Έννοια εργατικού ατυχήματος. Εργατικό ατύχημα συνιστά η κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής εργασίας ασθένεια με συνέπεια ανικανότητα εργασίας, αν προκλήθηκε από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο και είναι άσχετη με την ιδιοσυστασία και βαθμιαία φθορά του οργανισμού του παθόντος. Η μετά την εκδήλωση νόσου απασχόληση υπό τις ίδιες συνθήκες με συνέπεια επιδείνωσή της καθιστούν τις συνθήκες εργασίας εξαιρετικά δυσμενείς και προσδίδουν το χαρακτήρα βίαιου συμβάντος. Εσφαλμένη η κρίση της αποφάσεως ότι η επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας και η επελθούσα αναπηρία της δεν θεωρείται απότοκος εργατικού ατυχήματος, αποδιδόμενο στα εργασιακά της καθήκοντα και δη λόγω μετακίνησης σημαντικού βάρους κιβωτίου για την παραλαβή και αποθήκευση εμπορευμάτων, καθόσον διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παραλείψεως της εργοδότριας να μεταβάλει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας μετά τη γνωστοποίηση σ’ αυτήν του προβλήματος υγείας της διαμέσου των αλλεπάλληλων αναρρωτικών αδειών που γνωστοποιούνταν στην εργοδότρια, το οποίο κατά τις ίδιες παραδοχές παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στο χώρο εργασίας της και συνεπεία τούτου, η εργοδότρια είχε χορηγήσει αναρρωτικές άδειες στην ενάγουσα. Αντιφατική η αιτιολογία ότι η εναγομένη δεν γνώριζε την ακριβή κατάσταση της υγείας της, παρά την αμέσως προηγηθείσα παραδοχή της (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 58/2020 ΜονΕφΛαρίσης).
Αριθμός 855/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νικόλαο Πουλάκη και Μαρία Γιαννακοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Φεβρουάριου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ., κατοίκου Μουριάς Τρικάλων. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Τίγκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 17-12-2021.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Marks & Spencer Μαρινόπουλος Ελλάδος ΑΒΕΤΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Γεωργαντίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 17-12-2021.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-1-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και τις από 12-3-2013 και από 22-4-2013 ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις σε παρέμβαση της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 148/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 58/2015 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 684/2018 απόφαση του Β1′ Πολιτικού τμήματος, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 58/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, την αναίρεση της οποία ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 10-7-2020 αίτησή της, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2021, χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Με την με αριθμό ./2023 πράξη αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα – Χριστοδουλέα, από την ορισθείσα εισηγήτρια Αρεοπαγίτη ε.τ. Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και την με αριθμό ./2023 πράξη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Νικολάου Πιπιλίγκα ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος για επανάληψη της συζήτησης, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ.
Κατά την οίκοθεν συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητά, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι πιο πάνω διατάξεις διαφέρουν μόνον ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται να υφίσταται, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση, δηλαδή, να δικαστεί ερήμην και να υποστεί τις σχετικές συνέπειες. Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική και αντιστρόφως, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 1380/2023, ΑΠ 701/2023, ΑΠ 936/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τη με αριθμό ./22-11-2023 Πράξη του Προέδρου του Β2 Πολιτικού Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου νόμιμα ορίστηκε νέα δικάσιμος, η σημειούμενη στην αρχή της παρούσας (27-2-2024), για την ανασυζήτηση της ένδικης από 10-7-2020 με αριθ. καταθ. ./10-7-2020 αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας . κατά της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Marks and Spencer Μαρινόπουλος Ελλάδος ΑΒΕΤΕ», με την οποία προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 58/4-2-2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, ως Δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 684/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, αναιρέθηκε ως προς την ως άνω εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη η προηγούμενη υπ’ αριθ. 58/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή, επειδή λόγω της παρέλευσης ιδιαιτέρως μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη συζήτηση(αίτησης αναίρεσης) κατά την αρχική δικάσιμο στις 14-12-2021, διαπιστώθηκε αδυναμία έκδοσης απόφασης επ’ αυτής εκ μέρους της ήδη συνταξιοδοτηθείσας Αρεοπαγίτη Όλγας Σχετάκη-Μπονάτου, που είχε μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου, ως Εισηγήτρια. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι μέσα στην προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης), δεδομένου ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Λάρισας στις 10-7-2020 και η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 4-2-2020 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ).
Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α 87) και όπως το πρώτο εδάφιο της παρ.3 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4446/2016 (Α 240), προβλέπεται η καταβολή παράβολου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παράβολου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την περίπτωση της αναίρεσης κατά απόφασης Εφετείου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει, μεταξύ των άλλων, και για τις διαφορές του άρθρου 614 αριθ. 3 (εργατικές διαφορές). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την κατάθεση της από 10-7-2020 αίτησης αναίρεσης κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 58/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που έκρινε επί υπόθεσης με αντικείμενο αξίωση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας από εργατικό ατύχημα, η τελευταία προέβη στην επισύναψη του υπ’ αριθμ. . ηλεκτρονικού παράβολου, ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά, όμως, ως περιουσιακή-εργατική, απαλλάσσεται της καταβολής παράβολου για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν από την αναιρεσείουσα παράβολο πρέπει να της αποδοθεί, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω αίτησης (ΑΕΔ 3, 4/2014, ΑΠ 2090/2022, ΑΠ 484/2019, ΑΠ 319/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης(άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα με την από 23-1-2013 με αύξ. αριθμ. καταθ. ./29-1-2013 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων κατά της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Marks and Spencer Μαρινόπουλος Ελλάδος ΑΒΕΤΕ», ζήτησε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξ αιτίας του ένδικου εργατικού ατυχήματος, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας της ως πωλήτριας στο κατάστημα που η εναγόμενη διατηρεί στα Τρίκαλα, όπου παρείχε τις υπηρεσίες της δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και ο άλλων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών η υπ’ αριθμ. 148/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε η από 4-11-2013 με αυξ. αριθμ. καταθ. ./2013 έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας ήδη αναιρεσείουσας και επ’ αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και άλλων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών η υπ’ αριθμ. 58/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της ως άνω με αριθμό 58/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα άσκησε την από 5-6-2015 αίτηση αναίρεσης κατά της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης και κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Generali Hellas Ανώνυμος Ασφαλιστική εταιρεία», που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 684/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, έγινε δεκτός ο πέμπτος λόγος αναίρεσης για αναιρετική πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και αναιρέθηκε ως προς την εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη στο σύνολο της η ως άνω απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου δέχθηκε τα ακόλουθα: «[…Έτσι που έκρινε το Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσεως, αφού διέλαβε σ’ αυτήν αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παραλείψεως της εναγομένης να μεταβάλει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας μετά τη γνωστοποίηση σ’ αυτήν του προβλήματος υγείας της, το οποίο κατά τις ίδιες παραδοχές παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 25-10-2001 στο χώρο εργασίας της. Ειδικότερα είναι αντιφατικές οι αιτιολογίες: «Και ναι μεν ήταν γνωστό στην εναγόμενη το πρόβλημα υγείας ορθοπεδικής φύσης αυτής, αφού από το 2001 έως το 2003 είχε λάβει αναρρωτικές άδειες για το λόγο αυτό, πλην όμως αυτή είχε επιστρέφει στη θέση εργασίας της πλήρως αποθεραπευμένη, όπως η ίδια ισχυρίζεται και στο αγωγικό της δικόγραφο και στο διάστημα των πέντε ετών που ακολούθησαν μέχρι την αποχώρησή της δεν είχε εμφανίσει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας που να σχετίζεται με την προηγούμενη κατάστασή της. Κατά συνέπεια η εναγομένη δεν μπορούσε να γνωρίζει την ακριβή κατάσταση της υγείας της και συνακόλουθα το αν έχρηζε μετατροπής των συνθηκών εργασίας της και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές, συνεκτιμωμένου και του γεγονότος ότι δεν έχει χωρήσει οποιαδήποτε καταγγελία και συνακόλουθα επιβολή ποινών οποιοσδήποτε φύσης από τις αρμόδιες αρχές για παράβαση της εργατικής νομοθεσίας σε βάρος της εναγόμενης», αφού με αυτές αφενός μεν γίνεται δεκτό ότι η εναγομένη γνώριζε ότι η ενάγουσα παρουσίαζε πρόβλημα υγείας ορθοπεδικής φύσεως και ότι κατά τα έτη 2001 έως 2003 ελάμβανε αναρρωτικές άδειες για το λόγο αυτό, αφετέρου δε ότι η εναγομένη δεν γνώριζε την ακριβή κατάσταση της υγείας της ενάγουσας και συνακόλουθα αν αυτή έχρηζε μετατροπής των συνθηκών εργασίας της, οι οποίες με βάση τις ίδιες παραδοχές περιλάμβαναν μεταφορά εμπορευμάτων και επίπλων μέσα σε κατάστημα που εκτεινόταν σε τρία επίπεδα (ισόγειο, υπόγειο και πατάρι) και δεν διέθετε ανελκυστήρα]». Ακολούθως και κατόπιν της από 29-5-2018 με αριθμ. καταθ. ./2018 κλήσης της καλούσας-ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της καθής η κλήση – εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών η αναιρεσιβαλλόμενη με αριθμό 58/4-2-2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας με την οποία, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 4-11-2013 με αυξ.αριθμ. καταθ. ./2013 έφεση της εκκαλούσας- εναγόμενης και ήδη αναιρεσείουσας.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 Ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” (ΦΕΚ Α 11/8-1-1915), που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 (ΦΕΚ Α 191) και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου εργασιών ή επιχειρήσεων, θεωρείται κάθε βλάβη, όπως η σωματική βλάβη ή ασθένεια του εργαζόμενου η οποία δεν ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος αλλά είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την ιδιοσυστασία του οργανισμού του και τη βαθμιαία εξασθένηση και φθορά του (ακόμη και αν αυτή οφείλεται στους δυσμενείς μεν, συνηθισμένους όμως και σύμφυτους προς την παροχή της όρους της εργασίας), συνδεομένου δε οπωσδήποτε με την εργασία του λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς του συνηθισμένους όρους παροχής της είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου (άρθρο 662 Α.Κ.), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησης του ασθενούντος εργαζόμενου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (Ολ.ΑΠ 937/1975, ΑΠ 961/2022, ΑΠ 635/2022, ΑΠ 226/2016, ΑΠ 1424/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 1/1999).
Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της (ΟλΑΠ 9/2016). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 53/2022, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 269/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 58/2020 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο τα ακόλουθα: «… Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ της εκκαλούσας [ήδη αναιρεσείουσας] και του νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης ήδη [Αναιρεσίβλητης] η εκκαλούσα προσλήφθηκε στις 10-01-2000 από την εφεσίβλητη, που είναι ανώνυμη βιομηχανική και εμπορική εταιρεία με αντικείμενο το λιανικό εμπόριο κυρίως ειδών ένδυσης, υπόδησης, καλλυντικών, λευκών ειδών και προϊόντων τροφίμων προκειμένου να εργαστεί για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών με την ιδιότητα του εμποροϋπαλλήλου στο υποκατάστημα των Τρικάλων. Η σύμβαση ανανεώθηκε με τους ίδιους όρους στις 10-3-2000 για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών και μετά τη λήξη της συμφωνήθηκε μεταξύ των ανωτέρω με το από 10-7-2000 παράρτημα σύμβασης εργασίας, η μετατροπή της από μερική σε πλήρη απασχόληση. Το κατάστημα των Τρικάλων αποτελείται από ισόγειο εμβαδού 600 τ.μ. περίπου, υπόγειο εμβαδού 200 τ.μ. περίπου και πατάρι εμβαδού 300 τ.μ. περίπου, η δε πρόσβαση στα διαφορετικά επίπεδα γίνεται μόνο με κλίμακα (σκάλα), καθώς δεν υπάρχει ανελκυστήρας. Στα καθήκοντα της εκκαλούσας, όπως και των λοιπών εργαζομένων, συμπεριλαμβανόταν η παραλαβή και μεταφορά κιβωτίων με εμπορεύματα για τον ανεφοδιασμό του καταστήματος, που γινόταν κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα, ο δε εφοδιασμός με εμπόρευμα καλλυντικών μία φορά το μήνα. Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν από την είσοδο του καταστήματος προς τους αποθηκευτικούς χώρους, στο υπόγειο και στο πατάρι του καταστήματος. Επίσης στα καθήκοντα αυτών συμπεριλαμβανόταν και η αλλαγή διακόσμησης κατά εποχή με τη μεταφορά των επίπλων έκθεσης και των εμπορευμάτων, εκ των οποίων κάποια ήταν τροχήλατα και άλλα σταθερά.
Περιστασιακά και σε έκτακτη ανάγκη η εκκαλούσα, όπως και οι άλλοι εργαζόμενοι, καθάριζαν κάποιους χώρους του καταστήματος, όπως τα δοκιμαστήρια μετά τη χρήση τους από μεγάλο αριθμό πελατών ή σε περίπτωση νερών της βροχής, χωρίς αυτή η απασχόλησή τους όμως να αποτελεί τακτική εργασιακή υποχρέωσή τους. Στις 25 Οκτωβρίου 2001 η εκκαλούσα κατά τη διάρκεια της εργασίας της αισθάνθηκε έντονους οσφυϊκούς πόνους, από τους οποίους δεν μπορούσε να κινηθεί και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομεία Τρικάλων. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στο ανωτέρω νοσοκομείο υποβλήθηκε σε σειρά κλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων και ο ορθοπεδικός ιατρός διαπίστωσε ότι είχε υποστεί κήλη Γ μεσοσπονδυλίου δίσκου συνεπεία άρσης μεγάλου βάρους, τραυματικής αιτιολογίας, της συνέστησε να λάβει φαρμακευτική ί αγωγή και να μείνει σε ακινησία, μόλις δε η κατάσταση της το επέτρεπε να ακολουθήσει πρόγραμμα φυσιοθεραπειών, πλην ί όμως προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού δεν προσκομίζει, ούτε επικαλείται σχετικό πιστοποιητικό ή ιατρική γνωμάτευση του ιατρού του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος. Ούτε δε το ανωτέρω συμβάν δηλώθηκε από την εκκαλούσα ή από τους νοσοκομειακούς ιατρούς ως εργατικό ατύχημα. Προσκομίζεται όμως η από 25-10-2001 ιατρική γνωμάτευση του ορθοπεδικού χειρουργού Βασιλείου Κόμματα, με την οποία βεβαιώνεται ότι η εκκαλούσα την ίδια ημέρα ίου συμβάντος (25-10-2001) προσήλθε στο ιατρείο του για εξέταση με εικόνα εντονότατης οξείας οσφυοϊσχυαλγίας μετά από αναφερόμενη άρση βάρους κατά τη διάρκεια της εργασίας της. Επίσης αναφέρεται ότι από την κλινική εξέταση διαπιστώθηκαν ανταλγική πρόσθια κάμψη της οσφύος με περιορισμό των ατροφικών κινήσεων και της πρόσθιας κάμψης/έκτασης της ΘΜΣΣ-ΟΜΣΣ, έντονο άλγος κατά την ψηλάφηση της κατωτέρας μοίρας της ΟΜΣΣ, θετικό σημείο Laseque άμφω στις 30 μοίρες, αιμωδίες και μειωμένη μυϊκή ισχύς στην κατανομή της O5 ρίζας ιδιαίτερα αριστερά. Τέλος αναφέρεται ότι λόγω της τραυματικής αιτιολογίας της νόσου παραπέμφθηκε η ασθενής, μετά τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής με αναλγητικό και αντιφλεγμονώδες, κατ’ αρχάς για ακτινολογικό έλεγχο. Η εκκαλούσα υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο και σε αξονική τομογραφία, όπως προκύπτει από την από 30-10-2001 γνωμάτευση του ιατρού ακτινολόγου . (Ιατρικό Κέντρο Τρικάλων), στην οποία, μεταξύ των αναφερομένων ευρημάτων που εκτίθενται με εξειδικευμένη ιατρική ορολογία, αναφέρεται ότι παρατηρούνται ήπιες εκφυλιστικού τύπου αλλοιώσεις των μικρών αποφυσιακών συναρθρώσεων καθώς και πάχυνση των ωχρών συνδέσμων και ότι κατά το διάστημα 04-05 παρατηρείται μεγάλου μεγέθους κεντρική κήλη του μ. δίσκου, η οποία φαίνεται να προβάλει κυρίως προς τα ΔΕ και να προκαλεί έντονα πιεστικά φαινόμενα επί της πρόσθιας επιφάνειας του μηνιγγικού σάκου και επί αμφοτέρων των 04 νωτιαίων ριζών, ιδία όμως της 04 ΔΕ νωτιαίος ρίζας. Από την 25η Οκτωβρίου 2001 έλαβε αναρρωτική άδεια και στις 30-11-2001 εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, όπου νοσηλεύτηκε επί είκοσι ημέρες και ακολούθως νοσηλεύτηκε από 21-1-2002 έως 8-2-2002, από 1-4-2002 έως 11-4-2002 και από 5-6-2002 έως 7-6-2002, όπως τούτα προκύπτουν από το προσκομιζόμενο φύλλο επιδομάτων ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην από 7-12-2001 βεβαίωση του διευθυντή της Ορθοπεδικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας Κ. Μ. βεβαιώνεται ότι η εκκαλούσα πάσχει από αδυναμία (δε) κάτω άκρου με αιφνίδια έναρξη και χρήζει μαγνητικής τομογραφίας Σ.Σ. και εγκεφάλου. Στις 27-6-2002 η εκκαλούσα υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία στην Μονάδα Μαγνητικής Τομογραφίας του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, με ευρήματα: 1. Εκφύλιση, ρήξη του ινώδους δακτυλίου και κεντρικοπλαγϊα αμφοτεροπλευρή ιδία δεξιά, παρατήρηση κήλης στο δίσκο 04-05 με πιεστικά φαινόμενα επί του μηνιγγικού σάκου και μικρού βαθμού στένωση των πλαγίων, 2. μικρή οπίσθια κεντρική κήλη του δίσκου 05-δ1 χωρίς πιεστικά ή στενωτικά φαινόμενα, 3. Ο νωτιαίος μυελός από Θ3 της 01 απεικονίζεται με φυσιολογικής έντασης σήμα και 4. Ο μυελός των οστών από Θ3 της 12, απεικονίζεται εντός του φυσιολογικού. Στις 22-7-2002 η εκκαλούσα εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας με σύμπτωμα σπονδυλοδισκίτιδα και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση διακεκτομής-πεταλεκτομής 04-05, εξήλθε στις 26-7-2002 και της συστήθηκε επανεξέταση σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό (14-8-2002), φαρμακευτική αγωγή, χρήση ζώνης οσφύος και της χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια σαράντα πέντε ημερών (βλ. σχετ. έκθεση του διευθυντή της κλινικής .). Η εκκαλούσα μετά από πλήρη αποθεραπεία επανήλθε στην εργασία της το μήνα Απρίλιο του έτους 2003, απασχολούμενη αρχικά με μερική (τετράωρη) ημερήσια απασχόληση και μετά την παρέλευση έξι μηνών, ύστερα από δικό της αίτημα, με πλήρη απασχόληση. Το μήνα Οκτώβριο του έτους 2005 της ανατέθηκαν διοικητικό καθήκοντα, καθόσον ορίστηκε υπεύθυνη λειτουργίας του καταστήματος. Το μήνα Ιούνιο του έτους 2008 η εκκαλούσα, επειδή είχε αρχίσει να έχει έντονες ενοχλήσεις στη σπονδυλική στήλη όπως η ίδια ισχυρίζεται, χωρίς όμως ο ισχυρισμός της αυτός να αποδεικνύεται από ιατρικά έγγραφα είτε γνωμάτευση ιατρού είτε από το φύλλο του βιβλιαρίου της, από το οποίο να προκύπτει στο διάστημα αυτό επίσκεψή της σε ιατρό ορθοπεδικό, ξεκίνησε την αναζήτηση άλλης θέσης εργασίας και αφού στις 4-10-2008 παραιτήθηκε από την εργασιακή της σχέση με την εναγομένη, στις 6-10-2008 ξεκίνησε να εργάζεται σε άλλη εταιρία στη πόλη της Λάρισας, όπου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, οι εργασιακές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες και δεν καταπονούνταν, οπότε και επήλθε άμβλυνση των συμπτωμάτων, η δε κατάστασή της έβαινε βελτιούμενη. Ωστόσο όμως μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος οκτώ μηνών και συγκεκριμένα τον μήνα Μάιο του 2009, όπως η ίδια ισχυρίζεται, οι πόνοι στη σπονδυλική της στήλη έγιναν οξύτατοι και συνεχείς, με συμπτώματα μυϊκής αδυναμίας του δεξιού τρικεφάλου μυός και επίμονη αυχεναλγία και ζάλη, οπότε στις 18 Μαΐου 2009 αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη νέα εργασιακή της θέση. Στις 17-12-2009 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (πρόσθια αυχενική μικροδισκεκτομή και μικροοστεοφυτεκτομή, αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού και στα δύο επίπεδα και δυναμική σπονδυλοδεσία των δύο διαστημάτων με την τοποθέτηση κινητών δίσκων και στα δύο επίπεδα (βλ. σχετ. την από 31-10-2011 ιατρική γνωμάτευση του νευροχειρουργού . του ιατρικού Διαβαλκανικού Κέντρου Θεσσαλονίκης). Επίσης από το ./21-9-2009 έγγραφο της Ορθοπεδικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας προκύπτουν οι ημερομηνίες νοσηλείας της στην ανωτέρω κλινική και ότι πάσχει από νόσο εκφυλισμένου δίσκου και δεν μπορεί να κάνει χειρωνακτική εργασία λόγω συχνών κρίσεων οσφυοίσχυαλγίας και μόνιμης αισθητικοκινητικότητας βλάβης. Ίδιο περιεχόμενο έχει και η από 3-11-2011 βεβαίωση του ιατρού . της Ορθοπεδικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, ότι δηλαδή η εκκαλούσα πάσχει από χρόνια χαμηλή οσφυαλγία επί εδάφους εκφυλιστικής δισκοαρθροπάθειας 03-04 και 04-05, δεν δύναται να ορθοστατεί και να συμμετέχει σε βαρείες χειρωνακτικές εργασίες για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς και άτι προγραμματίζεται σπονδυλοδεσία σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ταυτόσημο περιεχόμενο έχει και η με αριθμό 24564/26-5-2011 ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση του ορθοπεδικού ιατρού . του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Επίσης, όπως προκύπτει από την από 29-10-2012 ιατρική γνωμάτευση του διευθυντή της νευροχειρουργικής κλινικής του 424 Γ.Σ.Ν.Ε. ., η εκκαλούσα στις 8-2-2012 υποβλήθηκε σε χειρουργική πλήρη αποσυμπίεση 04, 05, II ριζών άμφω σταθεροποίηση της ΟΜΣΣ και τοποθέτηση διαυχενικών βιδών στους σπονδύλους, με διαπιστωμένη εντονότατη παθολογική κινητικότητα ιδίως των σπονδύλων 03, 04, 05, με εξαιρετική μετεγχειρητική πορεία, ενώ βεβαιώνεται ότι η ασθενής αδυνατεί να εργασθεί σε οποιαδήποτε εργασία για άγνωστο χρονικό διάστημα. Από την από 31-5-2013 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού αποκατάστασης του κέντρου αποκατάστασης “Αρωγή” προκύπτει ότι η εκκαλούσα νοσηλεύτηκε από 16-2-2012 έως 5-3-2012 μετά από χειρουργείο σπονδυλοδεσίας στη Γενική Κλινική “Κυανούς Σταυρός” και παρακολούθησε πρόγραμμα αποκατάστασης ως εξωτερική ασθενής και εν συνεχεία ως εσωτερική. Επίσης από την με αριθμό 321/3-6-2013 ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση ίου ψυχιάτρου του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας Κ. Μ. προκύπτει ότι η εκκαλούσα πάσχει από συναισθηματική διαταραχή καταθλιπτικού τύπου σε έδαφος σωματικής αναπηρίας με δυσχέρεια στη βάδιση και νευρογενή διαλείπουσα χωλότητα, παρακολουθείται και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή χωρίς σημαντική βελτίωση και ότι η συννοσηρότητα αυτή αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντικό παράγοντα με σημαντική αρνητική επίπτωση στη λειτουργικότητα της ασθενούς. Με την με αριθμό ./8-10-2009 γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων η εκκαλούσα κρίθηκε ανάπηρη σε ποσοστό 80% και με το ίδιο ποσοστό κρίθηκε από την ίδια επιτροπή με την με αριθμό ./21-12-2010 γνωμάτευση. Τέλος με το από 30-10-2012 έγγραφο γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διοίκησης Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας κρίθηκε ανάπηρη σε ποσοστό 67%. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ενάγουσα αντιμετωπίζει ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα υγείας, όπως αυτό προεκτέθηκε, το είδος, η έκταση και η βαρύτητα του οποίου όμως, όπως και οι σημαντικές επιπτώσεις στη διαβίωσή της, δεν αμφισβητούνται. Όμως, όπως προεκτέθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες παρείχε την εργασία της η ενάγουσα αποτέλεσαν την αφορμή για να αναπτυχθεί και να εκδηλωθεί η ασθένεια από την οποία πάσχει. Ειδικότερα το έτος 2001 αυτή εκδήλωσε συμπτώματα της ασθένειάς της, αποδιδόμενα από την ίδια στα εργασιακά της καθήκοντα και συγκεκριμένα στη μετακίνηση σημαντικού βάρους κιβωτίου για την παραλαβή και αποθήκευση εμπορευμάτων, επικαλούμενη ότι μέχρι τότε ήταν απόλυτα υγιής, πλην όμως ο παραπάνω ισχυρισμός της δεν αποδεικνύεται ως βάσιμος και συγκεκριμένα ότι η άρση του βαρέως αντικειμένου έγινε στον χώρο της εργασίας της και εξ αφορμής της τελευταίας, και όχι σε κάποιον άλλο χώρο. Άλλωστε μετά την υποβολή της σε χειρουργική επέμβαση και την ανάρρωσή της απ’ αυτή, επέστρεψε πλήρως αποθεραπευμένη το μήνα Απρίλιο 2003 στην εργασία της στο κατάστημα που διατηρεί η εφεσίβλητη στην πόλη των Τρικάλων, όπου εργάσθηκε επί εξάμηνο με καθεστώς μερικής απασχόλησης και μετά από αίτημά της με πλήρη απασχόληση χωρίς να αποδεικνύεται ότι αφενός γνωστοποίησε στην εφεσίβλητη την αδυναμία της να εκτελεί την εργασία της με μεταφορά αντικειμένων και αφετέρου ότι συνέχιζε στην εκτέλεση της ως άνω εργασίας. Επιπλέον από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2005 ήταν υπεύθυνη λειτουργίας του καταστήματος με διοικητικά καθήκοντα και συνεπώς η ίδια ήταν υπεύθυνη για τον τρόπο παροχής της εργασίας της, αφού δεν υπήρχε άλλος επικεφαλής του καταστήματος που να την υποχρεώνει να παρέχει την εργασία της με το δικό του τρόπο. Ο ισχυρισμός της ότι υποχρεούταν σε ορθοστασία καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου της δεν ευσταθεί, καθόσον, πλην του ότι στο πατάρι υπήρχε τραπέζι με καθίσματα, τα οποία ως υπεύθυνη λειτουργίας μπορούσε να χρησιμοποιεί, είχε αγοράσει και η ίδια καρέκλα για το γραφείο της όπου μπορούσε να ξεκουράζεται. Από ι το χρόνο δε της επιστροφής της στην εργασία της έως και τον χρόνο της οικειοθελούς παραίτησης της εργαζόταν χωρίς να ανακύψει οποιοδήποτε πρόβλημα στην υγεία της σχετιζόμενο με την οσφυαλγία, πέραν των δύο ημερών άδειας που έλαβε λόγω πτώσης, από την οποία υπέστη κάκωση κεφαλής σύμφωνα με την με αριθμό ./24-9-2004 γνωμάτευση της Α’ βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του καταστήματος ΙΚΑ Τρικάλων. Μάλιστα για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ήτοι από την επιστροφή της στην εργασία της τον Απρίλιο του 2003 μέχρι και την παραίτησή της απ’ αυτή, δεν προσκομίζεται οποιοδήποτε ιατρικής φύσης έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει ότι επισκεπτόταν θεράποντα ιατρό για έλεγχο της κατάστασης της υγείας της ή ότι υποβλήθηκε σε εξετάσεις ή ότι επιβαρυνόταν η κατάσταση της ή ότι λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, αλλά όλα αυτά ανάγονται στο έτος 2009 και εντεύθεν. Άλλωστε μετά τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε το έτος 2002 δεν υπάρχει ιατρική σύσταση για αποφυγή χειρωνακτικής εργασίας η ορθοστασίας αλλά αντιθέτως καθίστανται αμφότερα ιατρικά απαγορευμένα από το έτος 2009 και μετά. Περαιτέρω, παρά τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι είχε προβεί επανειλημμένα στην έκφραση διαμαρτυριών προς τους εκπροσώπους της εναγομένης για τη φύση των καθηκόντων της και την επιβάρυνση της υγείας της εξ αυτού του λόγου (μεταφορές κιβωτίων χειρωνακτικά, μετακινήσεις επίπλων διακόσμησης και ορθοστασία), τούτο δεν αποδεικνύεται, αφού δεν απευθύνθηκε εγγράφως προς αυτούς, όπως είθισται στις εργασιακές σχέσεις με ανώνυμες εταιρείες του μεγέθους της εναγομένης, όπου αυτές (σχέσεις) είναι απρόσωπες. Μάλιστα, ως υπεύθυνη λειτουργίας του καταστήματος από το έτος 2005, μπορούσε, εάν οι συνθήκες εργασίας ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς γι’ αυτή όπως και για το λοιπό προσωπικό, όπως η ίδια ισχυρίζεται να υποβάλει στην εναγομένη τις προτάσεις της για τη βελτίωση παροχής αυτών, όπως προβλέπεται από το άρθρο 11 του κανονισμού εργασίας της εναγομένης, όπου ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι είναι αρμόδιοι να προτείνουν στους προϊσταμένους τους βελτιώσεις κάθε μορφής, τις οποίες η εταιρία ευχαρίστως θα μελετά και θα τους ενημερώνει για τη συνέχεια, όπως έπραξε και ο διάδοχος αυτής, υπεύθυνος λειτουργίας του καταστήματος και μάρτυρας ανταπόδειξης, ο οποίος βελτίωσε τον τρόπο μεταφοράς των εμπορευμάτων, με συνέπεια να μην επιβαρύνονται σωματικά οι εργαζόμενοι. Κατά συνέπεια η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να γνωρίζει την ακριβή κατάσταση της υγείας της και συνακόλουθα το αν έχρηζε μετατροπής των συνθηκών εργασίας της και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές, συνεκτιμωμένου και του γεγονότος ότι δεν έχει χωρήσει οποιαδήποτε καταγγελία και συνακόλουθα επιβολή ποινών οποιοσδήποτε φύσης από τις αρμόδιες αρχές για παράβαση της εργατικής νομοθεσίας σε βάρος της τελευταίας δεδομένου άλλωστε ότι κατά τα προαναφερόμενα δεν εμφάνισε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας από την επάνοδο στην εργασία της μέχρι το έτος 2009. Ακολούθως η ενάγουσα μετά από τον Οκτώβριο του έτους 2008 έως το Μάιο του έτους 2009 εργάστηκε σε άλλη εταιρία, στην οποία αναφέρει ότι οι εργασιακές συνθήκες ήταν καλύτερες, χωρίς όμως να προσδιορίζει τη διαφοροποίησή τους από τις συνθήκες εργασίας της στην εναγόμενη. Επίσης ισχυρίζεται ότι στη νέα εργασία της τα συμπτώματα είχαν αμβλυνθεί και θεωρούσε ότι η κατάστασή της έραινε βελτιωτικά και ότι το μήνα Μάιο του έτους 2009 εμφάνισε συμπτωματολογία με έντονους πόνους και μυϊκή αδυναμία. Τα συμπτώματα όμως αυτά δεν μπορούν να συνδεθούν αιτιωδώς με τις συνθήκες εργασίας της στην εφεσίβλητη, καθόσον είναι χρονικά απομακρυσμένα και επήλθε ραγδαία επιδείνωση της υγείας της περίπου επτά μήνες μετά την αποχώρησή της από αυτή. Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η επιδείνωση της υγείας της και η επελθούσα αναπηρία δεν δύναται να θεωρηθεί ως απότοκος εργατικού ατυχήματος, υπό την έννοια ότι επήλθε εξ αφορμής της εργασίας της και ως άμεση συνέπεια της εκτέλεσης αυτής, αιτιωδώς συνδεόμενη με την εργασία και ειδικότερα ότι μετά την εκδήλωση της νόσου της εργαζόμενης, εξακολούθησε η απασχόλησή της υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, ώστε να ανακύπτει ζήτημα μετατροπής των συνθηκών παροχής της εργασίας σε εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς με την πρόσδοση σε αυτές χαρακτήρα βίαιου συμβάντος, διότι ο εργοδότης, ο οποίος οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας κατά τρόπο ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου, εξακολούθησε να εμμένει στην αξίωση του απασχόλησης του μισθωτού υπό τις ίδιες συνθήκες, οι οποίες λόγω της νόσου του τελευταίου καθίστανται ιδιαίτερα δυσχερείς. Συνεπώς, η εκκαλούσα δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ της αιτίας αυτής, όπως αιτείται με την αγωγή της η οποία είναι αβάσιμη κατ’ ουσίαν…».
Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα, αν η αρχική της νόσος και η περαιτέρω εκφυλιστική της εξέλιξη συνιστά εργατικό ατύχημα και αν η πιο βλάβη της υγείας της είναι απότοκος υπαίτιας παράλειψης της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης εργοδότριάς της να εκπληρώσει την απορρέουσα από το άρθρο 662 ΑΚ υποχρέωσή της να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την παροχή της εργασίας της στο χώρο αυτής, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία της, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α του ΕισΝΑΚ, 914, 922, 297, 298, 330 και 662 ΑΚ. Ο ως άνω λόγος είναι βάσιμος. Και τούτο διότι με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής και έτσι όπως έκρινε, παραβίασε εκ πλαγίου τις πιο πάνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον δεν διαλαμβάνονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις όλα εκείνα τα περιστατικά, από τα οποία καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των άνω ουσιαστικών διατάξεων, συγκεκριμένα ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παράλειψης ή μη της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης να μεταβάλει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας μετά τη γνωστοποίηση σε αυτήν του προβλήματος υγείας της, το οποίο κατά τις ίδιες παραδοχές παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 25-10-2001. Ειδικότερα είναι αντιφατικές οι αιτιολογίες: Α)«[…] Στις 25 Οκτωβρίου 2001 η εκκαλούσα κατά τη διάρκεια της εργασίας της αισθάνθηκε έντονους οσφυϊκούς πόνους, από τους οποίους δεν μπορούσε να κινηθεί και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Τρικάλων […]»(σελ.11 της προσβαλλόμενης απόφασης), «[…] πλην όμως […] δεν αποδεικνύεται και […] ότι η άρση του βαρέως αντικειμένου έγινε στο χώρο της εργασίας της και εξ αφορμής της τελευταίας και όχι σε κάποιον άλλο χώρο […]» (σελ. 17 της προσβαλλόμενης απόφασης), αφού γίνεται δεκτό αφενός μεν ότι η εμφάνιση της νόσου της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας έγινε, ενώ αυτή βρισκόταν στο χώρο εργασίας της, αφετέρου δε εντελώς αντιφατικά γίνεται επίσης δεκτό ότι δεν αποδεικνύεται ότι η άρση του αντικειμένου εξ αιτίας της οποίας δημιουργήθηκε το πρόβλημα έγινε στο χώρο της εργασίας της και χωρίς περαιτέρω παραδοχή άλλης αιτίας εξ αιτίας της οποίας εμφανίσθηκε σε αυτήν, ενώ βρισκόταν στο χώρο εργασίας της, το πιο πάνω πρόβλημα. Β) «Από την 25η Οκτωβρίου 2001 έλαβε αναρρωτική άδεια και στις 30-11-2001 εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, όπου νοσηλεύτηκε επί είκοσι ημέρες και ακολούθως νοσηλεύτηκε από 21-1-2002 έως 8¬2-2002, από 1-4-2002 έως 11-4-2002 και από 5-6-2002 έως 7-6¬2002 […] στις 22-7-2002 η εκκαλούσα εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας και της χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια σαράντα πέντε ημερών […] Η εκκαλούσα μετά από πλήρη αποθεραπεία επανήλθε στην εργασία της το μήνα Απρίλιο του έτους 2003 […] Το μήνα Οκτώβριο του έτους 2005 της ανατέθηκαν διοικητικά καθήκοντα, καθόσον ορίστηκε υπεύθυνη λειτουργίας του καταστήματος […] Όμως […] δεν αποδείχθηκε ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες παρείχε την εργασία της η ενάγουσα αποτέλεσαν την αφορμή για να αναπτυχθεί και να εκδηλωθεί η ασθένεια από την οποία πάσχει […] Άλλωστε μετά την υποβολή της σε χειρουργική επέμβαση και την ανάρρωσή της απ’ αυτή, επέστρεψε πλήρως αποθεραπευμένη το μήνα Απρίλιο 2003 στην εργασία της στο κατάστημα που διατηρεί η εναγόμενη στην πόλη των Τρικάλων […] χωρίς να αποδεικνύεται ότι αφενός γνωστοποίησε στην εφεσίβλητη την αδυναμία της να εκτελεί την εργασία της με μεταφορά αντικειμένων και αφετέρου ότι συνέχιζε στην εκτέλεση της ως άνω εργασίας […]. Κατά συνέπεια η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να γνωρίζει την ακριβή κατάσταση της υγείας της και συνακόλουθα το αν έχρηζε μετατροπής των συνθηκών της εργασίας της και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές, συνεκτιμωμένου και του γεγονότος ότι δεν έχει χωρήσει οποιαδήποτε καταγγελία και συνακόλουθα επιβολή ποινών οποιοσδήποτε φύσης από τις αρμόδιες αρχές για παράβαση της εργατικής νομοθεσίας σε βάρος της τελευταίας […]» (σελ. 13, 14, 17 και 19 της προσβαλλόμενης απόφασης), αφού με αυτές: α) αφενός μεν γίνεται δεκτό ότι η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα ελάμβανε αναρρωτικές άδειες, οι οποίες γνωστοποιούνται στον εργοδότη, εδώ στην εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη, η οποία ως εκ τούτου γνώριζε ότι η ως άνω εργαζόμενη παρουσίαζε πρόβλημα υγείας ορθοπεδικής φύσης και για το λόγο αυτό κατά τα έτη 2001 μέχρι 2003 ελάμβανε αλλεπάλληλες αναρρωτικές άδειες, αφετέρου δε ότι δεν γνώριζε την ακριβή κατάσταση της υγείας της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας και συνακόλουθα αν έχρηζε μετατροπής των συνθηκών εργασίας της, λαμβανομένου υπόψη ότι με βάση τις ίδιες παραδοχές μετά την επιστροφή στην εργασία της τον Απρίλιο του 2003 δεν αποδείχθηκε ότι συνέχιζε να εκτελεί την εργασία της μεταφοράς αντικειμένων, χωρίς όμως να διαλαμβάνονται περαιτέρω παραδοχές για το είδος των καθηκόντων αυτής κατά το διάστημα από τον Απρίλιο του 2003 έως τον Οκτώβριο του 2005, οπότε της ανατέθηκαν καθήκοντα διοικητικής φύσεως, β) ενώ δέχεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες παρείχε την εργασία της η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα δεν αποτέλεσαν την αφορμή για να εμφανιστεί και εξελιχθεί η ασθένειά της, στη συνέχεια δέχεται επίσης ότι αυτή δεν γνωστοποίησε στην εργοδότριά της την αδυναμία της να μεταφέρει αντικείμενα, που θα ελάμβανε χώρα μόνο εάν η εμφάνιση και η εκδήλωση της ασθένειας της οφειλόταν στις συνθήκες εργασίας της. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο ως άνω πρώτος λόγος της αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του δεύτερου αναιρετικού λόγου, με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον δε αναιρείται η προσβαλλόμενη με αριθμό 58/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με τη με αριθμό 684/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά από αναίρεση της προηγούμενης με αριθμό 58/2015 απόφασης του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο τμήμα τούτο σε νέα συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα, ύστερα από κλήση, με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 3 του άρθρου 580 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης, τα οποία ορίζουν ότι αν η (μετ’ αναίρεση) απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής αναιρεθεί εκ νέου, δεν γίνεται νέα παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης και ότι στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα (ΑΠ 2090/2022, ΑΠ 751/2020, ΑΠ 503/2017). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας που παραστάθηκε τόσο κατά την αρχική όσο και κατά την παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση και κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παράβολου, ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ στην αναιρεσείουσα.
Αναιρεί την με αριθμό 58/4-2-2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση που θα ορισθεί στο παρόν αναιρετικό τμήμα, ύστερα από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ