Του Κώστα Κατίκου
Νέα εργαλεία που θα διευκολύνουν εργοδότες και εργαζόμενους να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις και μεταξύ άλλων θα προβλέπουν να λαμβάνονται υπόψη στις αυξήσεις μισθών η κερδοφορία των επιχειρήσεων αλλά και το γενικότερο επίπεδο των αποδοχών των μισθωτών σε κλαδικό και εθνικό επίπεδο, σχεδιάζει να νομοθετήσει το υπουργείο Εργασίας το φθινόπωρο.
Εργοδότες και εργαζόμενοι θα έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστες βάσεις δεδομένων και μέσα από στοιχεία που θα αντλούν για μισθούς, κερδοφορία και απασχόληση, θα μπορούν να προσέρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θέτοντας η κάθε πλευρά ρεαλιστικά αιτήματα και επιδιώξεις.
Οι μεν εργοδότες δεν θα μπορούν να επικαλούνται έλλειψη κερδών, όταν τα στοιχεία των ισολογισμών τους θα δείχνουν το αντίθετο, ενώ οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να ζητούν αυξήσεις μισθών που κινούνται έξω από την πραγματικότητα και πολύ πιο πάνω από το γενικό επίπεδο αποδοχών των εργαζομένων σε κλαδικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Στόχος των ρυθμίσεων όπως έχει προαναγγείλει η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Νίκη Κεραμέως είναι να αυξηθούν οι συλλογικές συμβάσεις μέσα από μια δέσμη παρεμβάσεων, κινήτρων και επαρκούς πληροφόρησης, προκειμένου εργαζόμενοι και εργοδότες να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Το διακύβευμα των επικείμενων παρεμβάσεων είναι η αύξηση του ποσοστού των συλλογικών συμβάσεων από το 30% που είναι σήμερα (σύμφωνα με εκτιμήσεις) προς το 80%, που είναι ο στόχος που θέτει η κοινοτική οδηγία 2022/2041 για επαρκείς μισθούς στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η οδηγία θα ενσωματωθεί με νόμο στην εργασιακή νομοθεσία και στα μέσα Οκτωβρίου αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο.
Ο στόχος για αύξηση των συμβάσεων στο 80% δεν είναι δεσμευτικός, αλλά δείχνει την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα (όπως και όλα τα κράτη της Ε.Ε.) προκειμένου στις χώρες όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί, να υπάρξει σταδιακά σύγκλιση με τον μέσο όρο μισθών της Ε.Ε.
Το μέσο για τη σύγκλιση των μισθών είναι οι συλλογικές συμβάσεις καθώς, όπως αναφέρει η οδηγία, σε χώρες με υψηλό ποσοστό συλλογικών συμβάσεων, το ποσοστό των χαμηλόμισθων είναι πολύ χαμηλό. Αντίθετα όσο μικρότερο είναι το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογική σύμβαση, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των χαμηλόμισθων.
Οι αλλαγές που εξετάζονται από το υπουργείο Εργασίας περιλαμβάνουν μια δέσμη από παρεμβάσεις θεσμικού χαρακτήρα που θα διευκολύνουν εργοδότες και εργαζόμενους στις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των αυξήσεων.
Μια και ίσως η πιο σημαντική από τις παρεμβάσεις που εξετάζονται είναι να υπάρχει πρόσβαση και από τις δύο πλευρές σε πλήρη και επίσημα οικονομικά στοιχεία σχετικά με την κερδοφορία των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε μια διαπραγμάτευση αλλά και στοιχεία για το πραγματικό επίπεδο αμοιβών των εργαζομένων.
Στην πράξη, όπως εξήγησαν στο Capital μέλη της επιτροπής που έχει συσταθεί στο υπουργείο Εργασίας για τη νομοθετική επεξεργασία των προτάσεων της οδηγίας, όταν η κερδοφορία ενός κλάδου είναι υψηλή και θα αποτυπώνεται σε επίσημους δείκτες, δεν θα μπορούν οι επιχειρήσεις να επικαλούνται το αντίθετο για να αποφύγουν τις αυξήσεις μισθών.
Από την άλλη, οι επιχειρήσεις όπως και τα συνδικάτα μελετάται να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία μισθών του συστήματος Εργάνη, ή τουλάχιστον να αντλούν κατά τη διαπραγμάτευση μισθολογικά δεδομένα, ώστε να υπάρχει μια ρεαλιστική βάση δεδομένων για το επίπεδο των αποδοχών των εργαζομένων και πάνω σε αυτή τη βάση να γίνεται η αξιολόγηση των αιτημάτων για τις αυξήσεις μισθών.
Με τα σημερινά δεδομένα, οι διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις αποτυγχάνουν επειδή οι μεν εργοδότες επικαλούνται μείωση κερδοφορίας ή οικονομική στενότητα στο να δώσουν αυξήσεις, ενώ τα συνδικάτα όταν “κατεβαίνουν” στις διαπραγματεύσεις παραθέτουν το μάξιμουμ των επιδιώξεων, με αυξήσεις που πολλές φορές απέχουν από τον μέσο όρο της αύξησης μισθών είτε σε επίπεδο κλάδου είτε και σε εθνικό επίπεδο.
Το αποτέλεσμα των αποτυχημένων διαπραγματεύσεων είναι να μπαίνουν στο ράφι οι κλαδικές συμβάσεις, και να υπογράφονται συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης πολλές φορές χωρίς αυξήσεις μισθών. Στις περιπτώσεις δε, που δεν υπογράφονται ούτε επιχειρησιακές συμβάσεις, υπάρχουν οι ατομικές συμβάσεις όπου ο κάθε εργαζόμενος έχει τις αποδοχές που συμφωνεί με τον εργοδότη του, ενώ ως προς τα θεσμικά ζητήματα (ωράρια, άδειες, κ.λπ.) ισχύουν οι γενικοί όροι της Εθνικής Σύμβασης Εργασίας, που είναι και το ελάχιστο επίπεδο προστασίας για όλους τους εργαζόμενους.
Το νέο πλαίσιο θα διευκολύνει αφενός την εκπροσώπηση περισσότερων εργοδοτών στις συζητήσεις για τις συλλογικές συμβάσεις και αφετέρου –στην περίπτωση που συνάπτονται κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις– θα γίνει πιο εύκολη η επέκταση των όρων τους και στις επιχειρήσεις που δεν μετέχουν στις διαπραγματεύσεις.
Δεν θα αλλάζει ο καθορισμός του κατώτατου μισθού
Οι παρεμβάσεις που εξετάζονται δεν θα μεταβάλουν το σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού, ο οποίος θα παραμείνει στη δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης.
Στον βαθμό δε, που το νέο πλαίσιο οδηγήσει σε αύξηση των συμβάσεων, τότε είναι πολύ πιθανό ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 950 ευρώ που έχει θέσει ως στόχο η κυβέρνηση για την άνοιξη του 2027. Αντίστοιχα ο μέσος μισθός μπορεί να κινηθεί πιο πάνω από τα 1.500 ευρώ που εκτιμά η κυβέρνηση ότι θα έχει διαμορφωθεί έως το 2027.
Το στοίχημα της αύξησης των συμβάσεων είναι καθοριστικό για το επίπεδο των μισθών, καθώς ο νέος κανόνας της Ε.Ε. είναι ότι όσο περισσότεροι εργαζόμενοι καλύπτονται από συλλογική σύμβαση, τόσο λιγοστεύουν οι χαμηλόμισθοι.
Τα κράτη όπου το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι υψηλό τείνουν να έχουν μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλούς κατώτατους μισθούς. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει η κοινοτική οδηγία, “κάθε κράτος-μέλος με ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις κάτω του 80% θα πρέπει να θεσπίσει μέτρα με σκοπό την ενίσχυση των εν λόγω συλλογικών διαπραγματεύσεων”.