ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΔΕΕ)
Financijska agencija κατά HANN–INVEST d.o.o. (C‑554/21), MINERAL–SEKULINE d.o.o. (C‑622/21) και UDRUGA KHL MEDVEŠČAK ZAGREB (C‑727/21) της 11.07.2024
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στα κροατικά δευτεροβάθμια δικαστήρια, κάθε απόφαση που εκδίδεται πρέπει να διαβιβάζεται στον δικαστή αρμόδιο για την καταχώριση αποφάσεων του ίδιου δικαστηρίου πριν καταχωρηθεί επισήμως και πριν επιδοθεί στους διαδίκους.
Ο δικαστής για την καταχώριση πρακτικά έχει την εξουσία να αναστέλλει τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης και να δίνει οδηγίες στο δικαστήριο που την εξέδωσε για διόρθωση η αλλαγή της με την αιτιολογία της ενοποίησης της νομολογίας. Η παρέμβασή του και το όνομά του δεν γνωστοποιούνται στους διαδίκους.
Εάν το δικαστήριο δεν συμμορφωθεί με τις οδηγίες του δικαστή καταχώρησης, ο τελευταίος μπορεί να ζητήσει τη σύγκληση σύσκεψης τομέα. Η σύσκεψη αυτή μπορεί να διατυπώσει «νομική θέση» δεσμευτική για το σύνολο των δικαστικών σχηματισμών που ανήκουν στον τομέα. Το δικαστήριο που έχει εκδώσει την απόφαση οφείλει να την τροποποιήσει.
Το ΔΕΕ επελήφθη κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το Εφετείο εμπορικών διαφορών της Κροατίας, ως προς τη συμβατότητά της διαδικασίας αυτής με το δίκαιο της Ε.Ε. και την αρχή του κράτους δικαίου.
Κατά το ΔΕΕ η εγγύηση της πρόσβασης σε ανεξάρτητο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, συνεπάγεται ότι το δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση πρέπει να λαμβάνει αυτό και μόνον την απόφαση που περατώνει τη δίκη. Η σύνθεση των δικαστηρίων πρέπει να υπόκειται σε κανόνες διαφανείς και γνωστούς στους διαδίκους, ώστε να αποκλείεται κάθε αθέμιτη παρεμβολή εκ μέρους προσώπων που δεν είναι οι δικαστές που συμμετείχαν στο δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση και ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.
Σύμφωνα με την Ολομέλεια του ΔΕΕ ο εθνικός δικαστής διαθέτει πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις του.
Σημαντική αναφορά γίνεται από την Ολομέλεια του ΔΕΕ και στο ότι ακόμα και η οργάνωση του δικαστικού συστήματος δεν μπορεί να καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών!
Το ΔΕΕ έκρινε με ρητό τρόπο ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει να προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο εσωτερικός μηχανισμός για τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τον οποίο:
α) η δικαστική απόφαση που εκδίδεται από τον εθνικό δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί μια υπόθεση μπορεί να δημοσιευθεί επισήμως μόνον αν το περιεχόμενο της απόφασης έχει εγκριθεί από αρμόδιο για την καταχώρισή της δικαστή, η από άλλο σχηματισμό.
β) να υφίσταται εξουσία του τομέα του δικαστηρίου (που ανήκει το δικαστήριο που δίκασε) να υποχρεώσει, διά της έκδοσης «νομικής θέσης», το δικαστήριο να μεταβάλει το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης που εξέδωσε, αφού στην εν λόγω διάσκεψη του τομέα, αφού στον τομέα μετέχουν και άλλοι δικαστές πλην των δικαστών που δίκασαν, καθώς και, ενδεχομένως, πρόσωπα εκτός του οικείου δικαστηρίου ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.
ΣΧΟΛΙΟ (Β. ΧΕΙΡΔΑΡΗ)
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΔΕΕ δεσμεύει όλες τις χώρες της Ε.Ε., είναι δε πολύ σημαντική και καθοριστική για την λειτουργία του κράτους δικαίου και την ανεξαρτησία των δικαστών, η οποία (ανεξαρτησία) συνιστά πυλώνα της στήριξης του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας.
Το ΔΕΕ με την απόφασή του ερμηνεύοντας την νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποφαίνεται ότι απαγορεύεται και δεν δίνεται κανένα απολύτως δικαίωμα σε οποιονδήποτε δικαστή ανώτερο, ισόβαθμο ή κατώτερο ή και τρίτο, ακόμα και με θεσμοθετημένη ή μη ιδιότητα ή εξουσία, να παρεμβαίνει, να υποδεικνύει και να συμμετέχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην έκδοση δικαιοδοτικής κρίσης του φυσικού δικαστή, αυτού δηλαδή που είναι δικονομικά αρμόδιος και δίκασε την υπόθεση.
Ο δικαστής που δίκασε διαθέτει θεσμικά από το νομικό σύστημα της Ε.Ε., της ΕΣΔΑ αλλά και του ΔΣΑΠΔ και τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης την πλήρη αυτονομία και ανεξαρτησία, χωρίς εντολές, διαταγές, οδηγίες, υποδείξεις, εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις να εκδώσει και δημοσιεύσει την απόφασή του. Η απόφαση του δικάσαντος δικαστή συνιστά την έκφραση ενός απόλυτου δικαιώματος, αυτού της δικαστικής κρίσης του, που δεν επιδέχεται καμία παρέμβαση οποιασδήποτε μορφής και από οιονδήποτε, όποιο αξίωμα ή θέση κατέχει. Ο δικαστής στη κρίση του είναι ο απόλυτος «άρχων», ο οποίος ελέγχεται αποκλειστικά και μόνον δικονομικά μέσω των νομίμως θεσμοθετημένων ενδίκων μέσων. Είναι δε τέτοιας έκτασης η ανεξαρτησία του δικαστή που για την κρίση του δεν υπόκειται ούτε καν σε πειθαρχικό έλεγχο και τούτο γιατί με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να ελεγχθεί και να περιοριστεί η απολύτως ανεξάρτητη δικαστική κρίση του (πλην βεβαίως εάν συντρέχουν περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας).
Η απόφαση της Ολομελείας εκδόθηκε σε κρίσιμη συγκυρία και για τη χώρα μας. Θεωρεί απαγορευμένη και θεσμικά απαράδεκτη ακόμα και την επιχείρηση επηρεασμού ή οδηγιών από δικαστή του ιδίου δικαστηρίου για την ενοποίηση της εθνικής νομολογίας και την μη απόκλιση από την πάγια εγχώρια νομολογία. Πολύ δε περισσότερο δεν επιτρέπονται τέτοιες παρεμβάσεις από ανώτερους δικαστές. Ουσιαστικά με την απόφαση αυτή αποκλείεται κάθε παρέμβαση στο εθνικό δικαστήριο που δικάζει μια υπόθεση από οποιονδήποτε και αν προέρχεται και για οποιονδήποτε λόγο. Συγκεκριμενοποιείται δε και εξειδικεύεται η παρέμβαση των δικαστών στους δικαστές.
Κατά την άποψή μας η πλήρης απαγόρευση της παρέμβασης, όπως την οριοθετεί η Ολομέλεια του ΔΕΕ στην απόφασή της αυτή, περιλαμβάνει ακόμα και την καλόπιστη κριτική ανωτέρων προς κατωτέρους δικαστές, εφόσον αφορά στη δικαστική κρίση του κρινόμενου φυσικού δικαστή. Μια τέτοια κριτική από αυτόν που διαθέτει εξουσία στην προαγωγή και επαγγελματική καριέρα του κρινομένου μπορεί να έχει διαφορετικές αναγνώσεις και να δημιουργεί θέματα ανεξαρτησίας του τελευταίου.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΕ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)[1]
«….49 Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
50 Κατά πάγια νομολογία, η ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές. Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 121].
51 Η δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, είναι παρεμφερής προς την έννοια της «αμεροληψίας» και συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 122].
52 Οι εγγυήσεις αυτές περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οικείου οργάνου, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων [πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 123].
53 Συναφώς, επιβάλλεται οι δικαστές να προφυλάσσονται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους. Οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το καθεστώς των δικαστών και την άσκηση του λειτουργήματός τους πρέπει, ειδικότερα, να καθιστούν δυνατό να αποκλεισθεί όχι μόνον οποιαδήποτε άμεση άσκηση επιρροής, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και πιο έμμεσες μορφές ασκήσεως επιρροής δυνάμενες να κατευθύνουν τις αποφάσεις των οικείων δικαστών, και, ως εκ τούτου, να αποκλείουν το ενδεχόμενο να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
54 Μολονότι η «εξωτερική» πτυχή της ανεξαρτησίας αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης ων εξουσιών που χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, εντούτοις η πτυχή αυτή πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά επίσης την προστασία των δικαστών από αθέμιτη επιρροή προερχόμενη από το εσωτερικό του οικείου δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Δεκεμβρίου 2009, Parlov-Tkalčić κατά Κροατίας, CE:ECHR:2009:1222JUD002481006 § 86).
55 Κατά δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των άρρηκτων δεσμών που υφίστανται μεταξύ των εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών καθώς και της πρόσβασης σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως [πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Krajowa Rada Sądownictwa (Παραμονή δικαστή σε ενεργό υπηρεσία), C‑718/21, EU:C:2023:1015, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαιτεί επίσης την ύπαρξη δικαστηρίου «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως». Η φράση αυτή, η οποία απηχεί, μεταξύ άλλων, την αρχή του κράτους δικαίου, αφορά όχι μόνον τη νομική βάση της ίδιας της υπάρξεως του οικείου δικαστηρίου, αλλά και τη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού σε κάθε υπόθεση [πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 73, καθώς και της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 73]. Η αρχή αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση λαμβάνει μόνος του την απόφαση που περατώνει τη δίκη.
56 Με τη χρήση της φράσης «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως» επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αφεθεί η οργάνωση του δικαστικού συστήματος στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας και να διασφαλισθεί ότι ο τομέας αυτός θα διέπεται από νόμο. Επιπλέον, σε χώρες όπου το δίκαιο αποτυπώνεται σε κώδικες, η οργάνωση του δικαστικού συστήματος δεν μπορεί να καταλείπεται ούτε στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών, στοιχείο το οποίο δεν αποκλείει, πάντως, την αναγνώριση σε αυτές ορισμένης εξουσίας ερμηνείας της σχετικής εθνικής νομοθεσίας [πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 168 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
57 Ένα «δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα» χαρακτηρίζεται από τον δικαιοδοτικό του ρόλο, ήτοι την επίλυση, βάσει κανόνων δικαίου και κατόπιν οργανωμένης διαδικασίας, κάθε ζητήματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Επομένως, πέραν της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των μελών του, οφείλει να πληροί και άλλες προϋποθέσεις, ειδικότερα δε την προϋπόθεση που αφορά τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει η διαδικασία που ακολουθείται ενώπιόν του (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου, CE:ECHR:2000:0622JUD003249296 § 99).
58 Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, κατά τρίτον, η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και για αποτελεσματική δικαστική προστασία [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Επανεξέταση M κατά EMEA, C‑197/09 RX-II, EU:C:2009:804, σκέψη 59· της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 61· της 29ης Απριλίου 2021, Bank BPH, C‑19/20, EU:C:2021:341, σκέψη 92, καθώς και της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής), C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 46]. Η αρχή αυτή επιτάσσει, μεταξύ άλλων, να μπορούν οι διάδικοι να συζητήσουν κατ’ αντιμωλία επί του συνόλου των πραγματικών και νομικών στοιχείων που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας (αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 56, καθώς και της 17ης Δεκεμβρίου 2009, Επανεξέταση M κατά EMEA, C‑197/09 RX-II, EU:C:2009:804, σκέψη 41).
59 Επομένως, οι απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 47 έως 58 της παρούσας απόφασης προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη διαφανών και γνωστών στους πολίτες κανόνων σχετικών με τη σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών και ικανών να αποκλείσουν κάθε αθέμιτη παρέμβαση, στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με συγκεκριμένη υπόθεση, εκ μέρους προσώπων τα οποία βρίσκονται εκτός του δικαστικού σχηματισμού που είναι αρμόδιος για την υπόθεση αυτή και ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.
60 Μολονότι, βεβαίως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εφαρμόσει το σύνολο των αρχών που μόλις υπομνήσθηκαν, εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα μπορούσαν να του είναι χρήσιμα για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
61 Όσον αφορά την επίμαχη στις κύριες δίκες παρέμβαση του αρμόδιου δικαστή για την καταχώριση, από τις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το άρθρο 177, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας των δικαστηρίων δεν προβλέπει ότι ο δικαστής αυτός είναι αρμόδιος να ελέγχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο δικαστικής απόφασης και να εμποδίζει την επίσημη έκδοση και επίδοσή της στους διαδίκους, εφόσον δεν συμφωνεί με το περιεχόμενό της.
62 Από τις δικογραφίες αυτές προκύπτει επίσης ότι τέτοια αρμοδιότητα δεν προβλέπεται ούτε στον νόμο περί οργανώσεως των δικαστηρίων, ειδικότερα στο άρθρο 40, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, το οποίο αφορά τον δεσμευτικό χαρακτήρα των «νομικών θέσεων» των συσκέψεων τομέα.
63 Εν τούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και όπως καταδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν τις τρεις υποθέσεις των κύριων δικών, οι διατάξεις αυτές φαίνεται, στην πράξη, να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε ο ρόλος του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή να υπερβαίνει τη λειτουργία της καταχώρισης.
64 Πράγματι, μολονότι ο δικαστής αυτός δεν μπορεί να αντικαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση του δικαστικού σχηματισμού στον οποίο έχει ανατεθεί η οικεία υπόθεση, μπορεί, εν τοις πράγμασι, να εμποδίσει την καταχώριση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης και, ως εκ τούτου, να παρακωλύσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων και την κοινοποίηση της απόφασης αυτής στους διαδίκους, αναπέμποντας την υπόθεση στον δικαστικό αυτό σχηματισμό με σκοπό την επανεξέταση της εν λόγω απόφασης υπό το πρίσμα των νομικών παρατηρήσεων του εν λόγω δικαστή και, σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται διαφωνία με τον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό, καλώντας τον πρόεδρο του οικείου τομέα να συγκαλέσει σύσκεψη τομέα προκειμένου αυτή να διατυπώσει «νομική θέση» η οποία θα είναι δεσμευτική, μεταξύ άλλων, για τον ίδιο δικαστικό σχηματισμό.
65 Μια τέτοια πρακτική έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η παρέμβαση του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή στην οικεία υπόθεση, η παρέμβαση δε αυτή μπορεί να οδηγήσει στον εκ μέρους του εν λόγω δικαστή επηρεασμό της οριστικής λύσης που θα υιοθετηθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση.
66 Ωστόσο, πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 61 και 62 της παρούσας απόφασης, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν φαίνεται να προβλέπει τέτοιου είδους παρέμβαση του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή.
67 Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή λαμβάνει χώρα αφού ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η οικεία υπόθεση εκδώσει, κατόπιν των διασκέψεών του, τη δικαστική του απόφαση, τούτο δε μολονότι ο δικαστής αυτός δεν ανήκει στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό και, ως εκ τούτου, δεν έχει μετάσχει στα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της εν λόγω απόφασης. Επομένως, ο εν λόγω δικαστής μπορεί να ασκήσει την επιρροή του στο περιεχόμενο δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται από δικαστικούς σχηματισμούς στους οποίους δεν ανήκει.
68 Τρίτον, η εξουσία παρέμβασης του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή δεν φαίνεται ούτε καν να οριοθετείται από σαφώς διατυπωμένα αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία να απηχούν ειδικό δικαιολογητικό λόγο και να είναι ικανά να αποτρέψουν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Συνακόλουθα, στη διαφορά της κύριας δίκης από την οποία ανέκυψε η υπόθεση C‑554/21, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής διαπίστωσε ότι η δικαστική απόφαση που του είχε υποβληθεί ήταν συνεπής με άλλη προγενέστερη απόφαση, αλλά όχι με δύο άλλες προγενέστερες αποφάσεις, και προέκρινε τη μία από τις δύο αποκλίνουσες νομικές λύσεις. Στη διαφορά της κύριας δίκης από την οποία ανέκυψε η υπόθεση C‑622/21, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής δικαιολόγησε την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον του οικείου δικαστικού σχηματισμού επικαλούμενος την ύπαρξη αποφάσεων οι οποίες, μετά την έκδοση της επίμαχης στην κύρια δίκη απόφασης στην υπόθεση αυτή, προέκριναν την αντίθετη άποψη. Στη διαφορά της κύριας δίκης από την οποία ανέκυψε η υπόθεση C‑727/21, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής, για τον λόγο ότι δεν συμμεριζόταν τη νομική άποψη που διατυπώθηκε με την επίμαχη στην κύρια δίκη απόφαση, ανέπεμψε την υπόθεση, χωρίς να μνημονεύσει οποιαδήποτε προηγούμενη απόφαση, στον οικείο δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος είχε εντούτοις αναφερθεί, με τη δική του απόφαση, σε προγενέστερη απόφαση που είχε υιοθετήσει παρόμοια λύση.
69 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, μια πρακτική όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία η δικαστική απόφαση που έχει εκδώσει ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί οριστικώς εκδοθείσα και να αποσταλεί στους διαδίκους μόνον εφόσον το περιεχόμενό της έχει εγκριθεί από αρμόδιο για την καταχώριση δικαστή ο οποίος δεν αποτελεί μέλος του δικαστικού αυτού σχηματισμού δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις οι οποίες είναι εγγενείς στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
70 Όσον αφορά την παρέμβαση σύσκεψης τομέα όπως η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης, από το γράμμα του άρθρου 40, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων προκύπτει ότι μπορεί να συγκληθεί σύσκεψη τομέα ή δικαστών ενός δικαστηρίου όταν, μεταξύ άλλων, υφίστανται ερμηνευτικές διαφορές μεταξύ τομέων, τμημάτων, ή δικαστών του δικαστηρίου αυτού επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή του νόμου και ότι, στη συνέχεια, η σύσκεψη αυτή διατυπώνει «νομική θέση» η οποία δεσμεύει το σύνολο των τμημάτων ή δικαστών του εν λόγω τομέα ή δικαστηρίου.
71 Επιπλέον, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι μια τέτοια σύσκεψη τομέα μπορεί να συγκαλείται από πρόεδρο τομέα κατόπιν αιτήσεως του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή όταν ο τελευταίος δεν συναινεί στην καταχώριση της δικαστικής απόφασης που του έχει διαβιβαστεί από τον δικαστικό σχηματισμό που είναι αρμόδιος για την οικεία υπόθεση, τουλάχιστον όταν ο δικαστικός αυτός σχηματισμός προτίθεται να εμμείνει στην απόφασή του αφού έχει προβεί στην επανεξέταση της απόφασης την οποία απαίτησε ο εν λόγω δικαστής.
72 Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις αυτές, στην εν λόγω σύσκεψη μπορούν να μετάσχουν όλοι οι δικαστές του οικείου τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δικαστών της έδρας στη συγκεκριμένη υπόθεση και του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν, όπως προκύπτει από τη δικογραφία της υπόθεσης C‑727/21, ο δικαστής ή οι δικαστές του οικείου δικαστικού σχηματισμού φαίνεται να μετείχαν στην επίμαχη σύσκεψη τομέα, η πλειοψηφία των δικαστών που μετείχαν στην εν λόγω σύσκεψη τομέα είναι άλλοι δικαστές, μέλη του οικείου δικαστηρίου, οι οποίοι όμως δεν ανήκουν στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό. Επιπλέον, κατά το άρθρο 40, παράγραφος 3, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, «καθηγητές της νομικής σχολής, εξέχοντες επιστήμονες ή ειδικοί σε συγκεκριμένο τομέα του δικαίου», οι οποίοι είναι προσωπικότητες εκτός του οικείου δικαστηρίου, μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μετέχουν σε τέτοια σύσκεψη τομέα και, επομένως, σε ένδικη διαδικασία.
73 Από τις εν λόγω διευκρινίσεις προκύπτει επίσης ότι δεν εναπόκειται στη σύσκεψη τομέα να αποφανθεί οριστικά επί της υπόθεσης που οδήγησε στην υποβολή του ζητήματος στην κρίση της ή να προτείνει συγκεκριμένη λύση στην υπόθεση αυτή. Εντούτοις, ακόμη και αν η «νομική θέση» της εν λόγω σύσκεψης τομέα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο περισσότερο ή λιγότερο αφηρημένο και είναι δεσμευτική για όλους τους δικαστές, η εν λόγω σύσκεψη, προκειμένου να διατυπώσει τη νομική αυτή θέση, ερμηνεύει το δίκαιο υπό το πρίσμα συγκεκριμένων περιπτώσεων.
74 Κατά το άρθρο 40, παράγραφος 2, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, η «νομική θέση» που διατυπώνει σύσκεψη τομέα είναι δεσμευτική, μεταξύ άλλων, για τον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε τη δικαστική απόφαση στην υπόθεση που οδήγησε στην υποβολή του ζητήματος στην κρίση της σύσκεψης, αν η απόφαση αυτή δεν έχει ακόμη καταχωρισθεί ή αποσταλεί. Πράγματι, ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής, ο οποίος, στην πράξη, έχει ως αποστολή να μεριμνά για την τήρηση των «νομικών θέσεων» που υιοθετούνται από την οικεία σύσκεψη τομέα, θα μπορεί, συνακόλουθα, να αρνηθεί την καταχώριση της «νέας» δικαστικής απόφασης του ως άνω δικαστικού σχηματισμού, αν αυτή αποκλίνει από την εν λόγω «νομική θέση».
75 Χάρη στην παρέμβαση της σύσκεψης τομέα καθίσταται εκ των πραγμάτων εφικτό σε ένα σύνολο δικαστών που μετέχουν στην εν λόγω σύσκεψη τομέα να παρέμβουν στην οριστική επίλυση υπόθεσης η οποία έχει προηγουμένως τεθεί υπό διάσκεψη και κριθεί από τον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό, χωρίς όμως η σχετική απόφαση να έχει ακόμη καταχωριστεί και αποσταλεί.
76 Πράγματι, η προοπτική να υποβληθεί η δικαστική απόφαση του δικαστικού αυτού σχηματισμού, σε περίπτωση που ο τελευταίος εμμείνει σε νομική άποψη αντίθετη προς εκείνη του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή, στον έλεγχο σύσκεψης τομέα, καθώς και η υποχρέωση του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού να συμμορφωθεί, παρά το γεγονός ότι οι διασκέψεις του έχουν ήδη ολοκληρωθεί, προς τη «νομική θέση» που έχει ενδεχομένως καθοριστεί από την εν λόγω σύσκεψη τομέα, μπορούν να επηρεάσουν το τελικό περιεχόμενο της συγκεκριμένης απόφασης.
77 Πλην όμως, πρώτον, δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εξουσία παρέμβασης της σύσκεψης τομέα οριοθετείται επαρκώς από αντικειμενικά κριτήρια εφαρμοζόμενα ως τέτοια. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 40, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων προβλέπει, βεβαίως, τη σύγκληση σύσκεψης τομέα «όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχουν ερμηνευτικές διαφορές μεταξύ τομέων, τμημάτων ή δικαστών επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή του νόμου ή όταν τμήμα ή δικαστής του τομέα αποκλίνει από τη νομική θέση που έγινε προηγουμένως δεκτή», από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑727/21 προκύπτει ότι η οικεία σύσκεψη τομέα συγκλήθηκε απλώς και μόνο για τον λόγο ότι ο αρμόδιος για την καταχώριση δικαστής δεν συμμεριζόταν τη νομική άποψη του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, χωρίς καν να έχει γίνει μνεία οποιασδήποτε απόφασης η οποία να αποτυπώνει απόκλιση της άποψης αυτής σε σχέση με προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις.
78 Δεύτερον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο στην υπόθεση C‑727/21 φαίνεται να προκύπτει ότι, όπως και η παρέμβαση του αρμόδιου για την καταχώριση δικαστή, η σύγκληση σύσκεψης τομέα και η εκ μέρους της σύσκεψης έκδοση «νομικής θέσης» δεσμευτικής, μεταξύ άλλων, για τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση αυτή δεν γνωστοποιούνται στους διαδίκους σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο. Επομένως, οι εν λόγω διάδικοι δεν φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικονομικά δικαιώματά τους ενώπιον μιας τέτοιας σύσκεψης τομέα.
79 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει σε σύσκεψη τομέα εθνικού δικαστηρίου να υποχρεώσει, διά της έκδοσης «νομικής θέσης», τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση να μεταβάλει το περιεχόμενο της προηγουμένως εκδοθείσας από αυτόν δικαστικής απόφασης, ενώ στην εν λόγω σύσκεψη τομέα μετέχουν και άλλοι δικαστές πλην των δικαστών του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού, καθώς και, ενδεχομένως, πρόσωπα εκτός του οικείου δικαστηρίου ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους, δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις οι οποίες είναι εγγενείς στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
80 Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, προκειμένου να αποφευχθούν ή να αρθούν οι αποκλίσεις στη νομολογία και να διασφαλιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η εγγενής στην αρχή του κράτους δικαίου ασφάλεια δικαίου, ένας δικονομικός μηχανισμός ο οποίος επιτρέπει σε δικαστή εθνικού δικαστηρίου που δεν μετέχει στον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό να παραπέμπει υπόθεση ενώπιον σχηματισμού διευρυμένης σύνθεσης του δικαστηρίου αυτού δεν αντιβαίνει στις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, υπό τον όρο ότι η υπόθεση δεν έχει ακόμη τεθεί υπό διάσκεψη από τον αρχικώς ορισθέντα δικαστικό σχηματισμό, ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί τέτοια παραπομπή καθορίζονται σαφώς στην εφαρμοστέα νομοθεσία και ότι η εν λόγω παραπομπή δεν στερεί από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία ενώπιον του εν λόγω διευρυμένης σύνθεσης σχηματισμού. Επιπλέον, ο αρχικώς ορισθείς δικαστικός σχηματισμός μπορεί πάντοτε να αποφασίσει την παραπομπή αυτή.
81 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει να προβλέπει το εθνικό δίκαιο εσωτερικό μηχανισμό εθνικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον οποίο:
– η δικαστική απόφαση που εκδίδει ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί μια υπόθεση μπορεί να αποσταλεί στους διαδίκους προκειμένου να περατωθεί η υπόθεση μόνον αν το περιεχόμενο της απόφασης έχει εγκριθεί από αρμόδιο για την καταχώρισή της δικαστή ο οποίος δεν αποτελεί μέλος του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού·
– σύσκεψη τομέα του δικαστηρίου αυτού έχει την εξουσία να υποχρεώσει, διά της έκδοσης «νομικής θέσης», τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση να μεταβάλει το περιεχόμενο της προηγουμένως εκδοθείσας από αυτόν δικαστικής απόφασης, ενώ στην εν λόγω σύσκεψη τομέα μετέχουν και άλλοι δικαστές πλην των δικαστών του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού, καθώς και, ενδεχομένως, πρόσωπα εκτός του οικείου δικαστηρίου ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους ά πάγια νομολογία, η ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές. Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 121]…».
[1] Παρατίθεται κείμενο από την ίδια την απόφαση του ΔΕΕ, όπως αυτή έχει δημοσιευθεί στον επίσημο ιστότοπο του Δικαστηρίου.