Μετά την καλοκαιρινή «ανάπαυλα», ένα νέο τοπίο διαμορφώνεται από το Φθινόπωρο στα εργασιακά καθώς αρχίζουν οι συζητήσεις µε τους κοινωνικούς εταίρους πρόκειται να ξεκινήσει (ακόμη και µέσα στον Σεπτέμβριο) διαμόρφωση αλλαγών στις συλλογικές συµβάσεις.
Στόχος η ουσιαστική ενίσχυση των µισθών, θέµα που θέτει ως προτεραιότητα ο πρωθυπουργός στη ∆ΕΘ, όπου θα αναφερθεί σε «εµπροσθοβαρείς αυξήσεις» που θα ενισχύουν τα εισοδήµατα των εργαζοµένων.
Στη βάση αυτών των συζητήσεων οι οι αυξήσεις στον κατώτατο µισθό για το 2025 αναµένεται να κινηθούν στο 4,5% (3% πληθωρισµός +1% αύξηση της παραγωγικότητας +0,50% µείωση των ασφαλιστικών εισφορών). Έτσι, ο κατώτατος µισθός από τα 830 µεικτά θα διαµορφωθεί στα 867,35 ευρώ και υπολείπονται 90 ευρώ για τη διετία 2026-2027, προκειµένου να φτάσει στα 950 ευρώ, που αποτελεί κυβερνητική δέσµευση.
Τι θα γίνει στο Δημόσιο
Μικρότερες αναµένονται οι αυξήσεις στον δηµόσιο τοµέα, καθώς υπολογίζεται ότι θα κινηθούν στο 3,5%, ποσοστό που καλύπτει τον πληθωρισµό και µέρος της αύξησης της εθνικής παραγωγικότητας. Να σηµειωθεί βεβαίως ότι το 2024 οι δηµόσιοι υπάλληλοι έλαβαν µεσοσταθµικές αυξήσεις ύψους 10%, ταυτόχρονα µε την αναµόρφωση όλων των µισθολογίων, που έδιναν αυξήσεις έως 17,5%.
Πάντως, ιδιαίτερη σηµασία θα δίνεται στην προώθηση των διαπραγµατεύσεων για την υπογραφή συλλογικών συµβάσεων εργασίας, καθώς και στην ενσωµάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τον καθορισµό επαρκών κατώτατων µισθών. Η υπουργός Εργασίας, τόσο στις µονοµερείς επαφές µε τους εταίρους όσο και στις διµερείς, θα επιδιώξει την ενσωµάτωση της οδηγίας της ΕΕ για την επάρκεια των κατώτατων µισθών, εντάσσοντάς τη στις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Ο κατώτατος µισθός θα «πρέπει» να επικαιροποιείται τουλάχιστον ανά διετία (ή το αργότερο ανά τετραετία για τις χώρες που χρησιµοποιούν µηχανισµό αυτόµατης τιµαριθµικής αναπροσαρµογής). Ωστόσο, η οδηγία δεν προβλέπει συγκεκριµένο επίπεδο κατώτατου µισθού το οποίο πρέπει να επιτύχουν τα κράτη-µέλη.