Η φορολογική αρχή διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τόσο άμεσες όσο και έμμεσες αποδείξεις για την τεκμηρίωση παραβάσεων, όπως η μη έκδοση αποδείξεων από επαγγελματίες, ενισχύοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Σε πρόσφατο έλεγχο που διενεργήθηκε σε ελεύθερο επαγγελματία, αποκαλύφθηκαν πολλές καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς του που σχετίζονταν με παροχή υπηρεσιών, χωρίς να έχουν εκδοθεί οι αντίστοιχες φορολογικές αποδείξεις. Η φορολογική αρχή επέβαλε πρόστιμο μετά από έρευνα και διαδικασία ακρόασης, όπου ο επαγγελματίας δεν κατάφερε να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέτρεψε την απόφαση του Εφετείου, επισημαίνοντας ότι το τελευταίο δεν προέβη σε ουσιαστικό έλεγχο των στοιχείων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ενώ η φορολογική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της παράβασης, μπορεί να βασιστεί και σε έμμεσες αποδείξεις, όπως οι τραπεζικές καταθέσεις χωρίς αντίστοιχες αποδείξεις. Επιπλέον, η σιωπή του φορολογουμένου κατά τη διαδικασία ακρόασης μπορεί να ληφθεί υπόψη τόσο από τη φορολογική αρχή όσο και από τα δικαστήρια.
Η δυνατότητα αξιοποίησης έμμεσων αποδείξεων από τη φορολογική αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού ελέγχου, προάγει τη δικαιοσύνη και την ισονομία, και ενισχύει το νομικό πλαίσιο για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Τέλος, η συνεκτίμηση της σιωπής του φορολογουμένου κατά την ακρόαση παρέχει στις αρχές και στα δικαστήρια ένα επιπλέον εργαλείο για την απονομή δικαιοσύνης, αποτρέποντας την κατάχρηση της διαδικασίας.