ΣτΕ Δ΄ 1129/2024
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδρος
Η έκδοση αποφάσεως για έκδοση αλλοδαπού δεν προϋποθέτει «τελεσιδικία» της αποφάσεως επί αιτήματος διεθνούς προστασίας, αλλά η εκτέλεσή της αναστέλλεται αυτοδικαίως έως την «τελεσιδικία» αυτή – Οι σχετικές ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, το δίκαιο της Ε.Ε. και το διεθνές δίκαιο
Ι. Με την αίτηση ακυρώσεως του Υ., υπηκόου Τουρκίας, ζητήθηκε η ακύρωση αποφάσεως του Υφυπουργού Δικαιοσύνης για την έκδοση του αιτούντος στην Τουρκία.
ΙΙ. Από τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32 «σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας» και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 9, 31 και 46, σε συνδυασμό προς την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, προκύπτει ότι οι αιτούντες διεθνή προστασία έχουν κατ’ αρχάς δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος που εξετάζει την αίτησή τους, εωσότου η αρμόδια αρχή αποφανθεί κατά τη διοικητική «διαδικασία σε πρώτο βαθμό» του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας επί της αιτήσεως αυτής. Περαιτέρω, συμφώνως προς όσα ορίζει και το άρθρο 47 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν στους αιτούντες διεθνή προστασία δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο έχει χαρακτήρα δικαστηρίου και εξετάζει την υπόθεση πλήρως και ex nunc τόσο κατά νόμο, όσο και κατ’ ουσίαν. Χάριν της αποτελεσματικής ασκήσεως του διαδικαστικού αυτού δικαιώματος, με το άρθρο 46 παρ. 5 της οδηγίας 2013/32 προβλέπεται ότι η παραμονή των αιτούντων στο έδαφος της χώρας που εξετάζει το αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας επεκτείνεται έως τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση της ως άνω προσφυγής και, εφ’ όσον αυτή ασκηθεί, έως την έκδοση αποφάσεως από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο. Η απόφαση του οργάνου αυτού αποτελεί, κατά τον ορισμό του άρθρου 2 περ. ε της οδηγίας 2013/32, την «τελεσίδικη» απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Τα κράτη μέλη ωστόσο δύνανται να εισάγουν εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος διεθνή προστασία σε ορισμένες περιπτώσεις. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις περιλαμβάνεται και η έκδοση του αλλοδαπού σε τρίτη χώρα, εκτός δηλαδή της χώρας έναντι της οποίας ζητείται η διεθνής προστασία, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές της εκδίδουσας χώρας πείθονται περί του ότι η εν λόγω έκδοση δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση του αιτούντος κατά παράβαση των σχετικών διεθνών και ενωσιακών κανόνων.
ΙΙΙ. Ο νομοθέτης θέσπισε, κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2013/32 στο εσωτερικό δίκαιο, σειρά ρυθμίσεων προς κατοχύρωση του κατά το άρθρο 46 παρ. 5 της οδηγίας δικαιώματος του αιτούντος διεθνή προστασία να παραμείνει στην ελληνική επικράτεια έως την έκβαση της προσφυγής του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής προσφυγών. Με τις ρυθμίσεις αυτές προβλέφθηκε παγίως ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της ανωτέρω προσφυγής και μέχρι την επίδοση της αποφάσεως επ’ αυτής στον προσφεύγοντα αναστέλλεται αυτοδικαίως κάθε μέτρο απελάσεως, επανεισδοχής ή επιστροφής του αιτούντος στη χώρα έναντι της οποίας ζητείται η παροχή διεθνούς προστασίας. Για τη θωράκιση του δικαιώματος αυτού και στην ειδικότερη περίπτωση επιστροφής, η οποία προκύπτει από απόφαση εκδόσεως του αιτούντος στο κράτος έναντι του οποίου ζητείται η διεθνής προστασία, θεσπίσθηκε, επίσης με πάγιο τρόπο, ο κανόνας ότι «κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αίτησής του, εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος». Ως «τελεσίδικη», εξ άλλου, απόφαση επί του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας οι διατάξεις μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του ορισμού της «τελεσίδικης» αποφάσεως κατά τις ενωσιακές οδηγίες όρισαν, αρχικώς, την απόφαση (διοικητική πράξη) που αναγνωρίζει ή όχι δικαίωμα διεθνούς προστασίας, εφ’ όσον η απόφαση αυτή δεν υπόκειται πλέον σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Με τις επακολουθήσασες, ωστόσο, ρυθμίσεις (μεταξύ άλλων και του ισχύοντος ήδη άρθρου 1 περ. κγ του Κώδικα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4939/2022) η «τελεσιδικία» της αποφάσεως επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ορίσθηκε κατά τρόπο διαφορετικό, ώστε να εναρμονισθεί η εθνική ρύθμιση για τον ορισμό της «τελεσίδικης αποφάσεως» προς τον ορισμό του άρθρου 2 παρ. ε της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό προς το άρθρο 46 αυτής. Η εναρμόνιση αυτή επήλθε με την εξάρτηση της «τελεσιδικίας» της αποφάσεως για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας όχι από την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου και από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού, αλλά από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της οικείας Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών και από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής αυτής· από την ολοκλήρωση, δηλαδή, μιας διαδικασίας προσφυγής, η οποία ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32 σε ό,τι αφορά το χαρακτηρισμό της προβλεπόμενης προσφυγής ως «πραγματικής» και του οργάνου που την εξετάζει ως «δικαστηρίου».
IV. Η διαμόρφωση της νεότερης νομοθετικής ρυθμίσεως ως προς τον ορισμό της «τελεσιδικίας» της αποφάσεως επί του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32 ούτε του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο, ειδικότερα, για τους εξής λόγους: Ι) Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, των οποίων οι αποφάσεις ορίζονται ως «τελεσίδικες», (α) ιδρύονται με νόμο και συγκροτούνται αποκλειστικώς από διοικητικούς δικαστές· (β) αποφαίνονται κατ’ εφαρμογήν των κανόνων δικαίου που ισχύουν για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας· (γ) η ενώπιόν τους διαδικασία διεξάγεται κατ’ αντιμωλία· (δ) οι αποφάσεις τους είναι δεσμευτικές τόσο για τον αιτούντα, όσο και για τη Διοίκηση. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι εν λόγω Επιτροπές αποτελούν όργανα δικαιοδοτικού χαρακτήρα, τα οποία πληρούν την έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό και με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ. Η ασκούμενη, εξ άλλου, ενώπιον των Επιτροπών αυτών προσφυγή συνεπάγεται εξέταση της υποθέσεως πλήρως και εξ υπαρχής, κατά νόμο και κατ’ ουσίαν. Τα ανωτέρω δεδομένα ελήφθησαν υπ’ όψη από το νομοθέτη και αποτέλεσαν τη βάση για τη θέσπιση του νεότερου ορισμού της «τελεσιδικίας» της αποφάσεως επί της αιτήσεως για χορήγηση διεθνούς προστασίας. ΙΙ) Οι διατάξεις της οδηγίας 2013/32 κατοχυρώνουν σε έναν αιτούντα διεθνή προστασία το δικαίωμα να αμυνθεί έναντι της αποφάσεως της διοικητικής αρχής που απορρίπτει το αίτημά του· η κατοχύρωση, όμως, αυτού του δικαιώματος από την οδηγία 2013/32 αφορά στην ύπαρξη μιας προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου σε πρώτο βαθμό, η οποία πρέπει να πληροί τους εκτεθέντες όρους, να αποτελεί δηλαδή «πραγματική» προσφυγή κατά το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32. Αντιθέτως, ουδεμία από τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν στους αιτούντες, των οποίων η ως άνω προσφυγή απορρίφθηκε από το οικείο δικαιοδοτικό όργανο προσφυγής, τη δυνατότητα να προσβάλουν περαιτέρω δικαστικώς την εκδοθείσα απόφαση ούτε, πολλώ μάλλον, να προσδίδουν στα προβλεπόμενα από το εσωτερικό δίκαιο ένδικα βοηθήματα ή μέσα αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα. Επίσης, σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις περί επιστροφής αιτούντος διεθνή προστασία (στις οποίες συγκαταλέγεται και η απόφαση περί εκδόσεως) στη χώρα καταγωγής του, η προστασία, την οποία συνεπάγονται για τον αιτούντα το ως άνω δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και η αρχή της μη επαναπροωθήσεως, πρέπει να διασφαλίζεται με την αναγνώριση αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος ως προς κάθε μέτρο επιστροφής που λαμβάνεται σε βάρος του αιτούντος ενόσω διαρκεί η προθεσμία ή εκκρεμεί η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής του κατά της απορρίψεως του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Απόκειται, ωστόσο, στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της (πραγματικής) προσφυγής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκησή της και, εφ’ όσον ασκηθεί, μέχρι και την έκδοση σχετικής αποφάσεως, χωρίς πάντως να κωλύεται η έκδοση, αυτή καθ’ εαυτήν, αποφάσεως που διατάσσει την επιστροφή του αιτούντος, παρά μόνο η εκτέλεσή της για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναστολή κάθε σχετικού μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 5 της οδηγίας 2013/32 και τις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας. ΙΙΙ) Ο ισχύων νομοθετικός ορισμός της «τελεσιδικίας» της αποφάσεως που αναγνωρίζει ή όχι την ιδιότητα του πρόσφυγα, ο οποίος συνδέει τη συνέπεια αυτή («τελεσιδικία») με την απόφαση της οικείας Ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Η κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη κατοχύρωση του δικαιώματος έννομης προστασίας περιλαμβάνει μεν το δικαίωμα κάθε θιγόμενου προσώπου στην παροχή όχι μόνο οριστικής, αλλά και προσωρινής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, εξασφαλίζοντας και στον αλλοδαπό του οποίου η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε με «τελεσίδικη», υπό την εκτεθείσα έννοια, απόφαση της οικείας Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών τη δυνατότητα να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο προσωρινή δικαστική προστασία (αναστολή εκτελέσεως)· η κατοχύρωση, ωστόσο, του δικαιώματος αυτού δεν φθάνει έως και το σημείο να επιβάλλει στο νομοθέτη την υποχρέωση (παρ’ ότι δεν του στερεί τη δυνατότητα) να προσδίδει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα στην άσκηση των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων. Οι ισχύουσες, εξ άλλου, νομοθετικές ρυθμίσεις της προσωρινής δικαστικής προστασίας παρέχουν στον αιτούντα διεθνή προστασία τη δυνατότητα να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως κάθε βλαπτικής για τον ίδιο πράξης ή και τη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου προς αποτροπή των βλαπτικών συνεπειών της, όπως επίσης να ζητήσει και την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως, η οποία, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, μπορεί να χορηγείται ακόμη και πριν από την κοινοποίηση της αιτήσεως αναστολής στον αρμόδιο Υπουργό. Πέραν των ανωτέρω, άλλωστε, όπως παγίως γίνεται δεκτό, η συνταγματική κατοχύρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας και η αρχή της χρηστής διοικήσεως επιβάλλουν στις αρμόδιες διοικητικές αρχές την υποχρέωση να απέχουν από τη δημιουργία νέων πραγματικών καταστάσεων, πριν το αρμόδιο δικαστικό όργανο επιληφθεί της εκδικάσεως της αιτήσεως παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή του αιτήματος για την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως. Η με βάση, συνεπώς, τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις παρεχόμενη προσωρινή δικαστική προστασία εξασφαλίζει κατά τρόπο αρκούντως αποτελεσματικό την προστασία των συμφερόντων του αιτούντος διεθνή προστασία, το αίτημα του οποίου έχει απορριφθεί τελεσιδίκως.
V. Oι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες ορίζουν ότι ουδείς εκδίδεται, πριν εκδοθεί «τελεσίδικη» απόφαση επί της αιτήσεώς του για χορήγηση διεθνούς προστασίας, εφ’ όσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος, ερμηνευόμενες εν όψει των προεκτεθέντων, δεν έχουν την έννοια ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης κωλύεται να εκδώσει την απόφαση εκδόσεως, πριν καταστεί «τελεσίδικη» η απόφαση επί του υποβληθέντος από τον εκζητούμενο αιτήματος διεθνούς προστασίας, αλλά ότι η υπουργική απόφαση για την έκδοση εκδίδεται νομίμως, εφ’ όσον συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις, αλλά η εκτέλεσή της αναστέλλεται αυτοδικαίως, δυνάμει ειδικής διατάξεως νόμου, ως προς την παράδοση του αλλοδαπού στις αρχές του εκζητούντος κράτους, εωσότου καταστεί «τελεσίδικη» η απόφαση επί του αιτήματός του για την παροχή διεθνούς προστασίας. Και είναι μεν αληθές ότι η σχετική νομολογία (ΣτΕ 3046/2017 επτ.) διαμορφώθηκε υπό την ισχύ της αρχικής ρυθμίσεως για τον ορισμό της «τελεσιδικίας» της αποφάσεως επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας· λαμβανομένων όμως υπ’ όψη όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν συντρέχει λόγος να μεταβληθεί η νομολογία αυτή. Απορρίπτεται, κατόπιν των ανωτέρω, ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος ακυρώσεως.
VI. Δεν αποδεικνύεται κατάχρηση εξουσίας εκ του ότι η απόφαση για την έκδοση προηγήθηκε της «τελεσίδικης» αποφάσεως επί του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας.
VII. Οι λόγοι με τους οποίους ο αιτών επαναφέρει αιτιάσεις σε σχέση με το επιτρεπτό ή μη της εκδόσεώς του στην Τουρκία, δηλαδή σε σχέση με προϋποθέσεις των οποίων η συνδρομή εξετάζεται κατά νόμο από τα αρμόδια δικαστικά όργανα, τα οποία και τις εξέτασαν εν προκειμένω, απέρριψαν δε με ρητές σκέψεις τους ισχυρισμούς του, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι με τους λόγους αυτούς πλήττεται η μη υποκείμενη σε ακυρωτικό έλεγχο κρίση των δικαστικών οργάνων. Εάν δε θεωρηθεί ότι οι λόγοι αυτοί προβάλλονται υπό την έννοια ότι ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης είχε αυτοτελή υποχρέωση να εξετάσει τα προαναφερθέντα ζητήματα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι για ζητήματα που εξετάζονται κατά νόμο από τα αρμόδια δικαστικά όργανα και αποτέλεσαν αντικείμενο των σχετικών αποφάσεών τους, όπως εν προκειμένω, δεν υφίσταται υποχρέωση του Υπουργού Δικαιοσύνης να επανέλθει και να διατυπώσει αυτοτελή κρίση, ακόμη και αν σχετικοί ισχυρισμοί προβληθούν ενώπιον του από τον ενδιαφερόμενο.
VIII. O λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, διότι ο αιτών δεν κλήθηκε σε ακρόαση από τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης να διατάσσει, κατά ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, την έκδοση αλλοδαπού μετά την έκδοση αμετάκλητης θετικής γνωμοδοτήσεως του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου στηρίζεται κατ’ αρχήν σε κριτήρια αντικειμενικά, εφ’ όσον δε ο εκζητούμενος παρέστη, όπως εν προκειμένω, ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων και του δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του ως προς τα ζητήματα που εξετάζονται από τα συμβούλια αυτά, δεν ανακύπτει ζήτημα περαιτέρω ακροάσεώς του από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με το ίδιο ουσιαστικά αντικείμενο.
VIII. Η αίτηση απορρίπτεται στο σύνολό της.