ΑΠΟΦΑΣΗ
Παλιούρας κ.α. κατά Ελλάδας της 10.09.2024 (αρ. προσφ. 51031/16 και 2 άλλες)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το 2015 εκδόθηκαν τρία Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής κατά των προσφευγόντων λόγω φερομένης αυθαίρετης κατάληψης ορισμένων ακινήτων του δημοσίου. Ταυτόχρονα, εκδόθηκαν και Πρωτόκολλα αποζημίωσης για την φερόμενη αυθαίρετη χρήση αυτών των εκτάσεων για μια περίοδο 19 ετών, με συγκεκριμένα ποσά αποζημίωσης για κάθε έναν από τους προσφεύγοντες.
Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν Ανακοπές στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, ζητώντας να ακυρωθούν ή, επικουρικά, να τροποποιηθούν τα Πρωτόκολλα αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης των κτημάτων διαχείρισης δημοσίου.
Το εγχώριο δικαστήριο έκρινε στο σκεπτικό των (ίδιων) αποφάσεων του, ότι το άρθρο 2 του ν. 388/1943 προέβλεπε ότι το Πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση ακινήτων, που βρίσκονται υπό τη διαχείριση του δημοσίου, δεν μπορεί να περιλαμβάνει χρονικό διάστημα άνω των πέντε ετών από την ημερομηνία της πρώτης έκδοσής του. Προσέθεσε δε, παραθέτοντας και σύμφωνη νομολογία του ΑΠ, ότι ήταν ανεπίτρεπτος και άκυρος ο καθορισμός αποζημίωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας.
Έτσι σύμφωνα με την αιτιολογία των εγχωρίων αποφάσεων δεν μπορούσε να βεβαιωθεί ποσό αποζημίωσης πέραν της πενταετίας. Όμως το εθνικό δικαστήριο, παρότι τα προσβαλλόμενα επίδικα Πρωτόκολλα ανέφεραν καταβλητέα αποζημίωση για μη νόμιμο χρονικό διάστημα 19 ετών (14 έτη πέραν του νομίμου), στην ίδια αιτιολογία των αποφάσεων του ανέφερε ότι νομίμως εκδόθηκαν τα Πρωτόκολλα αυτά και με το διατακτικό απέρριψε όλες οι Ανακοπές, επικυρώνοντας τα Πρωτόκολλα.
Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1), λόγω της αντιφατικής αιτιολογίας των αποφάσεων του εθνικού δικαστηρίου, που τις καθιστούσαν διφορούμενες και αυθαίρετες.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στους προσφεύγοντες 12.000 ευρώ συνολικά για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 2 Ιουλίου 2015 εκδόθηκαν Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής κατά των προσφευγόντων για αυθαίρετη κατάληψη ορισμένων ακινήτων, χαρακτηρισμένων ως δημοσίων. Την ίδια ημερομηνία, εκδόθηκαν σε βάρος τους και Πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης για την αυθαίρετη χρήση (πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης) των εν λόγω εκτάσεων για την περίοδο από το Ιανουάριο 1995 μέχρι Δεκέμβριο 2014 (που κάλυπταν 19 έτη). Τα ποσά ανήρχοντο σε 4.878,75, 1.697,80 και 3.325,80 ευρώ αντίστοιχα για κάθε προσφεύγοντα.
Στις 13 Αυγούστου 2015 οι προσφεύγοντες κατέθεσαν Ανακοπές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας με την οποία ζητούσαν να ακυρωθούν ή, επικουρικά, να τροποποιηθούν τα πρωτόκολλα αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης των κτημάτων διαχείρισης δημοσίου. Κατέβαλαν δε 975,50, 339,56 και 665,04 ευρώ αντίστοιχα (που αντιστοιχούν στο 20% της προσδιορισθείσας αποζημίωσης), ως διαδικαστική προϋπόθεση για να εξεταστούν οι προσφυγές τους.
Στις 24 Φεβρουαρίου 2016 το Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας απέρριψε τις ανακοπές με τις με αριθμ. πρωτ. 35/2016, 36/20126 και 34/2016 τελεσίδικες αποφάσεις του αντίστοιχα και επικύρωσε τα πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης για δεκαεννέα έτη.
Το εγχώριο δικαστήριο έκρινε στο σκεπτικό των ανωτέρω (πανομοιότυπων) αποφάσεων του, όσον αφορά όλους τους προσφεύγοντες, ότι το άρθρο 2 του ν. 388/1943 προβλέπει ότι η βεβαίωση για αποζημίωση για αυθαίρετη χρήση κτημάτων, που βρίσκονται υπό τη διαχείριση του δημοσίου, δεν μπορεί να περιλαμβάνει χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα πέντε έτη από την ημερομηνία της έκδοσης της πρώτης βεβαιώσεως (Πρωτοκόλλου). Ερμηνεύοντας μάλιστα τη σχετική διάταξη ανέφερε στο σκεπτικό των αποφάσεων ότι ήταν ανεπίτρεπτος και επομένως άκυρος ο καθορισμός αποζημίωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας εφόσον για πρώτη φορά εκδίδεται τέτοιο πρωτόκολλο. Παρέθετε δε και σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου.
Έτσι σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων δεν μπορούσε να βεβαιωθεί ποσό αποζημίωσης πέραν της πενταετίας. Όμως τα προσβαλλόμενα επίδικα Πρωτόκολλα δεν αφορούσαν μόνον αποζημίωση 5 ετών αλλά 19 ετών! Παρ΄ όλα αυτά και παρά την ανωτέρω σκέψη του εγχώριου δικαστηρίου στο ίδιο σκεπτικό λίγο πιο κάτω αναγράφεται ότι νομίμως εκδόθηκαν τα Πρωτόκολλα για το χρονικό διάστημα των 19 ετών και στο διατακτικό των αποφάσεων απορρίπτει τις Ανακοπές και επικυρώνει τα προσβαλλόμενα Πρωτόκολλα.
Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν παραβίαση του άρθρου 6 § 1 ισχυριζόμενοι ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, υποστηρίζοντας ότι το σκεπτικό των αποφάσεων του δικαστηρίου ήταν αντιφατικό.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Α) ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Συγκεκριμένα, θα μπορούσαν να είχαν ζητήσει τη διόρθωση των αποφάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας σύμφωνα με τα άρθρα 315 και 317 του ΚΠολΔ. Τόνισε ότι το εθνικό δικαστήριο, αν και αναγνώρισε ρητά ότι η αποζημίωση για αυθαίρετη χρήση μπορούσε να επιβληθεί μόνο για 5 έτη όσον αφορά Πρωτόκολλα που εκδόθηκαν για πρώτη φορά, όπως τα επίμαχα, δεν αποτύπωσε την πραγματική δικαστική πρόθεση και επικύρωσε τα επίμαχα πρωτόκολλα θεωρώντας ότι η αποζημίωση οφείλεται για 19 έτη. Η Κυβέρνηση σημείωσε ότι ήταν προφανές από τις δικαστικές αποφάσεις και την παράθεση πάγιας νομολογίας ότι η πραγματική πρόθεση του δικαστηρίου ήταν ότι τα Πρωτόκολλα έπρεπε να καλύπτουν περίοδο 5 ετών και όχι 19, όπως λανθασμένα είχε γίνει.
Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε επίσης ότι θα μπορούσαν οι προσφεύγοντες να ζητήσουν από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) εξωδικαστική αναγνώριση ή διευθέτηση των απαιτήσεών τους, με την οποία το ΝΣΚ θα είχε τη δυνατότητα να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλεται αποζημίωση πέραν της πενταετίας με Πρακτικό με τις ίδιες έννομες συνέπειες με μια δικαστική απόφαση. Σημείωσε ότι η αίτηση στο ΝΣΚ μπορούσε να υποβληθεί ανά πάσα στιγμή πριν ή μετά την επιδίκαση αποζημίωσης μέσω μιας απλής και χωρίς κόστος διαδικασίας.
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το άρθρο 315 του ΚΠΔ δεν ήταν εφαρμοστέο στις υποθέσεις τους, καθώς δεν υπήρχε απόκλιση μεταξύ της πρόθεσης του δικαστηρίου και της διατύπωσης στο διατακτικό της απόφασης. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο και τη νομολογία, η διόρθωση (οποιουδήποτε μέρους της απόφασης) ήταν δυνατή εφόσον τηρούνταν η αρχή του δεδικασμένου και τα σφάλματα αποδίδονταν σε αποκλίσεις μεταξύ αυτού που το δικαστήριο ήθελε να εκφράσει και αυτού που διατυπώθηκε. Ως εκ τούτου, η διόρθωση δεν πρέπει ούτε να αφορά την ουσία ούτε να μεταβάλλει ή να ανακαλεί το περιεχόμενο της απόφασης. Τυχόν σφάλματα που σχετίζονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία του νόμου ή την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων μπορούν να προσβληθούν μόνο με ένδικα μέσα, ενώ η διόρθωση εφαρμόζεται σε ακούσια σφάλματα που συμβαίνουν κατά τη σύνταξη ή την απομαγνητοφώνηση μιας απόφασης για να αποδοθεί στο κείμενο το επιδιωκόμενο περιεχόμενό του.
Κατά την άποψη των προσφευγόντων, το εθνικό δικαστήριο ορθά εξέθεσε το νομοθετικό πλαίσιο που ορίζει ότι τα Πρωτόκολλα αποζημίωσης που εκδίδονται για πρώτη φορά δεν μπορούν να επικυρωθούν για περίοδο πέραν της πενταετίας. Ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε νομικό σφάλμα στις αποφάσεις, καθώς έκριναν ότι τα Πρωτόκολλα είχαν εκδοθεί νομίμως για περίοδο 19 ετών, παρά το γεγονός ότι είχαν εκδοθεί για πρώτη φορά το 2015.
Επιπλέον οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι οι αιτήσεις ενώπιον του ΝΣΚ θα μπορούσαν να οδηγήσουν μόνο σε μια μη εκτελεστή συμβουλευτική γνωμοδότηση η οποία θα υποβαλλόταν στο Υπουργείο Οικονομικών για απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν προσέφερε προοπτική επιτυχίας.
Κατά το ΕΔΔΑ τα έκτακτα ένδικα βοηθήματα δεν θεωρούνται αποτελεσματικά ένδικα μέσα κατά την έννοια του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης και συνεπώς δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούνται (βλ. Šimkus κατά Λιθουανίας της 13.06.2017 και Γουλανδρή και Βαρδινογιάννη κατά Ελλάδος της 16.06.2022).
Εν όψει αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ένδικα μέσα που πρότεινε η Κυβέρνηση, ιδίως οι αιτήσεις διόρθωσης και ενώπιον του ΝΣΚ, δεν αποτελούν ένδικα μέσα που πρέπει να εξαντληθούν και απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης.
Β) ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ
Οι προσφεύγοντες υπογράμμισαν ότι η Κυβέρνηση αναγνώρισε ότι τα εν λόγω Πρωτόκολλα έπρεπε να είχαν ακυρωθεί για το χρονικό διάστημα πέραν των πέντε ετών.
Κατά την Κυβέρνηση οι αποφάσεις ήταν επαρκώς τεκμηριωμένες όσον αφορά το δημόσιο χαρακτήρα της γης και την αυθαίρετη κατοχή της από τους προσφεύγοντες, καθώς και τις μισθωτικές αξίες και την ημερομηνία έκδοσης των Πρωτοκόλλων αποζημίωσης. Όσον αφορά την περίοδο για την οποία θα έπρεπε να είχε καθοριστεί η αποζημίωση, το εγχώριο δικαστήριο εξέθεσε και ερμήνευσε τη σχετική εφαρμοστέα διάταξη, αλλά κατέληξε σε προδήλως εσφαλμένο συμπέρασμα που δεν αλλοίωσε το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραβιάζεται το άρθρο 6 §1 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το εθνικό δικαστήριο έκρινε αρχικά ότι τα Πρωτόκολλα αποζημίωσης δεν πρέπει να επικυρώνονται πέραν των 5 ετών. Στη συνέχεια διαπίστωσε ότι τα Πρωτόκολλα είχαν νομίμως εκδοθεί για περίοδο 19 ετών και απέρριψε τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων χωρίς να αποδείξει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των πραγματικών περιστατικών, του εφαρμοστέου δικαίου και του αποτελέσματος. Η χρονική περίοδος των 19 ετών, η οποία αναγνωρίστηκε και από τα δύο μέρη ως εσφαλμένη, επαναλήφθηκε περαιτέρω στο διατακτικό των αποφάσεων.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι το σκεπτικό του εθνικού δικαστηρίου, που περιλαμβάνει τους νομικούς λόγους και εξετάζεται σε συνδυασμό με το διατακτικό, καθιστά την απόφαση του δικαστηρίου διφορούμενη και αυθαίρετη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε στους προσφεύγοντες συνολικά 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.