Ακύρωση με τη Σ.τ.Ε. Ολομ. 1880/2019 των κανονιστικών πράξεων που εκδόθηκαν με βάση τον νόμο αυτό. Ο αναδρομικός χαρακτήρας της ακυρώσεως των υπόψη κανονιστικών αποφάσεων ισχύει για όσους ασφαλισμένους είχαν ασκήσει σχετικό ένδικο βοήθημα μέχρι τον χρόνο δημοσιεύσεως της προαναφερόμενης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεκτές η έφεση και η αγωγή.
Αριθμός απόφασης: 999/2024
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 18ο Μονομελές
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2023, με δικαστή τον Κωνσταντίνο Υφαντή, Εφέτη Δ.Δ. και γραμματέα την Αικατερίνη Κρητικού, δικαστικό υπάλληλο,
για να δικάσει την από 7.10.2022 έφεση (αριθμ.καταχ. ΕΦ./29.11.2022),
του Απόστολου Παπακωνσταντίνου του Νέστορος, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου, αφού ανεκάλεσε την από 13.12.2023 έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 24 παρ.4 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240).
κατά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Παπαδιαμαντοπούλου, αρ.87) και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αναστασίας Νικολοπούλου, με την από 13.12.2023 έγγραφη δήλωση, κατ’άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Διοικ.Δικ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 παρ.4 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016).
Με την έφεση αυτή ο εκκαλών επιδιώκει να εξαφανισθεί η υπ’αριθμ. 13947/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο).
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την ένδικη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμ. . της 7.10.2022 e-παράβολο, τύπου 8380), ο εκκαλών Απόστολος Παπακωνσταντίνου, Δικηγόρος, ασφαλισμένος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.), ζητεί, παραδεκτώς, την εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 13947/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο), με την οποία απορρίφθηκε η από 31.5.2019 αγωγή του. Με την τελευταία, ο ανωτέρω, στρεφόμενος κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου ασφαλιστικού φορέα να του καταβάλει, κυρίως, κατ’εφαρμογή των άρθρων 105-106 του ΕισΝ.Α.Κ., επικουρικώς δε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του Α.Κ.), το ποσό των …….. ευρώ, νομιμοτόκως, από το τέλος εκάστου μήνα, κατά τον οποίο έγινε έκαστη απαίτησή του απαιτητή, άλλως, από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Το ως άνω αξιούμενο ποσό αντιστοιχεί στις ασφαλιστικές εισφορές, που ο ασφαλισμένος κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.5.2019, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.4387/2016 (ΦΕΚ Α 85) και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας υπ’αριθμ. 61502/3399/30.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης, ως προς τις οποίες προέβαλε ότι αντίκεινται στα άρθρα 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1, 25 παράγραφος 1 και 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
2. Επειδή, στο άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» και στο άρθρο 106 Εισ.Ν.Α.Κ. ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων … ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξεως ή παραλείψεως των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 479-81/2018 Ολ., 4741/2014 Ολ., 1652/2020, πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 2544/2013 7μ., 730/2010, 1038/2006 7μ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει, όχι από τον κανόνα δικαίου, αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (ΣτΕ 479-81/2018 Ολ., 4741/2014 Ολ., πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 450/2013 7μ., 2773/2010 7μ.,3093/2009, 1038/2006 7μ.). Εξάλλου, για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και εν όψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΣτΕ 479-81/2018 Ολ., ΣτΕ 4741/2014 Ολ., πρβλ.ΣτΕ 4100/2012, 3124/2011).
3. Επειδή, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεσμεύοντας τον κοινό νομοθέτη να αναθέτει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση στο κράτος ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, παρέχει σ’ αυτόν ευρεία εξουσία για την εξειδίκευσή της, με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Η εξουσία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197 – 2200/2010 Ολ.). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδότησης των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχόλησης (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες) από ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς ή από ένα ασφαλιστικό φορέα αδιαφόρως της φύσης της απασχόλησης των ασφαλισμένων και, δη, υπό ενιαίους κανόνες, εφόσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3294/2011, 3781/2010). Η τελευταία διάταξη επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 1120/2016 Ολ., 2396/2004 Ολ.), ο δε έλεγχος της τήρησης των επιταγών του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος από τον κοινωνικοασφαλιστικό νομοθέτη απαιτεί μεγαλύτερη ένταση στην περίπτωση ενιαίων κανόνων εισφορών και παροχών για μη ομοειδείς κατηγορίες ασφαλισμένων εντός του αυτού ασφαλιστικού φορέα, σε συνάρτηση και με το σύστημα χρηματοδότησης των ασφαλιστικών παροχών που επιλέχθηκε. Είναι, επίσης, ελεύθερος ο κοινός νομοθέτης, επικαλούμενος ανάγκη αναδιάρθρωσης του ασφαλιστικού συστήματος, να συγχωνεύει ή να εντάσσει πλείονες ασφαλιστικούς φορείς με διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ευρωστίας και βιωσιμότητας σε ένα υφιστάμενο ή σε ένα νέο ασφαλιστικό φορέα, χωρίς τούτο να αντίκειται σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που προστατεύουν την περιουσία, καθόσον η περιουσία οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν έχει αναγνωρισθεί σ’ αυτόν με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά προς εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού για τον οποίο έχει συσταθεί ο οργανισμός (ΣτΕ 3096-3101/2001 Ολ.), υπό την προϋπόθεση ότι από τις απαιτούμενες επιστημονικές μελέτες προκύπτει τόσο η βιωσιμότητα του συγχωνεύοντος ή του νέου φορέα όσο και η επάρκεια των παροχών του. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψη την φύση της ασφαλιστικής εισφοράς όχι μόνο ως δημόσιου βάρους για την κάλυψη της δαπάνης της κοινωνικής ασφάλισης αλλά και ως ανταποδοτικής παροχής του ασφαλιζόμενου για την πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να υπολογίζει αυτήν, επί βάσεως η οποία μαρτυρεί εισφοροδοτική ικανότητα (όπως είναι το πραγματοποιούμενο εισόδημα από την ασφαλιζόμενη εργασία και το ασφαλιζόμενο επάγγελμα), να καθορίζει δε το ύψος της σε επίπεδο που να διασφαλίζει μεν την επάρκεια των παροχών, χωρίς όμως να πλήττει το κατά την διάρκεια του εργασιακού βίου παραγόμενο – κατ’ ενάσκηση του συνταγματικώς αναγνωριζόμενου δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας – εισόδημα υπέρμετρα σε σχέση προς τον σκοπό της διασφάλισης εισοδήματος μετά το πέρας του εργασιακού βίου (ΣτΕ 1880/2019 Ολ.).
4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 39 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α 85) υπό τον τίτλο «Εισφορές αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών» ορίζεται ότι: «1. α. Από 1.1.2017, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%. β. Ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5ο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση. 2. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιριών νοείται, για τη δραστηριότητά τους αυτή και για την εφαρμογή του παρόντος, το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρίας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικών κερδών τα μέλη των προσωπικών εταιριών καταβάλλουν εισφορές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος. Στην περίπτωση των ασφαλισμένων της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του παρόντος, το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού 20% μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης αποτελεί ασφαλιστική οφειλή υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου εισοδήματος, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, προσαυξημένου κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Η οφειλή εξοφλείται κατά 1/5 κατ’ έτος για τα έτη κατά τα οποία το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητας του ασφαλισμένου κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, υπερβαίνει το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ. Σε κάθε περίπτωση η οφειλή εξοφλείται εξ ολοκλήρου μέχρι και τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα όσον αφορά στους κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και τον τρόπο είσπραξης. 3. Η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ειδικά στην περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η ως άνω ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ως προς το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38. 4. Διατάξεις νόμου που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους προερχόμενους από το Ε.Τ.Α.Α., κατά την πρώτη πενταετία υπαγωγής στην ασφάλιση, καταργούνται από 1.1.2017. 5. (…) 8. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου Σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ισόποσα και σταδιακά ετησίως από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ύψος που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο. 9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος. 10. (…) 11. α. Ειδικά για τους δικηγόρους, υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος αποστέλλει στον Ε.Φ.Κ.Α. τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά, αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει ο δικηγόρος. Ειδικά για τους δικηγόρους που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά αυτά αφαιρούνται από την εισφορά του ασφαλισμένου. β. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβάλλονται βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων υπολείπονται της εισφοράς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει την προκύπτουσα διαφορά σε χρήμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2042/1992. γ. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβλήθηκαν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη μηνιαία εισφορά, δεν επιστρέφονται, αλλά συμψηφίζονται με την ετήσια ασφαλιστική οφειλή του αντίστοιχου έτους. 12. (…) 13. Όσοι ασφαλισμένοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, με αίτησή τους μπορούν να καταβάλλουν, μειωμένη κατά το 50%, ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι από την προσαύξηση της σύνταξής τους ως προς τα επόμενα έτη ασφάλιση. 14. (…) 17. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΕΦΚΑ, εξειδικεύεται η εφαρμογή των κανόνων του παρόντος νόμου σχετικά με τις εισφορές κατηγοριών αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση άλλων Φορέων Κύριας Ασφάλισης, πλην ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής η ασφάλιση και η καταβολή των εισφορών συνεχίζει με το καθεστώς που ίσχυε έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (όπως η παρ. 17 αναριθμήθηκε σε 18 και αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο παρ. 6 του ν. 4393/2016, Α´ 106)». Ακολούθως, με τον ν. 4472/2017, «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α 74), τροποποιήθηκαν διατάξεις του ν. 4387/2016, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες του άρθρου 39. Ειδικότερα, στο άρθρο 58 του ν. 4472/2017 ορίστηκε ότι: «1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια δεύτερο και τρίτο, ως εξής: “Από 1.1.2018 και εντεύθεν, τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος”». Τέλος, ο ν. 4488/2017 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 137), τροποποίησε με διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Μέρος Α΄ «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις δημοσίου, εφαρμοστικές διατάξεις του ν. 4387/2016 και άλλες διατάξεις» διατάξεις του ν. 4387/2016. Ειδικότερα, ο ν. 4488/2017, μεταξύ άλλων, προέβλεψε, στο άρθρο 11 ότι «1. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 και της παραγράφου 1 του άρθρου 40 προστίθενται εδάφια ως εξής: “Οι ασφαλισμένοι με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον ΕΦΚΑ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν τα ως άνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή το ύψος της βάσης υπολογισμού, ο κλάδος υπέρ του οποίου θα εισφέρει, καθώς και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγεται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους, με την επιφύλαξη για το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος. Η εφαρμογή της νέας βάσης υπολογισμού αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης και παύει να ισχύει και πριν τη παρέλευση του ορισθέντος σύμφωνα με τα ανωτέρω χρονικού διαστήματος αυτοδικαίως, οποτεδήποτε προκύψει ανώτερη βάση υπολογισμού βάσει του μηνιαίου εισοδήματος σε σχέση με την επιλεγείσα, καθώς και από τον επόμενο μήνα από την ανάκληση της αίτησης ή την υποβολή νέας αίτησης εκ μέρους του ασφαλισμένου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε -άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής”. 2. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, όπως τροποποιείται με το παρόν, μετά τη φράση “με την επιφύλαξη για το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος” προστίθεται η φράση “Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση του άρθρου 98 του παρόντος νόμου”. 3. Στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια ως εξής: “Σε περίπτωση αμφισβήτησης της υπαγωγής ενός προσώπου στη ρύθμιση της παραγράφου αυτής, μπορούν να υποβληθούν από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο αντιρρήσεις ενώπιον του ΕΦΚΑ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται η εφαρμοστέα διαδικασία αντιρρήσεων και ο τρόπος έκδοσης των σχετικών αποφάσεων”».
5. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 39 παρ. 2 του ν. 4387/2016 εκδόθηκε η 61502/3399/30.12.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017» (ΦΕΚ Β 4330), στο άρθρο 2 της οποίας ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Από 1 Ιανουαρίου 2017 και για κάθε επόμενο έτος, η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών των υπόχρεων καταβολής εισφορών που υπάγονται στην παρούσα απόφαση και στο άρθρο 39 του ν. 4387/2016, καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. 2. Ως καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά την έννοια της ανωτέρω παραγράφου, νοείται το ποσό όπως αυτό κατ’ έτος διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως ισχύει κάθε φορά, και αντιστοιχεί στο φορολογητέο εισόδημα από τη δραστηριότητα ή την ιδιότητα που δημιουργεί την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. 3. Μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσης ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος του οικείου φορολογικού έτους δια του δώδεκα. 4. Για τον καθορισμό της μηνιαίας βάσης υπολογισμού συνυπολογίζονται τυχόν ποσά που έχουν καταβληθεί με δελτίο επαγγελματικής δαπάνης. 5. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 3 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μικρότερη του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, στο ύψος που εκάστοτε διαμορφώνεται, καθώς και στις περιπτώσεις ζημιών ή μηδενικών κερδών ή υποχρεωτικής ασφάλισης λόγω ιδιότητας χωρίς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. (…) 6. Σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του υπόχρεου φορολογικής δήλωσης, οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται προσωρινά επί της βάσης της ανωτέρω παραγράφου, έως ότου καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια της παρ. 2 της παρούσας. 7. Ειδικότερα για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τα πέντε πρώτα χρόνια ασφάλισης αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 8. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 3 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερη του ποσού που αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του δεκαπλάσιου του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 9. Στις περιπτώσεις που κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 1 της παρούσας, καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του ν. 4387/2016 ως μισθωτός, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από τη δραστηριότητα του άρθρου 1, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 38 του ν. 4387/2016. 10. Στις περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, η κάθε μία εκ των οποίων δημιουργεί υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην περ. 5 του παρόντος άρθρου. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που προκύπτει υποχρέωση πολλαπλής ασφάλισης λόγω ιδιότητας. 11. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, πέραν των ανωτέρω, ασκείται και μία ή περισσότερες δραστηριότητες υπακτέες στην ασφάλιση του ΟΓΑ, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ή βάσει της παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 40 του ν. 4387/2016. 12. Τα προβλεπόμενα από τις παρ. 5 και 7 του παρόντος εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, κατά την έννοια των ανωτέρω περιπτώσεων 9, 10 και 11. Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές της παραγράφου 9 λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την παροχή της μισθωτής υπηρεσίας και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στις λοιπές περιπτώσεις των παραγράφων 10 και 11 του παρόντος, καταρχάς λαμβάνεται το σύνολο του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος από τη δραστηριότητα που προκύπτει ότι αποτελεί τη βασική πηγή βιοπορισμού και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 13. Βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών κατά την έννοια της παρούσας απόφασης προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος. 14. Τυχόν διαφορά που προκύπτει μετά από τον υπολογισμό των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών βάσει του πραγματικού εισοδήματος του προηγούμενου φορολογικού έτους κατά την έννοια της παρ. 2 του παρόντος αναζητείται και συμψηφίζεται ισομερώς κατανεμημένη σε μηνιαία βάση έως το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους. 15. Για όσους προβαίνουν για πρώτη φορά από 1.1.2017 και εντεύθεν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων του άρθρου 1 της παρούσας, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών για τους μήνες που μεσολαβούν από το μήνα της έναρξης εργασιών έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποτελεί το ποσό που αντιστοιχεί στο εκάστοτε προβλεπόμενο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος άρθρου». Με την μεταγενέστερη 25599/1453/02.06.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, προκειμένου ιδίως να ορισθεί ότι στην βάση υπολογισμού των εισφορών συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές, σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 1 του νεότερου ν. 4472/2017, ορίζεται δε ότι, κατά τα λοιπά, ισχύει η 61502/3399/30.12.2016 υπουργική απόφαση. Ειδικότερα, το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Για το έτος 2017, η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών των υπόχρεων καταβολής εισφορών που υπάγονται στην παρούσα απόφαση και στο άρθρο 39 του ν. 4387/2016, καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την ασκούμενη δραστηριότητα ή την ιδιότητα που δημιουργεί την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. Ως καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά τα ανωτέρω νοείται το ποσό, όπως αυτό διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 έως 27 του ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), όπως ισχύει κάθε φορά. Όσον αφορά ειδικότερα στα εισοδήματα που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες – ιδιότητες που περιγράφονται στο άρθρο 1 στοιχ. δ-η της παρούσας, το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα αντιστοιχεί στο ποσό που προκύπτει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. 2. Από 1.1.2018 και για κάθε επόμενο έτος, στη βάση υπολογισμού όπως περιγράφεται στην προαναφερόμενη παράγραφο, συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. 3. Ειδικά για το 2018, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ποσού που αντιστοιχεί στο 85% της βάσης προσδιορισμού των εισφορών, όπως αυτή περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος. 4. Μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση της βάσης υπολογισμού όπως ανωτέρω περιγράφεται για κάθε έτος δια του δώδεκα. 5. Για τον καθορισμό της μηνιαίας βάσης υπολογισμού συνυπολογίζονται τυχόν ποσά που έχουν καταβληθεί με δελτίο επαγγελματικής δαπάνης. 6. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μικρότερη του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, στο ύψος που διαμορφώνεται σύμφωνα με το άρθρο πρώτο, κεφάλαιο ΙΑ11 περ. 3 του ν. 4093/2012, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και στις περιπτώσεις ζημιών ή μηδενικών κερδών ή υποχρεωτικής ασφάλισης λόγω ιδιότητας χωρίς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του κατά τα ανωτέρω κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στο ίδιο ύψος διαμορφώνεται η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και για τους υγειονομικούς που απασχολούνται χωρίς αμοιβή της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004. 7. Σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του υπόχρεου φορολογικής δήλωσης, οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται προσωρινά επί της βάσης της ανωτέρω παραγράφου, έως ότου καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος. 8. Ειδικότερα για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τα πέντε πρώτα χρόνια ασφάλισης αντιστοιχεί στο 70% επί του προβλεπόμενου κατά τα ανωτέρω κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 9. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερη του ποσού που αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του δεκαπλάσιου του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 10. Στις περιπτώσεις που κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 1 της παρούσας, καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του ν. 4387/2016 ως μισθωτός, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από τη δραστηριότητα του άρθρου 1, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 38 του ν. 4387/2016. 11. Στις περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, η κάθε μία εκ των οποίων δημιουργεί υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που προκύπτει υποχρέωση πολλαπλής ασφάλισης λόγω ιδιότητας. 12. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, πέραν των ανωτέρω, ασκείται και μία ή περισσότερες δραστηριότητες υπακτέες στην ασφάλιση του ΟΓΑ, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ή βάσει της παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 40 του ν. 4387/2016. 13. Τα προβλεπόμενα από τις παρ. 6 και 8 του παρόντος εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, κατά την έννοια των ανωτέρω περιπτώσεων 10, 11 και 12. Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές της παραγράφου 10 λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την παροχή της μισθωτής υπηρεσίας και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στις λοιπές περιπτώσεις των παραγράφων 11 και 12 του παρόντος, καταρχάς λαμβάνεται το σύνολο του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος από τη δραστηριότητα που προκύπτει ότι αποτελεί τη βασική πηγή βιοπορισμού και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του κατά τα ανωτέρω (όπως ισχύει μετά την διόρθωση σφάλματος σε Β΄ 1985/08.06.2017) κατωτάτου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 14. Βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών κατά την έννοια της παρούσας απόφασης προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος. 15. Τυχόν διαφορά που προκύπτει μετά από τον υπολογισμό των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών βάσει του πραγματικού εισοδήματος του προηγούμενου φορολογικού έτους κατά την έννοια τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος αναζητείται και συμψηφίζεται ισομερώς κατανεμημένη σε μηνιαία βάση έως το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους. 16. Για όσους προβαίνουν για πρώτη φορά από 1.1.2017 και εντεύθεν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων του άρθρου 1 της παρούσας, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών τους εισφορών για τους μήνες που μεσολαβούν από το μήνα της έναρξης εργασιών έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποτελεί το ποσό που αντιστοιχεί στο κατά την παρ. 6 προβλεπόμενο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, με την επιφύλαξη της παρ. 8 του παρόντος άρθρου».
6. Επειδή, τέλος, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 43 παρ. 2 του ν. 4387/2016, εκδόθηκε η Φ.80000/οικ.60298/1472/23.12.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Προθεσμία καταβολής, από 1.1.2017, των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, οι οποίοι έως την έναρξη του ν. 4387/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ» (ΦΕΚ Β 4483). Με την απόφαση αυτήν ορίζεται, ότι: «Από 1.1.2017 οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και αυταπασχολουμένων, που υπολογίζονται με βάση το άρθρο 39 του ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 85), οι ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων που καταβάλλονται με βάση το άρθρο 40 του ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 85) καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές των εμμίσθων του ΕΤΑΑ που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 38, καταβάλλονται σε μηνιαία βάση, με καταληκτική ημερομηνία καταβολής την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα».
7. Επειδή, με την 1880/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η ένταξη, με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, όλων των υφιστάμενων φορέων κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών σε ένα ενιαίο φορέα και η υπαγωγή των ασφαλισμένων τους σε παρεχόμενη από τον νέο φορέα ασφάλιση δεν αντίκεινται, κατ’ αρχήν, στο Σύνταγμα από απόψεως διαφοράς, είτε του βαθμού επιπέδου οικονομικής ευρωστίας και βιωσιμότητας των εντασσόμενων φορέων, είτε συνθηκών απασχολήσεως των ασφαλισμένων και πραγματοποιήσεως εισοδήματος από αυτούς. Η υπαγωγή στην ασφάλιση όμως, κατά τις διατάξεις αυτές, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών, τους οποίους ο νομοθέτης θέσπισε για τους αναφερόμενους στην αιτιολογική έκθεση λόγους, επιβάλλει τον έλεγχο της τηρήσεως από τον νομοθέτη της συνταγματικής αρχής της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες. Πράγματι, κατά το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, το οποίο επέλεξε ο νομοθέτης για τον νέο φορέα, ασφαλισμένοι οιασδήποτε κατηγορίας από τις υπαγόμενες στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές (για τις οποίες κατέβαλαν εισφορές) και τον ίδιο χρόνο ασφαλίσεως αποκτούν την ίδια ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη). Στην χρηματοδότηση της παροχής αυτής τόσο η ασφαλιζόμενη μισθωτή εργασία όσο και τα ασφαλιζόμενα επαγγέλματα συμβάλλουν με το ίδιο ποσοστό εισφοράς (20%) επί του εισοδήματος που παράγουν. Την παροχή, όμως, αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής. Ίδιας τάξεως δε διαφορά προκύπτει και στις οριζόμενες στον νόμο εισφορές για την υγειονομική περίθαλψη. Υπό τα δεδομένα αυτά, με την εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι, αντίθετα με την διακηρυγμένη πρόθεση του νομοθέτη για εγκαθίδρυση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως διεπόμενου από την αρχή της ισονομίας, οι ενιαίοι κανόνες ασφαλιστικών εισφορών έχουν ως συνέπεια την εκδήλως δυσμενή διάκριση των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών έναντι των μισθωτών κατά την πρόσβασή τους στην κοινωνική ασφάλιση και την υπαγωγή τους στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα, η οποία καθιστά τις ρυθμίσεις των άρθρων 39 και 40 του ν. 4387/2016, καθώς και του άρθρου 41 του ίδιου νόμου, καθ’ όσον αφορά τις εισφορές υγειονομικής περιθάλψεως των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, αντίθετες στην συνταγματική αρχή της ισότητας. Ως εκ τούτων, με την εν λόγω απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκαν στο σύνολό τους η 61502/3399/30.12.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την 2559/1453/2.6.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και η Φ.80000/οικ.60298/1472/23.12.2016 απόφαση του ίδιου ως άνω Υφυπουργού με τίτλο «Προθεσμία καταβολής, από 1.1.2017, των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και εμμίσθων, οι οποίοι έως την έναρξη του ν. 4387/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ». Ωστόσο, στην παραπάνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ορίσθηκε ως χρόνος ενάρξεως του ακυρωτικού αποτελέσματος ο χρόνος δημοσιεύσεώς της, ήτοι η 4.10.2019, κατόπιν συνεκτιμήσεως των λόγων για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση των προεκτεθεισών κανονιστικών αποφάσεων και ειδικότερα ότι η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016 θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική εφαρμογή όσων ο νομοθέτης, προς άρση της αντισυνταγματικότητας, θεσπίσει σχετικά με τις καταβλητέες από τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους εισφορές για την υπαγωγή τους σε κύρια κοινωνική ασφάλιση, η εκπλήρωση δε της υποχρεώσεως αυτής, παρά το άδηλο της μέλλουσας νομοθετικής επιλογής, θα δημιουργούσε, λόγω των ήδη καταβληθεισών από τους ως άνω ασφαλισμένους ασφαλιστικών εισφορών, πολύ σοβαρό κίνδυνο διαταράξεως της οικονομικής καταστάσεως του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφαλίσεως. Οίκοθεν νοείται ο αναδρομικός χαρακτήρας της ακυρώσεως των ως άνω κανονιστικών αποφάσεων για όσους ασφαλισμένους είχαν ασκήσει σχετικώς ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως της προαναφερόμενης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ δεν μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω ακυρωτικού αποτελέσματος για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των ιδίων διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως των πιο πάνω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1529/2023 Ολ., 2287-88/2015 Ολ., 4741/2014 Ολ.).
8. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών είναι Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.), εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας με την επωνυμία «. & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ» και ασφαλισμένος από 12.11.1992, ως αυτοαπασχολούμενος επαγγελματίας, στο Ε.Τ.Α.Α./Τ.Α.Ν. και Ε.Τ.Α.Α./Τ.Ε.Α.Δ. και από 1.1.2017 στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.). Ο ανωτέρω, υπό την ως άνω ιδιότητα, κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.5.2019, ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.4387/2016 και της κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 τούτου εκδοθείσας υπ’ αριθμ. 61502/3399/30.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2559/1453/2.6.2017 απόφαση του ίδιου άνω Υφυπουργού. Με την από 31.5.2019 αγωγή, που ο ως άνω ασφαλισμένος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στρεφόμενος κατά του Ε.Φ.Κ.Α. προέβαλε οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 2 του ν. 4387/2016 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθεισών ανωτέρω Υπουργικών Αποφάσεων, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν οι οφειλόμενες από αυτόν ασφαλιστικές εισφορές, χρονικού διαστήματος 1.1.2017 – 31.5.2019, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Προβάλλοντας, περαιτέρω, ο ενάγων ότι, από την εφαρμογή των ανωτέρω αντισυνταγματικών διατάξεων, ο ίδιος επιβαρύνθηκε με το συνολικό ποσό των ….. ευρώ (….. για το έτος 2017 + …. για το έτος 2018 + …. για το έτος 2019), ως αφορών μη νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές, ζήτησε με την αγωγή να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου ασφαλιστικού φορέα να του καταβάλει, νομιμοτόκως, από το τέλος εκάστου μήνα κατά τον οποίο έγινε έκαστη απαίτησή του απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, το ως άνω ποσό, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105-106 του ΕισΝ.Α.Κ., επικουρικώς δε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ.). Το πρωτόδικο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, έλαβε μεν υπόψη όσα κρίθηκαν με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 1880/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετικώς με την αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων των άρθρων 39 και 40 του ν. 4387/2016, καθώς και του άρθρου 41 του ίδιου νόμου, καθ’όσον αφορά τις εισφορές υγειονομικής περιθάλψεως των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, περαιτέρω, όμως, και ενόψει του ότι, με την ως άνω απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ορίσθηκε ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως των προαναφερόμενων υπουργικών αποφάσεων δεν θα είχαν αναδρομική ισχύ, αλλά θα ίσχυαν από τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως (4.10.2019), έκρινε ότι καθόσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.5.2019, δεν είχε θιγεί το κύρος των εν λόγω υπουργικών αποφάσεων, έτσι ώστε δεν θεμελιώνεται αξίωση του ενάγοντος προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 του ΕισΝ.Α.Κ., ισούμενη προς το ποσό των εισφορών που, κατά τους ισχυρισμούς του, κατέβαλε μη νομίμως, ούτε, άλλωστε και αντίστοιχη αξίωση βασιζόμενη στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις. Την ορθότητα της πρωτόδικης αποφάσεως ο εκκαλών αμφισβητεί, με την ένδικη έφεση, ζητώντας τη εξαφάνισή της, για τους λόγους που αναφέρει στο οικείο δικόγραφο.
9. Επειδή, με την έφεση, ο εκκαλών προβάλλει ότι η χορήγηση, με τη διάταξη του άρθρου 50 παρ.3 περ.β΄ του π.δ.18/1989 (ΦΕΚ Α 8), όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ.1 του ν.4274/2014 (ΦΕΚ Α 147), στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της δυνατότητος, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αποκλίνει από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της, δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις, στις οποίες ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη, προ του χρόνου ενάρξεως του ακυρωτικού αποτελέσματος της αποφάσεως, ασκήσει το ένδικο βοήθημα, όπως εσφαλμένως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προσθέτοντας, περαιτέρω, ότι διαφορετική εκδοχή έρχεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική αρχή της ισότητος των διαδίκων και παραβιάζει το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, που πηγάζει από το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το άρθρο 26 του Συντάγματος.
10. Επειδή, υπό τα ως άνω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έβδομη (7η) σκέψη σχετικώς με τον αναδρομικό χαρακτήρα του ακυρωτικού αποτελέσματος της 61502/3399/30.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την 2559/1453/02.06.2017 όμοια και της Φ.80000/οικ.60298/1472/ 23.12.2016 αποφάσεως του ίδιου ως άνω Υφυπουργού, για τους ασφαλισμένους, υπόχρεους σε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίοι είχαν ασκήσει ένδικο βοήθημα, αμφισβητώντας τον υπολογισμό τούτων πριν από τη δημοσίευση της 1880/2019 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι με την ως άνω απόφαση δεν εθίγη το κύρος των προαναφερόμενων κανονιστικών πράξεων για το χρονικό διάστημα 1.1.2017 έως 31.5.2019 κι επομένως δεν θεμελιώνεται αποζημιωτική ευθύνη του εναγόμενου, ήδη εφεσιβλήτου, Ν.Π.Δ.Δ. e-Ε.Φ.Κ.Α. και απέρριψε με την αιτιολογία τούτη την αγωγή με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, για τον λόγο τούτον, πρέπει να εξαφανισθεί, κατά παραδοχή της ένδικης εφέσεως, ως βάσιμης κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρατεί και δικάζει την ως άνω αγωγή.
11. Επειδή, όπως αναφέρθηκε, με την 1880/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διατάξεις της παραγράφου 1 των άρθρων 39 και 40 του ν. 4387/2016, που αφορούν στον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών μισθωτών, αυτοπασχολούμενων ή ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών, υπαγόμενων σε ενιαίο φορέα ασφαλίσεως και του αναφερόμενου σε ασφαλιστικές εισφορές υγειονομικής περιθάλψεως άρθρου 41 του ν.4387/2016, κρίθηκε ότι αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητος και ακυρώθηκε η κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 39 εκδοθείσα υπ’αριθμ.61502/3399/30.12.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την 2559/1453/02.06.2017 όμοια, καθώς και η κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 43 παρ. 2 του ν. 4387/2016 εκδοθείσα υπ’αριθμ. Φ.80000/οικ.60298/1472/ 23.12.2016 απόφαση του ίδιου ως άνω Υφυπουργού. Με την ίδια απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 β του άρθρου 50 του π.δ.18/1989 (ΦΕΚ Α 8), όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν.4274/2014 (ΦΕΚ Α 147), ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητος των ανωτέρω διατάξεων επέρχονται από τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής στις 4.10.2019 και ορίσθηκε η ημερομηνία αυτή ως χρόνος ενάρξεως του ακυρωτικού αποτελέσματός της. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά στην έβδομη (7η) σκέψη περί του ότι ο αναδρομικός χαρακτήρας της ακυρώσεως των κανονιστικών αποφάσεων ισχύει για όσους ασφαλισμένους είχαν ασκήσει σχετικό ένδικο βοήθημα μέχρι τον χρόνο δημοσιεύσεως της προαναφερόμενης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας και ενόψει του ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητος των εν λόγω πράξεων εντεύθεν δε και της επιβαρύνσεως με βάση αυτές του ενάγοντος εχώρησε από μέρους του τελευταίου με την ένδικη αγωγή, που ασκήθηκε στις 4.6.2019, ήτοι πριν τη δημοσίευση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το ακυρωτικό αποτέλεσμα των επίμαχων υπουργικών αποφάσεων έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Υπό τα ως άνω δεδομένα και εφόσον, ως προς το ποσό της αποζημιωτικής αξιώσεως, ως αντιστοιχούσας στις επίδικες εισφορές, ύψους …. ευρώ, δεν προβάλλεται καμία αμφισβήτηση εκ μέρους του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., το Δικαστήριο κρίνει ότι θεμελιώνεται ευθύνη του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. προς αποζημίωση του ασφαλισμένου, ισούμενη προς το ποσό των …. ευρώ, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της ένδικης αγωγής, ως βασίμου κατ’ ουσίαν.
12. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να δικασθεί η αγωγή επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου e-Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ….. ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (5.6.2019) και έως την εξόφληση. Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος e-Ε.Φ.Κ.Α. πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του ενάγοντος-εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 275 παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο του Κ.Δ.Δ..
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθμ. 13947/2022 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο).
Δικάζοντας την με αριθμ.καταθ. ΑΓ./4.6.2019 αγωγή.
Δέχεται αυτήν.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-Ε.Φ.Κ.Α.) να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των …….. (…..€), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (5.6.2019) και έως την εξόφληση.
Απαλλάσσει το εναγόμενο-εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-Ε.Φ.Κ.Α.) από τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
H απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίαση στις 2.4.2024, με Γραμματέα την Ανθούλα Γεωργακοπούλου, λόγω κωλύματος της Γραμματέως που συμμετείχε στη συζήτηση.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ