Αριθμός 1161/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) K. K. (Κ. Κ.) του A. (Α.), κατοίκου …, 2) V. K. (Β. Κ.) του …, 3) A. K. (Α. Κ.) του K. (Κ.), κατοίκων …, 4) V. K. (Β. Κ.) του P. (Π.), κατοίκου … και 5) A. S. (Α. Σ.) του N. (Ν.), κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ν. Ρ. με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…” και ήδη “…”, που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωκράτη Βερτέλλη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ο οποίος στην ως άνω από 1-2-2022 δήλωση, καθώς και με τις από 4-2-2022 κατατεθείσες προτάσεις του δήλωσε την ως άνω μεταβολή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 586/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3694/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6-11-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Ευστάθιο Νίκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 06-11-2019, με αριθμό δικογραφίας 1641/2020 και με Αριθμό Κατάθεσης στο Εφετείο Αθηνών Γ.Α.Κ. 10758/ ΕΑΚ 1038/13-11-2019 αίτηση αναιρέσεως, κατά της υπ` αριθμ. 3694/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, που αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως για ζημίες που προκλήθηκαν από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθρα 591επ., 614 παρ. 6 ΚΠολΔ. όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 564 παρ. 3 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) διετούς προθεσμίας από την γενόμενη στις 27-6-2019 δημοσίευση της περατώνουσας τη δίκη προσβαλλόμενης απόφασης, της οποίας δεν έχει λάβει χώρα επίδοση. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 του ίδιου Κώδικα) . Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ. α του ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 270/2018, ΑΠ 1136/2018). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν [ΑΠ 367/2020, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 1136/2018, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013]. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει όμως εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για τον λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 118/2021, ΑΠ 601/2021, ΑΠ 465/2020, ΑΠ 325/2020). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 KΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του KΠολΔ, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 601/2021, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του KΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του KΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 601/2021, ΑΠ 301/2018, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 198/2015). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή την δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. β`του Κ.Πολ.Δικ. Αντίθετα, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Επίσης οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ. για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 601/2021, Α.Π. 1591/2014, Α.Π. 76/2014, Α.Π. 2181/2013). Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς τον βαθμό, την βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την κατ` άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (ΑΠ 601/2021, Α.Π. 1591/2014, Α.Π. 1715/2010). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Α.Κ., “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ` αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 12/2020, ΑΠ 553/2019, ΑΠ 274/2018, ΑΠ 944/2017). Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ. (ΟλΑΠ 10/2017, Ολ. ΑΠ 9/2015, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 12/2020, ΑΠ 1136/2018). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1863/2017, ΑΠ 747/2017). Στην προκείμενη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 ΚπολΔ, επισκόπησή της, δέχθηκε τα εξής αυτολεξεί στην συνέχεια παρατιθέμενα, σχετικά με τις συνθήκες του ενδίκου ατυχήματος κατά το οποίο τραυματίστηκε θανάσιμα ο G. K., που ήταν υιός των δύο πρώτων των εναγόντων (ήδη 1ου και 2ης των αναιρεσειόντων) αδελφός του τρίτου εξ αυτών και εγγονός της τέταρτης και πέμπτης των εναγόντων (ήδη αντιστοίχως του 3ου, 4ης και 5ης των αναιρεσειόντων), την υπαιτιότητα του εμπλακέντος σε αυτό 1ου εναγόμενου (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα αναιρετική δίκη), του οποίου το οδηγούμενο από τον ίδιο και ανήκον στην ιδιοκτησία του ΙΧΕ αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο στην 2η εναγόμενη και τώρα αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, και του προαναφερόμενου θανάσιμα τραυματισθέντος κατ’αυτό G. K., καθώς και τα αφορώντα την παρούσα αναιρετική δίκη επιδικασθέντα σε έκαστο από τους ενάγοντες – ήδη αναιρεσείοντες ποσά για χρηματική ικανοποίηση εκάστου εξ αυτών λόγω της ψυχικής οδύνης που έκαστος εξ αυτών (αντιστοίχως) υπέστη από το θάνατο του κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα θανάσιμα τραυματισθέντος προαναφερόμενου συγγενούς τους : “Από την εκτίµηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα στο ακροατήριο του Πρωτοβαθµίου Δικαστηρίου, την επικαλούµενη και προσκοµιζόµενη από τους ενάγοντες υπ’ αρ. 1757/2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που έχει ληφθεί νοµότυπα µετά από προηγούµενη κλήτευση των εναγοµένων ( …) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 395 ΚΠολΔ), και των φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (…), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψιν (…), έχουν αποδεχθεί τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27- 12-2014 και ώρα 19.20 περίπου, ο G. K. οδηγούσε την υπ’ αρ. κυκλ. … δίκυκλη μοτοσικλέτα, επί της οδού …, στην περιοχή …, με κατεύθυνση προς την λεωφ. …. Η ανωτέρω οδός είναι μονόδρομος, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 6,20 μέτρα, είναι ευθεία και οριζόντια, ενώ κατά τον ανωτέρω χρόνο το οδόστρωμα ήταν ξηρό και ο τεχνητός φωτισμός, λόγω νύκτας, επαρκής. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο Σ. Π., οδηγώντας το υπ’ αρ. κυκλ. … αυτοκίνητο, το οποίο κατά τον χρόνο εκείνο ήταν ασφαλισμένο, για την προς τρίτους αστική ευθύνη, στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…”, έβαινε επί της οδού … στην ως άνω περιοχή …, με κατεύθυνση από Νέο ψυχικό προς …. Η οδός … είναι μονόδρομος, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 6,10 μέτρ., είναι ευθεία και οριζόντια και διασταυρώνεται με την οδό …. Επί της οδού … και στο σημείο που διασταυρώνεται με την οδό … υπάρχει για τα κινούμενα επ’ αυτής (οδό …) οχήματα, ρυθμιστική πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας STOP που σημαίνει ότι στην διασταύρωση προτεραιότητα έχουν τα οχήματα τα κινούμενα επί της οδού … Ο οδηγός του ως άνω υπ’ αρ. … αυτοκινήτου, φτάνοντας στην ως άνω διασταύρωση, δεν σταμάτησε όπως όφειλε, την πορεία του οχήματος του, ενόψει της ανωτέρω σήμανσης, αλλά προχώρησε εισερχόμενος στην διασταύρωση, και όταν αντιλήφθηκε την κίνηση της δίκυκλης μοτοσικλέτας, ακινητοποίησε το αυτοκίνητο του στο μέσον περίπου της δια-σταύρωσης. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας εκινείτο ανεπιτρέπτως με μεγάλη ταχύτητα, ήτοι ανώτερη της επιτρεπόμενης των 50χλ./ώρα της κατοικημένης περιοχής. Επίσης ο οδηγός της μοτοσικλέτας, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, γεγονός το οποίο επέδρασε στα αντανακλαστικά του, μειώνοντας την ικανότητα αντίδρασης. Ως εκ τούτου, δεν κατάφερε να τροχοπεδήσει έγκαιρα, αλλά κάνοντας αμήχανους αποφευκτικούς ελιγμούς προσπέρασε από δεξιά το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο χωρίς να έλθει σε επαφή ή να συγκρουσθεί με αυτό, πλην όμως έχασε την ισορροπία του και τον έλεγχο της μοτοσικλέτας και προσέκρουσε σε ευρισκόμενο δένδρο επί του δεξιού άκρου της οδού …, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του. Όπως προκύπτει από την από 28-12-2014 έκθεση αυτοψίας του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, που συνέταξαν τα αρμόδια όργανα, στον τόπο του ατυχήματος, δεν ανευρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης, ίχνη πλάγιας ολίσθησης, χαραγές στο οδόστρωμα, ούτε θραύσματα, νερά, λάδια ή αίμα. Τα ως άνω επιβεβαιώνουν ότι τα δύο οχήματα δεν συγκρούσθηκαν. Αποδεικνύουν όμως και ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας δεν φρέναρε, δεν μείωσε την ταχύτητα της μοτοσικλέτας, ούτε και μπόρεσε να ελέγξει το όχημά του αποφεύγοντας τον εκτροχιασμό του. Τούτο οφείλεται στην μεγάλη ταχύτητα που είχε αναπτύξει και στην μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος που είχε καταναλώσει. Με τα δεδομένα αυτά, το ποσοστό ευθύνης για την επέλευση του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, του οδηγού του υπ’ αρ. … αυτοκινήτου, ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε 60% καθώς αυτός, από έλλειψη προσοχής την οποία επιδεικνύει ο μέσος συνετός οδηγός, κατά την οδήγηση του οχήματος του, δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ούτε είχε τον πλήρη έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος, καθόσον αν και εκινείτο πλησίον διασταύρωσης, δεν κατέβαλε την δέουσα προσοχή, ώστε να διακόψει την πορεία του, προκειμένου να διέλθει η έχουσα προτεραιότητα μοτοσικλέτα του ενάγοντος, παραβιάζοντας την υπάρχουσα στο ρεύμα πορείας του, ρυθμιστική πινακίδα με την ένδειξη STOP (Ρ-2), κατά παράβαση των διατάξεων των αρθρ. 12§ 1, 19 παρ.1 και 2 και 26 παρ.1 και 4 του ΚΟΚ. Εξάλλου το ποσοστό ευθύνης του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας ανέρχεται σε ποσοστό 40% διότι αυτός είχε αναπτύξει ταχύτητα που είχε ξεπεράσει τα όρια που επιτρέπονται για κατοικημένη περιοχή, όπου εκινείτο, σε συνδυασμό ότι είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος (1,53 gr/Ι σύμφωνα με την από 24-3-2015 ανακοίνωση αποτελέσματος τοξικολογικής εξέτασης), η οποία του προκάλεσε μείωση της ικανότητάς του για οδήγηση, σύγχυση και ασυγχρονισμό των κινήσεών του που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ουδόλως επεχείρησε να τροχοπεδήσει την μοτοσικλέτα, το οποίο σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μεγαλύτερης της επιτρεπόμενης ταχύτητας, δεν του επέτρεψε να αποφύγει την πρόσκρουσή του στο δένδρο, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1, 19 παρ.1 και 2 και 42 παρ.1 του ΚΟΚ. Τα ως άνω περιστατικά επιρρωνύονται και από τις καταθέσεις των δύο αυτοπτών μαρτύρων, οι οποίοι αναγράφονται και στην έκθεση αυτοψίας του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος. Ειδικότερα ο B. A. κατέθεσε προανακριτικά την 28- 12-2014, μεταξύ άλλων ότι : “την 27-12-2014 και περί ώρα 19:20, κινούμουν πεζός επί της οδού … προς Ν. Ψυχικό μαζί με τον φίλο μου S. B.. Μόλις πλησιάζαμε την διασταύρωση της οδού … με την οδό …, είδα ένα μαύρο αυτοκίνητο μάρκας SMART, να κινείται στην οδό … προς Μαρούσι και να παραβιάζει πινακίδα STOP, βρισκόμενος στην μέση περίπου της διασταύρωσης. Την ίδια στιγμή, είδα ένα μαύρο δίκυκλο που εκινείτο στην οδό … προς λεωφ. … να προσπαθεί να αποφύγει το SMART να κάνει ελιγμούς δεξιά και αριστερά… Άκουσα ένα δυνατό θόρυβο πρόσκρουσης και είδα τον K. G. τον οποίο γνώριζα, αφού ήταν φίλος μου, να βρίσκεται στο έδαφος και να έχει χτυπήσει σε ένα δένδρο…. Θα ήθελα να αναφέρω ότι τα δύο οχήματα δεν ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους…”. Επίσης ο αυτόπτης μάρτυρας S. B. κατέθεσε προανακριτικά την 28-12-2014 μεταξύ άλλων ότι: “την 27-12-2014 και περί ώρα 19.20, ήμουν μαζί με τον φίλο μου B. A. στο …, περπατούσαμε στην οδό …, ξαφνικά είδα ένα αυτοκίνητο SMART μαύρο χρώματος, να σταματάει στην μέση σχεδόν της διασταύρωσης της οδού … με την οδό …. Το αυτοκίνητο αυτό, εκινείτο στην οδό … προς Μαρούσι. Αμέσως μετά είδα ένα μαύρο μηχανάκι που κατέβαινε την οδό … προς λεωφ. …, να προσπαθεί να αποφύγει το SMART. Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, έκανε ελιγμούς για να το αποφύγει, με αποτέλεσμα να πέσει στο δρόμο και να χτυπήσει σε δένδρο και πεζοδρόμιο…ο οδηγός του αυτοκίνητο, παραβίασε πινακίδα STOP και λόγω αυτής της ενέργειας, ο φίλος μου K. G. έχασε τον έλεγχο του οχήματος και τραυματίσθηκε, χωρίς όμως τα δύο οχήματα να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους. Ο οδηγός του SMART, ισχυριζόταν πως η μηχανή είχε μεγάλη ταχύτητα και ότι δεν έφερε ευθύνη για το ατύχημα, αφού τα οχήματα δεν συγκρούσθηκαν το ένα με το άλλο. Λυπάμαι πολύ για τον θάνατο του φίλου”. Επίσης ο Σ. Π., οδηγός του υπ’ αρ. κυκλ. … αυτοκινήτου, αναφέρει στο από 1-6-2015 απολογητικό του υπόμνημα μεταξύ άλλων ότι: “Η μόνη αλήθεια και πραγματικότητα είναι ότι όταν έφθασα στην διασταύρωση και είχα ακινητοποιήσει το όχημα μου ενόψει της πινακίδος STOP, είδα από την δεξιά μου πλευρά το μοτοποδήλατο του ατυχούς θανόντος, να κινείται επί της δεξιάς πλευράς της οδού … προς την λεωφ. …, με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας απωλεσθεί ο έλεγχος τούτου για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά και μόνο στο θύμα και ένεκα τούτου, το μοτοποδήλατο πραγματοποιούσε ελιγμούς ακούσιους από τον οδηγό του και ανεξάρτητους της θέλησής του και έτσι οδηγήθηκε, με αδυναμία του θύματος να το επαναφέρει στην σωστή πορεία στην τελική θέση και να προσκρούσει επί του δένδρου, στο δεξιό πεζοδρόμιο, και εκ του λόγου τούτου, ως μόνης ενεργού αιτίας να επέλθει ο θάνατος του… η υπ’ αρ. πρωτ. 3665/26-2-2015 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής του θύματος που διενήργησε η ιατροδικαστής Χ. Σ. (καθηγήτρια τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών), η οποία απεστάλη στο τμήμα τροχαίας Αγ. Παρασκευής την 7-3-2015 η οποία δίνει απάντηση στο λόγο για τον οποίο, ο ατυχής θανών είχε χάσει τον έλεγχο του μοτοποδηλάτου του, χωρίς καμία υπαίτια δική μου συμμετοχή, ότι δηλαδή στο αίμα του ανιχνεύθηκε αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) σε συγκέντρωση 1,53 γραμμ/L. Η απώλεια του ελέγχου του μοτοποδηλάτου δεν οφείλεται στο ότι εγώ αιφνιδίασα τον οδηγό του, με την απότομη είσοδο μου μέχρι το μέσο του οδοστρώματος της οδού … αλλά στην λόγω μέθης, σημαντικότατου βαθμού μείωση των πνευματικών λειτουργιών ισορροπίας και ικανότητα αντίδρασης, που ως μόνης ενεργού αιτίας, οδηγούσαν στην ολίσθηση του μοτοποδηλάτου και στην πρόσκρουση του στο δένδρο…>>. … Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο θανών, ηλικίας κατά τον χρόνο του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, 20 ετών, ήταν υιός των δύο πρώτων εναγόντων, αδελφός του τρίτου ενάγοντα και εγγονός των τετάρτης και πέμπτης των εναγόντων. Όλοι οι ενάγοντες δοκίμασαν θλίψη και πόνο για τον ξαφνικό θάνατο του τέκνου, αδελφού και εγγονού τους. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, το ποσοστό συνυπαιτιότητας των εμπλεκομένων μερών, την ηλικία του θανόντος, τον συγγενικό δεσμό του με καθένα από τους ενάγοντες, τον πόνο και την θλίψη που αυτός βίωσαν με τον αιφνίδιο θάνατο του, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων (η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας είναι εγγυητική), κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στους ενάγοντες, χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν, το ύψος της οποίας ορίζεται στο ποσό των 30.000 ευρώ για καθένα εκ των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων (γονείς του αποβιώσαντος), στο ποσόν των 10.000 ευρώ για τον τρίτο ενάγοντα (αδελφό του αποβιώσαντος και στο ποσό των 5.000 ευρώ για κάθε μία από τις τέταρτη και Πέμπτη των εναγόντων (γιαγιάδες του αποβιώσαντος). Τα ως άνω ποσά κρίνονται εύλογα, μετά την στάθμιση των κατά νόμον στοιχείων (932 ΑΚ).
Συνακόλουθα με όλα τα ανωτέρω έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον προσδιορισμό των ποσοστών συνυπαιτιότητας εκάστου των εμπλακέντων μερών στο ένδικο τροχαίο ατύχημα, καθώς και ως προς το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων, γι’ αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τους κατ’ έφεση διαδίκους, και στην συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και επαναλαμβανομένων των μη ανατρεπομένων διατάξεων, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες τα κάτωθι ποσά: Στον πρώτο ενάγοντα το ποσόν των 30.000 ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα το ποσόν των 30.992,40 ευρώ (30.000+992,40), στον τρίτο ενάγοντα το ποσόν των 10.000 ευρώ, και στις τέταρτη και πέμπτη των εναγόντων το ποσό των 5.000 ευρώ στην καθεμία, άπαντα νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως….” Κατόπιν των ανωτέρω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας για το ένδικο τροχαίο ατύχημα και τον κατ’αυτό τραυματισμό του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας G. K. ( συγγενούς των εναγόντων – ήδη αναιρεσειόντων) ανέρχεται σε ποσοστό 60 % για τον οδηγό του υπ’αριθ. … αυτοκινήτου, και σε ποσοστό 40 % για τον ως άνω θανάσιμα τραυματισθέντα οδηγό της υπ’αριθ. κυκλοφορίας … – 0834 δίκυκλης μοτοσικλέτας, έκρινε στη συνέχεια (εκτός των άλλων που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αναιρετικής δίκης) ότι πρέπει να αναγνωρισθεί πως η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη αναιρεσίβλητη) οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες τα εξής ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους από τον κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα θανάσιμο τραυματισμό του ως άνω συγγενούς τους G. K. : σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων – αναιρεσειόντων (γονείς του θανάσιμα τραυματισθέντος κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα 30.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα (αδελφό του αποβιώσαντος) 10.000 ευρώ και σε εκάστη από τις τέταρτη και πέμπτη των εναγουσών – αναιρεσειουσών (γιαγιάδες του αποβιώσαντος) 5.000 ευρώ και στη συνέχεια δέχθηκε την έφεση της τώρα αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση [ που είχε δεχθεί ποσοστά συνυπατιότητας 70% για τον ασφαλισμένο στην εναγομένη αναιρεσίβλητη οδηγό του ΙΧΕ αυτοκινήτου και 30% για τον αποβιώσαντα οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας και είχε επιδικάσει τα μικρότερα των ανωτέρω χρηματικά ποσά σε έκαστο από τους ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους], διακράτησε, δίκασε την αγωγή των τώρα αναιρεσειόντων και δέχθηκε αυτήν ως μερικά κατ’ουσία βάσιμη κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Ήδη με τον πρώτο κατά σειρά λόγο της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα ότι, αποδίδοντας στον ασφαλισμένο στην αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία και οδηγό του ΙΧΕ αυτοκινήτου ποσοστό συνυπατιότητας 60%, ο οποίος δεν σταμάτησε την πορεία του, εν όψει της σημάνσεως STOP, όπως όφειλε, το δε υπόλοιπο ποσοστό συνυπατιότητας 40% στον οδηγό της μοτοσικλέτας, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 300, 330, 914ΑΚ, καθώς και 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2, 26 παρ. 1 και 4 και 42 παρ. 1 του ΚΟΚ, καθόσον τα ανελέγκτως γενόμενα αποδεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της συνυπατιότητας και της αιτιώδους συνάφειας προς το επελθόν αποτέλεσμα, ουδόλως δε δικαιολογούν την κατανομή των ποσοστών που απέδωσε στον καθένα, αποδίδοντας περαιτέρω στην προσβαλλόμενη τις εξής πλημμέλειες (όπως αυτολεξεί στον ως άνω πρώτο λόγο αναίρεσης αναγράφεται), σε σχέση με την οδηγική συμπεριφορά του αποβιώσαντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας : ότι “υπό την εντελώς αυθαίρετη παραδοχή ότι αυτός έβαινε τάχα με υπερβολική ταχύτητα, ανώτερη της επιτρεπόμενης των 50 χιλ/ώρα, όταν μάλιστα τα όργανα της Τροχαίας ουδέν περί αυτής επισημαίνουν όσον αφορά δε την επίδραση της μέθης, ποσοστού 1,53 γραμμ./l, ούτε αυτή ηδύνατο να προσδώσει υπατιότητα και δη σε ποσοστό ….40%.Τούτο δε διότι, εκ των συνθηκών ουδέν περιθώριο αντιδράσεως είχε το θύμα, αλλά πολύ περισσότερο η νεκροψία – νεκροτομή δύο μέρες μετά το ατύχημα, οπότε διαπιστώθηκε και η μέθη, πλην όμως το ποσοστό αυτής, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, δεν αποδίδει την πραγματικότητα, δεδεμένου ότι το χρονικό αυτό διάστημα συνετέλεσε στην εμφάνιση της αρχομένης σήψεως……….Επομένως η ταχύτητα του θανόντος ουδόλως επέδρασε αιτιωδώς στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, αλλά ούτε και η ανιχνευθείσα στο αίμα του ποσότητα αλκοόλ ήταν πράγματι αυτή κατά το ατύχημα, οπότε και δεν επιβεβαιώνεται ότι αυτή προκάλεσε καθυστέρηση στις αντιδράσεις του, μείωση της ικανότητάς του για οδήγηση, σύγχυση και ασυγχρονισμό των κινήσεών του, ενώ εξ ουδενός στοιχειοθετείται ότι η ακινητοποίηση της μοτοσικλέτας-…….-ήταν η ενδεικνυόμενη ενέργεια ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση…..”. Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος α) κατά μεν τις αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη αιτιάσεις, με τις οποίες θίγεται η κρίση της προσβαλλόμενης ως προς τον βαθμό, και το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη ΙΧΕ αυτοκινήτου και του θανάσιμα τραυματισθέντος κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας, καθόσον εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς τον βαθμό την βαρύτητα του πταίσματος των ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα και με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσης εκτεθέντα, η κρίση αυτή, ως προς το ποσοστό συνυπαιτιότητας εκάστου των εμπλακέντων στο ένδικο τροχαίο ατύχημα μερών, σχηματίζεται από την κατ` άρθρ. 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.ικ. αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια. Περαιτέρω β) κατά τις λοιπές, αναφερόμενες σε αυτόν αιτιάσεις, ο ίδιος ως άνω πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι οι προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες (και ανωτέρω αυτολεξεί παρατεθείσες αιτιάσεις σε σχέση με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ως προς την ταχύτητα και την αποδοθείσα στον θανασίμως τραυματισθέντα οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας μέθη, αποτελούν διαφορετικές εκ μέρους των αναιρεσειόντων προσεγγίσεις, που εκτιμούν διαφορετικά από την προσβαλλόμενη τα αποδεικτικά μέσα, και συνακόλουθα, με τις αιτιάσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας (ΚΠολΔ 561 § 1). Με τον δεύτερο κατά σειρά λόγο της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 19 ΚπολΔ, και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη “δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως δεν έχει αιτιολογίες ή επαρκείς αιτιολογίες για την ουσιαστική κρίση της ότι το θύμα συνετέλεσε κατά ποσοστό 40% στο ατύχημα, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι αυτό βαρύνεται με οποιαδήποτε αμέλεια στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, είτε ότι εκινείτο με υπερβολική ταχύτητα. Το δε γεγονός ότι ανευρέθη, απροσδιόριστη πάντως, ποσότητα αλκοόλ στον οργανισμό του, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος, αφού με βάση τα προεκτεθέντα, ο δικυκλιστής οδηγούσε με επιμέλεια και σύνεση, με κανονική ταχύτητα…. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την απόφασή Του έκρινε υπαίτιο τον θανόντα κατά ποσοστό 30% και τον ασφαλισμένο της αντιδίκου κατά 70% ορθώς εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και δεν έσφαλε στην κρίση Του… .”. Εν όψει του προαναφερόμενου περιεχομένου του ο ως άνω δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον με τις ως άνω, αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη αιτιάσεις, θίγεται η εκφεύγουσα του αναιρετικού ελέγχου κρίση της προσβαλλόμενης ως προς τον βαθμό και το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη ΙΧΕ αυτοκινήτου και του θανάσιμα τραυματισθέντος κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα και με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσης αναφερόμενα (όπως και ανωτέρω σε σχέση με τον προαναφερόμενο πρώτο λόγο αναίρεσης εκτέθηκε), η κρίση αυτή, ως προς το ποσοστό συνυπαιτιότητας εκάστου των εμπλακέντων στο ένδικο τροχαίο ατύχημα μερών, σχηματίζεται από την κατ` άρθρ. 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια.
Με τον τρίτο κατά σειρά λόγο της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα προσάπτουν στην προσβαλλόμενη α) αφενός “έλλειψη νόμιμης βάσεως και ανεπάρκεια των αιτιολογιών” σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων “που αφορούν το ίδιο πιο πάνω κρίσιμο ζήτημα της υπαιτιότητας ή και του ποσοστού συνυπαιτιότητας του θύματος που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο και βρίσκονται σε αντίθεση με το ότι η προσβαλλόμενη δεν διαπίστωσε, ούτε αξιολόγησε δεόντως ότι ο ασφαλισμένος στην αναιρεσίβλητη οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, παρενεβλήθη στην πορεία του κανονικά βαίνοντος δικυκλιστή, αφού πρώτα παραβίασε πινακίδα (Ρ-2) STOP, ο δε συγγενής μας, όπως παντάπασι αποδείχτηκε, εκινείτο κανονικά μέχρις ότου παρενεβλήθη αιφνιδίως και αναπάντεχα στην πορεία του το αυτοκίνητο….”, β) αφετέρου προσάπτουν στην προσβαλλόμενη ασαφείς, ενδοιαστικές και “αμφιβάλλουσες” αιτιολογίες. Εν όψει του προαναφερόμενου περιεχομένου του ο ως άνω δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος κατά μεν το ως άνω πρώτο (α) σκέλος του ως απαράδεκτος, διότι με τις ως άνω, προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις σε σχέση με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ως προς την υπαιτιότητα ή το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού της μοτοσικλέτας και του οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη ΙΧΕ αυτοκινήτου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας (561 παρ. 1 του KΠολΔ), κατά δε το ως άνω δεύτερο (β) σκέλος του ως αβάσιμος, διότι από τις ανωτέρω αυτολεξεί παρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τις παρατιθέμενες παραπάνω πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς την διαγνωσθείσα υπ’αυτού συνυπαιτιότητα εκάστου των εμπλακέντων μερών στο ένδικο τροχαίο ατύχημα και τον κατ’αυτό θανάσιμο τραυματισμό του συγγενούς των εναγόντων – αναιρεσειόντων .
Κατά το άρθρο 559 αριθμ.11 εδάφ. γ` του KΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (Ολ. ΑΠ 42/2002, ΑΠ 255/2020, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 343/2017), οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι` αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Δεν συνάγεται ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη έγγραφο από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην πληττόμενη απόφαση όλα τα έγγραφα, εκτός από εκείνο στο οποίο αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (Ολ. ΑΠ, 8/2016, 2/2008, ΑΠ 255/2020). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, θα πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται: α) ποίες είναι οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν και τις οποίες δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κρίσιμος ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο και θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 255/2020, ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 845/2018). Στην υπό κρίση περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, προβάλλουν την, κατ` άρθρ. 559 αριθμ. 11γ KΠολΔ, αιτίαση, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της κρίσης του όλα τα κρίσιμα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν από τους ενάγοντες – τώρα αναιρεσείοντες, και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη την από 6.7.2015 ιατροδικαστική γνωμάτευση του ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή Ε. Α.Κ., όπως προκύπτει από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη εμμένει στο ποσοστό μέθης του θανόντος που αναφέρεται στις αιματολογικές εξετάσεις κατά την νεκροψία- νεκροτομή δύο ημέρες μετά το ένδικο ατύχημα, χωρίς (όπως όφειλε) να αξιολογήσει τα πιστοποιούμενα με την ως άνω από 6.7.2015 ιατροδικαστική γνωμάτευση και να αποφανθεί επί των πιστοποιούμενων με αυτή, δεδομένης (όπως αυτολεξεί αναγράφεται στο σχετικό λόγο αναίρεσης) “της ουσιαστικής σημασίας του για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με το μέγεθος της μέθης του θανόντα, την οποία αυθαίρετα εξέλαβε ως το δεύτερο προσδιοριστικό στοιχείο του ποσοστού της συνυπαιτιότητάς του.”. Ο 4ος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αβάσιμος, διότι, (ανεξαρτήτως ότι οι αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν στο αναιρετήριο την επίδραση που έχει η ως άνω από 6.7.2015 ιατροδικαστική γνωμάτευση στο διατακτικό της απόφασης), από τη (ανωτέρω αυτολεξεί παρατεθείσα) ρητή βεβαίωση που υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση (στις 4η και 5η σελίδες αυτής) ότι έλαβε υπόψη της την ένορκη κατάθεση του µάρτυρα στο ακροατήριο του Πρωτοβαθµίου Δικαστηρίου, την επικαλούµενη και προσκοµιζόµενη από τους ενάγοντες υπ’ αρ. 1757/2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που έχει ληφθεί νοµότυπα µετά από προηγούµενη κλήτευση των εναγοµένων και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν, και προσκόμισαν μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, και τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενό της, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και την ως άνω από 6.7.2015 ιατροδικαστική γνωμάτευση του ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή Ε. Α.Κ., την οποία εκτίμησε διαφορετικά από τους αναιρεσείοντες. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, ο ως άνω 4ος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθόσον οι προβαλλόμενες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, για εσφαλμένη αξιολόγηση και παραγνώριση της αποδεικτικής αξίας της ως άνω από 6.7.2015 ιατροδικαστικής γνωμάτευσης του ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή Ε. Α.Κ., αποτελούν ουσιαστικές, εκ μέρους τους, προσεγγίσεις, που εκτιμούν διαφορετικά το εν λόγω αποδεικτικό μέσο, οι οποίες και απαραδέκτως προβάλλονται, κατ` άρθρο 561 παρ.1 KΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 12 KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο αναιρετικός αυτός λόγος αφορά αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια των περιοριστικώς καθοριζομένων στο άρθρο 339 KΠολΔ αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 KΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη απόδειξης μικρότερη ή μεγαλύτερη, από εκείνη που δεσμευτικά για το δικαστήριο καθορίζει ο νόμος. Αντίθετα, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση, που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 KΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα, αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά. Κατά συνέπεια, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης δημιουργείται μόνον αν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα, στα οποία, σύμφωνα με το νόμο, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να προσδώσει δύναμη πλήρους απόδειξης, δηλαδή προϋποθέτει αποδεικτικά μέσα αυξημένης αποδεικτικής δύναμης (ΑΠ 451/2014, ΑΠ 1311/2010, ΑΠ 1417/2009). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ποια είναι η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του νόμου σε σχέση με την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων που έχουν εκτιμηθεί, προς απόδειξη ποίου ισχυρισμού έγινε επίκληση και προσκόμιση του σχετικού αποδεικτικού μέσου και ποία επίδραση θα ασκούσε ο ισχυρισμός αυτός στην έκβαση της δίκης, ποία είναι τα αποδεικτικά μέσα και ποία ήταν η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε σ` αυτά από την προσβαλλόμενη απόφαση, διαφορετική από εκείνη που αποδίδει σ` αυτήν ο νόμος, καθώς και που έγκειται το σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1454/2017, ΑΠ 700/2009, ΑΠ 949/2008). Στην προκείμενη περίπτωση με τον 5ο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η αιτίαση από τον αρ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 ΚΠολΔ ως προς την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ποία ήταν η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση στην τεχνική έκθεση που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες (ως άνω από 6.7.2015 ιατροδικαστική γνωμάτευση του ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή Ε. Α.Κ.) διαφορετική από εκείνη που αποδίδει σ` αυτήν ο νόμος (κατά τον οποίο, σημειωτέον, εκτιμάται ελεύθερα), καθώς και που έγκειται το σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το εν λόγω αποδεικτικό μέσο.
Συνεπώς, εν όψει των ανωτέρω και των στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτεθέντων, ο εν λόγω 5ος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος. Τέλος με τον 6ο και τελευταίο κατά σειρά λόγο της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 KΠολΔ, αληθώς μόνο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔικ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο προέβη στον καθορισμό της οφειλόμενης σ’αυτούς (αναιρεσείοντες) εκ του άρθρου 932 ΑΚ χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης τους από τον θάνατο του ως άνω συγγενούς τους, κατά παράβαση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας που επιβάλλει το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος, άλλως καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, επιδικάζοντάς τους αντί των αιτηθέντων, τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη και στην αίτηση αναίρεσης ευτελή ποσά. Από το ανωτέρω, στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας, αυτολεξεί παρατεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης, κατά το μέρος που αφορά την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και τους επί μέρους λόγους αυτής, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας για το ένδικο τροχαίο ατύχημα και τον κατ’αυτό τραυματισμό του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας G. K. (συγγενούς των εναγόντων – ήδη αναιρεσειόντων) ανέρχεται σε ποσοστό 60% για τον οδηγό του υπ’αριθ. … αυτοκινήτου, και σε ποσοστό 40 % για τον ως άνω θανάσιμα τραυματισθέντα οδηγό της υπ’αριθ. κυκλοφορίας … – 0834 δίκυκλης μοτοσικλέτας G. K., έκρινε στη συνέχεια ότι πρέπει να αναγνωρισθεί πως η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη αναιρεσίβλητη) οφείλει να καταβάλει τα εξής ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους (αναιρεσειόντων) από τον κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα θανάσιμο τραυματισμό του ως άνω συγγενούς τους G. K.: σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων – αναιρεσειόντων (γονείς του θανάσιμα τραυματισθέντος κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα 30.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα (αδελφό του αποβιώσαντος) 10.000 ευρώ και σε εκάστη από τις τέταρτη και πέμπτη των εναγουσών – αναιρεσειουσών (γιαγιάδες του αποβιώσαντος) 5.000 ευρώ και στη συνέχεια δέχθηκε την έφεση της τώρα αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση [που είχε δεχθεί ποσοστά συνυπατιότητας 70% για τον ασφαλισμένο στην εναγομένη αναιρεσίβλητη οδηγό του ΙΧΕ αυτοκινήτου και 30% για τον αποβιώσαντα οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας και είχε επιδικάσει τα μεγαλύτερα των ανωτέρω χρηματικά ποσά σε έκαστο από τους ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους], διακράτησε, δίκασε την αγωγή των τώρα αναιρεσειόντων, δέχθηκε αυτήν ως μερικά κατ’ουσία βάσιμη και αναγνώρισε πως η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη αναιρεσίβλητη) οφείλει να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) τα αναλυτικά προαναφερθέντα ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους από τον κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα θανάσιμο τραυματισμό του ως άνω συγγενούς τους G. K.. Με την προαναφερθείσα κρίση του το Εφετείο, δηλαδή με το να καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση εκάστου των αναιρεσειόντων, λόγω της ψυχικής οδύνης τους από τον κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα θανάσιμο τραυματισμό του ως άνω συγγενούς τους G. K., στα παραπάνω ποσά δεν παραβίασε την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπολείπονται και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτής. Επομένως, είναι αβάσιμος ο προαναφερθείς έκτος, λόγος της αναίρεσης. Μετά από αυτά, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του KΠολΔ, όπως ισχύει). Τέλος, οι αναιρεσείοντες που νικήθηκαν στη δίκη αυτή πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της παριστάμενης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 KΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Νοεμβρίου 2019 και με αύξοντα Γενικό αριθμό κατάθεσης 10758/2019/ΕΑΚ1038/13-11-2019 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθμό 3694/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (2.700,00 ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ