Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Π.Δ. 178/2002, με τη μεταβίβαση της επιχείρησης. και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στον διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το εάν συντρέχει ή όχι μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Κρίσιμα δε για την εκτίμηση αυτή είναι τα εξής κριτήρια: 1) Η μεταβίβαση, ή μη, υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση (πρόσληψη) ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 137 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία ‘…………., με ΑΦΜ ……….., που εδρεύει στον Πειραιά (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Βαλαβάνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Καρανάσιου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά 1) της εταιρίας με την επωνυμία «……………..», με έδρα στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπούμενης και 2) της ως άνω εταιρίας ‘…………..‘’ – ήδη εκκαλούσας, την από 24-5-2021 και με αριθμό εκθ. κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2021 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 3872/15-12-2022 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η δεύτερη ως άνω εναγόμενη – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 24-1-2023 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/25-1-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………../25-1-2023, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 1ης-6-2023, οπότε η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.1
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 3872/15-12-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ.3, 621-622 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία.
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.
Ι. Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ. 16/18-7- 1920. Περαιτέρω με τις διατάξεις του Π.Δ. 178/2002 (ΦΕΚ Α` 162/12-7-2002) λήφθηκαν «μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου». Κατόπιν αυτού, με το άρθρο 11 του Π.Δ. 178/2002 καταργήθηκε το προϊσχύσαν Π.Δ. 572/1988, με το οποίο είχε εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία προς τις ρυθμίσεις της προηγούμενης με αριθ. 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας (η οποία τροποποιήθηκε ως άνω με την 98/50/ΕΚ Οδηγία και τελικά κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2001/23/ΕΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ. 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία, αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων. Έτσι, οι διατάξεις του Π.Δ.178/2002 εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου του εργοδότη και δύναται να αφορά είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές (άρθρο 2 παρ.1 στοιχεία α` και γ`). Ακόμη, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων αυτών, ως “μεταβίβαση” θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο β`). Ως “μεταβιβάζων” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ως “διάδοχος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κλπ (άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο α` και β`). Η Οδηγία αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων. Για την εξασφάλιση της εν λόγω προστασίας, ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης. Η ερμηνεία τόσο της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όσο και της ήδη ισχύουσας Οδηγίας 98/50/ΕΚ γίνεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΔΕΚ και ήδη ΔΕΕ) με ευρύ τρόπο. Με τρόπο δηλαδή που ευνοεί την κατάφαση της “μεταβίβασης” ακόμη και σε περιπτώσεις που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με μια γενική ερμηνευτική προσέγγιση, για να υπάρξει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να πρόκειται για μια “οικονομική οντότητα”. Πρέπει δηλαδή να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία μιας επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή ακόμη και ενός τμήματος επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να έχουν κάποια οργανική ενότητα (“οικονομική οντότητα”), την οποία να διατηρούν και υπό το νέο φορέα, ώστε να παραμένουν ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε ο προηγούμενος φορέας, δηλαδή να συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΑΠ 317/2022, ΑΠ 444/2019, ΑΠ 1369/2018, ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1832/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου φορέα στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (ΟλΑΠ 5/1994, ΑΠ 1188/2019, ΑΠ 1369/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό το νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της επιχειρηματικής μονάδας που μεταβιβάζεται και όχι την ίδια (ΑΠ 444/2019 ο.π., ΑΠ 1850/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το εάν συντρέχει ή όχι μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σήματα, διακριτικοί τίτλοι κ.λπ.) και η αξία τους, 3) η απασχόληση (πρόσληψη) ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 444/2019, ΑΠ 1369/2018, ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1850/2006 ο.π.). Η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο καθένα από τα κριτήρια αυτά, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και από τη μορφή των εφαρμοζομένων μεθόδων παραγωγής ή υπηρεσιών, χωρίς να αποκλείεται, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης και η λήψη υπόψη και άλλων στοιχείων που μπορεί να συνιστούν επί πλέον ενδείξεις της διατήρησης της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης (ΑΠ 317/2022, ΑΠ 444/2019 ο.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Π.Δ. 178/2002, με τη μεταβίβαση της επιχείρησης κ.λπ. και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στον διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Οπότε, με την κατά τα άνω μεταβίβαση της επιχείρησης επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, σύμφωνα με τα ήδη γνωστά στο εσωτερικό δίκαιο κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 του Ν. 2112/1920 και 9 παρ.1 του Β.Δ της 16/18-7- 1920 “περί επεκτάσεως του Ν. 2112 και επί των εργατών κ.λπ.” (και του ήδη καταργημένου άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3239/1955). Η ως άνω μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη (φορέα της επιχείρησης) επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή μεταβίβασης της επιχείρησης κ.λπ., για την οποία, αν και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερωθούν έγκαιρα και να κληθούν σε διαβουλεύσεις, δεν είναι αναγκαίο να συναινέσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Εξάλλου, ως χρέη της επιχείρησης που μεταβιβάσθηκε νοούνται οι υποχρεώσεις οποιοσδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος, ήτοι τα παραγωγικά αυτών γεγονότα να είχαν συντελεσθεί μέχρι τη μεταβίβαση, ανεξαρτήτως του εάν αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 444/2019, ΑΠ 1369/2018 ο.π.). Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του Π.Δ. 178/2002 συνιστούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποσκοπώντας στην προστασία του περιεχόμενου της εργασιακής σχέσης, και συνακόλουθα είναι άκυρη η συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων, βάσει της οποίας οι τελευταίοι παραιτούνται από συμβατικές τους αξιώσεις, όταν η συμφωνία αυτή έχει ως αιτία τη μεταβίβαση και στοχεύει στο να αποτραπεί η υπεισέλευση του νέου φορέα στο σύνολο των υφισταμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι των εργαζομένων (ΑΠ 444/2019 ο.π.). Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 4α της Οδηγίας 98/50/ΕΚ ορίζεται ότι «Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή)» και με την παρ.4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα Οδηγία». Οι ως άνω διατάξεις των παρ.1 και 4 του άρθρου 4α της Οδηγίας 98/50/ΕΚ έχουν συμπεριληφθεί αυτούσιες στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ, αντίστοιχα, η οποία, όπως προεκτέθηκε, κωδικοποίησε την Οδηγία 77/187/ΕΟΚ. Ακολούθως, με το άρθρο 6 παρ.1 του Π.Δ. 178/2002, ορίζεται ότι: «1. Τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στο άρθρο 44 παρ.5 του Ν. 2648/1998, η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της, κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής». Με το άρθρο 44 του Ν. 2648/1998, αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 1836/1989 και ορίζεται ότι «Αφερέγγυος εργοδότης είναι: α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που περιέρχεται σε κατάσταση παύσεως ή αναστολής των πληρωμών του και κηρύσσεται σε πτώχευση με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου. Αν η επιχείρηση αυτού του εργοδότη συνεχίζει να λειτουργεί παρά την κήρυξη σε πτώχευση, τότε ο εργοδότης δεν θεωρείται αφερέγγυος, β) επιχείρηση (προβληματική) που υποβάλλεται στην ειδική εκκαθάριση των άρθρων 9 του Ν. 1386/1983 (ΦΕΚ 107 Α`), 46 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), και 14 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α`), όπως ισχύουν, γ) ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η άδεια λειτουργίας της ανακλήθηκε με απόφαση του αρμοδίου υπουργού, λόγω παράβασης διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας και τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση (αναγκαστική) σύμφωνα με το άρθρο 12α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α`) όπως ισχύει, δ) κάθε εργοδότης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που η επιχείρηση του τέθηκε, ύστερα από προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία, σε εκκαθάριση με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών του και με αποτέλεσμα τη λύση των σχέσεων εργασίας με τους μισθωτούς του». Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ως διαδικασία αφερεγγυότητας νοείται κάθε συλλογική διαδικασία που προϋποθέτει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και συνεπάγεται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου και οδηγεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, περιλαμβάνει δε και τη διαδικασία που περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλα μέτρα που τερματίζουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή με τερματισμό λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού (ΑΠ 837/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του Π.Δ. 178/2002 με τις οποίες εισάγονται εξαιρέσεις από το προστατευτικό για τους εργαζόμενους πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4 και 5 αυτού, είναι στενά ερμηνευτέες και ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων εξαίρεσης λόγω διαδικασιών πτώχευσης ή άλλης αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στην παρ.5 του άρθρου 16 του Ν. 1836/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 του Ν. 2648/1998, είναι περιοριστική και όχι ενδεικτική. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται και από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης, δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιείται η λέξη ‘’ιδίως’’ ή άλλη παρεμφερής λέξη ή φράση που να υποδηλώνει ενδεικτική απαρίθμηση των περιπτώσεων αφερεγγυότητας. Εξάλλου ο νομοθετικός λόγος που υπαγορεύει τις ως άνω εξαιρέσεις είναι η διευκόλυνση της εκκαθάρισης επιχειρήσεων με τις προβλεπόμενες από το νόμο συλλογικές διαδικασίες με ρευστοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων προς διαφύλαξη των συμφερόντων των δανειστών, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει όταν συνεχίζεται η λειτουργία της επιχείρησης, όπως ορίζεται ρητά άλλωστε στην περίπτωση της πτώχευσης με συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης. Προς το σκοπό, δε, να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με τις οποίες εισάγονται εξαιρέσεις από το προστατευτικό για τους εργαζόμενους πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 98/50/ΕΚ και 2001/23/ΕΚ, με τις προεκτεθείσες διατάξεις αυτών (Οδηγιών) δόθηκε κατεύθυνση στα κράτη-μέλη για τη λήψη σχετικών προς τούτο μέτρων (ΑΠ 317/2022 ο.π.)
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 εδ. α΄ του Ν. 2112/1920 ‘’Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα του υπαλλήλου θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι` ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου’’. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ`αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ` αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς τον νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ` ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στον νόμο ή στη συμφωνία των μερών (ΑΠ 1122/2021, ΑΠ 418/2021, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 791/2014, ΑΠ 24/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 και 656 ΑΚ προκύπτει, ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του, προβεί, κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920, και γ) να εμείνει στη τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους όρους προς της μεταβολής, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 ΑΚ 2 παρ. 2 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή, υπό τις περιστάσεις, υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτή, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 904/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε στην ως άνω από 24-5-2021 αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε ως προς το Α.Φ.Μ. της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας – ήδη – εκκαλούσας, ότι προσλήφθηκε στις 30-8-2013, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την πρώτη εναγόµενη εταιρία περιορισµένης ευθύνης με την επωνυμία ‘’ …………….’’, με έδρα στον Πειραιά, προκειµένου να απασχοληθεί ως διανοµέας – οδηγός δικύκλου στην επισιτιστική επιχείρηση που αυτή διατηρούσε, αντί συµφωνηµένου ωροµισθίου 5,06 ευρώ, χρησιµοποιώντας το δίκυκλο ιδιοκτησίας του. Ότι, κατά το ένδικο χρονικό διάστηµα απασχόλησής του στην ως άνω εταιρία, εργάστηκε ώρες νύκτας, 5 ώρες κατά την ηµέρα της Κυριακής, για την οποία δεν έλαβε αναπληρωµατική ανάπαυση εντός της επόµενης της Κυριακής εβδοµάδας. Ότι επιπλέον, ως εργαζόµενος σε επισιτιστικό κατάστηµα, δικαιούτο τροφή µετά άρτου, παροχή που πρέπει να συνυπολογιστεί στις τακτικές αποδοχές του, όπως και η προσαύξηση για τη νυκτερινή εργασία και την εργασία κατά τις Κυριακές. Ότι σε βάρος της πρώτης εναγόμενης διατηρούσε αξιώσεις για νυκτερινή απασχόληση, προσαύξηση λόγω απασχόλησης κατά την Κυριακή, αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας αναπληρωματικής ανάπαυσης, καθώς επίσης και για επιδόματα εορτών, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας των ετών 2015 και 2016, συνολικού ποσού 12.109,30 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή. Ότι περαιτέρω, από 31-10-2016 η επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης μεταβιβάσθηκε ως σύνολο στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία – ήδη εκκαλούσα, η οποία εφεξής ασκούσε την ίδια δραστηριότητα (επισιτιστικό κατάστημα) στις ίδιες κτιριακές εγκαταστάσεις με την πρώτη εναγόμενη, έχοντας αναλάβει τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και το σύνολο των άυλων αγαθών (πελατολόγιο, τεχνογνωσία, φήμη, επαγγελματικές σχέσεις με τρίτους) της τελευταίας, καθώς και την πλειονότητα των εργαζομένων της, ενεχόμενη συνεπώς για την ως άνω οφειλή της πρώτης εναγόμενης, εις ολόκληρο με αυτήν. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησής του στη δεύτερη εναγόμενη από 1-11-2016 έως 14-11-2019, εργάστηκε ομοίως ώρες νύκτας, 5 ώρες κατά την ημέρα της Κυριακής, για την οποία δεν έλαβε αναπληρωματική ανάπαυση εντός της επόμενης εβδομάδας, καθώς επίσης δικαιούτο τροφή μετά άρτου, παροχή που πρέπει να συνυπολογιστεί στις τακτικές αποδοχές του, όπως και η προσαύξηση για τη νυκτερινή εργασία και την εργασία κατά τις Κυριακές και ότι, από 17-5-2019 μέχρι 17-9-2021 ημερομηνία πιθανής συζήτησης της αγωγής, του οφείλεται αποζημίωση χρήσης του δικύκλου του, ανερχόμενη σε ποσοστό 15% επί των βασικών αποδοχών του. Ότι, επιπλέον, από 14-11-2019, η δεύτερη εναγόμενη ενεργώντας με σκοπό να τον εξαναγκάσει σε οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία του, δεν τον απασχόλησε ξανά ημέρα Κυριακή, με συνακόλουθο τη σημαντική μείωση των αποδοχών του. Ότι, η ως άνω συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης, συνιστά αφενός μεν μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, την οποία, κατά το νόμιμο δικαίωμά του, λογίζει ως άτακτη εκ μέρους της εργοδότριας καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με χρόνο καταγγελίας την άσκηση της αγωγής, δικαιούμενος σε αποζημίωση απόλυσης συνολικού ποσού 3.922,22 ευρώ. Ότι, επιπλέον, από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εργοδότριάς του, υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του για τους αναφερόμενους στο αγωγικό δικόγραφο λόγους, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000 ευρώ. Ότι, συνεπώς, για την εργασία του από 1-11-2016 και μετά, διατηρεί σε βάρος της δεύτερης εναγόµενης για τις ως άνω αιτίες, αξιώσεις συνολικού ποσού 27.372,29 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή. Ζητούσε δε, ακολούθως, ο ενάγων: α) να αναγνωριστεί ότι η επιχείρηση που ασκούσε η πρώτη εναγόµενη εταιρία συνεχίστηκε από τη δεύτερη εναγόµενη, β) να αναγνωριστεί η εικονικότητα των συµβάσεων εργασίας του ως προς το ωράριο εργασίας του και ως προς την οικειοθελή αποχώρησή του από την πρώτη εναγόµενη κατά τον χρόνο διαδοχής του εργοδότη του, γ) να αναγνωριστεί η µονοµερής βλαπτική µεταβολή των όρων εργασίας του εκ µέρους της δεύτερης εναγόμενης και να θεωρηθεί αυτή ως καταγγελία της σύµβασης εργασίας του εκ µέρους της εργοδότριας, δ) να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, ευθυνόµενες η κάθε μία εις ολόκληρο, να του καταβάλουν το ποσό των 12.109,30 ευρώ, µε τον νόµιµο τόκο αφότου κάθε επιµέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη απαιτητό, έως την εξόφληση, ε) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόµενη να του καταβάλει το ποσό των 27.372,29 ευρώ, µε τον επίσης νόµιµο τόκο αφότου κάθε επιµέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη απαιτητό, της δε αποζηµίωσης απόλυσης και της χρηµατικής ικανοποίησης από την επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3872/2022) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ.3, 621- 622 ΚΠολΔ, έκρινε παραδεκτή και ορισμένη την αγωγή, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία για τη θεμελίωση των αγωγικών αξιώσεων όσο και για τη στοιχειοθέτηση της διαδοχής των ως άνω εταιριών, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς της εναγόμενης- εκκαλούσας. Περαιτέρω την έκρινε νόμιμη, πλην των κάτωθι αιτημάτων της, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα, ήτοι: α) του υπό στοιχείο δ΄ αιτήματός της να αναγνωριστεί το πραγματικό ωράριο εργασίας του ενάγοντος και ότι ουδέποτε αποχώρησε οκειοθελώς από την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης κατά τον χρόνο διαδοχής στο πρόσωπο του εργοδότη, διότι αφενός μεν το πρώτο σκέλος αποτελεί μεμονωμένο στοιχείο της έννομης σχέσης της ένδικης σύμβασης εργασίας, μη δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, αφετέρου δε το δεύτερο σκέλος αποτελεί πραγματικό περιστατικό, που καλύπτεται από την κρίση του Δικαστηρίου για τη διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη, β) των αγωγικών κονδυλίων προσαύξησης ποσοστού 25% και 75% λόγω νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά την Κυριακή αντίστοιχα, κατά το μέρος που ο ενάγων υπολογίζει αυτά με βάση το καταβαλλόμενο και όχι με το νόμιμο ωρομίσθιο και γ) του αγωγικού αιτήματος για απόδοση της ωφέλειας των εναγόμενων κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό από την παροχή εργασίας την Κυριακή και τη μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης κατά την επόμενη εβδομάδα. Κι αυτό διότι, οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο, ανεξάρτητα αν τύχουν ή όχι αναπληρωματικής ανάπαυσης, δικαιούνται για την απασχόλησή τους κατά την Κυριακή, εκτός από την προσαύξηση 75% και ανάλογη αμοιβή ίση με τόσα ωρομίσθια όσες και οι ώρες απασχόλησής τους κατά την Κυριακή, αν δε οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν έλαβαν αναπληρωματική ανάπαυση, αλλά εργάσθηκαν κανονικά καθ’ όλες της ημέρες της ακολουθούσας την Κυριακή εβδομάδας θα λάβουν κανονικά το ημερομίσθιο τους για κάθε ημέρα από αυτές. Στη συνέχεια, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι η επιχείρηση της δεύτερης εναγόμενης αποτελεί διάδοχο της πρώτης εναγόμενης, έχει υπεισέλθει δε στη θέση αυτής κι ως εκ τούτου αναγνώρισε ότι ο ενάγων συνδέεται με τη δεύτερη εναγόμενη λόγω της διαδοχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τους αναφερόμενους στην εκκαλουμένη πραγματικούς όρους, υποχρέωσε τις εναγόμενες, την κάθε μία εις ολόκληρο, να καταβάλουν, νομιμοτόκως, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.736,49 ευρώ, και (υποχρέωσε) τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει, επίσης νομιμοτόκως, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.638,47 ευρώ, για τις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη αιτίες και όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται σε αυτήν. Τέλος, κατόπιν σχετικών αιτημάτων του ενάγοντος, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εις βάρος των εναγόμενων, λόγω της εν μέρει ήττας τους, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.100 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ανωτέρω αγωγή της αντιδίκου της.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής, διότι, μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία έτσι του εργαζόμενου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959). Σε αντίθετη περίπτωση, η ένσταση είναι αόριστη και δεν μπορεί να συμπληρωθεί δια των αποδείξεων. Επομένως, με βάση τα παραπάνω, για να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (μισθοδοτικών καταστάσεων, αποδείξεων πληρωμής) περί του ότι πληρώθηκε ο μισθωτός όλες τις απαιτήσεις του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών (ΑΠ 1069/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2014 ΧρΙΔ 2014,488, ΑΠ 1030/2011, Εφ.Αθ. 2037/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της η δεύτερη εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα, υποστηρίζει ότι κακώς η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως αόριστη την προβληθείσα από αυτήν πρωτοδίκως ένσταση εξόφλησης, σχετικά με τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας του ενάγοντος των ετών 2016 – 2021, πλην των ποσών των 53,32 ευρώ, 249,14 ευρώ και 200,45 ευρώ, τα οποία αφορούν υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων, επιδόματος αδείας και δώρου Πάσχα του έτους 2021, αντίστοιχα. Ο λόγος αυτός, όμως, της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι πράγματι η ένσταση αυτή πάσχει από αοριστία, καθώς δεν αναφέρονται στις προτάσεις της εναγόμενης – εκκαλούσας, ούτε στις δηλώσεις της πληρεξούσιας δικηγόρου της, τόσο το συνολικό ποσό όσο και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν εκ μέρους της στον ενάγοντα για καθένα από τα ως άνω αγωγικά κονδύλια, καθώς και ο χρόνος καταβολής τους, όπως απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω ένστασης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Η αοριστία δε αυτή δεν θεραπεύεται με την παραπομπή σε αποδεικτικά έγγραφα. Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη, η προβληθείσα από αυτήν ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος, με την αιτιολογία ότι περιεχόταν μεν στις προτάσεις της, αλλά δεν αναπτύχθηκε προφορικά από την πληρεξούσια δικηγόρο της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης κατ’ άρθρ. 591 παρ. 1 δ’ ΚΠολΔ. Κι αυτός, ωστόσο, ο λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι δεν κρίνεται πειστικός ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι, η πληρεξούσια δικηγόρος της πρόβαλε και προφορικά την ως άνω ένσταση, αλλά δεν καταγράφηκε αυτή στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς μάλιστα τα πρακτικά αυτά είναι απομαγνητοφωνημένα. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ένσταση, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι παραδεκτώς προβλήθηκε, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι τα επικαλούμενα από την εναγόμενη – εκκαλούσα περιστατικά (ήτοι ότι ο ενάγων ψευδώς ισχυρίζεται ότι εργαζόταν με πλήρες ωράριο, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μερικής απασχόλησης, ότι περαιτέρω έχουν εξοφληθεί τα ως άνω επιδόματα δώρων και αδείας πλην του έτους 2021, τα οποία τον κάλεσαν να του καταβάλουν κ.λπ.) δεν στοιχειοθετούν υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, αλλά συνιστούν ουσιαστικά άρνηση της αγωγής και η διαπίστωση της αλήθειας τους ή μη, αφορά στην αποδεικτική διαδικασία.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης ……….. και ανταπόδειξης …………., καθώς και της ανωμοτί κατάθεσης του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας ……………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς επίσης των τριών από 28-3-2022 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……………., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων – εφεσίβλητος και λήφθηκαν, με επιμέλεια αυτού, ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά ……….., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του (δυνάμει των υπ΄αρ. …… και ………./22-3-2022 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου …………) και των υπ’αρ. …, … και …./28-3-2022 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……….. …………. αντίστοιχα, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη – εκκαλούσα και λήφθηκαν, με επιμέλεια της τελευταίας, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά ………, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος (δυνάμει της υπ΄αρ. ………../22-3-2022 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………), αποδεικνύονται τα εξής πραγµατικά περιστατικά:
Ο ενάγων προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία ‘’ ……………….’’, δυνάµει της από 18-6-2013 σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να απασχοληθεί, στην επιχείρηση επισιτιστικού καταστήµατος – πιτσαρία που η εταιρία αυτή διατηρούσε στον Πειραιά, επί της …………., ως διανοµέας ειδών του εστιατορίου της ως άνω εργοδότριάς του στους πελάτες της (µε τη χρήση δικύκλου ιδιοκτησίας του). Το δηλωθέν ωράριο εργασίας του ενάγοντος στην ανωτέρω σύμβαση εργασίας του ήταν από 19.00 έως 22.00 από Παρασκευή έως Κυριακή, µε ρεπό κάθε 2η και 4η Κυριακή του µήνα, και εργασία την Τρίτη, αντί συµφωνηµένου ωροµισθίου 5,06 ευρώ. Ο ενάγων εργάστηκε στην πρώτη εναγόμενη, με την προαναφερθείσα ιδιότητα και καθήκοντα, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, καθ’ όλο το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστηµα, ήτοι από 1-1-2015 έως 30-10-2016 (επί 22 µήνες), όχι όμως σύµφωνα µε το ανωτέρω δηλωθέν ωράριο αλλά ως εξής: Δευτέρα από 12.00 έως 24.00, Τρίτη ηµέρα ρεπό, Τετάρτη από 12.00 έως 17.00 και από 20.00 έως 24.00, Παρασκευή από 17.00 έως 24.00, Σάββατο από 18.00 έως 23.00 και 3 Κυριακές µηνιαίως, από 18.00 έως 23.00. Στην κρίση του αυτή περί του άνω ωραρίου εργασίας του ενάγοντος κατέληξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός μεν από τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία στο είδος της εν λόγω επιχείρησης, είναι σύνηθες οι διανοµείς να απασχολούνται µέχρι και αργά τη νύκτα, αφετέρου δε από το γεγονός ότι ο ενάγων συνοµολογεί την πληρωµή του µε το προαναφερόµενο ωροµίσθιο των 5,06 ευρώ όλων των πραγµατικών ωρών απασχόλησής του, αιτούμενος µόνο τις προσαυξήσεις επί των ωρών αυτών λόγω εργασίας κατά τη νύκτα και την Κυριακή. Κατά το ως άνω δε χρονικό διάστηµα, ήτοι από 1-1-2015 έως 30-10-2016, το νόµιµο ωροµίσθιο του ενάγοντος ανερχόταν από 1-1-2015 µέχρι την 31-12-2015 στο ποσό των 3,92 ευρώ [26,18€ κατώτατο νόµιµο ηµεροµίσθιο, σύµφωνα µε τον Ν. 4046/2012, την Π.Υ.Σ. 6/28-2-2012 (ΦΕΚ 38α΄/28-2-2012) και την ερµηνευτική εγκύκλιο 4601/304/12-3-2012 Χ 0,15] και από 1-1-2016 στο ποσό των 4,04 ευρώ (674,56 € ο κατώτατος νόµιµος µισθός, σύµφωνα µε την διαιτητική απόφαση Δ.Α. 647/13-7-2016 Όροι αµοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστηµάτων όλης της χώρας). Με βάση τα παραπάνω, ο ενάγων δικαιούτo από την εργασία του στην πρώτη εναγόμενη: ι) για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2015 έως 31-12-2015 (12 µήνες): α) για προσαύξηση λόγω νυκτερινής απασχόλησης µηνιαίως το ποσό των (39 ώρες Χ 3,92 Χ 0,25=) 38,22 ευρώ και για 12 µήνες το ποσό των 458,64 ευρώ, β) για προσαύξηση λόγω 15 ωρών εργασίας την Κυριακή µηνιαίως το ποσό των (15 X 3,92€ X 75% =) 44,10 ευρώ και για 12 µήνες το ποσό των 529,2 ευρώ, γ) δεδοµένου ότι οι καταβαλλόµενες τακτικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.094,32 ευρώ [(5,06 € το ωροµίσθιο Χ 8 Χ 25=) 1.012 ευρώ + 82,32 ευρώ η αναλογία εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές], για επίδοµα Πάσχα 2015, το ποσό των (1.094,32 € / 2 X 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 569,95€ ευρώ, για επίδοµα Χριστουγέννων 2015 το ποσό των (1.094,32 € Χ 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 1.139,90 ευρώ, για αποδοχές αδείας 2015 το ποσό των 1.094,32 ευρώ και για επίδοµα αδείας το ποσό των 547,16 ευρώ, ιι) για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2016 έως 30-10-2016 (10 µήνες) α) για προσαύξηση λόγω νυκτερινής απασχόλησης µηνιαίως το ποσό των (39 ώρες Χ 4,04 Χ 0,25=) 39,39 ευρώ και για 10 µήνες το ποσό των 393,9 ευρώ, β) για προσαύξηση λόγω 15 ωρών εργασίας την Κυριακή µηνιαίως το ποσό των (15 X 4,04€ X 75%=) 45,45 ευρώ και για 10 µήνες το ποσό των 454,5 ευρώ, γ) δεδοµένου ότι οι τακτικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο ποσό των 1.269,64 ευρώ [(5,06€ το ωροµίσθιο Χ 8 Χ 25=) 1.012 ευρώ + 84,84 ευρώ η αµοιβή εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές + 172,80 αντίτιµο τροφής κατά τη διάταξη ΣΤ της εφαρµοστέας ως άνω Δ.Α.], για επίδοµα Πάσχα 2016 το ποσό των (1.269,64 € / 2 X 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 661,26 ευρώ, για επίδοµα Xριστoυγέννων 2016 το ποσό των (1.269,64 € X 2/25 X 9,68 δεκαεννιαήµερα Χ 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας=) 983,20 ευρώ, για αποδοχές αδείας 2016 το ποσό των 1.269,64 ευρώ και για επίδοµα αδείας το ποσό των 634,82 ευρώ. Ήτοι ο ενάγων, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, διατηρεί σε βάρος της πρώτης εναγόµενης εταιρίας, η οποία σημειωτέον δεν έχει ασκήσει έφεση κατ΄ αυτής, αξιώσεις συνολικού ποσού (458,65 + 529,2 + 569,95 + 1139,90 + 1.094,32 + 547,16 + 393,9 + 454,5 + 661,26 + 983,20 + 1.269,64 + 634,82=) 8.736,49 ευρώ.
Περαιτέρω, απoδεικvύεται ότι, από την 1-11-2016 επήλθε μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία – ήδη εκκαλούσα, η οποία, ως νέα ιδιοκτήτρια της επιχείρησης της πρώτης συνέχισε τη λειτουργία αυτής χωρίς διακοπή. Την κρίση περί της ως άνω μεταβίβασης της πρώτης εναγόμενης, ως μια οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της, κατά τα προαναφερθέντα στην οικεία υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, στη δεύτερη εναγόμενη στηρίζει το Δικαστήριο στα εξής αποδειχθέντα γεγονότα: Η ως άνω επιχείρηση της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, της οποίας διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος είναι η …….., εγγονή του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης ………, συνέχισε να λειτουργεί στο ίδιο κτίριο, όπου λειτουργούσε η επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, επί της …… ……. στον Πειραιά και με τον ίδιο διακριτικό τίτλο («………..»), παρέχοντας τις ίδιες (επισιτιστικές) υπηρεσίες με αυτήν (πρώτη εναγόμενη), με τον ίδιο υλικοτεχνικό εξοπλισμό, ήτοι κάνοντας χρήση των παγίων του χώρου, των μηχανημάτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης. Πέραν δε των υλικών στοιχείων, η δεύτερη εναγόμενη απέκτησε επιπλέον και το σύνολο των άϋλων αγαθών της πρώτης εναγόμενης, ήτοι την τεχνογνωσία, τη φήμη και την πελατεία της, στην οποία βάσισε τη συνέχιση της λειτουργίας του εν λόγω καταστήματός της (πιτσαρίας), διατήρησε μάλιστα και τον ίδιο τηλεφωνικό αριθμό για τις παραγγελίες των πελατών της. Επιπλέον, στη δεύτερη εναγόμενη συνέχισε να εργάζεται και το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων της πρώτης, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Άλλωστε, από τα όσα καταθέτουν, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο προαναφερθείς νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης ……….., αλλά και η μάρτυρας της δεύτερης εναγόμενης ……………., κόρη του και θεία της νόμιμης εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, η οποία εργαζόταν στην πρώτη εναγόμενη και εξακολούθησε να εργάζεται και στη δεύτερη εναγόμενη, συνάγεται σαφώς η συνέχεια μεταξύ των δύο εταιριών. Μάλιστα η ως άνω μάρτυρας, σε σχετική ερώτηση αν έκλεισε ποτέ η επιχείρηση, δηλαδή αν υπήρχε κάποια μέρα που δεν λειτούργησε, αναφέρει ‘’…1-2 μέρες…’’ και στην ερώτηση αν υπήρχε μια συνέχεια, απαντά καταφατικά. Από τα παραπάνω στοιχεία, συνεκτιμώμενα και συνολικά αξιολογούμενα, προκύπτει ότι η επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης διατήρησε την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της, δηλαδή τη δεύτερη εναγόμενη, συνέχισε δηλαδή να λειτουργεί ως οικονομική μονάδα, χρησιμοποιώντας την ίδια υλικοτεχνική υποδομή, την πελατεία της προκατόχου της, αλλά και τους περισσότερους από τους εργαζόμενους σε αυτήν. Επομένως, οι εναγόμενες δεν αποτελούν αυτοτελείς και ανεξάρτητες οικονομικές οντότητες, αλλά επήλθε μεταβίβαση επιχείρησης με την έννοια των διατάξεων των άρθρο 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 178/2002, καθώς και διαδοχή μεταξύ της προηγούμενης εργοδότριας του ενάγοντος, δηλαδή της πρώτης εναγόμενης και της δεύτερης εναγόμενης, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας, τους οποίους επαναλαμβάνει στον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της. Εξάλλου, η επικαλούμενη στην έφεση πτώχευση της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, δεν αναιρεί, άνευ ετέρου, τη μεταβίβαση αυτής στη δεύτερη εναγόμενη, εφόσον η επιχείρηση συνέχισε να λειτουργεί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω και στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη. Οπότε, η δεύτερη εναγόμενη υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις της πρώτης και ενέχεται για τις ως άνω αξιώσεις του ενάγοντος, συνολικού ποσού 8.736,49 ευρώ, που βαραίνουν κατά το χρόνο διαδοχής την πρώτη εναγόμενη, εις ολόκληρο με την τελευταία. Ας σημειωθεί δε ότι, μετά την ως άνω διαδοχή και κατά τη διάρκεια της επίδικης εργασιακής του σχέσης, ο ενάγων εφοδιάσθηκε με το απαιτούμενο [άρθρο 1 της με αριθμό ΥΙγ/ΓΠ/Οικ 35797 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β71199/11-4-2012)] πιστοποιητικό υγείας, καθώς η ένδικη επιχείρηση εντάσσεται στις επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος για τους εργαζόμενους στις οποίες απαιτείται η κατοχή του πιστοποιητικού αυτού (βλ. το από 13-2-2017 πιστοποιητικό υγείας του ιατρού Χατζάκη Νικολάου, ισχύος πέντε ετών). Εφόσον δε, μετά την απόκτηση του παραπάνω πιστοποιητικού υγείας, εξακολούθησε η λειτουργία της σχέσης εργασίας, θεωρείται ότι επικυρώθηκε σιωπηρά η αρχικά άκυρη σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα της σαν να ήταν έγκυρη εξαρχής κατ’ άρθρο 183 του Α.Κ. Όσον αφορά στο καταβαλλόμενο στον ενάγοντα ωρομίσθιο, αυτό ανερχόταν, καθ΄όλο το ένδικο χρονικό διάστημα που αυτός απασχολήθηκε στην επιχείρηση των εναγόμενων, στο ποσό των 5,06 ευρώ, για κάθε ώρα πραγματικής απασχόλησης, γεγονός που η δεύτερη εναγόμενη δεν αρνείται, αν και πολλές φορές, ακόμη και σε διάστημα τριών ημερών, μετέβαλε το δηλωθέν καταβαλλόμενο ωρομίσθιό του. Ακόμη, αποδεικνύεται ότι, από 1-11-2016 μέχρι 14-11-2019, ο ενάγων απασχολήθηκε στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία με το ίδιο ως άνω αναφερθέν πραγματικό ωράριο, ήτοι Δευτέρα από 12.00 έως 24.00, Τρίτη ημέρα ρεπό, Τετάρτη από 12.00 έως 17.00 και από 20.00 έως 24.00, Παρασκευή από 17.00 έως 24.00, Σάββατο από 18.00 έως 23.00 και 2 Κυριακές μηνιαίως από 18.00 έως 23.00, πραγματοποιώντας εβδομαδιαίως 8 ώρες νυκτερινής εργασίας. (Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, στην εκκαλουμένη δεν γίνεται μνεία για τις ώρες εργασίας του ενάγοντος κατά την Πέμπτη, παρόλο που αυτές αναφέρονται στην αγωγή του. Ωστόσο, ενόψει ότι ο ενάγων δεν άσκησε έφεση, δεν δύναται να καταστεί χειρότερη η θέση της εκκαλούσας εναγόμενης και να συνυπολογιστούν οι ώρες αυτές από το παρόν Δικαστήριο). Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα ήτοι από 1-11-2016 έως 14-11-2019, το νόμιμο ωρομίσθιο του ενάγοντος ανερχόταν: από 1-11-2016 έως 20-2-2018 στο ποσό των 4,04 ευρώ (674,56 € ο κατώτατος νόμιμος μισθός, σύμφωνα με την διαιτητική απόφαση Δ.Α. 647/13-7-2016 Όροι αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων όλης της χώρας Χ 0,006), από 21-2-2018 έως 20-2-2019 στο ποσό των 3,99 ευρώ (664,28 € ο κατώτατος νόμιμος μισθός με επίδομα τριετίας, σύμφωνα με την Δ.Α. ΤΡΙΜ.7/2018, Π.Κ.11/25-9-2018 Προσωπικό των πάσης φύσεως τουριστικών και Επισιτιστικών καταστημάτων όλης της Χώρας/0,006), από 21-2-2019 έως 14-11-2019, στο ποσό των 4,04 ευρώ (674,24 € ο κατώτατος νόµιµος µισθός, δυνάµει της Σ.Σ.Ε. 12-12-2019 για τους όρους αµοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστηµάτων όλης της Χώρας Π.Κ. 15/18-12-2019/ 0,006). Με βάση τα παραπάνω, ο ενάγων δικαιούται για την απασχόλησή του στη δεύτερη εναγόμενη: ι) για το χρονικό διάστηµα από 1-11-2016 έως 20-2-2018 (15,71 µήνες): α) για προσαύξηση λόγω νυκτερινής απασχόλησης µηνιαίως το ποσό των (38 ώρες Χ 4,04 Χ 0,25 =) 38,38 ευρώ και για 15,71 µήνες το ποσό των 602,94 ευρώ, β) για προσαύξηση 10 ωρών εργασίας την Κυριακή µηνιαίως το ποσό των (10 X 4,04 € X 75% =) 30,3 ευρώ και για 15,71 µήνες το ποσό των 476,01 ευρώ, γ) δεδοµένου ότι οι καταβαλλόµενες τακτικές µηνιαίες αποδοχές του (ενάγοντος) ανέρχονταν στο ποσό των 1.253,48 ευρώ [(5,06 € το ωροµίσθιο Χ 8 Χ 25 =) 1.012 ευρώ + 68,68 ευρώ η αναλογία εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές + 172,80 αντίτιµο τροφής κατά τη διάταξη ΣΤ της εφαρµοστέας ως άνω ΔΑ], για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων έτους 2016 το ποσό των (1.253,48 € Χ 2/25 Χ 3,21 δεκαεννιαήµερα Χ 1,04166 συντελεστής επιδόµατος αδείας) 335,30 ευρώ, για επίδοµα Πάσχα 2017 το ποσό των (1.253,48 € / 2 X 1, 04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 652,84 ευρώ, για επίδοµα Χριστουγέννων 2017 το ποσό των (1.253,48 € Χ 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας=) 1.305,69 ευρώ, για αποδοχές αδείας 2017 το ποσό των 1.253,48 ευρώ και για επίδοµα αδείας 2017 το ποσό των 626,74 ευρώ, ιι) για το χρονικό διάστηµα από 21-2-2018 έως 20-2-2019 (12 µήνες): α) για προσαύξηση λόγω νυκτερινής απασχόλησης µηνιαίως το ποσό των (38 ώρες Χ 3,99 Χ 0,25=) 37,60 ευρώ και για 12 µήνες το ποσό των 454,8 ευρώ, β) για προσαύξηση λόγω 10 ωρών εργασίας την Κυριακή µηνιαίως το ποσό των (10 X 3,99 € X 75% =) 29,92 ευρώ και για 12 µήνες το ποσό των 359,04 ευρώ, γ) δεδοµένου ότι οι καταβαλλόµενες τακτικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.252,32 ευρώ [(5,06 € το ωροµίσθιο Χ 8 Χ 25 =) 1.012 ευρώ + 67,52 ευρώ η αναλογία εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές + 172,80 ευρώ αντίτιµο τροφής κατά τη διάταξη ΣΤ της εφαρµοστέας ως άνω ΔΑ], για επίδοµα Πάσχα 2018 το ποσό των (1.252,32 € / 2 X 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 652,24 ευρώ, για επίδοµα Χριστουγέννων 2018 το ποσό των (1.252,32 € Χ 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 1.304,49 ευρώ, για αποδοχές αδείας 2018 το ποσό των 1.252,32 ευρώ και για επίδοµα αδείας το ποσό των 626,16 ευρώ, ιιι) για το χρονικό διάστηµα από 21-2-2019 έως 14-11-2019 (8,74 µήνες): α) για προσαύξηση λόγω νυκτερινής απασχόλησης µηνιαίως το ποσό των (38 ώρες Χ 4,04 Χ 0,25 =) 38,38 ευρώ και για 8,74 µήνες το ποσό των 335,44 ευρώ, β) για προσαύξηση λόγω 10 ωρών εργασίας την Κυριακή µηνιαίως το ποσό των (10 X 4,04 € X 75% = ) 30,3 ευρώ και για 8,74 µήνες το ποσό των 264,82 ευρώ, γ) δεδοµένου ότι οι καταβαλλόµενες τακτικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.253,48 ευρώ [(5, 06 € το ωροµίσθιο κατά τη σύµβαση εργασίας του Χ 8 Χ 25 =) 1012 ευρώ + 68,68 ευρώ η αναλογία εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές + 172,80 ευρώ αντίτιµο τροφής κατά τη διάταξη ΣΤ της εφαρµοστέας ως άνω ΣΣΕ], για επίδοµα Πάσχα 2019 το ποσό των (1.253,48 € / 2 X 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 652,84 ευρώ, για επίδοµα Χριστουγέννων 2019 το ποσό των (1.200,68 € Χ 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόµατος αδείας =) 1.305,69 ευρώ, για αποδοχές αδείας 2019 το ποσό των 1.253,48 ευρώ και για επίδοµα αδείας το ποσό των 626,74 ευρώ. Συνολικά δηλαδή για το ως άνω χρονικό διάστηµα από 1-11-2016 έως 14-11-2019, η δεύτερη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των (602,94 + 476,01 + 335,30 + 652,84 + 1.305,69 + 1253,48 + 626,74 + 454,8 + 359,04 + 652,24 + 1.304,49 + 1.252,32 + 626,16 + 335,44 + 264,82 + 652,84 + 1.305,96 + 1.253,48 + 626,74 =) 14.341,06 ευρώ. Το ως άνω πραγματικό ωράριο εργασίας του ενάγοντος, το οποίο διαφέρει από το δηλωθέν, προκύπτει από τα όσα αναφέρουν οι μάρτυρες του ενάγοντος (ήτοι η μάρτυρας απόδειξης και οι ως άνω ενόρκως βεβαιούντες) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, όπως προεκτέθηκε, αλλά και τις αποδείξεις της ταμειακής μηχανής της επιχείρησης της δεύτερης εναγόμενης, που προσκομίζει, φωτογραφημένες, ο ενάγων και αφορούν παραγγελίες που παρέδωσε ο ίδιος στους πελάτες (για το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2018 έως τον Οκτώβριο του έτους 2019). Από τις αποδείξεις αυτές καθίσταται προφανές ότι, ο ενάγων εργαζόταν και άλλες ημέρες και ώρες, όπως αυτές ανωτέρω αναφέρθηκαν, πέραν από τις δηλωθείσες στη σύμβαση εργασίας του. Επιπροσθέτως, στα διαφημιστικά φυλλάδια της επιχείρησης της εναγόμενης, αναγράφεται ως ωράριο λειτουργίας διανομής κατ΄οίκον φαγητού καθημερινά από 12.00 έως 0.30 ή 0.45, ενώ κανείς από τους εργαζόμενους στην εναγόμενη, με βάση το αναφερόμενο στις συμβάσεις τους ωράριο, δεν φαίνεται να εργαζόταν μετά τις 23.00. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγόμενης – εκκαλούσας, τον οποίο περιλαμβάνει στον τέταρτο λόγο της έφεσής της, ότι εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή και νυχτερινή εργασία, ενώ αυτός, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, εργαζόταν με μερική απασχόληση σύμφωνα με το αναφερόμενο στη σύμβαση εργασίας του ωράριο, καθώς η επιχείρηση απασχολούσε κι άλλους (σύνολο 6) υπαλλήλους με μερική απασχόληση, τακτική που ακολουθούσε για την καλύτερη λειτουργίας της. Τα όσα αναφέρουν, προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού της εναγόμενης, οι μάρτυρές της (ήτοι η μάρτυρας ανταπόδειξης και οι ως άνω ενόρκως βεβαιούντες), δεν κρίνονται πειστικά, δεδομένου ότι έρχονται σε αντίθεση με τα προαναφερόμενα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία (αποδείξεις). Επίσης, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι ο ενάγων δεν δικαιούται αντίτιμο τροφής, αφού ελάμβανε τροφή από την επιχείρηση. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι δεν επιδικάστηκε στον ενάγοντα με την εκκαλουμένη αντίτιμο τροφής, καθώς και ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί ότι η εργοδότριά του, του παρείχε τροφή, αλλά συνυπολογίστηκε το αντίτιμο αυτό στις τακτικές αποδοχές του, μόνο για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων και αδείας. Σχετικά δε με το αγωγικό κονδύλιο περί αποζηµίωσης για τη χρήση του µοτοποδηλάτου ιδιοκτησίας του ενάγοντος ποσού 2.366,89 ευρώ, δυνάµει του Ν. 4611/2019, το τελευταίο απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιµο, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι, ο ενάγων, από την αρχή της πρόσληψής του και µέχρι την καταγγελία της σύµβασης εργασίας του, συµφώνησε προφορικά µε τις εναγόµενες να διαθέτει το δικό του µοτοποδήλατο µε αριθµό κυκλοφορίας …………, ενώ η εργοδοτική πλευρά ανέλαβε τις δαπάνες κίνησης και συντήρησής του. Ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό δεν πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση.
Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά µέσα, προέκυψε ότι ο ενάγων διαµαρτυρόταν επανειληµµένα προφορικά για τη µη καταβολή των οφειλοµένων σε αυτόν, καθώς επίσης ότι, από τις 14-11-2019, κατ΄ εντολή της νόμιμης εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, δεν απασχολήθηκε ξανά ηµέρα Κυριακή και το ωράριό του καθορίστηκε από Δευτέρα µέχρι και Σάββατο, πλην Τρίτης, από 18.00 έως 23.00, ήτοι 5 ώρες ηµερησίως και 25 ώρες εβδοµαδιαίως. Ουδόλως αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων συμφώνησε, πολύ δε περισσότερο ότι ο ίδιος ζήτησε, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, τη µείωση των ωρών εργασίας του και ιδιαίτερα των ηµερών Κυριακής, η οποία είχε ως συνέπεια τη σημαντική µείωση των αποδοχών του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων προκειµένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, δεν εργαζόταν κατά το δηλωµένο µειωµένο ωράριο, αλλά µε πλήρη απασχόληση, ενώ επιπλέον απασχολούταν σταθερά δύο ή τρεις Κυριακές µηνιαίως. Ως αμοιβή για την εργασία του αυτή (κατά τις Κυριακές), η εργοδότριά του, αν και δεν προέβαινε στην καταβολή της προσαύξησης ποσοστού 75%, ωστόσο του κατέβαλε το συµφωνηµένο ωροµίσθιο των 5,06 ευρώ, τακτικά και ανελλιπώς, χωρίς ποτέ μέχρι την ως άνω ημερομηνία (14-11-2019) να διακοπεί η καταβολή. Αποτέλεσµα της ως άνω διαµορφωθείσας κατάστασης, δηλαδή της σταθερά και µόνιμα, επί σειρά ετών καταβολής των ως άνω ποσών στον ενάγοντα, ως αντάλλαγμα για την παρεχοµένη από αυτόν πρόσθετη εργασία του κατά τις Κυριακές, ήταν, κατά σιωπηρή συµφωνία των διαδίκων η οποία παγίωσε όρο της ατοµικής σύμβασης εργασίας του, να καταλήξουν να αποκτήσουν οι παροχές αυτές χαρακτήρα τακτικών αποδοχών και όχι παροδικών, έτσι ώστε να µην µπορεί η εργοδοσία να διακόψει μονομερώς τη χορήγησή τους. Κατ΄ ακολουθίαν των παραπάνω, η µείωση των ωρών απασχόλησης του ενάγοντος εκ μέρους της εργοδότριάς του – δεύτερης εναγόμενης και η συνεπαγόμενη μεγάλη µείωση των αποδοχών αυτού, συνιστά µονοµερή βλαπτική µεταβολή των όρων της ατοµικής σύμβασης εργασίας του, έγινε δε, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδότριας, όχι δηλ. προς εξυπηρέτηση του σκοπού του δικαιώματος αυτού, ήτοι για την καλύτερη λειτουργία της επιχείρησης, αλλά για λόγους εκδίκησης ενόψει της διαµαρτυρίας του ενάγοντος για τη µη καταβολή των οφειλομένων σε αυτόν και µε απώτερο σκοπό να εξαναγκασθεί σε παραίτηση από την εργασία του, χωρίς να λάβει αποζηµίωση απόλυσης. Η δεύτερη εναγόμενη υποστηρίζει στον πέμπτο λόγο της έφεσής της ότι, ο ίδιος ο ενάγων ζήτησε τη μεταβολή αυτή στη σύμβασή του, διότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας κι επιθυμούσε να ξεκουράζεται τις Κυριακές, καθώς επίσης επειδή σκόπευε να βρει και δεύτερη εργασία ώστε να αυξήσει το εισόδημά του, λόγω του πρόσφατου γάμου του. Οι αιτιάσεις, όμως, αυτές δεν κρίνονται πειστικές, διότι, αφενός μεν είναι αντιφατικές (ενώ, δηλ., κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, ο ενάγων ήταν ασθενής και ήθελε να εργάζεται λιγότερες ώρες, συγχρόνως ήθελε να βρει και δεύτερη εργασία), αφετέρου δε, όπως καταθέτει η μάρτυρας απόδειξης – σύζυγός του, δεν ζήτησε αυτός την αλλαγή των όρων της σύμβασής του. Συγκεκριμένα, η εν λόγω μάρτυρας αναφέρει ότι ‘’η κυρία …………. (νόμιμη εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης) το έκανε αυτό‘’, ήτοι προέβη στη μείωση των ωρών εργασίας του ενάγοντος, διότι ο τελευταίος ‘’… διαμαρτυρήθηκε για τα νόμιμα και τα λοιπά …’’, με δικαιολογία ότι ‘’δεν βγαίνει το μαγαζί’’, πράγμα που επίσης έρχεται σε αντίφαση με τον ισχυρισμό της ίδιας της εναγόμενης, ότι απασχολούνται στην επιχείρησή της 5-6 υπάλληλοι με τα καθήκοντα του διανομέα. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων προσέφυγε στο Σώµα Επιθεώρησης Εργασίας, σχετικά με την ως άνω μονομερή βλαπτική µεταβολή των όρων εργασίας του, την 14-8-2019, ήτοι με καθυστέρηση σχεδόν εννέα μηνών από τότε που έλαβε χώρα η μεταβολή αυτή και άσκησε την ένδικη αγωγή, η οποία αποτελεί και την επικαλούμενη από τον ενάγοντα καταγγελία της σύμβασής του, στις 31-5-2021, δικαιολογείται από το ότι αυτός, λόγω της πανδηµίας του κορωνοϊού, είχε τεθεί σε αναστολή εργασίας από 13-3-2020 µέχρι 30-6-2020, καθώς και τους µήνες Απρίλιο και Μάιο του έτους 2021, ενώ, από την 1-6-2021 (δηλ. από την κοινοποίηση της κρινόµενης αγωγής στη δεύτερη εναγόµενη εργοδότριά του) δεν απασχολείται πλέον στην επιχείρησή της. Περαιτέρω, βάσει του συµβατικού ωροµισθίου, ο καταβλητέος µηνιαίως µισθός του ενάγοντος είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 547,28 ευρώ [ήτοι 5,06 ευρώ ωροµίσθιο Χ 25 ώρες εβδοµαδιαίως (ήτοι 5 ηµέρες από Δευτέρα µέχρι και Σάββατο, πλην Τρίτης Χ 6 ώρες ηµερησίως): 6 ηµέρες Χ 25 ηµέρες + 20,2 ευρώ προσαύξηση τακτικά παρεχόµενης εργασίας κατά τη νύχτα κατά τα κατωτέρω]. Μετά ταύτα, ο ενάγων για το χρονικό διάστηµα από 14-11-2019 µέχρι 13-3-2020 (3,99 µήνες) και από 1-7-2020 έως 1-4-2021 (9 µήνες) διατηρεί έναντι της δεύτερης εναγόμενης τις ακόλουθες αξιώσεις: για εβδοµαδιαία απασχόληση 5 ωρών κατά τη νύκτα δικαιούται προσαύξηση ποσού (4,04€ το νόµιµο ωροµίσθιο Χ 0,25% Χ 20 ώρες µήνα Χ 12,99 µήνες =) 262,39 ευρώ, για επίδοµα Πάσχα 2020 ποσό 285,03 ευρώ (547,28 € / 2 X 1,04166 προσαύξηση επιδόµατος αδείας), για επίδοµα Πάσχα 2021 ποσό 285,03 ευρώ, για επίδοµα Χριστουγέννων 2021 ποσό 570,07 ευρώ (547,28 € X 1,04166 προσαύξηση επιδόµατος αδείας), για αποδοχές αδείας 2020 ποσό 547,28 ευρώ και για επίδοµα αδείας 2020 ποσό 273,64 ευρώ. Επίσης, ο ενάγων, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και όσα εκτέθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, βάσιµα λογίζει τη µονοµερή µεταβολή των συνθηκών εργασίας του, ως καταγγελία της σύµβασης εργασίας του εκ µέρους της εργοδότριάς του – δεύτερης εναγόµενης, µε χρόνο καταγγελίας την 31-5-2021, ηµέρα άσκησης της κρινόµενης αγωγής. Επομένως, η δεύτερη εναγόµενη οφείλει να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, για τον υπολογισµό της οποίας λαμβάνονται υπόψη οι αιτούµενες από τον ίδιο, κατ΄ άρθρο 106 ΚΠολΔ, µειωµένες αποδοχές του, µετά την ως άνω µεταβολή. Η αποζημίωση αυτή, με δεδομένο ότι ο ενάγων, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, ως προς δε το σημείο της αυτό δεν προσβάλλεται με την έφεση, είχε την ιδιότητα του εργάτη (και όχι υπαλλήλου, όπως ο ίδιος υποστήριζε στην αγωγή, καθώς, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση, η παρεχόµενη από αυτόν εργασία του διανομέα, ήταν κατά κύριο λόγο σωµατική, στην οποία δεν προείχε το πνευµατικό στοιχείο και δεν απαιτείτο καµία θεωρητική γνώση και ιδιαίτερη εµπειρία), µε συµπληρωµένα 7 έτη υπηρεσίας, ανέρχεται σε 30 ηµεροµίσθια, ήτοι στο ποσό των (5,06 € X 5 ωρες ημερησίως X 30 ημερομίσθια=) 759 ευρώ. Τέλος, από την άνω ενέργεια της δεύτερης εναγόμενης, να προβεί μονομερώς, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, στη µείωση του ωραρίου του ενάγοντος, με συνέπεια τη συνακόλουθη μείωση των αποδοχών του, προκλήθηκε προσβολή της τιμής και της υπόληψης αυτού ως εργαζόμενου, καθώς, ενώ επί σειρά ετών ανταποκρινόταν µε ευσυνειδησία κι επιμέλεια στα καθήκοντά του, παρότι δεν λάµβανε το σύνολο των αποδοχών που δικαιούτο, βρέθηκε αιφνίδια, εξαιτίας της εμπαθούς απέναντί του ανωτέρω συμπεριφοράς της εργοδότριάς του, σε οικονοµική αδυναµία. Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την εν λόγω προσβολή, δικαιούται χρηµατικής ικανοποίησης, ανερχόµενης στο ποσό των 600 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ, όπως εξειδικεύεται από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ), λαμβανομένων υπόψη του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή τελέστηκε, το βαθμό του πταίσματος της εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενηςκαι την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών. Σύμφωνα συνεπώς, με όσα προεκτέθηκαν, γενομένης εν μέρει δεκτής της ένδικης αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμης, η δεύτερη εναγόμενη ως διάδοχος της πρώτης εναγόμενης, ενέχεται εις ολόκληρο με τελευταία, για την καταβολή του οφειλόμενου από αυτήν στον ενάγοντα ως ανω ποσού των 8.736,49 ευρώ, ενώ η δεύτερη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα επιπλέον, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των (14.341,06 + 262,39 + 285,03 + 570,07 + 547,28 + 273,64 + 759 + 600=) 17.638,47 ευρώ. Όλα δε τα παραπάνω ποσά, πρέπει να καταβληθούν με τον νόμιμο τόκο ως εξής: τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που οφείλονται και τα επιδόματα εορτών Πάσχα από την επόμενη της 30ης Απριλίου του έτους που οφείλονται, οι αποδοχές και επιδόματα αδείας, από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους που έκαστο αφορά, οι νόμιμες προσαυξήσεις λόγω παροχής εργασίας κατά τη νύκτα και κατά τις ημέρες της Κυριακής, καθώς και η αποζημίωση απόλυσης και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατ΄ ακολουθίαν, ορθώς επίσης η εκκαλουμένη επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εις βάρος της εκκαλούσας, παρά τα περί του αντιθέτου αβάσιμα υποστηριζόμενα στον έκτο λόγο της έφεσης. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της κατ΄ ουσία. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται και ζήτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, αίτημα το οποίο προβάλει η εκκαλούσα στην έφεσή της. Η δε δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθεί εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 24-1-2023 έφεση κατά της υπ’αρ. 3872/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 28 Μαρτίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ