Αριθμός 659/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο , Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Μ. του Α. και 2) Ε. συζ. Χ. Μ., το γένος Δ. Δ., κατοίκων …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Μούκα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Π. του Σ., και 2) Ι. Ρ. , Ε. Π., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πέτρο Κασιμάτη. που ανακάλεσε την από 1-11-2016 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-1-2011αγωγή που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κέρκυρας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 607/2013 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 43/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-2-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 30-9-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων να απορριφθεί, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με το άρθρο 25 του Ν. 1577/1985 “Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός” (ΓΟΚ) ορίζονται σε σχέση με τις δουλείες σε ακίνητο, τα εξής: “1. Απαγορεύεται η σύσταση δουλειών, οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται η δουλεία διόδου, εφόσον αποτελεί τη μοναδική δίοδο προς κοινόχρηστο χώρο οικοπέδου ή κτιρίου ή αυτοτελούς από πλευράς δόμησης ορόφου. Δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στη διάταξη της παραγράφου αυτής είναι απολύτως άκυρες. 2. Δουλείες που έχουν συσταθεί έως τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν εμποδίζουν την έκδοση οικοδομικής αδείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι δουλείες αυτές καταργούνται κατά τη διαδικασία των επομένων παραγράφων, αν εκδοθεί νόμιμη οικοδομική άδεια για να γίνουν στο δουλεύον ακίνητο κατασκευές ή εγκαταστάσεις που καθιστούν αδύνατη εν όλω ή εν μέρει την άσκηση της δουλείας. Κατ’ εξαίρεση δεν υπάγονται στην παράγραφο αυτή η δουλεία διόδου, όπως αυτή ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο. 3) Στο δικαιούχο της καταργούμενης δουλείας καταβάλλεται αποζημίωση. Ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς γίνεται από το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το δουλεύον ακίνητο, που δικάζει κατά τις σχετικές διατάξεις της πολιτικής δικονομίας, ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της δουλείας ή εκείνου στον οποίο έχει χορηγηθεί νόμιμη οικοδομική άδεια, για την εκτέλεση εργασιών ασυμβίβαστων με την άσκηση της δουλείας. 4. Η δουλεία καταργείται με την καταβολή ή κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της αποζημίωσης. Μετά την κατάργηση επιτρέπεται να εκτελεστούν, σύμφωνα με την οικοδομική άδεια, οι εργασίες τις οποίες εμπόδιζε η δουλεία”. Από τις διατάξεις αυτές, που αποτελούν περίπτωση αποσβέσεως δουλειών από νομικούς λόγους και επαναλαμβάνουν στα βασικά τους σημεία τις ρυθμίσεις που υπήρχαν σε προϊσχύσαντες ΓΟΚ (και συγκεκριμένα των άρθρ. 142 παρ. 2 του ΓΟΚ του 1929, 75 του ΓΟΚ του 1955 και 100 του ΓΟΚ του 1973) προκύπτει ότι για την κατάργηση των δουλειών κατά το άρθρο 25 παρ. 2 του ΓΟΚ/1985 (ήδη άρθρ. 261 του κωδικοποιητικού διατάγματος από 14-7-1999, ΦΕΚ Δ’ 580/1999), ανεξάρτητα αν οι δουλείες αυτές είναι περιορισμένες προσωπικές ή πραγματικές και αν οι τελευταίες έχουν συσταθεί με σύμβαση ή με χρησικτησία, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις α) η ολική ή μερική άσκηση της δουλείας να είναι ασυμβίβαστη με την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στο δουλεύον ακίνητο, β) για τις εργασίες αυτές να έχει εκδοθεί νόμιμη άδεια της δημόσιας αρχής και γ) να έχει καταβληθεί προηγουμένως στο δικαιούχο η σχετική αποζημίωση. Κατ’ εξαίρεση δεν καταργούνται, έστω και αν συντρέχουν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις 1) Η δουλεία κοινού σκελετού των όμορων κτιρίων και 2) Η δουλεία διόδου, εφόσον αποτελεί τη μοναδική διέξοδο του δεσπόζοντος ακινήτου (οικοπέδου, κτιρίου ή δομικά αυτοτελούς ορόφου) σε κοινόχρηστο χώρο. Εξάλλου από το σκοπό και το όλο πνεύμα του εν λόγω άρθρου που αποσκοπεί στην επίτευξη δόμησης με βάση ορθολογικούς πολεοδομικούς κανόνες χάριν της απρόσκοπτης οικονομικής ανάπτυξης, αφού η σύσταση ή η διατήρηση προϋφισταμένων δουλειών που συνεπάγονται περιορισμούς της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης κτιρίων ή εγκαταστάσεων θεωρούνται αναχρονισμός στην σύγχρονη πολεοδόμηση, συνάγεται ότι μόνο σε ορισμένες εξαιρετικές και ακραίες περιπτώσεις άφευκτης ανάγκης είναι ανεκτή η ύπαρξη σχέσεων, όπως είναι οι δουλείες, που περιορίζουν την κυριότητα του δουλεύοντος ακινήτου κατά την οικοδόμησή του.
Συνεπώς, μόνο κατ’ εξαίρεση είναι επιτρεπτή κατά τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό, σε συνδυασμό με τα κρατούντα στην ερμηνεία των άρθρων 1012-1017 ΑΚ η σύσταση ή κατάργηση δουλείας υπέρ δεσπόζοντος ακινήτου, όταν δηλ. αυτό στερείται παντελώς προσπελάσεως σε κοινόχρηστο χώρο και συγκεκριμένα όταν η επικοινωνία του ακινήτου αυτού με τον κοινόχρηστο χώρο είναι παντελώς αδύνατη από λόγους τεχνικούς ή όταν απαιτεί δυσανάλογα μεγάλη δαπάνη, την οποία δεν είναι σε θέση να καταβάλει ο ιδιοκτήτης του, τότε δεν συντρέχει η κατά τα ανωτέρω περίπτωση άφευκτης ανάγκης. Τέτοια περίπτωση διατήρησης δηλ. της δουλείας διόδου, δεν συντρέχει, άρα συντρέχει περίπτωση κατάργησης της δουλείας αυτής, όταν η προσπέλαση στον κοινόχρηστο χώρο μπορεί να επιτευχθεί με κάποιες δυσχέρειες ή θυσίες του ιδιοκτήτη του δεσπόζοντος ακινήτου, τούτο δε κατά μείζονα λόγο, εφόσον παρέχεται αντάλλαγμα στον τελευταίο για την κατάργηση της υφισταμένης δουλείας, με την μορφή της αποζημίωσης στην οποία υπολογίζονται και οι τυχόν απαιτούμενες τέτοιες θυσίες. Η άποψη αυτή, που δεν αντιβαίνει στο γράμμα των πιο πάνω διατάξεων, συνάδει και προς τις αρχές της καλής πίστης, οι οποίες επιβάλλουν, πλην άλλων, τη στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων. Με βάση τα ανωτέρω, στέρηση διόδου δεν υφίσταται, όταν ο ιδιοκτήτης μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη επικοινωνίας δια μέσου γειτονικού ακινήτου, του οποίου είναι κύριος ή όταν η επικοινωνία μπορεί πράγματι να γίνει από υπάρχουσα αδιαμόρφωτη οδό (δημόσια, δημοτική ή κοινοτική), έστω και αν αυτό απαιτεί μικρής δαπάνης επέμβαση για την καλύτερη διαμόρφωσή της, δεδομένου ότι ο νόμος, όταν τάσσει ως προϋπόθεση της καταργήσεως την ύπαρξη διόδου προς κοινόχρηστο χώρο, δεν εννοεί τον απλώς εγκεκριμένο από τις διατάξεις περί σχεδίου πόλεων, αλλά αυτόν που μπορεί πράγματι να χρησιμεύσει για την επικοινωνία, ενώ η αντίθετη άποψη θα οδηγούσε σε άτοπα και θα βρισκόταν εκτός του πνεύματος του νομοθέτη. Για τις συσταθείσες έως τη δημοσίευση του ΓΟΚ/1985 δουλείες προβλέπεται με την επίμαχη διάταξη ότι αυτές καταργούνται με βάση μία διαδικασία που έχει διαφορετικές τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις από εκείνες που προβλέπονται από το άρθρο 1136 ΑΚ (κατά το οποίο η δουλεία καταργείται σε περίπτωση που η άσκησή της καταστεί απολύτως και διαρκώς αδύνατη από λόγους νομικούς ή πραγματικούς). Προβλέπεται συγκεκριμένα ότι οι δουλείες αυτές καταργούνται αν εκδοθεί οικοδομική άδεια για να γίνουν στο δουλεύον ακίνητο κατασκευές ή εγκαταστάσεις, που καθιστούν αδύνατη εν όλω ή εν μέρει την άσκηση της δουλείας. Κατά την έκδοση της εν λόγω οικοδομικής αδείας η αρμόδια πολεοδομική αρχή εξετάζει με βάση τα στοιχεία που της υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο, εκτός από τη συνδρομή των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση μίας οιασδήποτε οικοδομικής αδείας και εάν συσταθείσες κατά το παρελθόν δουλείες διόδου, που παρεμποδίζουν τις απαραίτητες οικοδομικές εργασίες πρέπει να διατηρηθούν γιατί αποτελούν τη μοναδική δίοδο προς κοινόχρηστο χώρο άλλου οικοπέδου ή κτιρίου. Η κρίση αυτή της πολεοδομικής αρχής είναι τεχνική και στηρίζεται αποκλειστικώς σε κριτήρια πολεοδομικά, μπορεί δε να είναι ρητή ή και να προκύπτει από τη σιωπή της, όπως συμβαίνει όταν τελικά χορηγείται οικοδομική άδεια σε περίπτωση, που ενώ είχε τεθεί το ζήτημα ενώπιόν της δεν διατυπώνονται ειδικότερες κρίσεις επ’ αυτού. Η εν λόγω αρχή δεν χορηγεί τη ζητηθείσα οικοδομική άδεια μόνο αν διαπιστώσει, αφού προηγουμένως ερευνήσει κατά τα ανωτέρω το ζήτημα ότι η κατά άλλο τρόπο επικοινωνία του δεσπόζοντος και εξυπηρετούμενου οικοπέδου ή κτιρίου με κοινόχρηστο χώρο είναι παντελώς αδύνατη από λόγους τεχνικούς ή όταν απαιτεί δυσαναλόγως μεγάλη δαπάνη, την οποία δεν είναι σε θέση να καταβάλει ο ιδιοκτήτης, όχι δε και όταν αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κάποιες δυσχέρειες ή μικρές θυσίες του ιδιοκτήτη, εφόσον μάλιστα στον τελευταίο παρέχεται αντάλλαγμα με τη μορφή αποζημίωσης, στην οποία υπολογίζονται και οι τυχόν απαιτούμενες τέτοιες θυσίες. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η άδεια χορηγείται και η δουλεία διόδου καταργείται με τη χορήγηση αυτή, υπό την αναβλητική αίρεση ότι θα επακολουθήσει η με αίτηση του δικαιούχου της δουλείας ή του δικαιούχου της αδείας, διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου, το οποίο καλείται να προσδιορίσει το ύψος της χορηγητέας αποζημίωσης στον κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου και ότι η αποζημίωση αυτή θα καταβληθεί ή θα κατατεθεί στο ΤΠ και Δ. (ΑΕΔ 38/2011). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 2 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια όταν κρίνουν τις υπαγόμενες σ’ αυτά κατά το άρθρο 1 του ίδιου κώδικα ιδιωτικές διαφορές επιτρέπεται να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων της διοικήσεως, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία να δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Τα τελευταία περιορίζονται να ερευνήσουν, εάν τα όργανα της διοικήσεως ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών, ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων. ‘ Ελεγχο δε της νομιμότητας συνιστά και η εξέταση της ύπαρξης ή μη αιτιολογίας της διοικητικής πράξης, όταν τούτο επιβάλλεται ειδικώς από το νόμο ή από τη φύση της υποθέσεως, καθώς και η εξέταση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος ακροάσεως. Ο παρεμπίπτων έλεγχος δεν αποκλείεται, όταν η υπό κρίση διοικητική πράξη κατέστη απρόσβλητη, επειδή έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την προσφυγή ή την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου δικαστηρίου, έχει δε την έννοια ο παρεμπίπτων έλεγχος ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν την διοικητική πράξη που θεωρούν ως άκυρη, ούτε αποκρούουν την εκτελεστότητά της, αλλά ότι απλώς δεν την εφαρμόζουν στην συγκεκριμένη περίπτωση, εντεύθεν δε δεν παράγεται δεδικασμένο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ, η απόφαση Πρωτοδικείου που εκδόθηκε επί εφέσεως, κατ’ αποφάσεως Ειρηνοδικείου, υπόκειται σε αναίρεση μόνο για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά (NUMERUS CLAUSUS) στη διάταξη αυτή και ειδικότερα αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε νόμιμα ή υπερέβη την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλη αρμοδιότητα και αν παραβιάστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1α αναίρεση κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Εξ ετέρου τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική απασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (ΚΠολΔικ 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται, ιδρύει τον από την προπαρατεθείσα διάταξη του αριθμού 1 εδ. β του άρθρου 560 ΚΠολΔικ λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών. ‘ Ετσι αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίηση τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση επί της από 20.1.2011 και με αύξοντα αριθμ. καταθ. 19/27.1.2011 αγωγής περί καταργήσεως δουλείας διόδου, αντί αποζημιώσεως, που άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου … οι αναιρεσίβλητοι κατά των αναιρεσειόντων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 607/2013 απόφαση του δικαστηρίου αυτού και μετά από άσκηση εφέσεως η προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 43/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, που κατά το προαναφερθέν κύριο αίτημά της, που αποτελεί και αντικείμενο της αναίρεσης έγινε δεκτή. Ειδικότερα με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι πρέπει να αναγνωρισθεί, με την καταβολή αποζημιώσεως ποσού 600 Ευρώ για καθένα των εναγομένων, ότι είναι κατηργημένη η υπέρ του ακινήτου των εναγομένων και εις βάρος του ακινήτου των εναγόντων δουλεία διόδου, καθόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 25 του Ν.1577/1985 (ΓΟΚ) γιατί α) εξέδωσαν οικοδομική άδεια της δημόσιας αρχής, η οποία αναθεωρήθηκε νόμιμα και ισχύει έως 28.2.2016, β) η επίδικη δουλεία διόδου, η οποία υφίστατο κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 1577/1985 δεν αποτελεί τη μοναδική διέξοδο του δεσπόζοντος ακινήτου προς την επαρχιακή-δημοτική οδό, το οποίο επικοινωνεί και μετά από μικρής εκτάσεως διαμόρφωση του εδάφους και την κατασκευή λόγω υψομετρικής διαφοράς μικρής ανηφορικής ράμπας εισόδου θα εξακολουθήσει να επικοινωνεί άμεσα με την προβλεφθείσα στην πράξη εφαρμογής κοινόχρηστη οδό, που ρυμοτομείται από το ακίνητό τους, η οποία καταλήγει στην επαρχιακή οδό …, γ) οι οικοδομικές εργασίες που θα εκτελεσθούν με την προαναφερθείσα οικοδομική άδεια των εναγόντων θα πραγματοποιηθούν και επί της επίδικης δουλείας διόδου, έτσι ώστε η άσκησή της να καθίσταται αδύνατη με την ανέγερση της οικοδομής των εναγόντων. Ως προς την οικοδομική άδεια, την έκδοση και την ισχύ της η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε “Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 28.2.2005 εξεδόθη η υπ’ αριθμ. …28.2.2005 οικοδομική άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου Π.Ε. του Δήμου …, βάσει της οποίας παρέχεται η δυνατότητα στους ενάγοντες να ανοικοδομήσουν διώροφη οικοδομή, με ισόγειο συνολικού εμβαδού 124,05 τμ, τμήμα δε της οικοδομής αυτής προβλέπεται να ανεγερθεί επί της προαναφερόμενης δουλείας διόδου διελεύσεως. Ειδικότερα με βάση την οικοδομική άδεια η εν λόγω οικοδομή καταλαμβάνει ολόκληρη την ως άνω περιγραφόμενη λωρίδα εδάφους (πλάτους 3 μέτρων, μήκους 12,60 τμ και συνολικού εμβαδού 37,80 τμ). Η ανέγερση δε στο συγκεκριμένο τμήμα του οικοπέδου των αιτούντων που προβλέπεται στην προσαγόμενη οικοδομική άδεια ήτοι στη δεξιά πλευρά (για τον ερχόμενο από τη δημοτική οδό …) και εφαπτόμενη στην πίσω (ανατολική πλευρά) με το όριο του οικοπέδου συνιστά πράγματι την καλύτερη επιλογή μέσα στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος επωφελούς οικοδόμησης από πλευράς των εναγόντων, δεδομένου ότι είναι το προσφορότερο σημείο για την τοποθέτηση της οικοδομής, ώστε να μη στερείται αυτή την ορατότητα και τον επαρκή φωτισμό. Σύμφωνα δε, με την αριθμό πρωτ. …/09-06-05 απάντηση σε εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία των εναγόντων, του πολιτικού μηχανικού του Πολεοδομικού Γραφείου και Π.Ε. του Δήμου … Γ. Λ. (συντάξαντος αυτή), την οποία προσυπογράφει και η Προϊσταμένη του ανωτέρω Πολεοδομικού Γραφείου, Ε. Α., επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το διάγραμμα της πράξης εφαρμογής, η ιδιοκτησία …, ήτοι των εναγομένων, οι οποίοι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων προβάλλουν δικαιώματα δουλείας επί του οικοπέδου των εναγόντων, είχε πριν την πράξη (εφαρμογής), πρόσβαση από τον Κεντρικό δρόμο της …, βόρεια της όμορης ιδιοκτησίας … και ότι μετά την πράξη εφαρμογής η πρόσβαση στην ιδιοκτησία αυτή (των εναγομένων) δεν παρεμποδίζεται, αλλά προσωρινά εξακολουθεί να παραμένει η ίδια μέχρι την υλοποίηση του πεζόδρομου, ο οποίος δημιουργείται μεταξύ των ΟΤ 649,654 και προέρχεται από ρυμοτόμηση της ίδιας ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής.
Συνεπώς σύμφωνα με την ανωτέρω απάντηση του Πολεοδομικού Γραφείου του Δήμου … η με αριθμό πρωτ. …2005 οικοδομική άδεια δεν βασίστηκε σε αλλαγή του σημερινού καθεστώτος πρόσβασης στο γειτονικό οικόπεδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της πράξης εφαρμογής, η υλοποίηση της οποίας δεν επηρεάζεται από τη διάνοιξη ή μη του ανωτέρω πεζόδρομου. ‘ Αλλωστε το από Οκτωβρίου του έτους 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Τ. που υποβλήθηκε στο προαναφερόμενο Πολεοδομικό Γραφείο για την έκδοση της ένδικης άδειας, απεικονίζει την επίδικη δίοδο περικλειόμενη με τα στοιχεία Α, Β, Γ, Η, Η και Α και με τις ακριβείς πλευρικές της διαστάσεις και είναι διακριτή από το υπόλοιπο οικόπεδο, ενώ στο διάγραμμα κάλυψης που υποβλήθηκε για την έκδοση αυτής, ορθά, σύμφωνα με τις προδιαγραφές σύνταξής του, που καθορίζονται στο ΠΔ 3/08-09-1983 ΦΕ δ/1983, απεικονίζονται τα υφιστάμενα εντός του οικοπέδου και τα μελλοντικά κτίσματα που πρόκειται να ανεγερθούν κατά θέση και διαστάσεις, δηλαδή η καλυμμένη και μέλλουσα να καλυφθεί επιφάνεια του οικοπέδου των εναγόντων και ορθά δεν απεικονίζεται η επίδικη δουλεία επί του εδάφους του οικοπέδου της. Περαιτέρω το Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου … προέβη σε παράταση της ισχύος της ανωτέρω ένδικης αδείας για μία τριετία, ήτοι μέχρι τις 28.2.2013, σύμφωνα με το ΠΔ 8/13.7.1993 ΦΕΚ 795 Δ’ ……. και ενώ πέραν της απεικόνισης της επίδικης δουλείας στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα που υπέβαλαν οι ενάγοντες για την έκδοση της ένδικης οικοδομικής άδειας, έλαβε και γνώση της αντιδικίας των διαδίκων αναφορικά με την επίδικη δουλεία διόδου από την με αριθμό πρωτ. …/06-05-2005 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση-διαμαρτυρία των εναγόντων προς αυτό (Πολεοδομικό Γραφείο του ανωτέρω Δήμου), όπως αποδεικνύεται από την προαναφερόμενη με αριθμό πρωτ. …/09-06-05 απάντησή του ………. Οι ενάγοντες κατέχουν νόμιμη οικοδομική άδεια που βρισκόταν σε ισχύ κατά τη συζήτηση της αγωγής και επομένως ως διοικητική πράξη δεν είχε προβληθεί και δεν είχε ανακληθεί, αλλά ίσχυε και παρήγαγε τις έννομες συνέπειες για τις οποίες εκδόθηκε. Ενώ ήδη η ισχύς της ένδικης οικοδομικής άδειας παρατάθηκε για τρία ακόμη χρόνια, ήτοι μέχρι τις 28.2.2016 …………. ‘ Αλλωστε κατά της ανωτέρω ένδικης οικοδομικής άδειας ………… δεν ασκήθηκε κάποιο ένδικο μέσο (αίτηση ακύρωσης) και ως διοικητική πράξη δεν προσβλήθηκε για κάποιο λόγο (αρχή της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων) είναι νόμιμη και παράγει τις έννομες συνέπειες για τις οποίες εκδόθηκε, χωρίς να υπάρχει πλέον δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητάς της, καθόσον έχουν παρέλθει οι προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων κατά αυτής και δεν μπορεί να προσβληθεί πλέον με κανένα ένδικο μέσο και για κανένα λόγο”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επικύρωσε, συμπληρώνοντας τις αιτιολογίες, την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 25 του Ν.1577/1985 περί Γ.Ο.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοιά της αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού, χωρίς να αρκεστεί σε λιγότερα ή να αξιώσει διαφορετικά στοιχεία από όσα η διάταξη αυτή απαιτεί. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες για την εκδοθείσα οικοδομική άδεια δεν συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εκδόσεώς της, καθόσον η ένδικη δουλεία διόδου δεν αποτυπωνόταν στο από Οκτωβρίου 2004 διάγραμμα κάλυψης του τεχνικού γραφείου του Ι. Τ., με βάση το οποίο αυτή (άδεια) εκδόθηκε και ότι συνακόλουθα αποσιωπήθηκε η ύπαρξή της, όπως τούτο προκύπτει από το σώμα της ίδιας της άδειας, το οποίο (σώμα) στην πίσω όψη του φέρει σκαρίφημα του οικοπέδου των εναγόντων που δεν εμφανίζει την εν λόγω δίοδο και ότι τις ελλείψεις αυτές όφειλε παρεπιμπτόντως να ερευνήσει το Εφετείο και να μη δεχθεί την εν λόγω άδεια, επί της οποίας εδράζεται το δικαίωμα των εναγόντων προς κατάργηση της ένδικης δουλείας είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν στην ανέλεγκτη από τα πολιτικά δικαστήρια συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων προς έκδοση της οικοδομικής άδειας ως διοικητικής πράξης, για τον έλεγχο της οποίας αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια και που είναι πλέον απρόσβλητη γιατί, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης έχουν παρέλθει οι προθεσμίες προσφυγής σ’ αυτά προς ακύρωσή της, ενώ δεν διαπιστώθηκε έλλειψη νομιμότητας αφού κατά τις παραδοχές της αποφάσεως δεν υφίστατο έλλειψη αιτιολογίας της ένδικης διοικητικής πράξης και οι εναγόμενοι δεν στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης (αποστολή εξωδίκου και απάντηση της διοικήσεως σ’ αυτό). Οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε δικαιοδοσία να αποφανθεί επί του διαπλαστικού αγωγικού αιτήματος της καταργήσεως της ένδικης δουλείας για την οποία απαιτείτο θετική διαπιστωτική πράξη της διοικήσεως είναι επίσης απαράδεκτες γιατί στηρίζονται σε εσφαλμένες προϋποθέσεις και δη α) ότι η ένδικη αγωγή ήταν διαπλαστική, ενώ ανέλεγκτα κρίθηκε ότι ήταν αναγνωριστική και β) ότι η ένδικη δίοδος, που δεν είχε προκύψει από ρυμοτομία, καταργείται με διαπιστωτική πράξη της διοικήσεως, ενώ τούτο γίνεται υπό τις αναλυτικά εκτιθέμενες στη νομική σκέψεις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του ΓΟΚ. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως ως προς όλες τις αιτιάσεις του πρέπει να απορριφθεί. Εξ ετέρου ο τέταρτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο και υπό την επίκληση μη κατονομαζομένων διδαγμάτων κοινής πείρας αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι χωρίς παρεμπίπτοντα έλεγχο δέχθηκε ως νόμιμη την ένδικη οικοδομική άδεια μολονότι η πολεοδομική Υπηρεσία που την εξέδωσε δεν έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία που θα της επέτρεπαν να εκτιμήσει τη δυνατότητα επικοινωνίας και πρόσβασης του δεσπόζοντος ακινήτου, καθώς και το ότι δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της Πολεοδομικής Μελέτης είναι απαράδεκτος για το ίδιο λόγο με τις προαναφερθείσες αιτιάσεις του πρώτου λόγου, καθόσον αφορούν στις ανέλεγκτες από τα πολιτικά δικαστήρια και πλέον απρόσβλητες και από τα διοικητικά δικαστήρια πραγματικές προϋποθέσεις εκδόσεως της ένδικης άδειας, ενώ κατά τα προαναφερθέντα λόγος για περεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής αυτής πράξης δεν διαπιστώθηκε. Ενόψει τούτων και ο λόγος (τέταρτος) πρέπει να απορριφθεί. Με τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως και υπό την επίσης επίκληση μη κατονομαζομένων διδαγμάτων κοινής πείρας, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε ότι η υφιστάμενη δουλεία διόδου δεν είναι η μοναδική που παρέχει δυνατότητα πρόσβασης στο ακίνητο των εναγομένων-αναιρεσειόντων, καθώς και ότι τούτο μπορεί να επικοινωνήσει με υπάρχοντα, αλλά και υπό διαμόρφωση, κατά το ρυμοτομικό σχέδιο δρόμο, ενώ αν έκρινε σωστά θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αν καταργηθεί η ένδικη δουλεία το δεσπόζον ακίνητο θα καταστεί περίκλειστο, καθόσον καμία άλλη από τις κοινοτικές οδούς, προς τις οποίες το δεσπόζον φέρεται να έχει πρόσωπο, δεν είναι κατάλληλη και προσήκουσα να εξυπηρετήσει τις ανάγκες πρόσβασης σ’ αυτό. Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι εσφαλμένα και χωρίς να λάβει υπόψη τις ανάγκες του συγκεκριμένου δεσπόζοντος ακινήτου και των μονίμως κατοικούντων σ’ αυτό, έκρινε ότι οι ανάγκες του ακινήτου καλύπτονται προσηκόντως, επαρκώς και ισοδυνάμως από άλλες διόδους, ενώ αν έκρινε ορθά θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αν καταργηθεί η ένδικη δουλεία το ακίνητο των εναγομένων θα καταστεί περίκλειστο, με τον πέμπτο ότι εσφαλμένα δέχθηκε να καταργηθεί η ένδικη δουλεία, χωρίς να λάβει υπόψη ότι με την κατάργησή της, εμποδίζονται οι αναιρεσείοντες-εναγόμενοι να αξιοποιήσουν το ακίνητό τους για μελλοντική επιτραπησομένη δόμηση, καθόσον αυτοί έχουν προς τούτο παρακρατήσει τα 400/1000 του οικοπέδου, δεδομένου του ότι η κατάργηση της ένδικης δουλείας καθιστά αδύνατη την πρόσβαση μηχανημάτων και την μεταφορά υλικών για την εκτέλεση των απαιτουμένων εργασιών. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται η επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια και οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, γιατί ως αποδίδοντες στην προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ), ενώ αυτοί (αναιρεσείοντες) λόγω της ήττας τους (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ), πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.2.2015 αίτηση των Χ. Μ. του Α. και Ε. συζ. Χ. Μ. το γένος Δ. Δ. κατά των Ε. Π. του Σ. και Ι. Ρ. συζ. Ε. Π., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 43/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου ….
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροGoogle: Πρόστιμο από δικαστήριο για μονοπώλιο στην αναζήτηση