ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σταματίας Στρατηγού,
ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Βασίλειου Παπανικολάου.
Η καλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 11.9.2013 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013) αγωγή της και κατόπιν συζητήσεώς της ερήμην της εναγόμενης, εκδόθηκε η 1692/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 2.6.2017, κατατεθείσα την ίδια ημέρα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …./2017, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο της εφεσίβλητης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30.6.2017 με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …../2017, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η 15.2.2018. Συζητηθείσας της υπόθεσης στην παραπάνω αυτή δικάσιμο εκδόθηκε η 547/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της εφέσεως. Με την από 14.11.2019 (με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) κλήση της εφεσίβλητης ορίσθηκε νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της εφέσεως η 5.11.2020 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ (η οποία δεν τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015) «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθετούς λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 280/2012 στην ΤΝΠ Νόμος) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 907/2014 στην areiospagos.gr). Μετά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 1/2021, ΜονΕφΠειρ 93/2021 στην ΤΝΠ Νόμος και η προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη ΜονΕφΠειρ 288/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη και δυνάμει της από 14.11.2019 (με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) κλήσης της εφεσίβλητης η από 2.6.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2017 και με Ε.Α.Κ. …./2017 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …/2017) έφεση της …….. κατά της ………… προς εξαφάνιση της 1692/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η οποία εκδόθηκε επί της από 11.9.2013 (υπ’ αριθ. κατ. ……./2013) αγωγής της νυν εφεσίβλητης κατά της νυν εκκαλούσας, ερήμην της εναγόμενης κι έγινε δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της εναγόμενης ένεκα της ερημοδικίας της. Η ένδικη έφεση συζητήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 18.2.2018, πλην όμως επειδή οι διάδικοι παρέστησαν αμφότερες με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, με την 547/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση του εν λόγω ένδικου μέσου, καθώς ο τρόπος αυτός παράστασης των διαδίκων δεν επέτρεπε την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στον δεύτερο βαθμό, οπότε η έφεση επανήλθε προς συζήτηση με την ως άνω από 14.11.2019 κλήση της εφεσίβλητης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …………/5.5.2017 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….., πιστό αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε επιμελεία της ενάγουσας, στην εναγόμενη στις 5.5.2017, η τελευταία δε άσκησε την έφεσή της εντός τριάντα ημερών από την επίδοση αυτή και συγκεκριμένα στις 2.6.2017. Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία και για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Αβ’ του ΚΠολΔ το με κωδικό … ……… e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στο εφετήριο από 2.6.2017 γραμμάτιο είσπραξης- εντολή πληρωμής της attica bank), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Η έφεση κατά το μέρος που με αυτή η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τα έγγραφα, που προσκόμισε κι επικαλέστηκε η εφεσίβλητη, και γενικά όλο το αποδεικτικό υλικό και τα πραγματικά περιστατικά και ότι για την κρίση του ότι η εφεσίβλητη κατέστη εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας μητέρας των διαδίκων στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην 137/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και στην 412/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου που έκριναν αμετακλήτως το θέμα της ακυρότητας της σχετικής διαθήκης της μητέρας τους, είναι απορριπτέα, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα κλπ) που προσκόμισε η ενάγουσα, αλλά δέχθηκε την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, δεχόμενο ότι συνεπεία της ερημοδικίας της εναγόμενης οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας έπρεπε να θεωρηθούν ομολογημένοι, αφού δεν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν συγχωρείται ομολογία και δεδομένου ότι δεν υπήρχε και ένσταση εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως. Ακολούθως, καθόσον η παραπάνω εναγόμενη με την ένδικη έφεσή της προβάλλει αιτιάσεις επί της ουσίας της αγωγής, αρνούμενη τη βασιμότητά της, πρέπει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, να γίνει δεκτή και στην ουσία της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί και να δικαστεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο. Εξάλλου, επειδή η υπό κρίση έφεση έγινε δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, στην ίδια κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ.
Με την από 11.9.2013 (με αριθμό κατάθεσης …../2013) αγωγή της, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι την 3.5.2006 απεβίωσε στον Κορυδαλλό Αττικής η μητέρα της ίδιας και της εναγόμενης, ……. και ότι μεταξύ των κληρονομιαίων ακινήτων που υπήρχαν στην περιουσία της κατά τον θάνατό της, ήταν και ένα αγροτεμάχιο, έκτασης 317 τ.μ., ως προκύπτει από το κτηματολογικό διάγραμμα του αρμόδιου κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, κείμενο στη θέση “……………….” ή “……………….” του Δήμου Σαλαμίνας, υπό τον αριθμό 7 του 5ου οικοδομικού τετραγώνου, μετά του εντός αυτού κτίσματος εμβαδού 21,70 τ.μ., που έλαβε ΚΑΕΚ ……….. και το οποίο καταχωρίσθηκε στο κτηματολόγιο με δικαιούχο πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 100% την αδελφή της ενάγουσας και νυν εναγόμενη, με τίτλο κτήσης την υπ’ αριθ. …./27.12.2006 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Νίκαιας ……… Ότι η εν λόγω αποδοχή κληρονομίας βασίσθηκε στην εκ διαθήκης επαγωγή της κληρονομιάς, ήτοι στην από 11.9.2002 μυστική διαθήκη της μητέρας τους, που είχε κατατεθεί στην παραπάνω Συμβολαιογράφο, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. …../1.10.2002 πράξης καταθέσεως αυτής και η οποία (διαθήκη) δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …./2006 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (εκουσία δικαιοδοσία) κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού στις 6.10.2006. Ότι η ενάγουσα άσκησε αγωγή και προσέβαλε την ανωτέρω διαθήκη, η ακυρότητα της οποίας αναγνωρίσθηκε αμετακλήτως μετά την έκδοση της 412/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την αναίρεση κατά της 137/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιά και ότι έτσι η ενάγουσα κατέστη με το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, συγκληρονόμος της μητέρας της κατ’ ισομοιρία με την εναγόμενη αδελφή της, ως μοναδικές εν ζωή πλησιέστερες συγγενείς της, ήτοι κατά ½ εκάστη στην κληρονομιαία περιουσία. Ότι μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων, η ενάγουσα αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτή εξ αδιαθέτου κληρονομία της μητέρας της, συμπεριλαμβανομένου του εξ αδιαιρέτου ποσοστού κυριότητας στο προπεριγραφόμενο ακίνητο στον Δήμο Σαλαμίνας, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./2013 πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., νομίμως καταχωρισθείσας στο κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ακινήτου κατ’ άρθρο 7α του ν. 2664/1998, δηλαδή η ανωτέρω πράξη μετεγράφη στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο υπό την αίρεση της εκδόσεως αποφάσεως επί της παρούσας αγωγής και δη εφόσον αυτή γίνει δεκτή. Ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ………./31.10.2006 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης στον Δήμο Σαλαμίνας και με την υπ’ αριθ. 396/ΦΕΚ Β’1662/13.11.2006 απόφαση του ΟΚΧΕ έγινε η καταχώρηση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και η έναρξη ισχύος του κτηματολογίου στον Δήμο Σαλαμίνας ως κτηματογραφούμενου Δήμου, με έναρξη εργασιών του κτηματολογικού γραφείου από τις 13.11.2006. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα επικαλούμενη την προσβολή του απόλυτου εμπράγματου δικαιώματος της συγκυριότητάς της από την ανακριβή ως άνω εγγραφή της εναγόμενης αδελφής της ως δικαιούχου σε ποσοστό 100% κυριότητας στο εν λόγω ακίνητο, ζητεί κατ’ ορθή εκτίμηση των αιτημάτων της: α) να αναγνωρισθεί συγκυρία σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στο επίδικο αγροτεμάχιο μετά του εντός αυτού ισογείου κτίσματος επιφάνειας 21,70 τ.μ., εκτάσεως 317 τ.μ. σύμφωνα με το κτηματολόγιο αντί των αρχικών 320 τ.μ., δυνάμει της ανωτέρω πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής της εναγόμενης στο Κτηματολόγιο ώστε να αφαιρεθεί ποσοστό 50% από το ανακριβώς αναγραφόμενο 100% ως ποσοστό της εναγόμενης αδελφής της και να καταχωρηθεί η ίδια στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ως δικαιούχος συγκυριότητας σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου δυνάμει της υπ’ αριθ. …/2013 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Πειραιά ………., νομίμως καταχωρισθείσας, γ) να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να προβεί στην αιτούμενη διόρθωση, δ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ε) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας τηρήθηκε η νόμιμη, προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 13 παρ.5 του ν. 2664/1998 προδικασία, με την προσκομιδή τόσο των προσκομισθέντων και πρωτοδίκως υπ’ αριθ. πρωτ. ……./14.2.2017 αντιγράφου του οικείου κτηματολογικού φύλλου και του από 8.10.2014 αποσπάσματος κτηματολογικού διαγράμματος, όσο και των νεότερων υπ’ αριθ. πρωτ. ………./27.10.2020 αντιγράφου του οικείου κτηματολογικού φύλου και αποσπάσματος κτηματολογικού διαγράμματος, αρμοδίως ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 6 παρ.2 περιπτ. α’ εδ. α’ ν. 2664/1998, 7, 9, 10, 14 παρ.2 και 29 ΚΠολΔ) και ήδη αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τα ανωτέρω, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης για να δικαστεί η υπόθεση με την τακτική διαδικασία. Η αγωγή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998, καθώς η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης στον Δήμου Σαλαμίνας δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 1662/13-11-2006 (Απόφαση Περαίωσης ……….31.10.2006 και Απόφαση Έναρξης ……./1.11.2006) και ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στον Δήμο Σαλαμίνας, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, ορίστηκε η 13.11.2006. Για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 220 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 περιπτ. ιβ’ και παρ.5 και 13 παρ.2 εδ. δ’ του ν. 2664/1998 προδικασία, με την καταχώρηση αντιγράφου της στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου, εντός της τασσόμενης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κατάθεσή της (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………../18.9.2013 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας σε συνδυασμό με τη με αριθμό ……./11.9.2013 έκθεση κατάθεσης της αγωγής). Επίσης, η ενάγουσα έχει υποβάλει την υπ’ αριθ. ………. δήλωση φόρου κληρονομίας προς τη Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά σύμφωνα με το άρθρο 106 του ν. 2961/2001, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ………/8-7-2013 πράξη δήλωση αποδοχής κληρονομίας, συνταχθείσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ………… Για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής της αυτή προσκομίζει το από 14.2.2018 πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. του άρθρου 54Α του ν. 4174/2012 από την ΑΑΔΕ που αφορά στη δήλωση του επίδικου ακίνητου από την ίδια στην αρμόδια φορολογική αρχή και στην καταβολή φόρου γι’ αυτό (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) κατά τα έτη 2014, 2015, 2016 και 2017, καθώς και νεότερο τέτοιο πιστοποιητικό με ημερομηνία 26.10.2020 που περιλαμβάνει και τα φορολογικά έτη 2018 και 2019.
Σχετικά με το ορισμένο της αγωγής, το οποίο αμφισβητείται και με σχετικό λόγο έφεσης της εκκαλούσας-εναγόμενης, αλλά και με τις προτάσεις της, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 του ΑΚ, προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου είτε εκ διαθήκης αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων, κινητών ή ακινήτων, πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομιά και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό (ΑΠ 383/2014 στην areiospagos.gr). Περαιτέρω, επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, η οποία θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση (άρθρο 1033 ΑΚ), ο ενάγων αρκεί να προβάλει όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος, δηλαδή, να αναφέρει στην αγωγή το μεταβιβαστικό της κυριότητας τίτλο και τη μεταγραφή του, καθώς και ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του επιδίκου (ΑΠ 1349/2015 στην areiospagos.gr). Αν, δε, αμφισβητηθεί ειδικά ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του ενάγοντος είχε το δικαίωμα, οφείλει ο ενάγων κατά παραδεκτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του της πρώτης συζήτησης να ισχυρισθεί και να αποδείξει τα περιστατικά που στηρίζουν την κτήση κάποτε του δικαιώματος από το δικαιοπάροχο του και ανάλογα με την έκταση της αμφισβήτησης και των απώτερων δικαιοπαρόχων μέχρι τη συμπλήρωση πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας αυτών (ΑΠ 23/2020, 396/2018, 78/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η εκκαλούσα-εναγόμενη με λόγο της ένδικης εφέσεως και με τις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της, καθώς η ενάγουσα εκθέτει τα περιστατικά που απαιτούνται για τη μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος, ήτοι επικαλείται τον μεταβιβαστικό της κυριότητας τίτλο, δηλαδή την εκ μέρους της γενομένη με συμβολαιογραφικό έγγραφο αποδοχή της κληρονομίας της μητέρας της, λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, στοιχείο της οποίας (κληρονομίας) είναι και το επίδικο ακίνητο, τη μεταγραφή της σχετικής περί αποδοχής δηλώσεώς της, το γεγονός ότι αυτή και η εναγόμενη αδελφή της ήταν κατά τον θάνατο της μητέρας τους οι πλησιέστερες εν ζωή συγγενείς της, καθώς και ότι η δικαιοπάροχός της ήταν κυρία του επίδικου ακινήτου και καθ’ υποφοράν τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας από την τελευταία. Επίσης σχετικά με το αίτημα διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής η ενάγουσα διαλαμβάνει στην αγωγή της ότι η εναγόμενη έχει καταχωρίσει στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου την υπ’ αριθ. ………./27.12.2006 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………. με την οποία φέρεται να έχει καταστεί κυρία του επίδικου ακινήτου σε ποσοστό 100% ως κληρονόμος της μητέρας τους δυνάμει της από 11.9.2002 μυστικής διαθήκης της τελευταίας που αφήνει αποκλειστικά σε αυτή την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου, η οποία (διαθήκη) όμως κατόπιν άσκησης αγωγής από την ενάγουσα έχει αναγνωριστεί άκυρη με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με αποτέλεσμα να μην είναι ακριβής η σχετική εγγραφή με βάση την παραπάνω δήλωση αποδοχής εκ διαθήκης κληρονομίας της εναγόμενης που την εμφανίζει αποκλειστική κυρία του ακινήτου και να προσβάλλει η εγγραφή αυτή το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στο επίδικο ακίνητο, καθώς αυτό έχει κληρονομηθεί εξ αδιαθέτου κατά το ανωτέρω ποσοστό από κάθε μία από τις διαδίκους αδελφές, η δε ενάγουσα έχει αποδεχθεί την επαχθείσα σε αυτή με τον παραπάνω τρόπο κληρονομία κατόπιν της εκ μέρους της υπ’ αριθ. ………../8.7.2013 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Πειραιά …….., που μετέγραψε το αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο κατ’ άρθρο 7α του ν. 2664/1998. Επομένως, δεν ευσταθεί το υποστηριζόμενο με την ένδικη έφεση ότι δεν περιγράφεται αρκούντως στην εν λόγω αγωγή το κληρονομικό δικαίωμα βάσει του οποίου η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δικαιούται το συγκεκριμένο ακίνητο, ούτε το προβαλλόμενο στις προτάσεις της εκκαλούσας-εναγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι σε κανένα σημείο της αγωγής της, η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι είναι ανίσχυρη η προαναφερόμενη υπ’ αριθ. ……../2006 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της εναγόμενης, που αποτελεί τον νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας της και της οποίας τη διαγραφή εκείνη ζητά. Ούτε άλλωστε τίθεται ζήτημα αοριστίας της αγωγής, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, επειδή κατ’ αυτή δεν καθίσταται σαφές το εμβαδόν του επίδικου ακινήτου, γιατί αρχικά αναφέρεται ότι η έκτασή του είναι 320 τ.μ., ενώ στη συνέχεια αναφέρεται ότι είναι 317 τ.μ., χωρίς τελικά να διευκρινίζεται ποιο από τα δύο είναι σωστό και ακριβές. Από την ανάγνωση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει σαφώς ότι η καταμέτρηση του επίδικου ακινήτου ως έχοντος εμβαδόν 320 τ.μ. έγινε κατά τον αρχικό τίτλο κτήσης κυριότητας της φερόμενης ως απώτερης δικαιοπαρόχου των διαδίκων …………., ήτοι το εμβαδόν αυτό αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ………./65 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών ……… και στηρίζεται στο από έτους 1960 σχεδιάγραμμα του Υπομηχανικού ……… και στο προσαρτηθέν στο παραπάνω συμβόλαιο από Μαϊου 1961 σχεδιάγραμμα του Υπομηχανικού ………. Αντίστοιχα, η καταμέτρηση του επίδικου ακινήτου στα 317 τ.μ. στηρίζεται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, στο κτηματολογικό διάγραμμα του αρμόδιου κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας. Η ενάγουσα στο αγωγικό δικόγραφο αποδέχεται την τελευταία αυτή καταμέτρηση του κτηματολογίου και γι’ αυτό ζητεί να αναγνωρισθεί το επικαλούμενο δικαίωμα συγκυριότητάς της στο ως άνω αναφερόμενο αγροτεμάχιο και να γίνει η σχετική διόρθωση της φερόμενης ως ανακριβούς α’ εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία στο εν λόγω αγροτεμάχιο “εκτάσεως 317 τμ σύμφωνα με το κτηματολόγιο αντί των αρχικών 320 τμ”. Επομένως, η ενάγουσα δεν αποσκοπεί σε μεταβολή του καταχωρημένου στο κτηματολόγιο εμβαδού, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται στις προτάσεις της, η εκκαλούσα-εναγόμενη και γι’ αυτό απορριπτέο στην ουσία του τυγχάνει το αίτημα της τελευταίας να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης και να διαταχθεί η επανάληψή της, προκειμένου να προσκομισθεί τοπογραφικό διάγραμμα μεταβολών με συντεταγμένες ΕΓΣΑ 87, το οποίο να έχει προηγουμένως αποσταλεί στον ΟΚΧΕ για να εκφράσει τις απόψεις του.
Σχετικά με το νόμω βάσιμο των αιτημάτων αναγνώρισης του επικαλούμενου δικαιώματος συγκυριότητας στο επίδικο ακίνητο και διόρθωσης της φερόμενης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολόγιο πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδ. α` και 3, 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 3, 7Α παρ. 1 περ. α` εδ. α` και β` και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει προκύπτουν τα εξής: Στο Εθνικό Κτηματολόγιο καταχωρίζονται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε κάθε μία από τις κατά τον ν. 2308/1995 κτηματογραφηθείσες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών. Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ορίζεται για καθεμία από τις κτηματογραφηθείσες περιοχές με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.), αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων. Υπό τον όρο “πρώτες εγγραφές” νοούνται εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφιστάμενων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του ίδιου νόμου παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας (ΑΠ 1500/2013 στην ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, όταν δηλαδή στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή ενδεχομένως άλλου εμπράγματου δικαιώματος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό δικαιούχο, μπορεί όποιος έχει έννομο συμφέρον (ο πραγματικός κύριος, ο καθολικός ή ειδικός του διάδοχος, ο δανειστής του κ.λπ.), στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει με αγωγή που απευθύνεται ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής (ΕφΘεσ 1067/2010, Αρμ 2011, σελ. 600). Η διόρθωση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών γίνεται εφόσον η εκδοθησόμενη επί της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 απόφαση καταστεί αμετάκλητη, έκτοτε δε δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. Για να αποφανθεί το δικαστήριο υπέρ της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω αγωγής, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ενάγων – πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο ή πρωτότυπο, κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε αυτή (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου, όπως καθορίστηκε με σχετική απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε.) και όχι κατά την έγερση της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 (ΑΠ 1342/2015 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 618/2015, ΕλλΔ/νη 2017/123, ΕφΠατρ 226/2012 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 179/2012, Δικογραφία 2012/336). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7α παρ. 1 περ. α` του ν. 2664/1998, μέχρι την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση των μη καταχωρισθέντων σε αυτές (πρώτες εγγραφές) δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο δικαιούχος μη καταχωρισθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος κυριότητας μπορεί να μεταβιβάσει αυτό σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπόμενης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο Κτηματολόγιο, εφόσον δε ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρήσει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο την προαναφερθείσα αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, την πιο πάνω υποχρέωση εγγραφής της μεταβιβαστικής πράξης αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλειά του καταχώριση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Έως ότου καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση επί της παραπάνω αγωγής (άρθρο 7 του ν. 2664/1998), τυχόν μεταβίβαση του ανακριβώς καταχωρισθέντος δικαιώματος τελεί υπό την αναβλητική αίρεση αυτής, της αμετάκλητης δηλαδή απόφασης που δέχεται την αγωγή. Ειδικότερα, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής ανακριβώς καταχωρισθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος, αν στις πρώτες εγγραφές δεν έχει καταχωρισθεί ή έχει καταχωρισθεί ανακριβώς δικαίωμα κυριότητας σε ακίνητο, ο δε πραγματικός δικαιούχος έχει αποβιώσει πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του Ο.Κ.Χ.Ε. περί έναρξης του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, οι κληρονόμοι αυτού, εφόσον δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία κατ’ άρθρο 1847 ΑΚ, μπορούν και ενώ ακόμη δεν έχει διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, να συντάξουν το σχετικό δημόσιο έγγραφο περί αποδοχής της κληρονομίας και να καταχωρίσουν τούτο στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, υπό την προαναφερόμενη αναβλητική αίρεση, ενώ παράλληλα θα ασκήσουν την αγωγή του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 2664/1998, ζητώντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε αντί του αναγραφόμενου στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχου εμπράγματου δικαιώματος να αναγραφούν οι ίδιοι (κληρονόμοι), καθόσον η άσκηση και η καταχώριση της σχετικής αγωγής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου εκ μέρους των κληρονόμων αναπληρώνει την έλλειψη εγγραφής της δήλωσης περί αποδοχής κληρονομίας κατά τα άρθρα 1193 και 1199 ΑΚ και 12 παρ.1ζ’ του ν. 2664/1998 και επομένως κατά το χρονικό σημείο έναρξης του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, το ανακριβώς ή μη καταχωρισθέν στις πρώτες εγγραφές εμπράγματο δικαίωμα έχει ήδη περιέλθει στους κληρονόμους. Αν όμως ο κληρονομούμενος απεβίωσε μετά την έναρξη δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του Ο.Κ.Χ.Ε. για την έναρξη του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, η διόρθωση της πρώτης εγγραφής κατ’ άρθρο 6 παρ.2 του ν. 2664/1998 θα γίνει στο όνομα του κληρονομούμενου και όχι των κληρονόμων, ανεξαρτήτως αν οι τελευταίοι προέβησαν στην καταχώριση της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατ’ άρθρο 7α παρ.1α του ίδιου νόμου. Και τούτο διότι η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή κληρονομίας, αυτή ανατρέχει πάντοτε στον χρόνο επαγωγής (ex tunc), που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 ΑΚ, άσχετα με τον χρόνο μεταγραφής (υπό το καθεστώς των Υποθηκοφυλακείων) ή εγγραφής (υπό το καθεστώς του Κτηματολογίου) του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομίας. Συνεπώς, αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, ο αποβιώσας δηλαδή κατά τον χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο. Αν αντίθετα ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δεν νοείται να είναι φορέας εμπράγματων δικαιωμάτων πρόσωπο που δεν υπάρχει και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος με αιτία κτήσης την κληρονομική διαδοχή και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ` άρθρο 7α πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας (βλ. ΑΠ 690/2018, ΕφΚρητ 10/2021, στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5848/2010, ΕλλΔνη 2011, σελ. 568). Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση που η κληρονομούμενη φέρεται να έχει αποβιώσει στις 3.5.2006, ήτοι πριν την έναρξη εργασιών του κτηματολογικού γραφείου του Δήμου Σαλαμίνας στις 13.11.2006, νόμιμα ζητείται να αναγνωρισθεί το εμπράγματο δικαίωμα της φερόμενης ως συγκληρονόμου ενάγουσας έναντι της εναγόμενης φερόμενης ως κληρονόμου αδελφής της και να γίνει η σχετική διόρθωση της πρώτης εγγραφής στο κτηματολόγιο κατά το μέρος που με βάση την αγωγή προσβάλλεται το δικαίωμα της πρώτης στο επίδικο ακίνητο με αιτία κτήσης την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή της θανούσας μητέρας της και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ’ άρθρο 7α’ του ν. 2664/1998 δήλωση αποδοχής κληρονομίας. Η αγωγή ως προς τα παραπάνω δύο κύρια αιτήματα αυτής και το αίτημα της δικαστικής δαπάνης στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 και 2, 7 παρ.3 του ν. 2664/1998, όπως η παρ. 2 του άρθρου 6 ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4164/2013, 999, 1000, 1710, 1813, 1846, 1192, 1193 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Αντίθετα τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα: 1) το αίτημα να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να εγγράψει-καταχωρίσει στα κτηματολογικά βιβλία την υπ’ αριθ. …./8-7-2013 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας συνταχθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται άρνηση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να καταχωρίσει την ανωτέρω πράξη, κατά της οποίας (άρνησης) θα δικαιούτο να προσφύγει αυτή με αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία, ο οποίος και αίρει την εκκρεμότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 791 του ΚΠολΔ, 3 παρ.1, 16 παρ.2 και 5 του ν. 2664/1998 και 2) το αίτημα να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς οι αναγνωριστικές διατάξεις των αποφάσεων δεν κηρύσσονται εκτελεστές (βλ. προσκομιζόμενη ΜονΕφΠειρ 288/2019), η δε ανακριβής πρώτη εγγραφή διορθώνεται εφόσον η αγωγή γίνει αμετακλήτως δεκτή σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.3 του ν. 2664/1998. Σε κάθε περίπτωση το αίτημα περί κηρύξεως προσωρινής εκτελεστότητας τυχόν καταψηφιστικών διατάξεων της απόφασης προσήκει μόνο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και όχι στον δεύτερο, οπότε αλυσιτελώς προβάλλεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. προσκομιζόμενη 288/2019).
Περαιτέρω, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 3.5.2006, στον Κορυδαλλό Αττικής απεβίωσε η ………….., μητέρα των διαδίκων. Η θανούσα κατέλειπε κατά τον θάνατό της την από 11.9.2002 μυστική διαθήκη, η οποία είχε κατατεθεί στη Συμβολαιογράφο Νίκαιας ……. και είχε συνταχθεί η υπ’ αριθ. ……../1.10.2002 πράξη κατάθεσης διαθήκης της ίδιας Συμβολαιογράφου. Με την διαθήκη της αυτή, που δημοσιεύτηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με το υπ’ αριθ. ../6.10.2006 πρακτικό, η διαθέτης φερόταν να εγκαθιστά κληρονόμους της, τις διαδίκους θυγατέρες της …….. και ……….. και τον σύζυγό της, .. ….. επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων. Μεταξύ των ακινήτων που η διαθέτης φερόταν να καταλείπει αποκλειστικά κατά πλήρη κυριότητα στην εναγόμενη θυγατέρα της, ………………., ήταν και ένα αγροτεμάχιο, μετά του εντός αυτού ισογείου κτίσματος, επιφάνειας (του κτίσματος) 21,70 τετρ. μέτρων, όπως το αγροτεμάχιο φέρει τον αριθμό επτά (7) του πέμπτου (5ου) οικοδομικού τετραγώνου, κείται στη θέση “……………….” ή “ ……………….” της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Σαλαμίνας, του Δήμου Σαλαμίνας, επί της οδού ….., εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, είναι μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο και σύμφωνα με τους τίτλους κτήσης κυριότητας της διαθέτιδας, φερόταν να έχει έκταση 320 τετρ. μέτρων. Ήδη το ως άνω αγροτεμάχιο έχει λάβει ΚΑΕΚ ………… και το εμβαδόν του έχει καταμετρηθεί στα 317 τετρ. μέτρα σύμφωνα με το κτηματολογικό διάγραμμα του αρμόδιου κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, όπως την ακρίβεια της καταμέτρησης αυτής δέχεται με την αγωγή της η ενάγουσα. Το εν λόγω αγροτεμάχιο κατά τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. ……/18.12.1986 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της ανωτέρω ……………………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθήνας ……., εμφαίνεται αφενός στο από έτους 1960 σχεδιάγραμμα του Υπομηχανικού …….., το προσαρτώμενο στο …….. πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, αφετέρου στο από Μαϊου 1961 σχεδιάγραμμα του Υπομηχανικού ……., το συνημμένο στο υπ’ αριθ. ………./1965 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και συνορεύει βόρεια με το με αριθμό τρία (3) αγροτεμάχιο ιδίου τετραγώνου επί πλευράς 16 μέτρων, νότια με οδό … επί προσώπου 16 μέτρων, ανατολικά με το με αριθμό οκτώ (8) αγροτεμάχιο του ίδιου τετραγώνου επί πλευράς 20 μέτρων και δυτικά με το με αριθμό έξι (6) αγροτεμάχιο του ίδιου τετραγώνου επί πλευράς 20 μέτρων. Το ως άνω αγροτεμάχιο φέρεται να έχει δικαίωμα υδρεύσεως από το όμορο αυτού με αριθμό οκτώ (8) αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας του αδελφού της θανούσας . ………………., ………, στο οποίο υπάρχει πηγάδι και στέρνα. Το προπεριγραφέν ακίνητο, μαζί με το εντός αυτού κτίσμα, περιήλθε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στη θανούσα ως εξής: α) Δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./18-12-1986 πράξεως αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Αθηνών .. ………, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο .. και αριθμό .., η ως άνω θανούσα Ευαγγελία ………………. αποδέχθηκε την εκ διαθήκης επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία της μητέρας της, …….., η οποία απεβίωσε στη Νίκαια Πειραιά, στις 13.4.1986 και κατέλειπε την υπ’ αριθ. …/10-11-1976 δημόσια διαθήκη της, συνταχθείσα ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών … . και δημοσιευθείσα από το Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίασή του της 23.6.1986, δυνάμει του υπ’ αριθ. 2061/1986 πρακτικού του και με την οποία (διαθήκη της) η ως άνω ……, μεταξύ άλλων, διένειμε στα τρία τέκνα της (.. ………………., …….. και ………), το προπεριγραφέν αγροτεμάχιο, καταμετρηθέν τότε στα 320 τ.μ., σε τρία ίσα μεταξύ τους τμήματα, έχοντα πρόσοψη επί της οδού ……. Δυνάμει, λοιπόν, της ως άνω υπ’ αριθ. …./18.12.1986 πράξεως αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Αθηνών …….., η ως άνω αποβιώσασα . ………………. αποδέχθηκε το εμφαινόμενο με τα αλφαβητικά γράμματα Α α δ Δ Α αγροτεμάχιο, στο προσαρτηθέν στο με αριθμό ……./8-9-1987 συμβόλαιο της ως άνω Συμβ/φου Αθηνών ……., από Μαϊου 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού …….. το οποίο υπό τα γράμματα Α α δ Δ Α αγροτεμάχιο, επιφάνειας 106,60 τ.μ. προήλθε από το όλο ως άνω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο και το οποίο καταλείφθηκε σε αυτήν με την ως άνω δημόσια διαθήκη της μητέρας της. β) Δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../8-9-1987 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο .. και με αριθμό …, η άνω αποβιώσασα …….. ………………. αγόρασε από τον αδελφό της ……., το εμφαινόμενο με τα αλφαβητικά γράμματα β Β Γ γ β αγροτεμάχιο στο προσαρτηθέν στο εν λόγω με αριθμό ……./8-9-1987 συμβόλαιο της Συμβ/φου Αθηνών ….., από Μαΐου 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτοντα Μηχανικού ………., το οποίο με τα γράμματα β Β Γ γ β αγροτεμάχιο, επιφάνειας 106,60 τ.μ., είχε προέλθει από το όλο ως άνω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο και είχε περιέλθει στον ως άνω …….., δυνάμει της ως άνω διαθήκης της καταλειφθείσης υπό της μητρός του ……..νίου, της οποίας την κληρονομία αποδέχθηκε και αυτός δυνάμει της άνω με αριθμό …../18-12-1986 αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθμό …. και γ) Δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/14-1-1988 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθμό …, η ως άνω αποβιώσασα . ………………. αγόρασε από τον αδελφό της …….., το εμφαινόμενο με τα αλφαβητικά γράμματα α β γ δ α αγροτεμάχιο, στο προσαρτηθέν στο εν λόγω με αριθμό ……/8-9-1987 συμβόλαιο της Συμβ/φου Αθηνών . …….., από Μαΐου 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ………, το οποίο με τα γράμματα α β γ δ α αγροτεμάχιο, επιφάνειας 106,60 τ.μ. είχε προέλθει από το όλο ως άνω περιγραφέν αγροτεμάχιο και είχε περιέλθει στον ως άνω ………, δυνάμει της άνω δημόσιας διαθήκης της καταλειφθείσας από την αποβιώσασα μητέρα του ………………. ., την κληρονομία της οποίας και αποδέχθηκε δυνάμει της με αριθμό ……./17-7-1986 πράξεως αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Στην ανωτέρω …………. είχε περιέλθει το όλο ως άνω αγροτεμάχιο από αγορά, δυνάμει του με αριθμό ………/1966 συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Περαιτέρω, η εναγόμενη με την με αριθμό …………/27-12-2006 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Νίκαιας …….. αποδέχθηκε την δυνάμει της ανωτέρω από 11.9.2002 μυστικής διαθήκης της αποβιώσασας στις 3.5.2006 και κληρονομούμενης μητέρας της, …………. επαχθείσα σε αυτή κληρονομία που αφορά στην κτήση της πλήρους κυριότητας του παραπάνω αγροτεμαχίου στη θέση “……………….” ή “……………….”, επί της οδού …….. του Δήμου Σαλαμίνας, εμβαδού 320 τ.μ. κατά τους τίτλους κτήσης, μετά του εντός αυτού ισογείου κτίσματος επιφάνειας 21,70 τ.μ. και προέβη σε καταχώριση της εν λόγω αποδοχής κληρονομίας στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, με αριθμό καταχώρισης ………./12-1-2007. Στη συνέχεια, όμως, η ενάγουσα προσέβαλε την ως άνω διαθήκη της μητέρας τους, με την από 1.2.2007 (υπ’ αριθ. εκθ. κατ. ……../2007) αγωγή της στρεφόμενη κατά της νυν εναγόμενης αδελφής της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επί της οποίας (αγωγής της) εκδόθηκε η 4536/2010 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 11.9.2002 μυστικής διαθήκης. Κατά της απόφασης αυτής, η νυν εναγόμενη άσκησε την από 18.11.2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2010) έφεσή της ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, το οποίο με την 137/2012 απόφασή του απέρριψε την έφεση. Τέλος, κατά αμφότερων των ανωτέρων αποφάσεων, η νυν εναγόμενη άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 23.6.2012 αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με την 412/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου (Γ’ Πολιτικό Τμήμα). Επομένως, η ως άνω 4536/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έχει καταστεί αμετάκλητη και η από 11.9.2002 μυστική διαθήκη είναι άκυρη και δεν γεννά κληρονομικά δικαιώματα υπέρ των τετιμημένων με αυτή. Περαιτέρω και δεδομένου ότι δεν έχει δημοσιευθεί άλλη διαθήκη της μητέρας των διαδίκων, …………. (βλ. προσκομιζόμενα από την εφεσίβλητη πιστοποιητικά και δη το υπ’ αριθ. ………/6.11.2020 πιστοποιητικό της γραμματέως του Ειρηνοδικείου Πειραιά, το υπ’ αριθ. ……../26.10.2021 πιστοποιητικό διαθηκών της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς και το υπ’ αριθ. ……./6.11.2020 πιστοποιητικό της γραμματέως του Τμήματος Διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών), ως προς την κληρονομιαία περιουσία της παραπάνω θανούσας χωρεί η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Κατά τον θάνατό της στις 3.5.2006, η . ………………. άφησε πλησιέστερες εν ζωή συγγενείς της, τις δύο κόρες της, νυν ενάγουσα και εναγόμενη, ενώ ο σύζυγός της, ………. είχε προαποβιώσει στις 9.1.2005 (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………./14.9.2006 πιστοποιητικό του Δημάρχου Νίκαιας που συνυπογράφουν η αρμόδια υπάλληλος του Δημοτολογίου ………. και η Τμηματάρχης, με ειδική εντολή του Δημάρχου, ………., καθώς και την με Α.Π. 25836/2005 ληξιαρχική πράξη θανάτου του . ……………….). Συνεπώς τη θανούσα κληρονομούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1813 ΑΚ, κατά την πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής οι παραπάνω κόρες της κατ’ ισομοιρία, δηλαδή η κάθε μία λαμβάνει το ήμισυ (½) εξ αδιαιρέτου της κληρονομιαίας περιουσίας. Μετά την δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της προαναφερόμενης από 11.9.2002 μυστικής διαθήκης, με την υπ’ αριθ. …../8.7.2013 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……, η ενάγουσα ως εξ αδιαθέτου πλέον κληρονόμος της αποβιώσασας μητέρας της, . ………………. δήλωσε ότι αποδέχεται την εξ αδιαθέτου κληρονομιά που περιήλθε σε αυτήν από τον θάνατο της μητέρας της, η οποία συνίσταται στα περιγραφόμενα στην εν λόγω πράξη ακίνητα και κατά την εξ αδιαιρέτου αναλογία που αναφέρεται στο καθένα από αυτά, μάλιστα δε αποδέχθηκε μεταξύ άλλων την περιελθούσα σε αυτή κυριότητα του ½ εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου στη θέση “……………….” ή “……………….” της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Σαλαμίνας, του Δήμου Σαλαμίνας, επί της οδού ………, όπως πιο πάνω περιγράφεται, με Κ.Α.Ε.Κ. ………. και εμβαδόν 317 τ.μ. όπως προκύπτει από το εκδοθέν από το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας με ημερομηνία εκτύπωσης 30-4-2013 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος. Η αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. ………/8.7.2013 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της ενάγουσας καταχωρίσθηκε με επιμέλειά της στα κτηματολογικά βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και εμφαίνεται στο κτηματολογικό φύλλο της επίδικου ακινήτου με αριθμό καταχώρισης ………../18.9.2013 σύμφωνα με το άρθρο 7α του ν. 2664/1998 και υπό την αίρεση ευδοκίμησης της υπό κρίση αγωγής, ομοίως καταχωρισθείσας στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με αριθμό καταχώρισης ………./18.9.2013. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης στον Δήμο Σαλαμίνας, που έχει περαιωθεί, εσφαλμένα καταχωρίσθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και στο σχετικό κτηματολογικό φύλλο ότι το ανωτέρω αγροτεμάχιο μετά του εντός αυτού κτίσματος που έχει λάβει ΚΑΕΚ ………. ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα στην εναγόμενη με τίτλο κτήσης την πιο πάνω υπ’ αριθ. …………/27-12-2006 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Νίκαιας ……….. Η εν λόγω εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα συγκυριότητας της ενάγουσας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου στο ½ εξ αδιαιρέτου στο παραπάνω ακίνητο και όπως η μεν αντικειμενική αξία του μεριδίου της ανέρχεται στο ποσό των 3.114,03 ευρώ, η δε πραγματική όμως αξία του ανέρχεται στο ποσό των 20.500 ευρώ. Ως εκ τούτου, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και α) να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα είναι συγκυρία σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/8.7.2013 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………. νομίμως καταχωρισθείσας στο κτηματολόγιο, επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ …………. , ήτοι σε ένα αγροτεμάχιο έκτασης 317 τ.μ., κείμενο στη θέση “……………….” ή “……………….” του Δήμου Σαλαμίνας, επί της οδού ….., υπό τον αριθμό … του …ου οικοδομικού τετραγώνου, μετά του εντός αυτού κτίσματος εμβαδού 21,70 τ.μ. και β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς μεταγενέστερης εγγραφής (η αρχική εγγραφή αφορούσε στην κυριότητα της δικαιοπαρόχου των διαδίκων κηρονομούμενης μητέρας τους στο επίδικο και ήταν ορθή) στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ………….. από το αναφερόμενο ποσοστό κυριότητας 100% της εναγόμενης να αφαιρεθεί το ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου ως προς το οποίο να αναγραφεί ως κυρία η ενάγουσα, με τίτλο κτήσης την υπ’ αριθ. ………/8-7-2013 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας συνταχθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….. και η οποία έχει καταχωρισθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με τη σημείωση του άρθρου 7α του ν. 2664/1998 και αριθμό καταχώρισης …………../18.9.2013.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 τουΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η απαρίθμηση περί προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής ή παρέμβασης ή προφανώς αβάσιμου ενδίκου μέσου είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός, που προτάθηκε, ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αίτησης παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διάταξης αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα ως άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας (ΕφΑθ 2103/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3978/2018 ομοίως στην ΤΝΠ Νόμος). Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2103/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 586/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, Γ. Διαμαντόπουλος Οι ποινές τάξης των άρθρων 205- 207 του ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2007,σελ. 16-28,). Τη δε συνδρομή των προϋποθέσεων για επιβολή ποινής τάξης μπορεί να την επικαλεστεί και ο αντίδικος με τη μορφή προτροπής ή ευχής προς το Δικαστήριο και όχι δικονομικού αιτήματος (Ορφανίδης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, σελ. 444-445, ΜονΕφΔωδ 149/2021, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2021, σελ. 1530).
Στην προκειμένη περίπτωση με τις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατατεθείσες προτάσεις της, η εφεσίβλητη ζητεί να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας ποινή τάξης κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ γιατί αυτή άσκησε προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, καθώς η έφεσή της δεν περιέχει κάποιον συγκεκριμένο λόγο επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά ο μοναδικός λόγος έφεσης προβάλλεται όλως προσχηματικά και προδήλως αβάσιμα, μόνο και μόνο για να καθυστερήσει την εφεσίβλητη-ενάγουσα, αφού περιέχει μια γενική και αόριστη άρνηση της αγωγής και η εφεσίβλητη πληροφορήθηκε αυτήν την αόριστη και απαράδεκτη έφεση, όταν ζήτησε πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκου μέσου, προκειμένου να προβεί στις νόμιμες ενέργειες καταχώρισης της εκκαλούμενης στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας. Από την επισκόπηση της έφεσης προκύπτει ότι η εκκαλούσα, η οποία δικάσθηκε ερήμην πρωτοδίκως, οπότε με μόνη την αμφισβήτηση της επί της ουσίας κρίσης της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα επιτύγχανε ούτως ή άλλως την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, δεν προέβαλε κάποιον λόγο έφεσης επί της ουσίας της υπόθεσης, σχετικά με την κληρονομική διαδοχή της μητέρας των διαδίκων επί της οποίας στηρίζεται το προβαλλόμενο με την αγωγή δικαίωμα της εφεσίβλητης να αναγνωριστεί κυρία κατά το ½ εξ αδιαιρέτου επί του ένδικου ακινήτου και να διορθωθεί η εσφαλμένη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας της εκκαλούσας ως κυρίας αυτού στο 100% της πλήρους κυριότητας, δεν υποστήριξε ότι υπήρχε κατά τον θάνατο της μητέρας τους εν ζωή άλλος πλησιέστερος συγγενής πλην των δύο αδελφών διαδίκων, η ύπαρξη του οποίου (άλλου συγγενούς) θα επηρέαζε το ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής της ενάγουσας, ούτε ότι έχει δημοσιευθεί άλλη διαθήκη, πλην της από 11.9.2002 ακυρωθείσας μυστικής διαθήκης, με την οποία να περιέρχεται το επίδικο ακίνητο εξ ολοκλήρου στην ίδια την εκκαλούσα-εναγόμενη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ακυρότητα της από 11.9.2002 μυστικής διαθήκης ήταν γνωστή στην εκκαλούσα, αφού η ίδια ήταν αντίδικος με την αδελφή της στη σχετική δίκη που περατώθηκε μετά την έκδοση της 412/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου που απέρριψε την αίτηση αναίρεσης κατά της 137/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και κατά της 4536/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αναγνωρίστηκε την ακυρότητα της μυστικής διαθήκης, οπότε η τελευταία αυτή απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Επιπλέον η εκκαλούσα αντιδίκησε με την εφεσίβλητη με τον ίδιο τρόπο όπως στην παρούσα δίκη και για άλλο κληρονομηθέν ακίνητο της περιουσίας της μητέρας τους, ήτοι για μια οριζόντια ιδιοκτησία στο ισόγειο οικοδομής στη διασταύρωση των οδών ………… στο Κερατσίνι, εκδοθείσας σε δεύτερο βαθμό της 288/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που και πάλι αναγνώρισε την ενάγουσα συγκυρία σε ποσοστό 50% στην παραπάνω ιδιοκτησία ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, στα οποία φερόταν και πάλι κυρία σε ποσοστό 100% η εναγόμενη- νυν εκκαλούσα, με βάση την αναγνωρισθείσα άκυρη από 11.9.2002 μυστική διαθήκη. Με την παρούσα έφεση η εκκαλούσα επιμένει να αμφισβητεί το ως άνω ποσοστό κυριότητας της εφεσίβλητης αδελφής της επί του επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου, παρότι έχει κριθεί αμετάκλητα η ακυρότητα της από 11.9.2002 μυστικής διαθήκης, δεν προβάλλει τη δημοσίευση άλλης διαθήκης, ούτε ισχυρίζεται ότι υπήρχε άλλος κληρονόμος κατά την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή της μητέρας των διαδίκων, που να επηρεάζει το δικαίωμα της εφεσίβλητης. Συνεπώς, η εκκαλούσα εν γνώσει της (με άμεσο δόλο) άσκησε την ένδικη προφανώς αβάσιμη ως προς την ουσία της υπόθεσης έφεση, η οποία επέφερε μεν τα αποτελέσματα της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (κι ενώ για την ερημοδικία της εναγόμενης δεν έφερε κάποια ευθύνη η ενάγουσα- ήδη εφεσίβλητη), με εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, πλην όμως κανένας βάσιμος λόγος δεν προβλήθηκε κατά της αγωγής της εφεσίβλητης και το εν λόγω ένδικο μέσο έγινε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει τη διόρθωση της μεταγενέστερης ανακριβούς εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με φερόμενη αποκλειστική κυρία του ακινήτου σε ποσοστό 100% την εναγόμενη-εκκαλούσα, ώστε να μην καταχωρισθεί ως συγκυρία του επίδικου ακινήτου η πράγματι δικαιούχος αδελφή της σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Η ως άνω υπαίτια (με άμεσο δόλο) αντιδικονομική συμπεριφορά της εκκαλούσας δικαιολογεί την επιβολή σε βάρος της, ποινής τάξης κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, ύψους 1.000 ευρώ, η οποία θα περιέλθει στο Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης, το οποίο φέρει τη μορφή προτροπής ή ευχής προς το παρόν Δικαστήριο (βλ. ΜονΕφΔωδ 149/2021, ό.π.). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης- εκκαλούσας, ανάλογα με τον βαθμό της νίκης της πρώτης έναντι της δεύτερης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 178, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 2.6.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …./2017 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …/2017) έφεση κατά της 1692/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του με κωδικό ………… e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 11.9.2013 (με αριθμό κατάθεσης ………./2013) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα είναι συγκυρία σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου δυνάμει της με αριθμό ………./8.7.2013 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., νομίμως καταχωρισθείσας στο κτηματολόγιο, επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………, ήτοι σε ένα αγροτεμάχιο έκτασης 317 τ.μ., κείμενο στη θέση “……………….” ή “……………….” του Δήμου Σαλαμίνας, επί της οδού ………., υπό τον αριθμό .. του ..ου οικοδομικού τετραγώνου, μετά του εντός αυτού κτίσματος εμβαδού 21,70 τ.μ.
Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς μεταγενέστερης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ……….., που αφορά στο περιγραφόμενο αμέσως παραπάνω ακίνητο, να αφαιρεθεί από την ανακριβή μεταγενέστερη εγγραφή του δικαιώματος πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 100% της εναγόμενης, ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, για το οποίο να αναγραφεί κυρία η ενάγουσα με τίτλο κτήσης την με αριθμό ………./8.7.2013 αποδοχή κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., νομίμως καταχωρισθείσας στο κτηματολόγιο.
Επιβάλλει στην εκκαλούσα χρηματική ποινή τάξης κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, ποσού χιλίων (1.000) ευρώ η οποία θα περιέλθει στο Δημόσιο.
Διατάσσει τη γνωστοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης με επιμέλεια της γραμματέως αυτού του Δικαστηρίου στο Υπουργείο Οικονομικών.
Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγόμενης-εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 23.2.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ