ΑΠΟΦΑΣΗ
D.H. κ.α. κατά Σουηδίας της 25.07.2024 (αρ. προσφ. 34210/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απόρριψη αιτήματος οικογενειακής επανένωσης μητέρας και των δύο παιδιών της επειδή η μητέρα που ήταν πρόσφυγας στην Σουηδία δεν πληρούσε την προϋπόθεση της δυνατότητας να τα διατρέφει, δεδομένου ότι δεν διέθετε τα απαιτούμενα εισοδήματα. Επίσης η ίδια έμενε σε μια γκαρσονιέρα με ένα δωμάτιο, που δεν ήταν κατάλληλος και επαρκής χώρος για να μένουν και τα παιδιά της
Κατά το ΕΔΔΑ τα παιδιά της πρώτης προσφεύγουσας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Σουδάν και δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ την Σουηδία. Δεν διαπιστώθηκε ότι οι προσφεύγοντες δεν ήταν σε θέση να διατηρήσουν επαφή ή ότι η μητέρα δεν μπορούσε να επισκεφθεί τα παιδιά της στο Σουδάν. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν επεσήμαναν κάποια ιδιαίτερη εξάρτηση μεταξύ μητέρας και παιδιών, ούτε τυχόν δυσκολίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από το γεγονός ότι ζούσαν χωριστά. Εξάλλου μπορούσαν να υποβάλουν νέα αίτηση οικογενειακής επανένωσης όποτε ήθελαν.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το βέλτιστο συμφέρον ενός παιδιού, οποιασδήποτε ηλικίας, δεν μπορεί να αποτελεί απρόσβλητο αντάλλαγμα που απαιτεί την εισδοχή σε ένα κράτος όλων των παιδιών που θα ήταν καλύτερα να ζουν σ΄αυτό.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, οι εθνικές αρχές πέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των προσφευγόντων και εκείνων του κράτους για τον έλεγχο της μετανάστευσης και ότι δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτίμησης που τους δόθηκε κατά την απόρριψη του αιτήματος οικογενειακής επανένωσης.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η πρώτη προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1984 στην Ερυθραία. Ζει στη Vallentuna της Σουηδίας. Τα δύο παιδιά της γεννήθηκαν το 2009 και το 2011. Ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος προσφεύγων ζουν στο Σουδάν.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 2014 η πρώτη προσφεύγουσα εισήλθε στη Σουηδία και ζήτησε άσυλο, που της χορηγήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2015.
Σε συνάντηση με τη Σουηδική Υπηρεσία Μετανάστευσης στις 18 Ιανουαρίου 2016, η πρώτη προσφεύγουσα, επικουρούμενη από διερμηνέα, ενημερώθηκε, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη διαδικασία υποβολής αίτησης οικογενειακής επανένωσης.
Στις 20 Ιουλίου 2016 τέθηκε σε ισχύ (και παρέμεινε σε ισχύ έως τις 19 Ιουλίου 2021) νόμος περί προσωρινών περιορισμών στη χορήγηση αδειών μόνιμης διαμονής στους αιτούντες άσυλο (εφεξής: νόμος περί προσωρινών περιορισμών).
Στις 15 Φεβρουαρίου 2017, η πρώτη προσφεύγουσα, εξ ονόματος των δύο τέκνων της, ζήτησε να τους χορηγηθεί άδεια διαμονής στη Σουηδία λόγω οικογενειακής επανένωσης.
Προς στήριξη των αιτήσεών τους, η πρώτη προσφεύγουσα εξήγησε ότι είχε εγκαταλείψει τη γενέτειρά της στην Ερυθραία το 2006 και μετακόμισε στην πρωτεύουσα,, όπου είχε εργαστεί ως υπηρέτρια. Το 2008 έφυγε από την Ερυθραία και μετακόμισε στο Σουδάν, όπου έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας διάφορα προιόντα. Είχε ζήσει με τα παιδιά της στο Σουδάν. Ο πατέρας των παιδιών είχε εγκαταλείψει την οικογένεια το 2011 και δεν είχαν νέα του για πολλά χρόνια. αυτή έφυγε από το Σουδάν το 2014, η μητέρα της είχε φτάσει στο Σουδάν από την Ερυθραία για να φροντίσει τα παιδιά. Τα παιδιά πήγαν σχολείο. Σε σχέση με την αίτηση οικογενειακής επανένωσης, η πρώτη προσφεύγουσα είχε έρθει σε επαφή με τον πατέρα των παιδιών και ενημερώθηκε ότι ζούσε στο Ισραήλ με τη νέα του οικογένεια, που έδωσε την συγκατάθεσή του να ζήσουν τα παιδιά στη Σουηδία με τη μητέρα τους. Η πρώτη προσφεύγουσα δήλωσε ότι είχε αναπηρία και ως εκ τούτου χρειαζόταν η μητέρα της να ενταχθεί στην οικογένεια στη Σουηδία, ώστε να μπορέσει να τη βοηθήσει να φροντίσει τα παιδιά.
Στις 4 Ιουνίου 2018, η Υπηρεσία Μετανάστευσης απέρριψε τις αιτήσεις τους για τους ακόλουθους λόγους.
Κατά το νόμο περί αλλοδαπών, άδεια διαμονής μπορεί να χορηγηθεί σε αλλοδαπό ο οποίος είναι σύζυγος ή τέκνο προσώπου που κατοικεί στη Σουηδία. Άδεια διαμονής μπορεί επίσης να χορηγηθεί σε αλλοδαπό που είναι στενός συγγενής προσώπου που διαμένει στη Σουηδία, εφόσον έχει διαμείνει στο ίδιο νοικοκυριό και υπάρχει ειδική σχέση εξάρτησης μεταξύ τους στη χώρα καταγωγής.
Εντούτοις, δυνάμει του νόμου περί προσωρινών περιορισμών, άδεια διαμονής μπορούσε να χορηγηθεί μόνον εφόσον ο αιτών που κατοικούσε στη Σουηδία μπορούσε να αποδείξει ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος για τη συντήρηση του ιδίου και κάθε προσώπου που θα συντηρούσε και διάθεση καταλύματος επαρκούς μεγέθους και επιπέδου για τον ίδιο και τους συντηρουμένους από αυτόν (στο εξής: απαίτηση στέγασης), με τις απαιτήσεις αυτές να αποτελούν εφεξής «απαίτηση συντήρησης»).
Εάν στον αιτούντα που κατοικεί στη Σουηδία είχε χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα, όπως η πρώτη προσφεύγουσα, ή επικουρική προστασία, η υποχρέωση διατροφής ίσχυε μόνον εάν η αίτηση για άδεια διαμονής υποβάλλονταν εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας.
Οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής υποβλήθηκαν τρεις και πλέον μήνες μετά τη χορήγηση άδειας διαμονής στη Σουηδία ως πρόσφυγα στην πρώτη προσφεύγουσα [αντιθέτως, οι αιτήσεις υποβλήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου περί προσωρινών περιορισμών]. Ως εκ τούτου, δεν ίσχυε η εξαίρεση από την υποχρέωση διατροφής του νόμου περί προσωρινών περιορισμών.
Η πρώτη προσφεύγουσα ζούσε με επίδομα από την κοινωνική πρόνοια, η οποία δεν θεωρούνταν επίδομα που συνδέεται με την εργασία συγκρίσιμο με μισθό, και είχε νοικιάσει μια γκαρσονιέρα ενός υπνοδωματίου, το οποίο δεν θεωρήθηκε κατάλυμα επαρκούς μεγέθους και προδιαγραφών για να ζήσουν όλοι μαζί εκεί. Επιπλέον, η σύμβαση μίσθωσης έληξε τον Αύγουστο του 2018.
Η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως διαπίστωσε ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν πληρούσε την υποχρέωση διατροφής. Επομένως, τα τέκνα και η μητέρα της (ηλικίας 6, 8 και 62 ετών) δεν μπορούσαν να λάβουν άδεια διαμονής δυνάμει του νόμου περί αλλοδαπών. Η Υπηρεσία Μετανάστευσης δεν έκρινε ότι η απόφαση αυτή ήταν αντίθετη προς το νόμο περί προσωρινών περιορισμών ή προς τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Σουηδία δυνάμει διεθνών συμβάσεων.
Όσον αφορά τη μητέρα της πρώτης προσφεύγουσας, ο Οργανισμός σημείωσε επίσης ότι δεν ζούσε στο ίδιο νοικοκυριό με αυτήν πριν η τελευταία μετακομίσει στη Σουηδία. Επιπλέον, η αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε περισσότερο από 14 μήνες μετά τη χορήγηση άδειας διαμονής στην πρώτη προσφεύγουσα. Ως εκ τούτου, ο Οργανισμός έκρινε ότι δεν υπήρχε ειδική σχέση εξάρτησης μεταξύ της πρώτης προσφεύγουσας και της μητέρας της που υπήρχε ήδη στη χώρα καταγωγής (ή στο Σουδάν). Επομένως, δεν υπήρχαν νομικοί λόγοι για τη χορήγηση άδειας διαμονής στη μητέρα της πρώτης προσφεύγουσας βάσει οικογενειακών δεσμών.
Στις 14 Ιουνίου 2018, οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Μετανάστευσης στο Δικαστήριο Μετανάστευσης, όπου υποστήριξαν ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν είχε ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία υποβολής αίτησης οικογενειακής επανένωσης προκειμένου να εξαιρεθεί από τα κριτήρια διατροφής. Επιπλέον, είχε μειωμένη κινητικότητα στο δεξί της πόδι, παρενέργεια του ότι έπασχε από πολιομυελίτιδα από ηλικία 4 ετών, γεγονός που περιόριζε τις πιθανότητές της να βρει κατάλληλη εργασία. Για παράδειγμα, δεν μπορούσε να μεταφέρει πράγματα, να καθαρίσει ή να ανέβει. Της είχε χορηγηθεί ειδική άδεια μεταφοράς και ηλεκτρικό μοτοποδήλατο για να μετακινείται ευκολότερα. Ωστόσο, δεν είχε λάβει επαρκή υποστήριξη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εγκατάστασης και έπρεπε να μετακινηθεί μεταξύ διαφορετικών σπιτιών, γεγονός που την είχε οδηγήσει σε κατάθλιψη, εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να σταματήσει να παρακολουθεί μαθήματα γλώσσας. Υπέβαλαν τέσσερα ιατρικά πιστοποιητικά σχετικά με τη σωματική και ψυχική υγεία της πρώτης προσφεύγουσας. Ένα πιστοποιητικό ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τα μισά μαθήματα μεταξύ Ιουλίου 2017 και Μαρτίου 2018. Μια άλλη, με ημερομηνία 2 Ιουλίου 2018, επιβεβαίωσε ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει καμία εργασία που απαιτεί πολλή ορθοστασία, περπάτημα ή μεταφορά, αλλά ότι ήταν σε θέση να εκτελέσει εργασία καθιστική, όπως γραφεία ή διοικητικές θέσεις. Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν το άρθρο 8, εξεταζόμενο μόνο και σε συνδυασμό με το άρθρο 14.
Την 1η Οκτωβρίου 2018, το Δικαστήριο Μετανάστευσης επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της 4ης Ιουνίου 2018, θεωρώντας ότι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων δεν μπορούσαν να μεταβάλουν την αξιολόγηση. Διαπίστωσε ότι η απόφαση άρνησης οικογενειακής επανένωσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τη Σύμβαση.
Οι προσφεύγοντες ζήτησαν να τους επιτραπεί να ασκήσουν έφεση ενώπιον του Migration Court of Appeal, η οποία απορρίφθηκε.
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι οι σουηδικές αρχές δεν προέβησαν σε ενδελεχή στάθμιση προκειμένου να σταθμίσουν τα διακυβευόμενα συμφέροντα, ιδίως τα συμφέροντα των παιδιών. Επιπλέον, η οικογένεια ήταν χωρισμένη για μεγάλο χρονικό διάστημα και, λόγω της αναπηρίας της πρώτης προσφεύγουσας, θα ήταν αδύνατο για αυτήν να εκπληρώσει την απαίτηση διατροφής.
Οι προσφεύγοντες επισήμαναν ότι όταν χορηγήθηκε στην πρώτο προσφεύγουσα άδεια διαμονής στις 23 Δεκεμβρίου 2015, δεν ίσχυε η απαίτηση διατροφής και ο κανόνας των τριών μηνών. Επιπλέον, μολονότι θα μπορούσε να είχε λάβει πληροφορίες στις 18 Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διαδικασία υποβολής αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, ήταν δύσκολο για αυτήν να τις κατανοήσει, διότι είχε λάβει συγχρόνως τόσες άλλες ουσιώδεις πληροφορίες. Φαίνεται ότι οι προσφεύγοντες υποστήριξαν επίσης ότι δεν γνώριζαν την τροποποίηση της σχετικής σουηδικής νομοθεσίας που είχε τεθεί σε ισχύ στις 20 Ιουλίου 2016. Επομένως, υπήρχαν αντικειμενικώς συγγνωστοί λόγοι για τους οποίους δεν είχαν υποβάλει την αίτηση οικογενειακής επανενώσεως πριν από την ημερομηνία αυτή.
Κατά την άποψη των προσφευγόντων, η πρώτη είχε καταβάλει συνεχείς προσπάθειες για να καταστεί απασχολούμενη και οικονομικά ανεξάρτητη. Έτσι, μεταξύ άλλων, είχε παρακολουθήσει μαθήματα σουηδικής γλώσσας από τον Νοέμβριο του 2016 έως τον Ιούνιο του 2017. Δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει ορισμένα ή όλα τα μαθήματα από τον Ιούλιο του 2017 έως τον Μάρτιο του 2018 επειδή υπέφερε από άγχος. Είχε επανέλθει στο σχολείο τον Σεπτέμβριο του 2019 και είχε ολοκληρώσει μαθήματα γλώσσας τον Οκτώβριο του 2021. Είχε συμμετάσχει σε μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού και είχε σπουδάσει αγγλικά.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση χορηγήσεως οικογενειακής επανενώσεως στους προσφεύγοντες ήταν σύμφωνη με τον νόμο και επιδίωκε τον θεμιτό σκοπό της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος για τον έλεγχο της μεταναστεύσεως και ότι είχε επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων διακυβευόμενων συμφερόντων. Επισήμαναν ότι τόσο η εισοδηματική όσο και η στεγαστική πτυχή της υποχρεώσεως διατροφής που θεσπίστηκε με τον νόμο περί προσωρινών περιορισμών στηρίζονταν σε παρόμοιες διατάξεις της οδηγίας περί οικογενειακής επανενώσεως, η οποία εφαρμοζόταν σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ότι, αν η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως στην προκειμένη περίπτωση είχε υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου περί προσωρινών περιορισμών, οι προσφεύγοντες είχαν περισσότερες από επτά μήνες για να γίνει αυτό, από τις 23 Δεκεμβρίου 2015 έως τις 20 Ιουλίου 2016), η απαίτηση διατροφής δεν θα είχε εφαρμοστεί.
Επιπλέον, η πρώτη προσφεύγουσα ήταν σε θέση να εργαστεί και να συντηρήσει την οικογένειά της. Δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της ότι είχε αναζητήσει ενεργά αμειβόμενη εργασία μετά τις 23.12. 2015, ημερομηνία κατά την οποία απέκτησε το δικαίωμα να εργαστεί στη Σουηδία. Επίσης, δεν είχε προσκομίσει κανένα ιατρικό πιστοποιητικό που να πιστοποιεί ότι δεν ήταν σε θέση να εργαστεί λόγω αναπηρίας. Κατά την άποψη της κυβερνήσεως, έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τα τέκνα ζούσαν με τη γιαγιά τους ως οικογενειακή μονάδα στη χώρα όπου είχαν γεννηθεί. Πήγαιναν σχολείο εκεί. Κανένας από αυτούς δεν είχε προβλήματα υγείας.
Τέλος, η απαίτηση διατροφής δεν αποτελούσε μόνιμο εμπόδιο για την επανένωση της πρώτης προσφεύγουσας και της οικογένειάς της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως υποβλήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2017. Απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Μετανάστευσης στις 4 Ιουνίου 2018 και από το Δικαστήριο Μετανάστευσης την 1η Οκτωβρίου 2018, καθώς η πρώτη προσφεύγουσα δεν μπορούσε να εκπληρώσει την απαίτηση διατροφής. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, η πρώτη προσφεύγουσα ζούσε με επίδομα από την κοινωνική πρόνοια, η οποία δεν θεωρούνταν παροχή συνδεόμενη με την εργασία συγκρίσιμη με μισθό, και είχε νοικιάσει γκαρσονιέρα ενός υπνοδωματίου, που δεν θεωρήθηκε κατάλυμα επαρκούς μεγέθους και επιπέδου για να ζήσει με τα παιδιά της. Επιπλέον, η σύμβαση μίσθωσης επρόκειτο να λήξει τον Αύγουστο του 2018. Ούτε η Υπηρεσία ούτε το Δικαστήριο Μετανάστευσης θεώρησαν ότι η άρνηση χορήγησης οικογενειακής επανένωσης ήταν αντίθετη προς το νόμο περί προσωρινών περιορισμών ή προς το άρθρο 8.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως της 15ης Φεβρουαρίου 2017 ήταν η πρώτη που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες. Εκείνη την εποχή, η πρώτη προσφεύγουσα ζούσε στη Σουηδία για περίπου 14 μήνες. Όταν η άρνηση χορηγήσεως οικογενειακής επανενώσεως κατέστη οριστική, στις 19 Δεκεμβρίου 2018, η πρώτη προσφεύγουσα κατείχε άδεια διαμονής πρόσφυγα στη Σουηδία επί τρία έτη.
Οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να υποβάλουν νέα αίτηση οικογενειακής επανενώσεως ανά πάσα στιγμή, πράγμα που θα σήμαινε ότι οι εθνικές αρχές έπρεπε να επανεξετάσουν αν η πρώτη προσφεύγουσα πληρούσε την προϋπόθεση διατροφής ή αν μπορούσε και έπρεπε να απαλλαγεί από αυτήν.
Η πρώτη προσφεύγουσα ήταν 33 ετών κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στην Ερυθραία είχε εργαστεί ως υπηρέτρια. Αφού εγκαταστάθηκε στο Σουδάν το 2008, έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας καφέ, τσάι και ψωμί μέχρι που έφυγε για τη Σουηδία το 2014. Ο πατέρας των παιδιών είχε εγκαταλείψει την οικογένεια το 2011 και η πρώτη προσφεύγουσα υποστήριξε την οικογένειά της μόνη της για τουλάχιστον τρία χρόνια, μέχρι να φύγει για τη Σουηδία, ένα ταξίδι που προφανώς διαχειρίστηκε μόνη της.
Η πρώτη προσφεύγουσα δήλωσε στις σουηδικές αρχές ότι είχε μειωμένη κινητικότητα στο δεξί της πόδι, παρενέργεια του γεγονότος ότι έπασχε από πολιομυελίτιδα από ηλικία τεσσάρων ετών, γεγονός που περιόριζε τις πιθανότητές της να βρει κατάλληλη απασχόληση. Προς στήριξη των ανωτέρω, προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό, το οποίο βεβαίωνε ότι δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει εργασίες που απαιτούσαν πολλή ορθοστασία, βάδισμα ή μεταφορά, αλλά ότι ήταν σε θέση να εκτελέσει εργασία καθιστική, όπως θέσεις γραφείου και διοικητικές θέσεις. Προσκόμισε επίσης ιατρικό πιστοποιητικό από το οποίο προέκυπτε ότι δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει ορισμένα ή όλα τα μαθήματα γλώσσας από τον Ιούλιο του 2017 έως τον Μάρτιο του 2018, προφανώς λόγω άγχους.
Στην πρώτη προσφεύγουσα χορηγήθηκε επίσης ειδική άδεια μεταφοράς και ηλεκτρικό μοτοποδήλατο για ευκολότερη μετακίνηση.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι μέχρι τη στιγμή που η απόφαση άρνησης οικογενειακής επανένωσης κατέστη αμετάκλητη στις 19 Δεκεμβρίου 2018, οι προσφεύγοντες δεν είχαν υποβάλει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι η πρώτη προσφεύγουσα ήταν ανίκανη προς εργασία ή ότι είχε κάνει ό, τι μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτήν για να αποκτήσει επαρκές εισόδημα για να καλύψει τα έξοδα της ίδιας και της οικογένειάς της.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο νόμος περί προσωρινών περιορισμών δεν επέτρεψε εξατομικευμένη αξιολόγηση των συμφερόντων της οικογενειακής ενότητας υπό το πρίσμα της ειδικής κατάστασης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή ότι δεν πραγματοποιήθηκε τέτοια αξιολόγηση στην περίπτωση των προσφευγόντων.
Επιπλέον, μετά τις 19 Ιουλίου 2021 ο νόμος περί αλλοδαπών τροποποιήθηκε έτσι ώστε, κατέστη δυνατή η χορήγηση ολικών ή μερικών εξαιρέσεων από την απαίτηση διατροφής, εάν θεωρούνταν ότι συνέτρεχαν «εξαιρετικοί λόγοι» προς τούτο, ιδίως σε περιπτώσεις όπου η απαίτηση θα φαινόταν παράλογη, για παράδειγμα, στην περίπτωση συνταξιούχων ή ατόμων με μόνιμη αναπηρία.
Κατά το ΕΔΔΑ δεν αμφισβητήθηκε ότι υπήρχαν «ανυπέρβλητα εμπόδια» για να απολαύσουν οι προσφεύγοντες την οικογενειακή ζωή στην Ερυθραία. Τα τέκνα της πρώτης προσφεύγουσας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Σουδάν, όπου τα φρόντιζε η μητέρα τους μέχρι το 2014, και στη συνέχεια η γιαγιά τους, η οποία ήρθε από την Ερυθραία στο Σουδάν για τον συγκεκριμένο σκοπό, ώστε η προσφεύγουσα να μπορέσει να ταξιδέψει στη Σουηδία και να υποβάλει αίτηση ασύλου. Το Δικαστήριο είχε επίγνωση των ισχυρών δεσμών μεταξύ των παιδιών, μητέρας και γιαγιάς. Ωστόσο, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι προσφεύγοντες δεν ήταν σε θέση να διατηρήσουν επαφή ή ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επισκεφθεί τα παιδιά της στο Σουδάν. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν επεσήμαναν κάποια ιδιαίτερη εξάρτηση μεταξύ της πρώτης προσφεύγουσας και των τέκνων της, ούτε τυχόν δυσκολίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από το γεγονός ότι ζούσαν χωριστά. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι το βέλτιστο συμφέρον ενός παιδιού, οποιασδήποτε ηλικίας, δεν μπορεί να αποτελεί απρόσβλητο αντάλλαγμα που απαιτεί την εισδοχή σε ένα κράτος όλων των παιδιών που θα ήταν καλύτερα να ζουν σ΄αυτό.
Τα παιδιά της πρώτης προσφεύγουσας που ζούσαν στο εξωτερικό και για τα οποία είχε ζητηθεί οικογενειακή επανένωση δεν είχαν μεταβεί ποτέ στη Σουηδία και δεν είχαν δεσμούς με τη χώρα εκτός από τη σχέση τους με τη μητέρα τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να υποβάλουν νέο αίτημα οικογενειακής επανένωσης οποτεδήποτε. Η δυνατότητα αυτή εξακολουθεί να έχει στη διάθεσή τους.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, οι εθνικές αρχές πέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των προσφευγόντων και εκείνων του κράτους για τον έλεγχο της μετανάστευσης και ότι δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτίμησης που τους δόθηκε κατά την απόρριψη του αιτήματος οικογενειακής επανένωσης.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8.