Τα τρία εμπόδια για υψηλότερες αμοιβές – Τι αποκαλύπτει η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας για την ελληνική οικονομία
Παναγιώτης Ε. Πετράκης – Παντελής Χ. Κωστής
Ο ιδιωτικός τομέας της ελληνικής αγοράς εργασίας υφίσταται σημαντικό μετασχηματισμό τα τελευταία έτη. Έχουν σημειωθεί αξιοσημείωτες αλλαγές σε όρους αμοιβών και απασχόλησης. Ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί συμβάλλοντας στη σημαντική μείωση του αριθμού των εργαζομένων που αμείβονται με πολύ χαμηλούς μισθούς. Από την άλλη μεριά, η απασχόληση βελτιώνεται κάθε έτος τα τελευταία έτη, και το ποσοστό ανεργίας έχει πέσει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.
Πιο συγκεκριμένα, σημαντική είναι η μείωση του αριθμού αυτών που λαμβάνουν λιγότερα από 800 ευρώ μεικτά κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς μειώθηκαν από 43,4% του εργατικού δυναμικού το 2013 σε 30,9% το 2023, και αυξήθηκαν σημαντικά αυτοί που λαμβάνουν μεταξύ 801 και 1500 ευρώ μεικτά, από 36,4% το 2013 σε 50,2% το 2023. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι που έχουν αμοιβές άνω των 1.500 ευρώ μεικτά αντιπροσωπεύουν μόλις το 20,2% το 2013 και το 18,9% το 2023 και ακόμη λιγότεροι κερδίζουν πάνω από 2.500 ευρώ μεικτά (6,2% το 2013 και 5,7% το 2023).
Οι βαθύτερες διαπιστώσεις στην σύγκριση μεταξύ 2013 και 2023 είναι οι παρακάτω:
α) Ο αριθμός των εγγεγραμμένων εργαζομένων έχει αυξηθεί σημαντικά αν και μπορεί να είναι και τεχνικό θέμα («ωρίμανση» Εργάνη).
β) Δημιουργείται ένα μεγάλο στρώμα μεσαία αμειβόμενων εργαζομένων.
γ) Αυξάνεται το πλήθος των ατόμων που λαμβάνουν πάνω από 1.500 ευρώ μικτά, ενώ αυτοί που λαμβάνουν πάνω από τα 2.500 ευρώ μειώνονται τουλάχιστον ποσοστιαία.
Η ενίσχυση του στρώματος των μεσαία αμειβόμενων εργαζομένων θα μπορούσε να ήταν πολύ καλό νέο εάν ο μέσος μισθός ήταν υψηλότερος σε σύγκριση με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα (βλέπε Πίνακα 2). Στην Ελλάδα ο μέσος μισθός εργαζομένου είναι 20.065 ευρώ ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 (ΕΕ-27) είναι 27.530 ευρώ.
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι τον εμποδίζει να είναι υψηλότερος;
Αυτή είναι μία κρίσιμη ερώτηση αλλά η απάντηση δεν είναι απλή:
α) Προφανώς βρισκόμαστε σε μία οικονομία με παραγωγική διάρθρωση που είναι συμβατή με χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλής αμοιβής εργαζομένους (άρα τίθεται το θέμα του παραγωγικού προτύπου).
β) Με τα συγκεκριμένα δεδομένα η παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα είναι χαμηλή σε σύγκριση με την ΕΕ-27.
γ) Οι δεξιότητες των Ελλήνων εργαζομένων είναι αρκετά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των εργαζομένων στο μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27 (με βάση στοιχεία από το CEDEFOP το ποσοστό των εργαζομένων με ψηφιακές δεξιότητες πάνω από το βασικό επίπεδο ήταν 20% για την Ελλάδα το 2023 και 27,1% για την ΕΕ-27, ενώ με βάση το European Skills Index, και τους 3 πυλώνες που τον αποτελούν -skill development, skill activation και skill matching-, η Ελλάδα έχει για το 2024 την 3η χειρότερη επίδοση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών χωρών για το 2024, με την Ελλάδα να σημειώνει βαθμολογία 28,1 και το μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών να σημειώνει βαθμολογία 54,1[1]).
Η παραγωγικότητα στην ΕΕ-27 ήταν 1,52 φορές μεγαλύτερη το 2013 και 1,6 φορές μεγαλύτερη το 2023. Ταυτόχρονα, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 3,2% από το 2013 έως το 2023, ενώ στην ΕΕ-27 κατά 8%.
Ουσιαστικά δηλαδή ενώ ο μέσος μισθός στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 17% (2013-2023), η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί κατά 3,2%. Στην ΕΕ-27 ενώ ο μέσος μισθός έχει αυξηθεί κατά 33,6%, η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί κατά 8%.
Εάν υποθετικά θεωρούσαμε ότι οι μισθοί ακολουθούσαν τη μεταβολή της παραγωγικότητας στις δύο περιοχές, τότε ο μέσος μισθός στην Ελλάδα έπρεπε να είναι 17.314 ευρώ και όχι 20.065 ευρώ! Ίσως αυτό να είναι το πιο ανησυχητικό εύρημα αυτών των υπολογισμών γιατί βεβαίως παραπέμπει σε μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Ότι δηλαδή έχουμε μία οικονομία η οποία είναι συμβατή με μεσαίο και χαμηλό επίπεδο μισθών (παραγωγικό πρότυπο – επενδύσεις).
Τα ευρήματα αυτά παραπέμπουν και σε μία διαφορετική συζήτηση αναφορικά με τις πολιτικές που μπορούν να ακολουθηθούν για την Ελληνική Οικονομία: Οι πολιτικές που στηρίζονται στην αύξηση της προσφοράς (supply side) οι οποίες θα μπορούσαν εντέλει να αυξήσουν την παραγωγικότητα στην οικονομία (παραγωγικές παρεμβάσεις) φαίνεται να υπόσχονται μία σταθερότερη προοπτική αύξησης των αμοιβών των εργαζομένων. Αυτές όμως είναι πολύ πιο δύσκολο να εφαρμοστούν για λόγους που ξεφεύγουν του παρόντος. Γι’ αυτό συχνά πυκνά ακούγονται προτάσεις που σκοπεύουν στην αύξηση των μισθών αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας.
Παναγιώτης Ε. Πετράκης
Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Παντελής Χ. Κωστής
Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
[1] Ο δείκτης λαμβάνει τιμές από 0 (χειρότερη επίδοση) έως 100 (καλύτερη επίδοση). Η βαθμολογία 28,1 για την Ελλάδα σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει πετύχει το 28,1% της ιδανικής απόδοσής της. Οπότε υπάρχει περιθώριο βελτίωσης κατά 71,9%.