ΑΠΟΦΑΣΗ
Tsulukidze και Rusulashvili κατά Γεωργίας της 29.08.2024 (αρ. προσφ. 44681/21 και 17256/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες απασχολούνταν σε διευθυντικές θέσεις εταιρείας διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Η εταιρεία κατήγγειλε τις συμβάσεις τους. Και οι δυο τους άσκησαν χωριστές αγωγές, αιτούμενοι την επαναπρόσληψή τους και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Η αγωγή του πρώτου απορρίφθηκε και η αγωγή του δεύτερου έγινε μερικά δεκτή επιδικάζοντας του αποζημίωση και απορρίπτοντας το αίτημα επαναπρόσληψής του.
Οι δυο προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπου Πρόεδρος της σύνθεσης ήταν ο L.M., του οποίου η δικαστική βοηθός ήταν κόρη του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσιβαλλόμενης εταιρείας και αντιδίκου των προσφευγόντων. Οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την εξαίρεση του Προέδρου λόγω αντικειμενικής αμεροληψίας του. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις εξαίρεσης, με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύονταν η μεροληψία του. Οι απορρίψεις των αιτήσεων εκδόθηκαν από το Τριμελές Συμβούλιο του Ανώτατου Δικαστηρίου με την συμμετοχή του ιδίου προς εξαίρεση δικαστή.
Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι το γεγονός ότι η δικαστική βοηθός του δικαστή ήταν η κόρη του δικηγόρου της αντιδίκου των προσφευγόντων εταιρείας, σε συνδυασμό με την ευρεία εξουσία που παρέχεται στους δικαστικούς βοηθούς στο γεωργιανό δικαστικό σύστημα, είχε δημιουργήσει μια κατάσταση που θα μπορούσε εύλογα να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή. Οι προσφεύγοντες δεν γνώριζαν σε ποιο βαθμό η δικαστική βοηθός είχε πράγματι εμπλακεί στις υποθέσεις τους και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε διευκρινίσει τις περιστάσεις της εμπλοκής της, αδυνατώντας έτσι να διαλύσει τις αμφιβολίες τους σχετικά με την αμεροληψία του εν λόγω δικαστή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αμφιβολίες τους ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένες και ότι δεν τους είχαν παρασχεθεί επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις εν προκειμένω.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υπό την ειδικότερη έκφανσή της του δικαιώματος να εκδικάζεται η υπόθεση από αμερόληπτο δικαστήριο και επιδίκασε 3.600 ευρώ στον κάθε προσφεύγοντα για ικανοποίηση ηθικής βλάβης και 1.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Zurab Tsulukidze και Levan Rusulashvili, είναι γεωργιανοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1959 και το 1973 αντίστοιχα και ζουν στην Τιφλίδα. Ήταν και οι δύο διευθυντές στην Joint Stock Company Telasi, την κύρια εταιρεία διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Τιφλίδα, όταν η εταιρεία αναδιαρθρώθηκε στις αρχές του 2016 και τα τμήματά τους διαλύθηκαν. Η σύμβαση του G. Rusulashvili λύθηκε στις 4 Μαρτίου 2016 και του χορηγήθηκε μισθός δύο μηνών ως αποζημίωση απόλυσης. Στις 8 Αυγούστου 2016, προσφέρθηκε στον κ. Tsulukidze άλλη θέση στην εταιρεία, αλλά δεν την δέχθηκε και στη συνέχεια απολύθηκε από στο τέλος του μήνα. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, ο δεύτερος προσφεύγων άσκησε αγωγή κατά της εταιρείας, ζητώντας την επαναφορά του στην προηγούμενη θέση του και την καταβολή καθυστερούμενων μισθών. Την 1η Νοεμβρίου 2018 το Δημοτικό Δικαστήριο της Τιφλίδας απέρριψε την αγωγή του, κρίνοντας νόμιμη την απόλυσή του λόγω της αναδιάρθρωσης και του γεγονότος ότι του είχε προσφερθεί εναλλακτική θέση. Ο κ. Tsulukidze άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής, η οποία όμως απερρίφθη. Στη συνέχεια, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Γεωργίας. Η υπόθεση ανατέθηκε σε Τριμελές Τμήμα με Πρόεδρο και εισηγητή τον δικαστή L.M.
Ο κ. Tsulukidze ζήτησε την εξαίρεση του δικαστή L.M., ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν αμερόληπτος, διότι η δικαστική βοηθός του ήταν κόρη του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τον Telasi στη διαδικασία, ο οποίος έτυχε να είναι επίσης νομικός σύμβουλος της εταιρείας, και ήταν ο υπεύθυνος για την προετοιμασία της απόφασης απόλυσης από την εταιρεία. Στις 4 Ιουνίου 2020 το πολιτικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς το δικαστή L.M., εξέτασε και απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα για εξαίρεση. Τον Μάρτιο του 2021 ο κ. Tsulukidze υπέβαλε άλλη αίτηση με την οποία ζήτησε την εξαίρεση όχι μόνο του L.M., αλλά και των τριών δικαστών του Τμήματος. Υποστήριξε ότι οι άλλοι δύο δικαστές της σύνθεσης ήταν γνωστοί του δικηγόρου της εταιρείας Telasi και αναφέρθηκε επίσης σε προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μια άσχετη υπόθεση στην οποία είχε θεωρήσει προβληματικό το γεγονός ότι η δικαστική βοηθός ενός δικαστή είχε παντρευτεί το δικηγόρο ενός από τους διαδίκους. Επικαλούμενος το προηγούμενο αυτό, ζήτησε εκ νέου την εξαίρεση του δικαστή L.M. Δύο ημέρες αργότερα, το Τμήμα, με τους τρεις δικαστές να συνεδριάζουν, απέρριψε το αίτημα ως αβάσιμο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αποδειχθεί μεροληψία και ότι οι δικαστές που γνώριζαν κάποιον που σχετίζεται με οποιονδήποτε από τους διαδίκους δεν συνιστούσαν αυτομάτως λόγο για την εξαίρεσή τους. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς σχετικά με τη δικαστική βοηθό, το Τμήμα επισήμανε ότι οι πραγματικές περιστάσεις που ανέφερε ο κ. Tsulukidze δεν ήταν επαρκείς για να αποδείξουν ότι είχε επηρεάσει το δικαστή L.M. Το πολιτικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πρόεδρο και εισηγητή τον δικαστή L.M., απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη.
Εν τω μεταξύ, στις 5 Ιουνίου 2018, ο δεύτερος προσφεύγων S. Rusulashvili άσκησε αγωγή κατά της Telasi, ζητώντας να επαναπροσληφθεί στην προηγούμενη θέση του και να του καταβληθούν καθυστερούμενες αποδοχές. Στις 26 Οκτωβρίου 2018, το Δικαστήριο της Τιφλίδας έκανε μερικά δεκτή την αξίωσή του και του επιδίκασε περίπου 9.500 ευρώ σε τοπικό νόμισμα ως αποζημίωση. Το αίτημά του περί επαναπροσλήψεως απορρίφθηκε. Κατόπιν έφεσης, τον Ιούλιο του 2020, το Εφετείο της Τιφλίδας επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
Ο δεύτερος προσφεύγων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση ανατέθηκε σε Τριμελές Τμήμα, όπου συμμετείχε και ο δικαστής L.M. Ο αναιρεσείων ζήτησε την εξαίρεση των τριών δικαστών που εξέτασαν την υπόθεσή του. Ισχυρίστηκε ότι η αμεροληψία του δικαστηρίου υπονομεύθηκε επειδή η δικαστική βοηθός του δικαστή L.M. ήταν κόρη του δικηγόρου που εκπροσωπούσε την εταιρεία Telasi στη διαδικασία και τόνισε ότι ο δικηγόρος αυτός ήταν επίσης επικεφαλής του νομικού τμήματος της Telasi και αναφερόταν απευθείας στον γενικό διευθυντή της. Όσον αφορά τους υπόλοιπους δύο δικαστές του Τμήματος, ο δεύτερος προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ήταν «στενοί γνωστοί» του νομικού εκπροσώπου της Telasi. Στις 5 Μαρτίου 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο, με τους ίδιους τρεις δικαστές στη σύνθεση, απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης και τον ισχυρισμό του κ. Rusulashvili ότι η δικαστική βοηθός είχε πρόσβαση στη δικαστική διαδικασία ως αβάσιμο. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι ο βοηθός είχε επηρεάσει το δικαστή. Στις 24 Νοεμβρίου 2021 το πολιτικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με σύνθεση τον δικαστή L.M., απέρριψε αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 παρ. 1
Το Δικαστήριο χρησιμοποιεί δύο κριτήρια για να ελέγξει την αμεροληψία για τους σκοπούς του άρθρου 6 § 1. Πρώτα ένα υποκειμενικό κριτήριο για να αξιολογήσει εάν ένας δικαστής έχει δείξει οποιαδήποτε προσωπική προκατάληψη ή μεροληψία σε μια δεδομένη υπόθεση και, στη συνέχεια, ένα αντικειμενικό για να διαπιστώσει εάν το ίδιο το δικαστήριο προσέφερε επαρκείς εγγυήσεις για να αποκλείσει οποιαδήποτε νόμιμη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το Δικαστήριο επικεντρώνεται στο αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο αφορά κυρίως ιεραρχικούς ή άλλους δεσμούς μεταξύ του δικαστή και άλλων προσώπων που εμπλέκονται στη διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να κρίνεται αν η εν λόγω σχέση είναι ικανή να υποδηλώνει έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του δικαστηρίου. Κάθε δικαστής σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να φοβάται έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να απέχει. Πέραν της διασφάλισης της απουσίας πραγματικής μεροληψίας, η ύπαρξη εθνικών διαδικασιών για τη διασφάλιση της αμεροληψίας, δηλαδή κανόνων που ρυθμίζουν την αποχή δικαστών, αποσκοπούν στην εξάλειψη κάθε φαινομενικής μεροληψίας και στην προώθηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο δικαστικό σύστημα. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους κανόνες αυτούς κατά τη δική του εκτίμηση. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι δικαστικοί βοηθοί στο γεωργιανό δικανικό σύστημα είναι δημόσιοι υπάλληλοι που διορίζονται από τους προέδρους των δικαστηρίων. Επιλέγονται από ομάδα δικηγόρων με σχετική επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έως δύο ετών, οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα κατάρτισης. Οι αρμοδιότητές τους περιλαμβάνουν την παροχή διοικητικής συνδρομής στους δικαστές και, κατόπιν αιτήματος δικαστή, την εκτέλεση νομικών καθηκόντων, όπως η σύνταξη εκθέσεων πραγματικών περιστατικών, η διεξαγωγή νομικής έρευνας ή η προετοιμασία ορισμένων διαδικαστικών εγγράφων. Οι δικαστές μπορούν επίσης να τους ζητήσουν να προετοιμάσουν μια υπόθεση για εξέταση από το δικαστήριο, και η ευθύνη τους μπορεί να φτάσει μέχρι τη σύνταξη αποφάσεων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι θα μπορούσαν να συμμετέχουν σημαντικά στη δικαστική διαδικασία και οποιοσδήποτε εκτελεί τέτοια καθήκοντα πρέπει να είναι αμερόληπτος για να είναι η διαδικασία σύμφωνη με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κανένας από τους διαδίκους δεν είχε προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος και η φύση της συμμετοχής του δικαστικού βοηθού στη συγκεκριμένη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ταυτόχρονα, δεν ήταν παράλογο για τους προσφεύγοντες να υποθέσουν ότι ο δικαστικός βοηθός θα παρείχε στο δικαστή L.M. διοικητική και/ή νομική υποστήριξη κατά την προετοιμασία των υποθέσεών τους. Δεδομένου ότι ο πατέρας της βοηθού ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της διαδίκου εταιρείας και στις δύο διαδικασίες, είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση που συνεπαγόταν πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, η οποία θα έπρεπε να είχε εξεταστεί δεόντως από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχε διαδικασία στο γεωργιανό δίκαιο που να διέπει την απομάκρυνση των δικαστικών βοηθών, σε αντίθεση με άλλους δικαστικούς υπαλλήλους. Επισημάνθηκε ότι το μοναδικό ένδικο μέσο που είχαν στη διάθεσή τους οι προσφεύγοντες ήταν ένα αίτημα εξαίρεσης όσον αφορά τον δικαστή L.M. Ωστόσο, τα δικαστικά τμήματα που είχαν εξετάσει τα αιτήματα των προσφευγόντων για εξαίρεση του δικαστή L.M. είχαν απλώς καταλήξει στο συμπέρασμα, χωρίς να εξετάσουν τη φύση και την έκταση της συμμετοχής του δικαστικού βοηθού στη διαδικασία και την επακόλουθη πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, ότι το γεγονός ότι «επηρέασε» τη δικαστική διαδικασία και, ειδικότερα, τον δικαστή L.M., δεν είχε αποδειχθεί.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, από την άποψη του κριτηρίου αντικειμενικής αμεροληψίας, το ζήτημα δεν ήταν η «επιρροή», όπως διατυπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου από την άποψη ενός εξωτερικού παρατηρητή. Πιο συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει εάν οι αμφιβολίες των προσφευγόντων θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν. Θα μπορούσε να είχε αναλύσει τον ρόλο και τα καθήκοντα του συγκεκριμένου δικαστικού βοηθού και να είχε εφαρμόσει εσωτερικές διαδικασίες για τον καθορισμό σχετικών επαγγελματικών και δεοντολογικών προτύπων. Η μάλλον πρόχειρη εξέταση των ισχυρισμών δεν κατάφερε να μετριάσει τις αμφιβολίες των προσφευγόντων.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια της δίκαιης δίκης που είναι εγγενής στο άρθρο 6 συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την αμεροληψία της δικαστικής διαδικασίας στο σύνολό της, προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σύστημα. Επιπλέον, όσον αφορά τα αιτήματα εξαίρεσης που αφορούσαν όχι μόνο τον δικαστή L.M., αλλά και τους άλλους δύο δικαστές της σύνθεσης, το γεγονός ότι οι τρεις ενδιαφερόμενοι δικαστές είχαν αποφασίσει οι ίδιοι επί της αίτησης εξαίρεσής τους, είχε εγείρει ζήτημα ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι στο πλαίσιο της έρευνας για αντικειμενική αμεροληψία, οι προσφεύγοντες έπρεπε να αποδείξουν ότι υπήρχε μεροληψία υποστηριζόμενη από επαληθεύσιμα γεγονότα, αντί να αποδείξουν ότι ένας δικαστής ήταν πραγματικά προκατειλημμένος. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η συμμετοχή του δικαστή L.M. στην εκδίκαση των υποθέσεών τους, δεδομένου ότι η δικαστική βοηθός του ήταν κόρη του δικηγόρου της αντιδίκου εταιρείας, σε συνδυασμό με την ευρεία εξουσία που παρέχεται στους δικαστικούς βοηθούς στο δικαστικό σύστημα της Γεωργίας, είχε δημιουργήσει μια κατάσταση που θα μπορούσε να εγείρει εύλογα ερωτήματα ως προς την αμεροληψία του δικαστή L.M. Οι προσφεύγοντες δεν γνώριζαν σε ποιο βαθμό η δικαστική βοηθός είχε πράγματι εμπλακεί στις υποθέσεις τους και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε διευκρινίσει τις περιστάσεις της εμπλοκής της, αποτυγχάνοντας έτσι να διαλύσει τις αμφιβολίες τους σχετικά με την αμεροληψία του δικαστή L.M. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι φόβοι τους ήταν δικαιολογημένοι και ότι δεν τους είχαν παρασχεθεί επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις από την άποψη αυτή.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης όσον αφορά και τους δύο προσφεύγοντες και επιδίκασε 3.600 ευρώ στον καθένα για ηθικής βλάβη και 1.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.