Οι εργοδοτικές εισφορές θα διαμορφωθούν στο 35,66%, από 36,16% που είναι σήμερα, και θα απομένει ένα 0,5 της μονάδας που θα κοπεί στη συνέχεια
«Κλείδωσε» η νέα μείωση των εργοδοτικών εισφορών που προγραμματίζει να εφαρμόσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης σε δύο φάσεις, με την αρχή να γίνεται από το 2025. Η μείωση θα είναι κατά μία μονάδα και θα μοιραστεί σε μισή μονάδα το 2025 και μισή το 2027, αν και υπάρχουν πιέσεις για επίσπευσή της εντός του 2026.
Ετσι, σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, εντός του 2025 οι συνολικές εισφορές θα διαμορφωθούν στο 35,66%, από 36,16% που είναι σήμερα και θα απομένει ένα 0,5 της μονάδας που θα κοπεί στη συνέχεια. Τονίζεται ότι καθεμία ποσοστιαία μονάδα μείωσης αντιστοιχεί σε περίπου 400 εκατ. ευρώ μείωση εσόδων για τον ΕΦΚΑ, η οποία επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες που υλοποιήθηκε κατά την προηγούμενη τετραετία συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση της ανεργίας κατά περισσότερο από περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες από το καλοκαίρι του 2019 μέχρι σήμερα.
Το θέμα επανήλθε μετά την τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφάσισε η κυβέρνηση, με τις εργοδοτικές οργανώσεις να θέτουν εκ νέου το ζήτημα της μεγαλύτερης μείωσης των εργοδοτικών εισφορών.
Το αίτημα των εργοδοτών ενισχύεται από το γεγονός ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού – εκτός από τη βελτίωση του εισοδήματος για 600.000 μισθωτούς που αμείβονται με τα κατώτατα όρια – θα επιφέρει και επιπλέον έσοδα στα ασφαλιστικά ταμεία μέσω των εισφορών που θα αντιστοιχούν στους νέους αυξημένους μισθούς.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης και του ΕΦΚΑ, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού οι ασφαλιστέες αποδοχές αυξάνονται, κατά προσέγγιση, κατά 140 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Τα επιπλέον έσοδα από τους αυξημένους μισθούς υπολογίζονται στα 324,5 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Ευκαιρία
Η αύξηση των εσόδων «ανοίγει ένα επιπλέον παράθυρο ευκαιρίας» για μεγαλύτερη μείωση των εισφορών. Η μείωση κατά 4,4 μονάδες που προηγήθηκε τα προηγούμενα έτη προήλθε από μη ανταποδοτικές εισφορές (κατάρτισης, εργατικής εστίας κ.ά.) και από την εισφορά ανεργίας, ενώ αυτές που έχουν μείνει αλώβητες μέχρι τώρα είναι ο σκληρός πυρήνας των εισφορών για σύνταξη και ασθένεια.
Με τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο τραπέζι, η επικρατέστερη πηγή για τη μείωση των εισφορών κατά μία μονάδα δεν είναι άλλη από τον κλάδο ασθενείας, τουλάχιστον για το πρώτο 0,5% που θα ισχύσει από το 2025. Το άλλο 0,5% για το 2027 ή και νωρίτερα μπορεί να προέλθει πάλι από τον κλάδο ασθενείας. Η εργοδοτική εισφορά ασθενείας, που είναι 4,55%, κατά τα φαινόμενα θα γίνει 4,05% από 1/1/2025 ή και 3,55% αν η μείωση γίνει εμπροσθοβαρώς μέσα στο 2025 ή το 2026. Λίγες πιθανότητες συγκεντρώνει το σενάριο η νέα μείωση να προέλθει ξανά από τις εισφορές ανεργίας, μια και συμμετείχαν ήδη στη μείωση των 4,4 μονάδων κατά 1,85%.
Εκτός συζήτησης είναι να υπάρξει μείωση εισφορών στους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, διότι θα σήμαινε και λιγότερες δαπάνες για τις συντάξεις. Την ίδια ώρα, με ρυθμό πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και της ευρωζώνης, αυξήθηκε στην Ελλάδα το ωριαίο κόστος εργασίας το α’ τρίμηνο του 2024, όπως έδειξαν τα στοιχεία της Eurostat.
Ειδικότερα, η Ελλάδα γνώρισε αύξηση στους μισθούς κατά 7,9% έναντι 5,3% στην ευρωζώνη και 5,8% στην ΕΕ. Συνολικά για το εργασιακό κόστος, συμπεριλαμβάνοντας και τα μη μισθολογικά κόστη όπως οι εισφορές, η Ελλάδα έπιασε ρυθμό αύξησης 9% με την ΕΕ να σημειώνει αύξηση 5,5% και την ευρωζώνη 5,1%.