Στην συγκεκριμένη υπόθεση η υπάλληλος η οποία απολύθηκε από το πιστωτικό ίδρυμα, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία υποχρέωση συμμόρφωσης προς την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 65/28.6.2015, επειδή η τελευταία έπαυσε να ισχύει από 9.8.2015, επειδή με την ανωτέρω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου γίνεται ανεπίτρεπτη νομοθετική επέμβαση στις προσωπικές ιδιωτικές σχέσεις, δικαιώματα και ελευθερίες, επειδή προϋπόθεση για τη συμμόρφωση σε αυτή αποτελεί ο προηγούμενος εποπτικός έλεγχος της εναγομένης από την Τράπεζα της Ελλάδος και επειδή οι κυρώσεις που προβλέπονται σε αυτή την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου αναφέρονται σε απαγορευμένες χρηματικές συναλλαγές και όχι σε εκμισθώσεις και χρήσεις θυρίδων θησαυροφυλακίου, αφορούν την αιτία της ένδικης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και όχι το κύρος της ίδιας της ανωτέρω καταγγελίας.
Επομένως, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην οικεία θέση της νομικής σκέψης της παρούσας και ενόψει του ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται”.
Επικουρικά, δε, ισχυρίσθηκε ότι η καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας είναι καταχρηστική, διότι έγινε κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Τράπεζα θα μπορούσε να εφαρμόσει ηπιότερα μέτρα από την απόλυσή της, με βάση το άρθρο 25 του Κανονισμού Εργασίας Προσωπικού της και να κρίνει ότι αυτή προέβη στη χρήση της προσωπικής της θυρίδας, χωρίς να έχει δόλο προς τούτο, όπως αναλυτικά εξέθετε στην αγωγή της. Ότι η καταγγελία αυτή, οδήγησε στη μείωση της εργασιακής υπολήψεως αυτής και της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή, με αποτέλεσμα να της προκληθεί και ηθική βλάβη.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή κρίνεται μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα. Και τούτο διότι:
1) Οι αναφερόμενες στην αγωγή αιτιάσεις κατά της πιο πάνω καταγγελίας περί του ότι η υπάλληλος δεν είχε καμία υποχρέωση συμμόρφωσης προς την ανωτέρω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, επειδή η τελευταία έπαυσε να ισχύει από 9.8.2015, επειδή με την ανωτέρω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου γίνεται ανεπίτρεπτη νομοθετική επέμβαση στις προσωπικές ιδιωτικές σχέσεις, δικαιώματα και ελευθερίες, επειδή προϋπόθεση για τη συμμόρφωση σε αυτή αποτελεί ο προηγούμενος εποπτικός έλεγχος της εναγομένης από την Τράπεζα της Ελλάδος και επειδή οι κυρώσεις που προβλέπονται σε αυτή την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου αναφέρονται σε απαγορευμένες χρηματικές συναλλαγές και όχι σε εκμισθώσεις και χρήσεις θυρίδων θησαυροφυλακίου, αφορούν την αιτία της ένδικης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας [ήδη αναιρεσείουσας] και όχι το κύρος της ίδιας της ανωτέρω καταγγελίας.
Επομένως, στην οικεία θέση της νομικής σκέψης της παρούσας και ενόψει του ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται”.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι η διάταξη της παρ. 6 του πρώτου άρθρου της Π.Ν.Π. 65/28.6.2015 (αλλά και η διάταξη της παρ. 14 του πρώτου άρθρου της Π.Ν.Π. 84/18.7.2015), δεν είναι αντισυνταγματική, και με την κρίση αυτή δεν παραβίασε την κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας, διότι η διάταξη αυτή:α) ήταν η κατάλληλη για την επίτευξη του ανωτέρω επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος,
β) ήταν αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού το ίδιο αποτέλεσμα δεν μπορούσε να επιτευχθεί με το ηπιότερο μέτρο της πρόβλεψης στην προσφυγή στις μακροχρόνιες και πολλάκις ατελέσφορες τραπεζικές πειθαρχικές διαδικασίες, μάλιστα ενόψει του όλως εξαιρετικού και έκτακτου διακυβεύματος τυχόν ρύθμιση που θα πρόβλεπε την παραπομπή του υπαιτίου παραβάτη υπαλλήλου στον τραπεζικό πειθαρχικό έλεγχο, θα ήταν παράδειγμα διάταξης απρόσφορης, αναποτελεσματικής και σαφώς υπολειπόμενης της ενδεικνυόμενης αναγκαίας και εν τέλει
γ) ουδόλως ήταν δυσανάλογη και αυθαίρετη προς το ανωτέρω επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, διότι πράγματι το νομοθετικό μέτρο της υποχρεωτικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του παραβάτη υπαιτίου τραπεζικού υπαλλήλου ήταν δραστικό περιορίζοντας σοβαρά τους φορείς του δικαιώματος της καταγγελίας, δηλ. τις τράπεζες, πλην όμως μόνο επειδή υπήρχαν ισχυρότατοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της Π.Ν.Π. της 28.6.2015 (ΦΕΚ Α’65), [όπως και η διάταξη της παρ. 14 του άρθρου πρώτου της Π.Ν.Π. της 18.7.2015 (ΦΕΚ Α’84)], δεν παραβιάζει ούτε το δικαίωμα ελεύθερης, κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στη ζωή της χώρας και ειδικότερα το δικαίωμα της προσωπικής και οικονομικής (επαγγελματικής) ελευθερίας, ούτε το δικαίωμα στην εργασία, κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής.
Το τελευταίο προστατεύει την αξίωση του εργαζομένου (εν προκειμένω τραπεζικής υπαλλήλου) για ομαλή εξέλιξη της εργασιακής του σχέσης, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της απαρέγκλιτης τήρησης από την πλευρά του των ιδιαίτερα κρίσιμων για την εθνική οικονομία προσωρινών νομοθετικών ρυθμίσεων, υποχρεώσεων και εν γένει μέτρων που επιβλήθηκαν στα τραπεζικά ιδρύματα κατά την εξαιρετικώς και εκτάκτως θεσπισθείσα τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας.
Απόφαση 3 / 2024 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μυρσίνη Παπαχίου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Δήμητρα Ζώη και Ασημίνα Υφαντή, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Τσουλό, Παρασκευή Τσούμαρη, Γεώργιο Αυγέρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αριστείδη Βαγγελάτο, Ελευθέριο Σισμανίδη, Νικόλαο Πουλάκη – Εισηγητή, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Σταυρούλα Κουσουλού, Σωκράτη Πλαστήρα, Αγαθή Δερέ, Χριστίνα – Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρο Μάλαινο, Μαλαματένια Κουράκου, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία – Μάριον Δερεχάνη, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Ιφιγένεια Ματσούκα, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Μαρία Γιαννακοπούλου, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερατώ Κολέση, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Σπυριδούλα Λιάτη, Ευαγγελία Στεργίου, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 25η Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σκιαδαρέση (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως A. Α. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – αναιρεσείουσας: Β. Κ. του Ν., κατοίκου Γ. Ν. Α.. Παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Βερβεσό και Ευστάθιο Γραμμένο, εκ των οποίων ο πρώτος κατέθεσε προτάσεις.
Της καθής η κλήση – αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Πίκουλα, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας – καλούσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1533/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 1490/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 12-3-2021 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 516/2023 απόφαση του Β2′ πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου που παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό δεύτερο λόγο, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, της ως άνω αίτησης αναίρεσης, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Κατόπιν αυτής της απόφασης, η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 6-6-2023 κλήση της καλούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι τους, αφού έλαβαν κατά σειρά τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται στις προτάσεις τους, και ζήτησαν οι μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης, ο δε της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε: 1. Να αποφανθεί η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ότι η διάταξη του άρθρου 1 § 6 της Π.Ν.Π. της 28-6-2015, ΦΕΚ Α’ 65 (όπως και το άρ. 1 § 14 εδ. β’ της Π.Ν.Π. της 18-7-2015, ΦΕΚ Α’ 84) δεν παραβιάζει την κατ’ άρθρο 25 § 1 εδ. δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε τα άρθρα 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, 2. Να κρατηθεί η παραπεμφθείσα με την με αρ. 516/2023 απόφαση του Β2′ Πολιτικού Τμήματος υπόθεση και να δικασθεί από την Πλήρη Ολομέλεια, και 3. Να απορριφθεί ο αναιρετικός λόγος εκ του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ.
Κατά την 28η Μαρτίου 2024, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Δήμητρα Ζώη και οι Αρεοπαγίτες Γεώργιος Καλαμαρίδης, Παρασκευή Τσούμαρη, Γεώργιος Αυγέρης, Ελευθέριος Σισμανίδης, Ελένη Χροναίου, Σωκράτης Πλαστήρας, Αγαθή Δερέ, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρος Μάλαινος, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη και Ερατώ Κολέση, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 27 παρ.2 του ν. 4938/2022, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Με την από 6.6.2023 και με αριθμ. καταθ. 66/13.6.2023 κλήση της καλούσας – αναιρεσείουσας κατά της καθής η κλήση-αναιρεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία “…”, νόμιμα φέρεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, δεύτερος, κατά το πρώτο του σκέλος, λόγος της από 12.3.2021 και με αριθμό κατ. … αίτησης αναίρεσης, με την οποία διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1490/19.3.2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Ο αναιρετικός αυτός λόγος παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου με την με αριθ. 516/5.4.2023 ομόφωνη απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β’ εδ. γ’ του ΚΠολΔ και 27 παρ. 2 εδ. γ’ περ. β’ και γ’ του Ν. 4938/2022 (ΦΕΚ Α’ 109/6.6.2022) “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις”, επειδή κρίθηκε ότι τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, επί του οποίου η νομολογία του Αρείου Πάγου δεν είναι ενιαία. Ειδικότερα, ενόψει της παραδοχής του Εφετείου ότι από τη διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 6 της από 28.6.2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 65) “συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της παραπάνω καταγγελίας απαιτείται και αρκεί υπαίτια – από δόλο ή από αμέλεια, έστω και ελαφρά – παράβαση από την ενάγουσα των προεκτεθεισών διατάξεων της ως άνω Π.Ν.Π. και όχι μόνο παράβαση γενόμενη από δόλο, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται”, το ζήτημα που παραπέμπεται στην ολομέλεια είναι αν οι διατάξεις της παρ. 6 του πρώτου άρθρου της ΠΝΠ 65/28.6.2015 και της παρ. 14 του πρώτου άρθρου της ΠΝΠ 84/18.7.2015 αντίκεινται στα άρθρα: α) 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα της προσωπικής και οικονομικής (επαγγελματικής) ελευθερίας, β) 22 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην εργασία και γ) 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και της απορρέουσας από αυτό αρχής της αναλογικότητας. 2.- Σύμφωνα με το άρθρ. 25§1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρ. με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρ. Βουλής: “Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αναλογικότητα ίσχυε και πριν ως γενική αρχή του δικαίου απορρέουσα από την γενική αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της κατ’ άρθρ. 5§1 του Συντάγματος ισότητας. Ήδη με το εδάφιο δ’ της §1 του άρθρ. 25 του Συντάγματος κατοχυρώθηκε συνταγματικά και διέπει όλη τη δημόσια δράση, οπότε δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση, έτσι ώστε όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, να πληρούν τις τρεις κατωτέρω ειδικότερες εξ αυτής αρχές (Ολ. Α.Π 9/2015). Η αρχή βρίσκει εφαρμογή κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των περιορισμών όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως αυτό της εργασίας, κατατείνοντας στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων σε αυτά της κρατικής εξουσίας (Ολ. Α.Π 5/2013). Μάλιστα, μέσω της αρχής της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που απορρέει από το ανωτέρω άρθρ. 25§1 εδ. γ’ του Συντάγματος, η αρχή της αναλογικότητας χρησιμοποιείται από τα ελληνικά δικαστήρια και κατά την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, ως γενική αρχή που προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (Ολ. Α.Π 9/2015). Η αρχή της αναλογικότητας, όμως, προϋποθέτει ως αναγκαίο προστάδιο ελέγχου την ύπαρξη σοβαρών λόγων κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή κατ’ άλλη διατύπωση την επιδίωξη θεμιτού σκοπού, αναλύεται δε σε τρεις ειδικότερες αρχές και συγκεκριμένα: (i) την αρχή της προσφορότητας, κατά την οποία το νομοθετικό (ή διοικητικό) μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, (ii) την αρχή της αναγκαιότητας, κατά την οποία το νομοθετικό μέτρο πρέπει να είναι αναγκαίο για την επίτευξη του άνω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέτρο ή κατ’ άλλη διατύπωση το νομοθετικό μέτρο πρέπει να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό, όμως υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι το λιγότερο επαχθές σε ένταση, έκταση ή διάρκεια, μεταξύ όλων των κατάλληλων και εξίσου αποτελεσματικών μέτρων για την επίτευξη του άνω σκοπού και (iii) την αρχή της υπό στενή έννοια αναλογικότητας, κατά την οποία το νομοθετικό μέτρο πρέπει να τελεί σε εύλογη σχέση, δηλ. να μην είναι δυσανάλογο (αυθαίρετο) προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ή κατ’ άλλη διατύπωση το νομοθετικό μέτρο πρέπει να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία με το τελευταίο, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (Ολ.Α.Π 9/2015 – Ολ.Α.Π 43-45/2005, Ολ.Α.Π 10 και 26/2003, Ολ.ΣτΕ 990/2004). Εξάλλου, από τις συνήθεις ισχύουσες για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του Α.Κ, 1 του ν. 2112/1920 και 1, 5 του ν. 3198/1955 [όπως ισχύουν και όπως το άρθρο 1 ν. 2112 και το άρθρο 5§§1,2 ν. 3198/1955 κωδικοπ. αντίστοιχα στα άρθρ. 321 και 327 του Π.Δ 80/2022 (ΦΕΚ Α’ 222/ 4.12.2022) περί Κώδ. Ατομικού Εργατικού Δικαίου] συνάγεται ότι η καταγγελία αυτή συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της όμως δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (Α.Κ. 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη ως καταχρηστική και κατά συνέπεια άκυρη (Α.Κ. 174, 180). Πιο συγκεκριμένα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη αλλά μη αρεστή στον εργοδότη συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία, διότι λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της δεν είναι ο εργοδότης εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει, αλλά ο εργαζόμενος επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητάς της πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρ. 281 Α.Κ και ως εκ τούτου καθίσταται απαγορευμένη. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, διότι τότε κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της σύμβασης. Αλλά και όταν ακόμη αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική. Διότι, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από αναιτιώδης δικαιοπραξία θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Εάν, όμως, στο πλαίσιο λειτουργίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου προβλέπεται πειθαρχικός έλεγχος των εργαζομένων, το δικαίωμα του εργοδότη για καταγγελία δεν καταλύεται, διότι εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό και είναι ανεξάρτητο από την πειθαρχική διαδικασία, ακόμη και αν στο πλαίσιο αυτής μπορεί να επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης, που εκτελείται με καταγγελία της σύμβασης (Ολ. Α.Π. 43/2002). Παρά ταύτα, και στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας ελέγχεται από τα δικαστήρια, ως προς την υπέρβαση των ορίων της διάταξης του άρθρ. 281 Α.Κ. Ως εκ τούτου ερευνάται, εάν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις η επιλογή της καταγγελίας, που έχει ως συνέπεια για τον εργαζόμενο την απώλεια της θέσης εργασίας, αντί της επιβολής άλλης, ηπιότερης, πειθαρχικής ποινής, βρίσκεται μέσα στα όρια της ορθής εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 εδ. δ’ του Συντάγματος). Εάν αυτό δεν συμβαίνει, η διενέργεια της καταγγελίας έρχεται σε αντίθεση προς την καλή πίστη, οπότε εφόσον η αντίθεση αυτή είναι προφανής, καθίσταται απαγορευμένη. Περαιτέρω, η τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας προβλέφθηκε στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (εφεξής Π.Ν.Π) της 28 Ιουνίου 2015 (ΦΕΚ Α’ 65), η οποία κυρώθηκε με το άρθρ. 1 του ν. 4350/2015 (ΦΕΚ Α’ 161/ 30.11.2015). Στο προοίμιο της πράξης αυτής αναφερόταν ως σκοπός της ρύθμισης, η “έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης να προστατευθεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία εν γένει από την έλλειψη ρευστότητας που προκάλεσε η απόφαση του … να αρνηθεί την επέκταση της δανειακής συμφωνίας της Ελλάδας” και ακολούθως στο άρθρ. 1, υπό την αρχική του διατύπωση, προβλεπόταν ότι: “§1. Η χρονική περίοδος από 28 Ιουνίου έως και 6 Ιουλίου κηρύσσεται τραπεζική αργία…. Κατά την τραπεζική αργία τα ιδρύματα θα παραμείνουν κλειστά για το κοινό και θα έχει πρόσβαση σε αυτά μόνον το προσωπικό, που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή της παρούσας πράξης και την προετοιμασία για την επανέναρξη των συναλλαγών με το κοινό μετά τη λήξη της τραπεζικής αργίας. Η καταβολή των συντάξεων εξαιρείται από τους περιορισμούς τραπεζικών συναλλαγών της παρούσας. Οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων θα ανακοινώσουν τον τρόπο καταβολής των συντάξεων και τα συγκεκριμένα ανά περιοχή υποκαταστήματά τους, τα οποία θα λειτουργήσουν για το σκοπό αυτό…..§2. Κατά την τραπεζική αργία δύνανται να πραγματοποιούνται: α) αναλήψεις μετρητών από τις αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές, υποκείμενες σε ημερήσιο όριο ανά κάρτα, το οποίο ορίζεται σε 60 ευρώ, δυνάμενο να τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Οι αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές, θα λειτουργήσουν εντός το πολύ δώδεκα (12) ωρών, κατά την πρώτη μέρα ισχύος της παρούσας, β) συναλλαγές άνευ περιορισμών, πέραν αυτών που ίσχυαν πριν την έκδοση της παρούσας, με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες για πληρωμές στο εσωτερικό της χώρας, δηλαδή για πληρωμές σε πίστωση λογαριασμού, που τηρείται στην Ελλάδα, γ) πληρωμές με τη χρήση προπληρωμένων καρτών αποκλειστικά έως του ποσού που εμφανιζόταν ως υπόλοιπο πριν από την έναρξη της τραπεζικής αργίας. Νέες προπληρωμένες κάρτες δεν μπορούν να εκδοθούν, δ) συναλλαγές από απόσταση (ηλεκτρονικής τραπεζικής -Web Banking – ή συναλλαγές διά της τηλεφωνίας), για πληρωμές στο εσωτερικό της χώρας, δηλαδή για πληρωμές σε πίστωση λογαριασμού, που τηρείται στην Ελλάδα, ε) αναλήψεις μετρητών μέσω καρτών, που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό από τις αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές. Περιορισμοί στα όρια ανάληψης αυτών των καρτών δύναται να καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών… Κατά την τραπεζική αργία δεν μπορεί να διενεργηθεί καμία άλλη τραπεζική εργασία…..§6. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα για κάθε παράβαση της παρούσας πρόστιμο ύψους έως του ενός δεκάτου του ποσού της αντίστοιχης συναλλαγής. Επιπλέον, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας ή έργου του προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση”. Με την Π.Ν.Π της 30 Ιουνίου 2015 (ΦΕΚ Α’ 66), η οποία κυρώθηκε με το άρθρ. 2 του ν. 4350/2015 (ΦΕΚ Α’ 161/ 30.11.2015 [και ανέφερε στο προοίμιό της ως σκοπό της ρύθμισης “Την έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης συμπλήρωσης της από 28 Ιουνίου 2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας” (Α’ 65) προς εξυπηρέτηση του σκοπού της να προστατευθεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία εν γένει από την έλλειψη ρευστότητας”], αντικαταστάθηκαν τα τελευταία δύο εδάφια της §1 του άρθρ.1 της ΠΝΠ της 28.06.2015 ως εξής: “….. Η καταβολή των συντάξεων εξαιρείται από τους περιορισμούς της παρούσας. Οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων θα ανακοινώσουν τον τρόπο καταβολής των συντάξεων και τα συγκεκριμένα ανά περιοχή υποκαταστήματά τους τα οποία θα λειτουργήσουν για το σκοπό αυτό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται το ύψος του εκάστοτε ημερησίως επιτρεπόμενου ποσού σύνταξης προς ανάληψη. Ομοίως, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να εξαιρούνται από την εφαρμογή της παρούσας ειδικές κατηγορίες κοινωνικώς ευπαθών ομάδων για τις οποίες μπορούν να ορισθούν διαφορετικά όρια αναλήψεων”. Επίσης, στο άρθρ. 1§2 της ίδιας ΠΝΠ προβλέφθηκε η προσθήκη των στοιχείων στ’, ζ’ και η’ ως εξής: “§2…. στ) αποδοχή καταθέσεων σε αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές, καθώς και εν γένει αποδοχή καταθέσεων σε Υπηρεσία/σίες των πιστωτικών ιδρυμάτων και σύμφωνα με διαδικασία που θα ορισθεί από τις διοικήσεις αυτών, ζ) έκδοση νέων πιστωτικών και χρεωστικών καρτών σε Υπηρεσία/ίες των πιστωτικών ιδρυμάτων και σύμφωνα με διαδικασία που θα ορισθεί από τις διοικήσεις αυτών, η) εκτέλεση πληρωμών σε λογαριασμούς καταθέσεων στο εσωτερικό της χώρας με κεντρική εντολή (μη ηλεκτρονική), όπως όλως ενδεικτικά και όχι περιοριστικά μισθοδοσία προσωπικού, σε αρμόδια Υπηρεσία των πιστωτικών ιδρυμάτων και σύμφωνα με διαδικασία που θα ορισθεί από τις διοικήσεις αυτών”. Εξάλλου, στο άρθρ. 1 της υπ αρ. Γ.Δ.Ο.Π 0000902ΕΞ2015/ ΦΕΚ Β’ 1302/30.6.2015 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών “Ρύθμιση θεμάτων συναλλαγών κατά τη διάρκεια της τραπεζικής αργίας”, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1§7 της ΠΝΠ της 28 Ιουνίου 2015, προβλέφθηκαν τα εξής: “§1. Το συνολικό εφάπαξ καταβλητέο ποσό συντάξεως σε καθέναν από τους δικαιούχους, κατά το διάστημα της τραπεζικής αργίας, μέσω των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα λειτουργήσουν για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου πρώτου της από 28 Ιουνίου 2015 Π.Ν.Π. ( Α’ 65), ορίζεται σε 120 ευρώ. §2. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα προβούν άμεσα στην έκδοση χρεωστικών καρτών στους δικαιούχους καταβολής συντάξεως, με τις οποίες αυτοί θα μπορούν να προβαίνουν σε αναλήψεις μετρητών, σύμφωνα με την περίπτωση α’ της§2 του άρθρ. 1 της ως άνω Π.Ν.Π. §3. Κατά το διάστημα της τραπεζικής αργίας, πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου πρώτου της ως άνω Π.Ν.Π, δύναται να πραγματοποιείται από τα πιστωτικά ιδρύματα και η εξής πράξη: καταβολή ημερήσιας αποζημίωσης, καθώς και των οδοιπορικών εξόδων στους δικαιούχους, σύμφωνα με την αρ. 21775/29.06.2015 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών, καθορισμός του ύψους της ειδικής αποζημίωσης και των οδοιπορικών εξόδων των διοριζομένων, εφόρων, αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής, γραμματέων κ.λ.π, για τη διενέργεια του …, καθώς και του τρόπου καταβολής τους (Β’ 1290)”. Περαιτέρω, με την Π.Ν.Π της 18 Ιουλίου 2015 (ΦΕΚ Α’ 84), η οποία κυρώθηκε με το άρθρ. 4 του ν. 4350/2015 (ΦΕΚ Α’ 161/ 30.11.2015) και ανέφερε στο προοίμιό της ως σκοπό της ρύθμισης “την έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης να προστατευθεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία εν γένει από την έλλειψη ρευστότητας, προβλέφθηκαν, υπό την αρχική της διατύπωση, τα εξής: “Άρθρο πρώτο. Περιορισμός των αναλήψεων μετρητών και των μεταφορών κεφαλαίων: §1. Από τη Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015 λήγει η τραπεζική αργία η οποία κηρύχθηκε με την από 28 Ιουνίου 2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 65) όπως ισχύει και παρατάθηκε για τελευταία φορά με την αριθ. Γ.Δ.Ο.Π 0000989ΕΞ2015/ΧΠ2314/16.7.2015 (Β’1482) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών έως 19 Ιουλίου 2015 και επιβάλλεται περιορισμός στις αναλήψεις μετρητών και στην κίνηση κεφαλαίων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα… §13. Η Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιεί δειγματοληπτικούς ελέγχους για τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για τα θέματα της αρμοδιότητάς της και επιβάλλει σε αυτά για κάθε παράβαση πρόστιμο ύψους έως του ενός δέκατου του ποσού της αντίστοιχης συναλλαγής. §14. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή έως του ενός δεκάτου του ποσού της αντίστοιχης συναλλαγής. Επιπλέον, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας ή έργου του προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση. §18. Οι μη ρυθμιζόμενες από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δραστηριότητες των ιδρυμάτων διενεργούνται, υπό τους όρους και προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας…..”. Σημειώνεται ότι στις ανωτέρω Π.Ν.Π δεν γίνεται καμία αναφορά για τις τραπεζικές θυρίδες, η εκμίσθωση των οποίων αποτελεί ρητώς τραπεζική δραστηριότητα (βλ. άρ. 4§1 εδ. 1 ΚΑΝΟΝ. (ΕΕ) 575/2013, σε συνδ. με άρθρ. 3§1 εδ. 1 και ΠΑΡΑΡΤ. Ι αρ.14 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και των άρ. 3§1 εδ. 1 και 11§1 εδ. ιδ’ ν. 4261/2014, ο οποίος ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία), οπότε προδήλως τέτοια είναι όχι μόνο η σύναψη της σύμβασης, αλλά και κάθε ενέργεια που γίνεται χάριν της λειτουργίας αυτής (όπως η πρόσβαση του μισθωτή σε αυτήν). Ωστόσο, από το περιεχόμενο της πρώτης από 28 Ιουνίου 2015 Π.Ν.Π, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, προκύπτει ότι κατά την διάρκεια της τραπεζικής αργίας απαγορεύτηκαν όλες οι τραπεζικές εργασίες, εκτός από αυτές που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σε αυτήν, στις δε επιτρεπόμενες τραπεζικές εργασίες – δραστηριότητες, εξ αντιδιαστολής, σαφώς δεν περιλαμβάνεται η πρόσβαση και το άνοιγμα των τραπεζικών θυρίδων, που βεβαίως έτσι απαγορευόταν. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η διάταξη περί κυρώσεων για παράβαση της Π.Ν.Π της 28.6.2015, δηλ. το προπαρατεθέν άρθρο 1§6 εδ. β’ (όπως και το άρθρο 1§14 εδ. β’ της Π.Ν.Π της 18.7.15), προβλέπει την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας ή έργου του προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση. Προϋπόθεση για την επιβολή της συγκεκριμένης κύρωσης είναι να έχουν οι παραβάτες υπάλληλοι υπαιτιότητα (δηλ. δόλο ή αμέλεια, βαρεία ή ελαφρά) για κάθε συγκεκριμένη παράβαση. Από το σκοπό θέσπισης και την διατύπωση της ανωτέρω διάταξης συνάγονται τα εξής: α) Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση της ανωτέρω Π.Ν.Π από το πιστωτικό ίδρυμα, δεν εξαρτάται από την προηγούμενη επιβολή προστίμου σε αυτό από την Τράπεζα της Ελλάδος, β) Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του μισθωτού, που θεωρείται ότι παραβίασε την ανωτέρω Π.Ν.Π, δεν αφέθηκε στη διακριτική ευχέρεια των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά πραγματοποιείται σε εκπλήρωση νόμιμης και τεθείσης με τη διάταξη υποχρέωσης των τελευταίων, χωρίς να επιβάλλεται στα πιστωτικά ιδρύματα ο προηγούμενος πειθαρχικός έλεγχος, με κατάληξη την επιβολή κατά τους οικείους κανονισμούς αυτών πειθαρχικής ποινής, ηπιότερης ενδεχομένως από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή έργου του προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση, γ) Ενόψει του σκοπού προς επίτευξη του οποίου θεσπίστηκαν οι ρυθμίσεις της ανωτέρω από 28.6.2015 πρώτης Π.Ν.Π, αλλά και των λοιπών (δηλ. “έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης να προστατευθεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία εν γένει από την έλλειψη ρευστότητας”), η αποτυχία του οποίου οδηγούσε σε κατάρρευση των τραπεζών και της ελληνικής οικονομίας, ασύντακτη χρεοκοπία και απώλεια όχι μερικών αλλά εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας με ανησυχητική διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και των κρατικών δομών, καθώς επίσης με κίνδυνο πρόκλησης κοινωνικής αναταραχής, είναι σαφές ότι με το άρθρο 1§6 εδ. β’ της Π.Ν.Π της 28.6.2015 (όπως και το άρθρο 1§14 εδ. β’ της Π.Ν.Π της 18.7.15) εισήχθη μια προσωρινή, πλην, όμως, εξαιρετική διάταξη, υπαγομένη στο “δίκαιο των εξαιρετικών περιστάσεων ή δίκαιο της ανάγκης”, στοιχεία της οποίας έχει αποδεχθεί το ΣτΕ (Ολ.ΣτΕ 668/2012), δ) Παρά τα αμέσως προεκτεθέντα, ενώ οι γενικές διατάξεις του εργατικού δικαίου αρκούνται σε αναιτιώδη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, εν τούτοις η υπόψη διάταξη του άρθρου 1§6 εδ. β’ της Π.Ν.Π της 28.6.2015, όπως και του άρθρου 1§14 εδ. β’ της Π.Ν.Π της 18.7.2015, απαιτεί αιτιολογημένη καταγγελία, το κύρος της οποίας συνεπώς εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία γίνεται και επίσης υπαιτιότητα του παραβάτη υπαλλήλου, δηλ. δόλο ή αμέλεια, έστω ελαφρά και πάντως δεν αρκείται σε αντικειμενική ευθύνη, ενώ ουδόλως απαγορεύει τη δικαστική άμυνα του εργαζόμενου (βλ. περίπτωση ρητής Ελβετικής νομοθετικής απαγόρευσης σε δικαστική προσφυγή στην καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ της 15.3.2022, αρ. προσφ. 21881/2020, C.G.A.S. Ε., …, 2021.1556 επ. με παρατηρ. …), ο οποίος σαφώς μπορεί να ενάγει την εργοδότρια τράπεζα που του κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας στο αρμόδιο δικαστήριο, επικαλούμενος κατά περίπτωση ότι η καταγγελία δεν είναι έγκυρη (λ.χ για μη τήρηση τύπου κλπ) ή ότι η προβλεπόμενη αιτία είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική ή ότι ο ίδιος δεν φέρει καμία υπαιτιότητα για την παράβαση ή ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης καθιστούν την απόλυση αντίθετη προς την καλή πίστη ή τον οικονομικό ή κοινωνικό σκοπό αυτής, συντρεχούσης έτσι καταχρηστικής άσκησης κατ’ άρθρ. 281 Α.Κ και επικουρικά ότι η κύρωση της απόλυσης είναι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ακατάλληλη, μη αναγκαία ή δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό προσβάλλοντας την αρχή της αναλογικότητας. ε. Ενόψει του προεκτεθέντος σκοπού των εξαιρετικών μεν αλλά προσωρινών ρυθμίσεων των ανωτέρω Π.Ν.Π, για την επίτευξη του οποίου ήταν απολύτως αναγκαία η ευλαβική τήρηση των θεσπισθέντων ρυθμίσεων από τα άυλα νομικά πρόσωπα των τραπεζών και συνεπώς από τα φυσικά πρόσωπα της διοίκησης, των στελεχών αυτών και των υπαλλήλων τους, ο ρόλος των οποίων ήταν καθοριστικός, διότι η ηθελημένη παράβαση των ρυθμίσεων, η αμέλεια, η απρονοησία και η αδιαφορία στην τήρησή τους, μπορούσε να ματαιώσει τους ανωτέρω κρίσιμους σκοπούς του νομοθέτη, είναι σαφές ότι η υπόψη διάταξη δικαιολογημένα δεν άφησε στη διακριτική ευχέρεια την απόλυση ή μη του υπαιτίου παραβάτη υπαλλήλου και συνεπώς δικαιολογημένα εξαιρούσε την περίπτωση αυτή από τον τραπεζικό πειθαρχικό έλεγχο, προκειμένου να επιτευχθεί η ταχύτατη επιβολή της δραστικής κύρωσης που χρειαζόταν προς αντιμετώπιση της έκτακτης μεν, όμως προσωρινής και βραχυχρόνιας ανάγκης, η οποία προδήλως δεν αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικά με παραπομπή στις αργόσυρτες και μακροχρόνιες – πολλάκις ατελέσφορες – πειθαρχικές διαδικασίες, επισημαινομένου ότι στις ομαλές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ο εργοδότης ουδόλως είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στον πειθαρχικό έλεγχο, προκειμένου να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας. Άλλωστε, η υπόψη διάταξη υποχρέωνε την εργοδότρια τράπεζα που κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας να θεμελιώσει όχι μόνο την παράβαση των απαγορεύσεων της Π.Ν.Π από τον απολυόμενο υπάλληλο, αλλά και την υπαιτιότητα του τελευταίου. Τέλος, ενόψει του ανωτέρω εξαιρετικά σοβαρού διακυβεύματος επίσης δικαιολογείται η αντιμετώπιση κάθε βαθμού υπαιτιότητας με την ίδια δραστική έσχατη αστική κύρωση της απόλυσης, διότι όπως ο δόλος έτσι ακριβώς και η αμέλεια επιφέρει στις ανωτέρω έκτακτες συνθήκες τα ίδια δραματικά αποτελέσματα, ενώ σε κάθε περίπτωση ο απολυόμενος παραβάτης υπάλληλος, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, δεν στερούνταν της προαναφερθείσας δικαστικής προστασίας και άμυνας.
3.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ. α’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 7/2006).
4.- Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 119447/4463/29.12.2015 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών, η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε στις 17.2.2000 από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως τραπεζικός υπάλληλος και ότι έκτοτε παρείχε τις υπηρεσίες της σε διάφορα καταστήματα αυτής, από δε το έτος 2011 με την ιδιότητα της Προϊσταμένης Υποστήριξης του Τμήματος Χορηγήσεων αρχικά στο Επιχειρηματικό Κέντρο Βάρης – Κορωπίου και, στη συνέχεια, στο Επιχειρηματικό Κέντρο Αγίας Παρασκευής. Ότι την 1.10.2015, η εναγομένη κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση εργασίας της, κατά παράβαση του νόμου και της αρχής της αναλογικότητας, κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτού του δικαιώματός της, κατ’ άρθρο 281 του Α.Κ., διότι, όπως η εργοδότριά της υποστήριξε, παρέβη την από 28.6.2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας (από 28.6.2015 έως 6.7.2015). Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, κυρίως μεν, διότι: α) η εναγομένη δεν είχε καμία υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις κυρωτικές διατάξεις της ανωτέρω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για το λόγο ότι δεν υποβλήθηκε για κύρωση στη Βουλή εντός σαράντα (40) ημερών, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 44 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, έπαυσε να ισχύει από 9.8.2015, β) με την ανωτέρω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου γίνεται ανεπίτρεπτη νομοθετική επέμβαση στις προσωπικές ιδιωτικές σχέσεις, δικαιώματα και ελευθερίες, κατά παράβαση του άρθρου 288 Α.Κ., γ) προϋπόθεση για τη συμμόρφωση στην εν λόγω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, αποτελεί ο προηγούμενος εποπτικός έλεγχος της εναγομένης από την Τράπεζα της Ελλάδος και δ) οι κυρώσεις που προβλέπονται στην ως άνω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, αναφέρονται σε απαγορευμένες χρηματικές συναλλαγές και όχι σε εκμίσθωση θυρίδων θησαυροφυλακίου, κατά μείζονα δε λόγο σε απλή χρήση τους, η οποία δεν θέτει σε κίνδυνο την ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας. Επικουρικά, δε, ισχυρίσθηκε ότι η καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας είναι καταχρηστική, διότι έγινε κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η εναγομένη θα μπορούσε να εφαρμόσει ηπιότερα μέτρα από την απόλυσή της, με βάση το άρθρο 25 του Κανονισμού Εργασίας Προσωπικού της και να κρίνει ότι αυτή (ενάγουσα) προέβη στη χρήση της προσωπικής της θυρίδας, χωρίς να έχει δόλο προς τούτο, όπως αναλυτικά εξέθετε στην αγωγή της. Ότι η καταγγελία αυτή, οδήγησε στη μείωση της εργασιακής υπολήψεως αυτής και της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή, με αποτέλεσμα να της προκληθεί και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά τον, παραδεκτώς γενόμενο κατ’ άρθρα 223 παρ. 1, 294, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής εν μέρει σε καταψηφιστικό και εν μέρει σε αναγνωριστικό, με σχετική προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της, τις οποίες νομότυπα και εμπρόθεσμα κατέθεσε, κατά τη προφορική συζήτηση της αγωγής, ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 1.10.2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, με την απειλή χρηματικής ποινής εις βάρος της, ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης στην απόφαση που θα εκδοθεί, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων επτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (31.738,84), ως οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 2.10.2015 έως 2.10.2016, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς της, εξαιτίας της άκυρης απόλυσής της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της υπόθεσης αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν, ενόψει του χρόνου άσκησης της αγωγής, πριν την τροποποίησή τους από το άρθρο 1 – άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87 / 23.07.2015, ισχύον για την ειδική αυτή διαδικασία από 1.1.2016 κατά το άρθρο 1 – άρθρο ένατο του Ν. 4335/2015), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 1533/2017 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, μετά την άσκηση της από 3.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3617/276/15.1.2018 έφεσης από την ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, με την οποία παραπονέθηκε για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας να γίνει δεκτή αυτή και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή της, εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αριθμό 1490/2019 τελεσίδικη απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε στο σύνολό της την εκκληθείσα απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου και, αφού κράτησε την υπόθεση, απέρριψε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα, με κύρια και επάλληλη αιτιολογία. Πιο συγκεκριμένα, με την κύρια αιτιολογία της, δέχθηκε τα ακόλουθα: “…με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή κρίνεται μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα. Και τούτο διότι: 1) Οι αναφερόμενες στην αγωγή αιτιάσεις κατά της πιο πάνω καταγγελίας περί του ότι η εναγομένη [ήδη αναιρεσίβλητη] δεν είχε καμία υποχρέωση συμμόρφωσης προς την ανωτέρω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, επειδή η τελευταία έπαυσε να ισχύει από 9.8.2015, επειδή με την ανωτέρω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου γίνεται ανεπίτρεπτη νομοθετική επέμβαση στις προσωπικές ιδιωτικές σχέσεις, δικαιώματα και ελευθερίες, επειδή προϋπόθεση για τη συμμόρφωση σε αυτή αποτελεί ο προηγούμενος εποπτικός έλεγχος της εναγομένης από την Τράπεζα της Ελλάδος και επειδή οι κυρώσεις που προβλέπονται σε αυτή την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου αναφέρονται σε απαγορευμένες χρηματικές συναλλαγές και όχι σε εκμισθώσεις και χρήσεις θυρίδων θησαυροφυλακίου, αφορούν την αιτία της ένδικης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας [ήδη αναιρεσείουσας] και όχι το κύρος της ίδιας της ανωτέρω καταγγελίας. Επομένως, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην οικεία θέση της νομικής σκέψης της παρούσας και ενόψει του ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται”. Στη συνέχεια, δε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την ακόλουθη επάλληλη αιτιολογία, δέχθηκε τα εξής: “Σε κάθε δε περίπτωση, όπως προεκτέθηκε και στην οικεία θέση της νομικής σκέψης της παρούσας, η πιο πάνω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου έχει κυρωθεί με τον τρόπο που υπαγορεύει το ισχύον Σύνταγμα και έχει ισχύ νόμου από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 28.6.2015, εκδόθηκε δε σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 44 παρ. 1 αυτού) για να προστατευθεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία, εν γένει, από την έλλειψη ρευστότητας, που προκάλεσε η απόφαση του Eurogroup (της ανεπίσημης σύσκεψης των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης) της 27.6.2015, να αρνηθεί την επέκταση της δανειακής συμφωνίας της Ελλάδας, ενώ από το ίδιο το κείμενο της ανωτέρω Π.Ν.Π. προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση αυτής – και το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είναι η ενάγουσα – από το πιστωτικό ίδρυμα – εν προκειμένω την εναγομένη – δεν εξαρτάται από την προηγούμενη επιβολή προστίμου, εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πιστωτικό ίδρυμα και δη στην εναγομένη και από το ίδιο το κείμενο της ανωτέρω Π.Ν.Π. προκύπτει επίσης ότι η εκμίσθωση και η χρήση θυρίδων, καθώς και η πρόσβαση σε αυτές αποτελούσαν κατά το άρθρο 1 παρ. 1, 2 αυτής, απαγορευμένες τραπεζικές εργασίες, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην οικεία θέση της νομικής σκέψης της παρούσας”. Κατόπιν τούτων, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, α) δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, β) εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1533/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, γ) κράτησε και δίκασε την υπόθεση και δ) απέρριψε την από 27.12.2015 και με αριθμό κατ. 119447/4463/29.12.2015 αγωγή, ως μη νόμιμη. 5.- Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 6 του πρώτου άρθρου της Π.Ν.Π. 65/28.6.2015 (αλλά και η διάταξη της παρ. 14 του πρώτου άρθρου της Π.Ν.Π. 84/18.7.2015), δεν είναι αντισυνταγματική, δεν παραβίασε την κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας, διότι η διάταξη αυτή: α) ήταν η κατάλληλη για την επίτευξη του ανωτέρω επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, β) ήταν αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού το ίδιο αποτέλεσμα δεν μπορούσε να επιτευχθεί με το ηπιότερο μέτρο της πρόβλεψης στην προσφυγή στις μακροχρόνιες και πολλάκις ατελέσφορες τραπεζικές πειθαρχικές διαδικασίες, μάλιστα ενόψει του όλως εξαιρετικού και έκτακτου διακυβεύματος τυχόν ρύθμιση που θα πρόβλεπε την παραπομπή του υπαιτίου παραβάτη υπαλλήλου στον τραπεζικό πειθαρχικό έλεγχο, θα ήταν παράδειγμα διάταξης απρόσφορης, αναποτελεσματικής και σαφώς υπολειπόμενης της ενδεικνυόμενης αναγκαίας και εν τέλει γ) ουδόλως ήταν δυσανάλογη και αυθαίρετη προς το ανωτέρω επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, διότι πράγματι το νομοθετικό μέτρο της υποχρεωτικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του παραβάτη υπαιτίου τραπεζικού υπαλλήλου ήταν δραστικό περιορίζοντας σοβαρά τους φορείς του δικαιώματος της καταγγελίας, δηλ. τις τράπεζες, πλην όμως μόνο επειδή υπήρχαν ισχυρότατοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της Π.Ν.Π. της 28.6.2015 (ΦΕΚ Α’65), [όπως και η διάταξη της παρ. 14 του άρθρου πρώτου της Π.Ν.Π. της 18.7.2015 (ΦΕΚ Α’84)], δεν παραβιάζει ούτε το δικαίωμα ελεύθερης, κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στη ζωή της χώρας και ειδικότερα το δικαίωμα της προσωπικής και οικονομικής (επαγγελματικής) ελευθερίας, ούτε το δικαίωμα στην εργασία, κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής. Το τελευταίο προστατεύει την αξίωση του εργαζομένου (εν προκειμένω τραπεζικής υπαλλήλου) για ομαλή εξέλιξη της εργασιακής του σχέσης, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της απαρέγκλιτης τήρησης από την πλευρά του των ιδιαίτερα κρίσιμων για την εθνική οικονομία προσωρινών νομοθετικών ρυθμίσεων, υποχρεώσεων και εν γένει μέτρων που επιβλήθηκαν στα τραπεζικά ιδρύματα κατά την εξαιρετικώς και εκτάκτως θεσπισθείσα τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας. 6.- Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, ο μοναδικός παραπεμφθείς στην ολομέλεια, δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, εκ του αριθμού 1 εδ. α’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως, εφόσον οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως (ο πρώτος και ο δεύτερος κατά το επικουρικό του σκέλος), έχουν ήδη απορριφθεί με την υπ αριθμ. 516/5.4.2023 παραπεμπτική απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί (στο σύνολό της), ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, τόσο της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, όσο και εκείνης ύστερα από την οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση του Β2′ Τμήματος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 179, 183, 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12.3.2021 και με αριθμό κατ. … αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 1490/19.3.2019 απόφασης Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.- ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, τόσο της παρούσας συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου, όσο και εκείνης ύστερα από την οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση του Β2′ Τμήματος.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2024 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ