Εργατικό δικαστήριο της Γερμανίας φέρνει στο ΔΕΕ το ζήτημα της εφαρμογής του ΓΚΠΔ από τα δικαστήρια, όταν τα αποδεικτικά μέσα έχουν συλλεγεί παράνομα
Το ανώτατο περιφερειακό δικαστήριο εργατικών διαφορών της Κάτω Σαξονίας εξετάζει υπόθεση στην οποία ο ενάγων εργοδότης ζητά την επιδίκαση αποζημίωσης ύψους 46.000 ευρώ από έναν υπάλληλό του, ο οποίος αποχώρησε από την εταιρεία. Ο ενάγων ισχυρίζεται πως ο εναγόμενος πούλησε σε τρίτους αντικείμενα που αποτελούν περιουσία της εταιρείας, χωρίς εξουσιοδότηση και παρακρατώντας τα έσοδα της πώλησης.
Ο ενάγων στηρίζει τους ισχυρισμούς του ως προς τις πράξεις πώλησης στην πρόσβαση που απέκτησε στον προσωπικό λογαριασμό του εναγόμενου στο eBay, η οποία έγινε χωρίς τη γνώση ή τη συναίνεσή του τελευταίου. Ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγων απέκτησε γνώση του user ID και του password του εναγόμενου αποτελεί στοιχείο της αντιδικίας των μερών.
Το 8ο Τμήμα του ανωτάτου περιφερειακού δικαστηρίου εργατικών διαφορών της Κάτω Σαξονίας παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποβάλλοντας αίτηση προδικαστικής απόφασης. Το ΔΕΕ με τις αποφάσεις του C-245/20 (Autoriteit Persoonsgegevens, σκ. 251) και C-268/21 (Norra Stockholm Bygg, σκ. 262) έχει καταστήσει σαφές πως οι δραστηριότητες των δικαστικών αρχών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, στον βαθμό που αυτές σχετίζονται με επεξεργασία δεδομένων.
Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ανάγκη διευκρίνισης του κατά πόσον οι διατάξεις του γερμανικού αστικού δικονομικού δικαίου πολιτικής δικονομίας είναι αρκούντως ειδικές, ήτοι χαρακτηρίζονται από την απαιτούμενη κανονιστική πληρότητα έτσι ώστε να πληρούν τις απαιτήσεις του ΓΚΠΔ.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο ερωτάται ως προς το ποιοι από τους κανόνες του ΓΚΠΔ τυγχάνουν εφαρμογής στις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων από τα δικαστήρια και ποιες αρχές επεξεργασίας πρέπει να τηρούνται από αυτά. Πέραν της εξεταζόμενης υπόθεσης, η απάντηση του Δικαστηρίου μπορεί να φανεί χρήσιμη σε όλες τις υποθέσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν αυτά καλούνται να κρίνουν κατά πόσον και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να αξιοποιήσουν νόμιμα πληροφορίες και στοιχεία που εισφέρονται από διάδικο και τα οποία έχουν αποκτηθεί παράνομα.
Η προδικαστική υπόθεση έχει λάβει αριθμό C-484/24.
Από το δελτίο τύπου του αιτούντος δικαστηρίου
- 1.25. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, το οποίο συνοψίζεται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679 προβλέπει ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται σε κάθε «εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης», χωρίς να διακρίνει ανάλογα με τον οικείο φορέα επεξεργασίας των δεδομένων. Επομένως, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο του 2, παράγραφοι 2 και 3, ο κανονισμός 2016/679 εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που διενεργούνται τόσο από τους ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική του σκέψη 20, των δικαστικών αρχών, όπως είναι τα δικαστήρια.
- 2.26. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην, «εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης», χωρίς να διακρίνει με βάση την ταυτότητα του προσώπου που προβαίνει στην οικεία επεξεργασία. Επομένως, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, ο ΓΚΠΔ εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που εκτελούνται τόσο από ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 αυτού, των δραστηριοτήτων των δικαστικών αρχών, όπως είναι τα δικαστήρια (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, Autoriteit Persoonsgegevens, C‑245/20, EU:C:2022:216, σκέψη 25).