Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν μια μεγάλη αγορά περιουσιακών στοιχείων μέσα στην χρονιά αξίας μεγαλύτερης από το τρέχον εισόδημά τους και τώρα ενόψει της υποβολής της δήλωσής τους να υποχρεωμένοι να την «δικαιολογήσουν».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου ο φορολογούμενος να αποφύγει την «τσιμπίδα» των τεκμηρίων ή το Πόθεν Έσχες, η συνήθης διαδικασία είναι να επικαλεστεί την λεγόμενη «ανάλωση κεφαλαίου». Με άλλα λόγια, δικαιολογεί την αγορά με το «απόθεμα» εισοδημάτων προηγούμενων ετών.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Κάθε φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί παλαιότερα δηλωμένα εισοδήματα του (ανάλωση κεφαλαίου), που έχουν φορολογηθεί ή απαλλάσσονταν από το φόρο, προκειμένου να καλύψει κάποια αγορά ή τεκμήρια.
Για τον υπολογισμό της ανάλωσης κεφαλαίου, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί κεφάλαιο που σχηματίστηκε τα προηγούμενα έτη, αρκεί αυτά να είναι συνεχόμενα και να φτάνουν μέχρι το προηγούμενο του κρινόμενου έτους και να μπορεί να το αποδείξει.
Ποιες είναι οι «παγίδες» που κρύβει η ανάλωση κεφαλαίου
Και εδώ όμως η διαδικασία κρύβει «παγίδες». Για αυτό και η ΑΑΔΕ εξέδωσε εγχειρίδιο στο οποίο δίνονται επεξηγήσεις για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος (ανάλωση κεφαλαίου προηγούμενων ετών), προκειμένου να καλύψει τη διαφορά από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα έχουν απαλλαγεί της φορολογίας. Αναλυτικά, η ΑΑΔΕ διευκρινίζει τα ακόλουθα:
Δεν καλύπτουν την τεκμαρτή δαπάνη:
- οι επιχορηγήσεις που λαμβάνει ο φορολογούμενος λόγω υπαγωγής σε αναπτυξιακό νόμο για πραγματοποίηση επενδύσεων.
- Τα αρνητικά εισοδήματα (ζημίες) πρέπει να συμψηφίζονται με τα θετικά και η αφαίρεση των ετήσιων τεκμαρτών δαπανών πρέπει να γίνεται έστω και αν ο φορολογούμενος εξαιρείται από αυτά (π.χ. ανάπηρος για τη δαπάνη επιβατικού αυτοκινήτου, που απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας, αγορά επιβατικού αυτοκινήτου Ι.Χ., ειδικά διασκευασμένου από πρόσωπο με κινητική αναπηρία άνω του 67%).
- Τα έτη για τα οποία γίνεται επίκληση εισοδημάτων πρέπει να είναι συνεχόμενα και να φθάνουν μέχρι το προηγούμενο του κρινόμενου έτους. Το θετικό αλγεβρικό άθροισμα των ετών αυτών θα αποτελέσει το συνολικό κεφάλαιο που σχηματίστηκε αυτά τα έτη.
- Αν σε κάποιο έτος ο προσδιορισμός του εισοδήματος πραγματοποιηθεί με βάση την τεκμαρτή δαπάνη, τότε θεωρείται ότι δεν απομένει κεφάλαιο προς επίκληση για το έτος αυτό (θεωρείται μηδενικό) και δεν επηρεάζει αρνητικά τα θετικά υπόλοιπα των προηγούμενων ετών.
- Αν, όμως, σε κάποιο έτος προκύψει αρνητικό υπόλοιπο και υπάρχει απαλλαγή από τις αντικειμενικές δαπάνες, τότε το έτος αυτό επηρεάζει αρνητικά τα θετικά υπόλοιπα των προηγούμενων ετών.
Πως προσδιορίζονται τα ποσά ανάλογα την οικογενειακή κατάσταση
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν τεκμαρτές δαπάνες ή αυτές που υπάρχουν είναι μικρότερες των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, προκειμένου για συζύγους, κατά τον προσδιορισμό κεφαλαίου προηγούμενων ετών θα αφαιρούνται ποσά που θα προσδιορίζονται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσης.
Τα ποσά αυτά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αντίστοιχα. Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, το ποσό της ελάχιστης δαπάνης δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε σύζυγο.
Δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την κάλυψη των δαπανών με ανάλωση κεφαλαίου, συνεπώς για την κάλυψη της διαφοράς μπορεί να γίνει επίκληση ανάλωσης κεφαλαίου οσωνδήποτε προηγούμενων ετών.
Τα εκκαθαριστικά σημειώματα για φορολογικά έτη για τα οποία έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής αποτελούν πλήρη απόδειξη για τα αναγραφόμενα σε αυτά ποσά χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση λοιπών δικαιολογητικών.
Τα δεδομένα φορολογικών δηλώσεων που δεν αναγράφονται στο εκκαθαριστικό λαμβάνονται υπόψη μόνο μετά από διασταύρωση.
Στην περίπτωση, κατά την οποία ο φορολογούμενος επικαλείται κεφάλαια προηγούμενων φορολογικών ετών με σκοπό την ανάλωση και αυτά δεν χρησιμοποιηθούν ή χρησιμοποιηθεί ένα μέρος αυτών, θεωρούνται αδιάθετα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά ως κεφάλαια για κάλυψη προστιθέμενης διαφοράς τεκμηρίου.
Για την κάλυψη ή τον περιορισμό δαπάνης με χρηματικά ποσά που προέρχονται από διάθεση περιουσιακών στοιχείων δεν μπορεί να γίνεται ξανά επίκληση κάποιου ποσού.