγάλη οικονομική κρίση των τιμών του πετρελαίου), με την ανοδική φάση να διαρκεί μέχρι το 1985 οπότε ξεκίνησε ένας νέος ανοδικός κύκλος που έλαβε τέλος το 2010. Έκτοτε βρισκόμαστε στην ανοδική φάση της μακροχρόνιας κύμανσης που διαρκεί μέχρι σήμερα. Το πόσο έντονη και ικανοποιητική είναι η άνοδος αυτή είναι ένα άλλο θέμα.
Η λεγόμενη Great Moderation (Η Μεγάλη Εξομάλυνση) περίοδος του δυτικού καπιταλισμού (1980 – 2008) με την χρηματοοικονομοποίηση των οικονομιών υπό την πολιτική καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατίας κυρίως δημιούργησε το υπόβαθρο παρόμοιων μεταβολών σε όλον τον δυτικό κόσμο. Η περίοδος μετά την καθιέρωση του Ευρωπαϊκού νομίσματος με την προσγείωση του κόστους δανεισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διατήρηση των θετικών τάσεων εντείνοντας όμως τις θεσμικές ασυμμετρίες του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος αφού στην πραγματικότητα η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και η είσοδος της Ελλάδος το 1981) ήταν πολιτική απόφαση (που πάντως πέτυχε μία μακροχρόνια Ευρωπαϊκή Ειρήνη).
Εάν όμως παρατηρήσουμε προσεκτικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι το οικονομικό μοντέλο που λειτουργεί στη Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδος) δεν έχει αλλάξει σημαντικά τα πενήντα αυτά χρόνια.
Οι βορειοευρωπαϊκές χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό, καλό συντονισμό κοινωνικής ισορροπίας, φθηνή, μέχρι πρότινος, ανατολική ενέργεια και τα καλά οργανωμένα συστήματα κατάρτισης ευνοήθηκαν από το ευρώ ενώ οι χώρες του νότου (και η Ελλάδα βέβαια) στηριζόμενες στην διαχείριση της ζήτησης, χωρίς υποτιμητική δυνατότητα με οριζόντια διεύρυνση των συστημάτων εκπαίδευσης, δυσκολεύονται.
Έτσι το μοντέλο του συντονιστικού καπιταλισμού που κυριαρχεί στην Ευρώπη (εν αντίθεση με τον ελεύθερο αγγλοσαξονικό ανταγωνισμό) έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά στον νότο από ότι στον βορά. Ειδικότερα στην Ελλάδα (και στις άλλες χώρες του Νότου) τον συντονισμό της διαμόρφωσης της αμοιβής της εργασίας τον έχει κυρίως το κράτος (και κατ’ επέκταση τα κόμματα) και πολύ λιγότερο οι κοινωνικοί εταίροι (συνδικάτα κ.τ.λ.). Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι στον Νότο και την Ελλάδα έχει διαμορφωθεί ένας «χαμηλού κόστους» καπιταλισμός με χαμηλές έως μεσαίες δεξιότητες. Να σημειωθεί ότι η σχέση αιτίου και αιτιατού συμπλέκεται μέσα στον χρόνο.
Αυτά τα χαρακτηριστικά κανονικά κάνουν δεκάδες χρόνια να μεταβληθούν. Πάντως στην Ελλάδα η μνημονιακή κρίση επέτρεψε ορισμένες προσπάθειες εισαγωγής νέων θεσμών που θα έφερναν πιο κοντά στην ελεύθερη οικονομία, με περιορισμό του κράτους. Όμως κρίσιμα ζητήματα όπως ο τρόπος νομοθέτησης και επίτευξης της κοινωνικής ισορροπίας αποδυνάμωσαν τις μεταρρυθμιστικές αυτές δυνάμεις. Στην τελευταία δεκαετία ο Covid, η κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος ξαναδυναμώνουν τον ρόλο του κράτους.
Ρεαλιστικά το μέλλον της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την διεύρυνση της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής οργάνωσης (του κράτους) και από την ικανότητα να επιβιώσει στο διεθνές στερέωμα. Και τα δύο είναι απολύτως εφικτά αλλά πολύ δύσκολα στοιχήματα.
Π.Ε. Πετράκης
Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ