Αριθμός Απόφασης 12/2020
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Παράλειψη ή ανοχή πράξης. Στοιχεία ορισμένου αγωγής, κατ’ άρθρο 947 του Κ.Πολ.Δ., για τη διάγνωση της παράβασης (εκ μέρους του καθ’ ου η εκτέλεση, παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή) και καταδίκη του οφειλέτη στην καταβολή της χρηματικής ποινής ή και προσωπικής κράτησης. Αοριστία μετά από τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής. Αοριστία λόγου έφεσης, που απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Μη παραδεκτή επίκληση αποδεικτικών μέσων. Απορρίπτει έφεση.
Αριθμός Απόφασης 12 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από την έκθεση επίδοσης …./13.11.2018 της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ……, την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην τρίτη εφεσίβλητη (άρθρα 126 §1 περ. α´, 127 §1, 143 §§1, 2 και 498 §§1, 2 εδ. α´ του Κ.Πολ.Δ.). Η τελευταία, όμως, δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αφού, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, εμφανίστηκε η πληρεξούσια δικηγόρος της …………., που υπέβαλε μόνο αίτημα αναβολής της συζήτησης, το οποίο απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και στη συνέχεια αποχώρησε, χωρίς να απαντήσει στην ουσία της υπόθεσης (άρθρο 280 §§3 – 2 του Κ.Πολ.Δ.). Κατά συνέπεια, πρέπει να δικαστεί ερήμην, το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 §4 εδ. α΄ του Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ. Η από 12.9.2018 έφεση των εναγόντων, …….. και ……….., κατά της οριστικής απόφασης 2153/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 947 §1 εδ. γ´, 670 έως 676 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, εφόσον οι επιδόσεις των επιταγών προς εκτέλεση έλαβαν χώρα πριν την 1.1.2016 (άρθρο ένατο §3 του ως άνω νόμου) και απέρριψε την από 27.3.2016 αγωγή τους, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της, αφού δημοσιεύτηκε στις 7.5.2018 και η έφεση ασκήθηκε (με κατάθεση στην Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), στις 14.9.2018 (άρθρα 495§§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §4 του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ………… ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 14.9.2018 βεβαίωση εξόφλησης της Άλφα Τράπεζας, αρκούντος ενός μόνο παραβόλου (άρθρο 495 §4 εδ. β΄ του ίδιου Κώδικα). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησής της, οι εκκαλούντες προσκόμισαν αντίγραφο των προτάσεων της απολειπόμενης εφεσίβλητης, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, κατ’ άρθρο 524 §4 του Κ.Πολ.Δ.
ΙΙΙ. Οι ενάγοντες (ήδη εκκαλούντες), με την από 27.3.2017 αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ισχυρίστηκαν ότι με την, ήδη αμετάκλητη, απόφαση 1785/2001 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αναγνωρίστηκε πως έχουν, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, μεταξύ άλλων, και των υπό στοιχεία Π-4 και Π-8 θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων, στην πιλοτή της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ………. Ότι με την ως άνω απόφαση οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ο, ήδη αποβιώσας, ……….. – σύζυγός της τρίτης εναγόμενης – μεταξύ άλλων, υποχρεώθηκαν να αποδώσουν σ’ αυτούς (ενάγοντες) τις παραπάνω θέσεις στάθμευσης και να απελευθερώσουν τους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου και της πιλοτής, που επιτρέπουν την πρόσβαση στις θέσεις αυτές, τους απαγορεύτηκε δε κάθε πράξη στο μέλλον, με την οποία διαταράσσεται το δικαίωμα των εναγόντων στις ως άνω θέσεις στάθμευσης της πιλοτής, με την απειλή χρηματικής ποινής 100.000 δρχ. – ήδη 293 ευρώ, για κάθε διατάραξη. Ότι αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω απόφασης επέδωσαν τόσο στους δύο πρώτους εναγόμενους όσο και στον ……… – σύζυγό της τρίτης εναγόμενης, στις 31.1.2005. Ότι, από τις 10.2.2005 και μέχρι τη σύνταξη της αγωγής, στις 27.3.2017, οι εναγόμενοι παραβίαζαν καθημερινά και με πρόθεση το αποκλειστικό τους δικαίωμα χρήσης των θέσεων στάθμευσης και ειδικότερα, οι δύο πρώτοι (εναγόμενοι) σταθμεύοντας τα με αριθμούς κυκλοφορίας ……… και …….. αντίστοιχα αυτοκίνητά τους στη θέση στάθμευσης Π-8, ενώ ο ……… και η τρίτη εναγόμενη (σταθμεύοντας) το με αριθμό κυκλοφορίας ……. αυτοκίνητο στη θέση Π-4. Ότι, μετά το θάνατο του ………., στις 25.2.2011, την τελευταία θέση καταλάμβανε μόνο η τρίτη εναγόμενη, η οποία είχε σαφή γνώση της δικαστικής απόφασης που απαγόρευε στο σύζυγό της να σταθμεύει στην ως άνω θέση και ενέχεται ως κληρονόμος του, κατά 4/8 ή 2/8, ανάλογα του αν συντρέχει με κατιόντες. Ότι, αν και θα έπρεπε να ζητήσουν από τον κάθε εναγόμενο το ποσό που αντιστοιχεί σε παραβάσεις της απόφασης 1785/2001 για δώδεκα έτη, ήτοι 1.265.760 ευρώ (144 μήνες Χ 30 ημέρες Χ 293 ευρώ για την κάθε ημέρα), υπολόγισαν υποθετικά τη ζημία τους στα πέντε τελευταία έτη, ήτοι σε ποσό 527.000 ευρώ (60 μήνες Χ 30 ημέρες Χ 293 ευρώ για την κάθε ημέρα), στη συνέχεια υπολόγισαν υποθετικά τη ζημία τους σε πέντε μόνο παραβάσεις τον κάθε μήνα για τα πέντε αυτά έτη, ήτοι σε ποσό 87.900 ευρώ (60 μήνες Χ 30 ημέρες Χ 293 ευρώ για την κάθε ημέρα) από τον κάθε ενάγοντα και τέλος, υπολόγισαν υποθετικά τη ζημία τους σε δύο μόνο παραβάσεις τον κάθε μήνα για τα πέντε αυτά έτη, ήτοι σε ποσό 35.160 ευρώ (60 μήνες Χ 2 ημέρες Χ 293 ευρώ για την κάθε ημέρα) από τον κάθε ενάγοντα. Ότι, για την εκμίσθωση θέσης στάθμευσης, σε σκεπασμένο πάρκινγκ, κάτω από το διαμέρισμά του, με τη δυνατότητα να εισέρχεται και να εξέρχεται κατά βούληση όλο το 24ωρο, ο κάθε εναγόμενος θα έπρεπε να καταβάλει το ποσό των 10 ευρώ την ημέρα. Ότι, με βάση το ποσό αυτό, οι δύο πρώτοι θα έπρεπε να καταβάλουν το ποσό των 43.650 ευρώ (12 έτη, 1 μήνας και 16 ημέρες ή 145,5 μήνες ή 4.365 ημέρες Χ 10 ευρώ την ημέρα) και η τρίτη εναγόμενη από το θάνατο του ………. 21.900 ευρώ (73 μήνες Χ 30 ημέρες Χ 10 ευρώ). Κατόπιν τούτων, ζήτησαν να υποχρεωθεί ο κάθε εναγόμενος να καταβάλει σε καθένα τους, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, το ποσό των 17.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως ποινή, επικουρικά, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως αόριστη και κατά την επικουρική της βάση, ως μη νόμιμη, λόγω της επιβοηθητικής φύσης αυτής. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η από 27.3.2017 αγωγή τους.
ΙV. Από τη διάταξη του άρθρου 947 §1 εδαφ. β´ του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι για την αναγκαστική εκτέλεση προς παράλειψη ή ανοχή πράξης και συγκεκριμένα προς επιβολή της προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής, που έχουν απειληθεί με προηγούμενη απόφαση, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: 1) ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, που ενσωματώνει την εκτελούμενη απαίτηση και απειλεί χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, 2) επίδοση της απόφασης αυτής με επιταγή προς εκτέλεση και 3) παράβαση από τον καθ’ ου η εκτέλεση των διατάξεων της απόφασης, στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και επιβολής χρηματικής ποινής για μη συμμόρφωση του καθ’ ου η εκτέλεση προς τις διατάξεις της απόφασης για παράλειψη ή ανοχή πράξης (Α.Π. 1180/2003 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 432). Από την ως άνω διάταξη (άρθρου 947 §1 του Κ.Πολ.Δ.), η οποία, κατά το μέρος της, που προβλέπει ποινές, έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία, προκύπτει ότι η διαδικασία της έμμεσης αυτής αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται, με την απόφαση, η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του, για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του, οι ποινές αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή η, εκ μέρους του καθ’ ου η εκτέλεση, παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση (Α.Π. 804/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η αγωγή με την οποία ζητείται η καταδίκη σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, λόγω της παράβασης, είναι αγωγή καταψηφιστική. Ιδιαίτερο αίτημα για τη βεβαίωσή της (παράβασης) δεν απαιτείται, διότι στο αίτημα για την καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση εμπεριέχεται και αίτημα αυτό, αφού η τελευταία αποτελεί τον πυρήνα της αγωγής και προϋπόθεση της καταδίκης. Στην δίκη του άρθρου 947 του Κ.Πολ.Δ. λαμβάνονται στην ουσία ρυθμιστικά μέτρα για την εξασφάλιση της πορείας της εκτέλεσης, με απώτερο σκοπό την κάμψη της αντιτιθέμενης βούλησης του οφειλέτη και τον εξαναγκασμό του σε συμμόρφωση, η σχετική δε δίκη είναι διαγνωστικού χαρακτήρα. Αυτό που κατάγεται προς διάγνωση είναι η μία και μοναδική αξίωση του ενάγοντος για την επιβολή των νομίμων κυρώσεων, που ενεργοποιούνται μέσω της πραγμάτωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της παράβασης. Το πραγματικό γεγονός της παράβασης αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής και αντίστοιχα την αιτιολογία (ελάσσονα πρόταση) της εκδιδομένης απόφασης και γι’ αυτό πρέπει να προτείνεται και ν’ αποδεικνύεται από τον ενάγοντα. Η διάγνωση της αξίωσης προς επιβολή των νόμιμων κυρώσεων οδηγεί στη συνέχεια, στην επέλευση της αιτούμενης έννομης συνέπειας, δηλαδή στην καταψήφιση της χρηματικής ποινής και στην απαγγελία της προσωπικής κράτησης ή της μιας εκ των δύο, σύμφωνα με τη βούληση του ενάγοντος δανειστή, που πηγάζει από την αρχή της διαθέσεως και εκδηλώνεται με το σχετικό προς τούτο αίτημα (Α.Π. 134/2015 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 §1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά, μόνο εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του εν λόγω αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (Ολ.Α.Π. 3/2008 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Ολ.Α.Π. 30/2007 Νο.Β. 2007, σελ. 2388).
- V. Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, κρίνοντας πως η αγωγή τους ήταν αόριστη. Ότι ειδικότερα, αν και, με την απόφαση 1785/2001 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αναγνωρίστηκε πως είχαν την αποκλειστική χρήση των αναφερόμενων δύο θέσεων στάθμευσης στην πυλωτή της πολυκατοικίας επί της οδού . ………, στον Πειραιά, και απειλήθηκε σε βάρος των δύο πρώτων εφεσίβλητων χρηματική ποινή 293 ευρώ για κάθε παράβαση αυτής, με την από 3.2017 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν την καθημερινή παραβίαση αυτής για το χρονικό διάστημα από 10.2.2005 έως και 27.3.2017, ζήτησαν εντούτοις, από τους δύο πρώτους εφεσίβλητους, μόνο το ποσό, που αφορούσε σε δύο παραβιάσεις τους τελευταίους εξήντα μήνες. Ότι το ίδιο ποσό ζήτησαν και από την τρίτη εφεσίβλητη. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, μετά τον ως άνω περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, που συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο αυτής, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, προκλήθηκε αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Ειδικότερα, μετά τον ως άνω περιορισμό, δεν εκτίθενται οι ημερομηνίες κατά τις οποίες οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι παραβίασαν το διατακτικό της ως άνω απόφασης, αλλά γίνεται αναφορά αορίστως σε δύο παραβάσεις κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα των τελευταίων 60 μηνών από την άσκηση της αγωγής, ώστε να μην παρέχεται η δυνατότητα άμυνας στους τελευταίους και η δυνατότητα στο Δικαστήριο να θέσει το σχετικό θέμα απόδειξης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, απέρριψε την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως αόριστη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της έφεσης. Εξάλλου, σχετικά με την απόρριψη της επικουρικής βάσης της ίδιας αγωγής (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι εκκαλούντες εκθέτουν με την έφεση ότι “σε κάθε περίπτωση, υπάρχει και η επικουρικώς θεμελιωμένη αξίωση αποζημίωσης, βασιζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού”. Με το περιεχόμενο όμως αυτό, ο λόγος της έφεσης ως προς την επικουρική ως άνω βάση της αγωγής, είναι αόριστος και ως τέτοιος απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν εκτίθενται καθόλου οι αιτιάσεις και πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητά του (Α.Π. 692/2012 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr και Α.Π. 323/2008 Νο.Β. 2008, σελ. 1585). Σημειωτέον ότι δεν γίνεται παραδεκτά επίκληση των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίζουν οι εκκαλούντες, ούτε με τις προτάσεις τους ούτε με την αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, κατ’ άρθρο 240 του Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 23/2008 Νο.Β. 2008, σελ. 1282 και Ολ.Α.Π. 14/2005 ιστοσελίδα www.areiospagos.gr), με αποτέλεσμα να μην μπορούν αυτά να ληφθούν υπόψη.
VΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες και να καταδικαστούν οι τελευταίοι, λόγω της ήττας τους, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των δύο πρώτων εφεσίβλητων, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους (άρθρα 69 §1, 68 §1, 63 §1 στοιχ. i περ. α´, 75 §1 του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, δεν θα επιβληθούν δικαστικά έξοδα, σε βάρος των εκκαλούντων, ως προς την τρίτη εφεσίβλητη, αφού, λόγω της ερημοδικίας της, δεν υποβλήθηκε σε έξοδα ούτε έχει υποβάλει σχετικό αίτημα. Σημειώνεται ότι πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την τελευταία (άρθρα 501, 502 και 505 §2 του Κ.Πολ.Δ.), που, αν και δικάστηκε ερήμην, απορρίφθηκε η έφεση, αφού μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας έχει την εξουσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντός της (Ολ.Α.Π. 15/2001 Ελλ.Δικ. 2002, σελ. 71).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την τρίτη εφεσίβλητη.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 12.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 2153/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των δύο πρώτων εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εφτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ