“Υπάρχει λύση στη συνταξιοδοτική κρίση της Ευρώπης; “διερωτάται ο τίτλος του δημοσιεύματος της Deutsche Welle.
Όπως επισημαίνεται, εδώ και δεκαετίες η ΕΕ βρίσκεται σε μία δημογραφική ωρολογιακή βόμβα καθώς ο μέσος όρος ηλικίας μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Πάνω από το 1/5 του πληθυσμού της ΕΕ είναι 65 ετών ή άνω και μέχρι το 2050 το ποσοστό αναμένεται να αυξηθεί στο 1/3.
Υπενθυμίζεται πως πέρυσι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποίησε πως το 2024 θα είναι η πρώτη χρονιά στην ιστορία κατά την οποία οι πολίτες ηλικίας άνω των 65 θα είναι περισσότεροι από τους πολίτες ηλικίας κάτω των 15 ετών.
Παρά τα έντονα μεταναστευτικά ρεύματα των τελευταίων δύο δεκαετιών η Ήπειρος εξακολουθεί να χρειάζεται κι άλλους εργαζομένους, οι φόροι των οποίων θα συμβάλλουν στην κάλυψη του αυξανόμενου κόστους των συντάξεων. Οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως μέχρι το 2050 θα υπάρχουν στην Ευρώπη λιγότεροι από δύο εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο ενώ σήμερα η η αντιστοιχία αυτή είναι τρεις προς ένας.
Την ίδια στιγμή οι συντάξεις του δημοσίου τομέα ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ ετησίως σε 17 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ – 16 εκ των οποίων βρίσκονται στη Δυτική Ευρώπη. Στην Ιταλία και την Ελλάδα οι συντάξεις κοστίζουν στα δημόσια ταμεία πάνω από το 16% του ΑΕΠ.
Αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης
Έτσι, πολλά κράτη της ΕΕ αλλάζουν τα δημόσια συνταξιοδοτικά τους συστήματα. Ενδεικτικά αναφέρεται πως οι χώρες αυξάνουν την ηλικία συνταξιοδότησης. Αυτό προκαλεί ενίοτε την οργισμένη αντίδραση του κόσμου, όπως συνέβη στη Γαλλία. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα και από τη Γαλλία, σχεδιάζοντας να ανεβάσουν το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης στα 68 έτη.
« Το συνταξιοδοτικό τους σύστημα άλλαξαν προσφάτως και οι Ολλανδοί , χωρίς ωστόσο να έχουν ως τώρα τα επιθυμητά αποτελέσματα», δηλώνει στην DW ο καθηγητής ευρωπαϊκού συνταξιοδοτικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, Χανς φαν Μέερτεν.
«Στη Γερμανία, στο Βέλγιο, αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν θεωρώ πως έχουν γίνει οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Τα κράτη αυτά σκάβουν τους τάφους τους». συμπληρώνει.
Ταυτοχρόνως, εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην αποταμιεύουν χρήματα σε ιδιωτικά ή επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, πέρυσι μόλις το 23% των κατοίκων της ΕΕ συμμετείχε σε κάποιο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, ενώ μόλις το 19% έχει κάποιο ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν. Μία άλλη έρευνα της Insurance Europe διαπίστωσε πως το 39% των ερωτηθέντων δεν αποταμιεύει καθόλου για τη συνταξιοδότησή του – ένα ποσοστό που ήταν ακόμη υψηλότερο ανάμεσα στις γυναίκες και τους εργαζομένους ηλικίας άνω των 50 ετών. Πάντως πολλοί από όσους αποταμιεύουν εμφανίζονται απογοητευμένοι με την απόδοση των επενδύσεών τους.
Χαμηλές αποδόσεις και πληθωρισμός
«Κατά την προηγούμενη δεκαετία η συνταξιοδοτική κρίση της Ευρώπης επιδεινώθηκε πολύ εξαιτίας των επίμονα χαμηλών πραγματικών αποδόσεων, οι οποίες αδυνατούν να ξεπεράσουν τον πληθωρισμό», λέει στην DW ο Αρνό Χουντμόν, διευθυντής επικοινωνίας του επενδυτικού φορέα Better Finance. «Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αγοραστική δύναμη των αποταμιευτών» συμπληρώνει.
Μία ανάλυση του Φινλανδικού Κέντρου Συντάξεων διαπίστωσε πως οι ονομαστικές αποδόσεις των συντάξεων παγκοσμίως έφτασαν το 8% κατά μέσο όρο πέρυσι. Λαμβάνοντας όμως υπόψιν και τον πολύ υψηλό πληθωρισμό μετά την πανδημία – που κορυφώθηκε στο 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 – το ποσοστό αυτό περιορίζεται μόλις στο 2%.
PEPP: Ένα -ατελές- θετικό μέτρο
Τον Μάρτιο του 2022 η ΕΕ εισήγαγε το Πανευρωπαϊκό Ατομικό Συνταξιοδοτικό Προϊόν (PEPP), το οποίο επιτρέπει στους εργαζομένους να «χτίσουν» αποταμιεύσεις για τη συνταξιοδότησή τους και μπορεί να μεταφερθεί σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Μέχρι σήμερα όμως μόνο η Σλοβακία έχει θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα.
«Το PEPP έχει θεσπιστεί εδώ και 2,5 χρόνια», λέει ο Φαν Μέερτεν. «Αλλά τα μεγάλα επενδυτικά funds υποστηρίζουν πως δεν έχουν την τεχνογνωσία για να διαθέσουν προϊόντα PEPP και ψάχνουν άλλους συνεταίρους».
Σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς στα συνταξιοδοτικά συστήματαυποστηρίζουν πως το πρόβλημα είναι πως το PEPP είναι υπερβολικά περίπλοκο και περιοριστικό. Επιπλέον, παρουσιάζεται ως ανταγωνιστής των μεγάλων επενδυτικών funds όπως είναι η BlackRock ή η Fidelity, οι μεγαλύτεροι πελάτες των οποίων είναι τα μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία της Ολλανδίας, της Νορβηγίας και της Γερμανίας, με δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίους αποταμιευτές.
Ο Φαν Μέερτεν υποστηρίζει πως το PEPP θα πρέπει να απλοποιηθεί, αλλά και να διασφαλιστεί ένα μεγαλύτερο περιθώριο ευελιξίας, καθώς αρκετές χώρες της ΕΕ δεν δίνουν στο νέο αυτό συνταξιοδοτικό σύστημα τα ίδια φορολογικά πλεονεκτήματα που αναγνωρίζουν σε άλλα αποταμιευτικά προϊόντα.
Αρκετές βιομηχανίες κρατών-μελών της Ένωσης – από τον χημικό και μεταλλευτικό κλάδο της Γερμανίας ως τον δημόσιο σιδηροδρομικό φορέα της Γαλλίας – έχουν δικά τους επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Τα προγράμματα αυτά προσφέρουν μεταξύ άλλων συχνά τη δυνατότητα στους αποταμιευτές, ιδίως σε αυτούς που απασχολούνται στις πιο απαιτητικές θέσεις εργασίας, να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα.
Σημαντική η ευελιξία του συνταξιοδοτικού προγράμματος
Οι καταναλωτές ζητούν μεγαλύτερη ευελιξία στις επενδύσεις τους και την ηλικία συνταξιοδότησής τους. Η άνοδος εταιρειών όπως οι Robinhood και eToro, που επιτρέπουν στους χρήστες τους να διαχειρίζονται τις επενδύσεις τους από το κινητό τους τηλέφωνο, τείνουν να αντικαθιστούν τα δυσκίνητα και περίπλοκα συνταξιοδοτικά συστήματα ανά την Ευρώπη.
Οι παραδοσιακοί πάροχοι χρηματοδότησης αντιτείνουν πως τα apps επενδύσεων ενθαρρύνουν τους χρήστες να παίρνουν αχρείαστα ρίσκα, χωρίς να έχουν λάβει προηγουμένως τις απαραίτητες πληροφορίες – με αποτέλεσμα να ζημιώνονται οι μακροχρόνιες αποδόσεις των επενδύσεών τους. Οι υποστηρικτές των νέων αυτών επενδυτικών πλατφορμών ισχυρίζονται από την άλλη πλευρά πως με αυτόν τον τρόπο οι επενδύσεις απλοποιούνται, γίνονται οικονομικά πιο προσιτές, ενώ υπάρχει και μεγαλύτερη διαφάνεια.
Στο μέλλον ενδέχεται να επιτρέψουν ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ στους εργαζομένους να μεταφέρουν μέρος των αποταμιεύσεών τους από το εκάστοτε δημόσιο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα απευθείας στο χρηματιστήριο. Αυτό συμβαίνει εξάλλου ήδη στη Σουηδία, όπου κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία μπόρεσαν να εξασφαλίσουν χαμηλότερες χρεώσεις, επιτυγχάνοντας έτσι μεγαλύτερη ανάπτυξη των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.
Ο Φαν Μέερτεν πιστεύει πως οι εργαζόμενοι θα ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να αποταμιεύσουν, εφ’ όσον είχαν μεγαλύτερο λόγο στη διαχείριση των επενδύσεών τους και στο πότε θα συνταξιοδοτηθούν.
«Θέλεις οι αποταμιεύσεις σου να εστιάζουν στην πράσινη μετάβαση; Θέλεις να επενδύσεις στο Ισραήλ ή όχι; Ας αφήσουμε το άτομο να διαλέξει μόνο του. Γιατί θα πρέπει τέτοια πράγματα να τα αποφασίζουν για μας οι συνδικαλιστικές οργανώσεις για παράδειγμα;», διερωτάται ο ειδικός αναφορικά με τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που διαχειρίζονται τα συνδικάτα.
Ο Χουντμόν της Better Finance προειδοποιεί από την πλευρά του πως μεσοπρόθεσμα θα έρθει η ημέρα της κρίσης εξαιτίας της μετάβασης από τις δημόσιες στις ιδιωτικές συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις, για τις οποίες οι αποταμιευτές δεν είναι ακόμη έτοιμοι: «Είναι πολύ πιθανό η επόμενη γενιά Ευρωπαίων να συνταξιοδοτηθεί σαφώς φτωχότερη και αρκετά αργότερα συγκριτικά με τις προηγούμενες γενιές».