Άρειος Πάγος 209/2024
Συμβατική οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, πληρωτέα στην Ελλάδα – Οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα και πληρωμή σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημέρα της εξόφλησης και όχι κατά τη συμφωνημένη δήλη ημέρα πληρωμής τιμολογίου
Περίληψη
Η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι πρόκειται για έγκυρη συμβατική οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, πληρωτέα στην Ελλάδα, την οποία η οφειλέτις αναιρεσίβλητη υποχρεούται να την καταβάλει και η δανείστρια αναιρεσείουσα δικαιούται να τη ζητήσει μόνο σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ προς το αλλοδαπό νόμισμα (δολλάρια ΗΠΑ και λίρες Αγγλίας) κατά την ημέρα της εξοφλήσεως και όχι κατά τη συμφωνημένη δήλη ημέρα πληρωμής κάθε τιμολογίου, καθόσον, ενόψει της διακυμάνσεως της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και των δολλαρίου ΗΠΑ και λίρας Αγγλίας, η αξία των τελευταίων σε ευρώ μπορεί κατά το χρόνο της συμφωνημένης δήλης ημέρας πληρωμής κάθε τιμολογίου να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη, αλλά και μικρότερη, απ’ ότι κατά το χρόνο της εξοφλήσεως, με συνέπεια στην τελευταία περίπτωση να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα της αγωγής από μείζον σε έλασσον. Επομένως, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, ο πρώτος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Αριθμός 209/2024
(Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την Επωνυμία “…”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Εταιρείας με την Επωνυμία “…”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………… και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρείας με την Επωνυμία “…”, που εδρεύει στη …, και εκπροσωπείται νόμιμα, διαχειρίστριας και εκπροσώπου της Εταιρείας με την Επωνυμία “…” που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………… και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/6/2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 145/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1652/2021 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28/2/2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ’ αριθμ. 1652/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθμ. 145/2020 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή της ως προς την πρώτη εναγομένη και είχε απορριφθεί ως προς τη δεύτερη. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθμ. 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 παρ. 1 του Α.Κ., καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 5422/ 1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 01.01.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξόφλησης όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξης ή κάποιον άλλο χρόνο. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της πληρωμής, χωρίς να έχει υποχρέωση να καθορίσει την ισοτιμία κατά το χρόνο αυτό, που του είναι άλλωστε άγνωστη. Αντίστοιχα και το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αγωγής και την επιδίκαση της απαίτησης, δεν διατάσσει απόδειξη για την ισοτιμία, αλλά υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στο δανειστή το σε ευρώ ισάξιο του ξένου νομίσματος με βάση την τρέχουσα τιμή τούτου στον τόπο και κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής, είτε εκουσίως είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτέλεσης του, αφορώντος την σε αλλοδαπό νόμισμα οφειλή, εκτελεστού τίτλου, η δε με τον τρόπο αυτό προσδιοριζόμενη απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και εγκύρως χωρεί γι’ αυτή αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ξένου νομίσματος ως οφειλή από σύμβαση, είναι μη νόμιμη, αν δεν ζητείται το ισάξιο αυτού σε ευρώ, κατά το χρόνο της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής. Το αίτημα δε της αγωγής αυτής, περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ με την κατά το χρόνο της οφειλής συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων, δεν είναι “μείζον” και δεν νοείται, ως εκ τούτου, ότι συμπεριλαμβάνεται σ` αυτό, ως “έλασσον”, το αίτημα περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την ισοτιμία του, με το ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής. Και τούτο, διότι, ενόψει της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού και του αλλοδαπού νομίσματος, η αξία του τελευταίου σε ευρώ μπορεί κατά το πρώτο χρονικό σημείο (οφειλής) να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και μικρότερη απ’ ό,τι κατά το δεύτερο χρονικό σημείο (της πληρωμής), με συνέπεια, στην τελευταία περίπτωση, να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα από “μείζον” σε “έλασσον” (ΑΠ 497/2021, ΑΠ 885/2019, ΑΠ 537/2016).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1320/2022, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/ 2016).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο αναιρετικό λόγο, προβάλλεται η από το εδάφιο α’ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 291 του Α.Κ., με την αιτίαση ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, έκρινε μη νόμιμη την αγωγή, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της δεύτερης εναγομένης, για το λόγο ότι με αυτή ζητείται η καταβολή του ποσού των 14.830,33 ευρώ (ισότιμο δολλαρίων ΗΠΑ 17.480,00 και λιρών Αγγλίας 95,24), της ισοτιμίας υπολογιζομένης κατά τη συμφωνημένη δήλη ημέρα που έπρεπε να πληρωθεί κάθε τιμολόγιο και όχι το ισάξιο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, κατά την ημέρα της πληρωμής, ενώ έπρεπε το δικαστήριο να επιδικάσει το ισάξιο σε ευρώ ποσό του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημερομηνία εξοφλήσεως και να μην απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη.
Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ιστορούσε τα εξής: Ότι τυγχάνει εκδοτική εταιρία, η οποία μεταξύ άλλων ασχολείται και με την εκτύπωση και πώληση χαρτών. Ότι στο πλαίσιο αυτό της εμπορικής της δραστηριότητας, κατά τα έτη 2017-2019 συμφώνησε με την δεύτερη εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη, η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια της πρώτης εναγόμενης, που δεν είναι διάδικος στη παρούσα δίκη, να την προμηθεύσει με διάφορους χάρτες για τις ανάγκες του πλοίου “B…”. Ότι σε εκτέλεση της άνω σύμβασης εξέδωσε στο όνομα της δεύτερης εναγόμενης-αναιρεσίβλητης (διαχειρίστριας) συνολικά τριάντα εννέα (39) τιμολόγια και δελτία αποστολής, συνολικής αξίας 22.575,00 δολ. ΗΠΑ και 95,24 λιρών Αγγλίας και παρέδωσε τα αντίστοιχα εμπορεύματα, τα οποία παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα. Ότι οι εναγόμενες δεν εξόφλησαν όλα τα τιμολόγια, αλλά παρέμειναν ανεξόφλητα τα αναφερόμενα στην αγωγή δέκα τέσσερα (14) τιμολόγια, συνολικής αξίας 17.480,00 δολλαρίων ΗΠΑ και 95,24 λιρών Αγγλίας. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζήτησε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, κατά τις διατάξεις από τη σύμβαση πώλησης, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η κάθε μία απ’ αυτές, το ποσό των 14.830,33 ευρώ (το οποίο είναι το ισότιμο των 17.480,00 δολλαρίων ΗΠΑ και 95,24 λιρών Αγγλίας, της ισοτιμίας υπολογιζόμενης κατά τη συμφωνημένη δήλη ημέρα που έπρεπε να πληρωθεί κάθε τιμολόγιο και αναγράφεται επάνω σ’ αυτό), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη της συμφωνημένης ημέρας εξόφλησης κάθε τιμολογίου, άλλως από την επόμενη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι πρόκειται για έγκυρη συμβατική οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, πληρωτέα στην Ελλάδα, την οποία η οφειλέτις αναιρεσίβλητη υποχρεούται να την καταβάλει και η δανείστρια αναιρεσείουσα δικαιούται να τη ζητήσει μόνο σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ προς το αλλοδαπό νόμισμα (δολλάρια ΗΠΑ και λίρες Αγγλίας) κατά την ημέρα της εξοφλήσεως και όχι κατά τη συμφωνημένη δήλη ημέρα πληρωμής κάθε τιμολογίου, καθόσον, ενόψει της διακυμάνσεως της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και των δολλαρίου ΗΠΑ και λίρας Αγγλίας, η αξία των τελευταίων σε ευρώ μπορεί κατά το χρόνο της συμφωνημένης δήλης ημέρας πληρωμής κάθε τιμολογίου να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη, αλλά και μικρότερη, απ’ ότι κατά το χρόνο της εξοφλήσεως, με συνέπεια στην τελευταία περίπτωση να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα της αγωγής από μείζον σε έλασσον. Επομένως, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, ο πρώτος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 560 αριθ. 6 ΚΠολΔ (που αντιστοιχεί στον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ), αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ουσιαστικού δικαίου διάταξης που εφαρμόσθηκε, ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Γι’ αυτό προϋποθέτει ότι το δικαστήριο εισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, και δεν ιδρύεται όταν αυτό απέρριψε την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη και η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης με την οποία η αγωγή, ένσταση ή αντένσταση απορρίφθηκε για τους προεκτεθέντες λόγους (ΑΠ 1287/2017, ΑΠ 780/2017, ΑΠ 59/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο, αποδίδεται από την αναιρεσείουσα στην προσβαλλομένη απόφαση η, από το άρθρο 560 αρ. 6 του ΚΠολΔ, πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, δεχόμενο ότι αυτεπάγγελτη μετατροπή του αιτήματος σε ευρώ με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής δεν μπορεί να επιχειρηθεί από το δικαστήριο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 106 του ΚΠολΔ, που καθιδρύει τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της συζήτησης, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ανεπάρκεια και αντιφατικότητα της αιτιολογίας κατά το μέρος που το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη, ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν η ανεπάρκεια ή αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της αποφάσεως με την οποία η αγωγή κρίθηκε ορισμένη ή νόμιμη ή αόριστη ή μη νόμιμη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου, κατά το άρθρο 495 αριθμ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα που υπέβαλε αυτή (άρθρα 106, 176, 183, 189 αριθ. 1, 191 αριθ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται αυτά ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1652/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ