Αριθμός 1062 /2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη – Εισηγήτρια, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Λάμπρου Σοφουλάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου D. K. του P., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χατζηϊωάννου, για αναίρεση της 285-286/2021 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’αριθμ. πρωτ. 2817/28-3-2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 390/22.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινών για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία και της οπλοχρησίας, αναγκαίως δε ως προς τη διάταξή της περί καθορισμού συνολικής ποινής, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 23-3-2022 και με αριθμό πρωτ.2817/28-3-2022 αίτηση του D. K. του P., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων (ασκηθείσα με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28-3-2022) κατά της 285-286/2021 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης (που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα με την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2ε’ του ΠΚ, για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, και του επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και έξι (6) μηνών) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθ. 464, 466 παρ.1 και 2, 473 παρ.1 και 2, 474 παρ.1, 2Α και 4 του ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ (ανθρωποκτονία με πρόθεση) “1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ (ανθρωποκτονία με δόλο) “1.Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη”. Ήδη με το άρθρο 63 του Ν.4855/2021, η παράγραφος 1 του άρθρου 299 τροποποιήθηκε ως προς την ποινή και ορίστηκε ότι “1.Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη”, επερχομένης της αρχικής πρόβλεψης του νόμου. Ως εκ τούτου, η τελευταία αυτή διάταξη τυγχάνει δυσμενέστερη ως προς την ποινή της προηγούμενης του άρθρου 299 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 και έως τις 12-11-2021 νέου ΠΚ (οπότε και τροποποιήθηκε με το Ν.4855/2021). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με δόλο απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος. Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει ως δυνατό το άνω εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Ο δόλος, ενδεικτικά, διαγιγνώσκεται από τις προηγούμενες σχέσεις δράστη – θύματος, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένταση, την κατεύθυνση ή τον αριθμό του πλήγματος ή των πληγμάτων, την απόσταση δράστη και θύματος, τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη, πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου. Επίσης, από τη διατύπωση του ως άνω άρθρου 299 του ΠΚ συνάγεται, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ.1) και απρομελέτητο (της παρ.2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, διότι, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ.2 του άρθρου 299 του ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη. Προς τούτο το δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της απόφασής του, ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου, όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 497/2021). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει, ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση που δεν ολοκληρώθηκε, βρίσκεται σε απόπειρα, η οποία τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83), όταν εκείνος που το αποφάσισε άρχισε να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 του νέου ΠΚ προσδιορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο της αρχής εκτέλεσης του εγκλήματος, ώστε να είναι σαφές ότι το έγκλημα βρίσκεται σε απόπειρα, όταν έχει πραγματωθεί ένα τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης. Στις περιπτώσεις εκείνων των εγκλημάτων που ο ακριβής τρόπος τέλεσης δεν περιγράφεται στο νόμο αναλυτικά, νοείται ότι ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο πράξη, όταν εξαπολύσει κατά του έννομου αγαθού την ενέργεια, η οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη, αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός (ΑΠ 819/2022). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 45 τόσο του προϊσχύσαντος, όσο και του νέου ΠΚ, συνάγεται ότι με τον όρο “από κοινού” τέλεση μίας αξιόποινης πράξης νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι άλλοι συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ή ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους τυπικών ενεργειών καθενός συναυτουργού (ΑΠ 101/2022, ΑΠ 819/2022). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 1 του Ν.2168/1993, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 1 του Ν.3944/2011, “Όπλο είναι κάθε μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης, με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα, βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα ή να προκαλέσει πυρκαγιά, όπως και κάθε συσκευή, που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα. Στην έννοια το όπλο περιλαμβάνεται οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο και ιδίως πολεμικά τυφέκια, πολυβόλα, υποπολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα….” κατά δε τη διάταξη των παραγράφων 1 και 13 εδ.α’του άρθρου 10 του ιδίου ως άνω νόμου “1.Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του άρθρου 9, απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του παρόντος νόμου. 13α. Όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στις παρ.1, πλην της περ.γ’και 3 περ.α’και δ’του άρθρου 1 του παρόντος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών”, και τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του ιδίου ως άνω νόμου “Όποιος με χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου αναφερόμενου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια και καταδικαστεί, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι’αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών”. Ήδη, όμως, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ.2 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, ορίζεται ότι “όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος Κώδικα”.
Συνεπώς, στην προβλεπόμενη από το άρθρο 14 του Ν.2168/1993 ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή και, έτσι, η εν λόγω διάταξη του ως άνω άρθρου καθίσταται ηπιότερη ως προς την ποινή (ΑΠ 360/2020).
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.τ.λ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας, καθώς και τα υπερασπιστικά επιχειρήματα του κατηγορουμένου. Αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό αποτελεί και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί “άλλοθι” (ΑΠ 1466/2006, ΑΠ 1190/2005, ΑΠ 1079/2016). Όμως, ενόψει της διαμόρφωσης, υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του νέου ΚΠΔ, μίας ορθότερης από συστηματική άποψη κεντρικής αρχής για τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού, εντασσόμενης στη μη υποχρέωση του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του, οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί του κατηγορουμένου εξακολουθούν μεν λόγω της φύσης τους ως συνδεόμενοι με τα στοιχεία τόσο της αντικειμενικής όσο και της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης που εκδικάζεται, να αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή, αλλά απαιτούν ευρύτερη και αυτεπάγγελτη έρευνα στα πλαίσια των ως άνω αρχών κάθε αποδεικτικού στοιχείου για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και τη θεμελίωση σ’αυτή της τελικής κρίσης του δικαστηρίου (ΑΠ 32/2021, ΑΠ 337/2021). Περαιτέρω, η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ.δ’ του ΚΠΔ (ΑΠ 42/2021). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ’αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 285-286/2021 απόφαση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριό του, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, και όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, την επισκόπηση των οδικών χαρτών, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, αποδείχθηκαν, κατά πιστή αντιγραφή, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο Σ. Τ., χρήστης ναρκωτικών ουσιών, είχε γνωρίσει, μέσω των συναστροφών του, πριν από τέσσερα περίπου έτη τον κατηγορούμενο, από τον οποίο και προμηθευόταν μικροποσότητες ναρκωτικών ουσιών για δική του χρήση, έναντι αμοιβής. Ο ανωτέρω, Σ. Τ., δεν είχε έσοδα από εργασία, και συχνά προμηθευόταν από τον κατηγορούμενο τις εν λόγω μικροποσότητες οφείλοντας το αντίστοιχο τίμημα, το οποίο, σωρρευόμενο, ανήλθε στο ποσό των 500 ευρώ, το οποίο δεν ήταν σε θέση να του αποπληρώσει αυτός. Στις 20-7-2017 οικογενειακός φίλος του Σ. Τ. του χάρισε ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια, τα οποία τότε αυτός (Σ.Τ.) αποφάσισε να προσφέρει στον κατηγορούμενο ως αντάλλαγμα για την απόκτηση ναρκωτικών, και έτσι έσπευσε σε περίπτερο επί της …, όπου εργαζόταν ο κοινός τους (του Σ. Τ. και του κατηγορουμένου) γνωστός με το όνομα “Α.”, με την μεσολάβηση του οποίου κανονίστηκε να συναντήσει ο ανωτέρω Σ. Τ. τον κατηγορούμενο την ίδια ημέρα μπροστά στο περίπτερο. Αφού ο Σ. Τ. περίμενε στο σημείο συνάντησης για 2-3 ώρες, τελικώς εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος, οδηγώντας ένα όχημα εργοστασίου κατασκευής … τύπου … χρώματος μπλε, στο οποίο επέβαιναν επίσης ο P. K., τον οποίο ο Σ. Τ. γνώριζε από πριν με το όνομα “Π.” και είναι ξάδελφος του κατηγορουμένου και ο O. R.. Ακλούθως, επιβιβάστηκε και ο Σ. Τ. στο παραπάνω όχημα και κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς την περιοχή του Α. Α., οπότε ο κατηγορούμενος, στάθμευσε το όχημα που οδηγούσε σε σημείο πλησίον των σιδηροδρομικών γραμμών, δίπλα από κανάλι που βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Σε ερώτηση του Σ. Τ. για τον λόγο για τον οποίο είχαν μεταβεί στο εν λόγω απόμερο σημείο, ο κατηγορούμενος του απάντησε ότι στο σημείο αυτό συνήθιζε να κρύβει τα ναρκωτικά και του υπέδειξε μια πέτρα, κάτω από την οποία υποτίθεται ότι βρίσκονταν αυτά. Ο Σ. Τ., ήδη είχε αντιληφθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, πλην όμως δεν είχε άλλη επιλογή και γι’ αυτό πλησίασε προς το σημείο υπόδειξης του κατηγορουμένου. Την ίδια στιγμή, ο Σ. Τ., αντιλήφθηκε βήματα να πλησιάζουν και γυρίζοντας προς την κατεύθυνση των βημάτων, είδε τον κατηγορούμενο να πλησιάζει προς το μέρος του, έχοντας προτεταμένο προς αυτόν ένα όπλο που κρατούσε, σημαδεύοντάς τον στο κεφάλι. Αμέσως ο ανωτέρω έσκυψε ενστικτωδώς, τη στιγμή που ο κατηγορούμενος πυροβολούσε εναντίον του, με αποτέλεσμα η σφαίρα να περάσει δίπλα από το αυτί του. Στη συνέχεια, ο ανωτέρω παθών άρχισε να τρέχει για να γλυτώσει από την ανθρωποκτόνο πρόθεση του κατηγορουμένου, κατευθυνόμενος προς ένα παρακείμενο τσιμεντένιο κανάλι με νερό, πλην όμως ο κατηγορούμενος, έχοντας σκοπό να ολοκληρώσει τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, τον ακολούθησε συνεχίζοντας να πυροβολεί, ρίχνοντας άλλες τρεις σφαίρες, εκ των οποίων η πρώτη πέτυχε το θύμα στο αριστερό χέρι και η δεύτερη στην περιοχή του γλουτού, οπότε αυτό έπεσε στο νερό. Ταυτόχρονα, ήρθε από πάνω του ο κατηγορούμενος, οπότε ο ανωτέρω παθών, σε μία ύστατη προσπάθεια να σωθεί άρπαξε τον κατηγορούμενο από τα πόδια, ρίχνοντάς τον μέσα στο νερό. Τότε ο κατηγορούμενος, φώναξε στα αλβανικά στον έτερο παρευρισκόμενο τον οποίο ο Σ. Τ. (ο οποίος σημειωτέον ομιλεί την αλβανική γλώσσα) γνώριζε με το όνομα Π.”, να του φέρει τη βενζίνη. ο κατηγορούμενος, αφού περιέλουσε με τη βενζίνη τον παθόντα, ζήτησε από τον “Π.” να του δώσει έναν αναπτήρα, με τον οποίο ο κατηγορούμενος έβαλε φωτιά στα ρούχα του θύματος που άρχισε να καίγεται και προκειμένου αυτό να σβήσει τη φωτιά, κυλίστηκε στο έδαφος πάνω σε χόρτα, τα οποίο άρπαξαν φωτιά. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος, αντιλαμβανόμενος ότι το θύμα του είναι ακόμη ζωντανό και ότι η φωτιά είχε σβήσει, το πλησίασε και πάλι και με τη λαβή του όπλου που κρατούσε, άρχισε να το χτυπά διαδοχικά στο κεφάλι, οπότε ο παθών, προσποιήθηκε ότι είχε χάσει τις αισθήσεις του, προκειμένου να κάνει τον κατηγορούμενο να σταματήσει τα χτυπήματα. Τέλος, ο κατηγορούμενος, έστρεψε και πάλι το όπλο εναντίον του Σ. Τ. και τον πυροβόλησε δύο ακόμη φορές στην κοιλιακή χώρα. Τότε ο κατηγορούμενος και οι άλλοι δύο παρευρισκόμενοι στο σημείο συγκατηγορούμενοί του, αντιλαμβανόμενοι ότι ο Σ. Τ. δεν έδειχνε σημεία ζωής καθώς εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητος στο έδαφος (έτσι ώστε οι ανωτέρω να τον θεωρήσουν νεκρό και να αποφύγει έτσι να δεχθεί άλλα χτυπήματα), αποχώρησαν από τον χώρο όπου βρισκόταν ο παθών. Στη συνέχεια, ο Σ. Τ., αφού κατάλαβε ότι οι ανωτέρω είχαν απομακρυνθεί, σηκώθηκε και άρχισε αιμόφυρτος να κατευθύνεται προς τον δρόμο, καλώντας παράλληλα σε βοήθεια. Για καλή του τύχη, διερχόταν με το αυτοκίνητο του από το σημείο ο εξετασθείς μάρτυρας Γ. Γ., ο οποίος διατηρεί θερμοκήπιο στην περιοχή και είχε προηγουμένως ακούσει τους πυροβολισμούς, ο οποίος σταμάτησε αμέσως το όχημά του και σε σχετικές ερωτήσεις του, ο Σ. Τ. του περιέγραψε με λεπτομέρειες όλα όσα είχαν συμβεί προηγουμένως. Αμέσως ο μάρτυρας ειδοποίησε την αστυνομία και κάλεσε το ΕΚΑΒ, το οποίο παρέλαβε τον παθόντα και τον μετέφερε στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑ, οπότε αυτός εισήχθη στη Γ’ Χειρουργική κλινική του ίδιου νοσοκομείου ως πολυτραυματίας, συνεπεία αναφερόμενης κάκωσης κοιλίας από πυροβόλο όπλο και εμπρησμό, φέρων ανοιχτό τραύμα κοιλιακής χώρας και εγκαύματα β’ βαθμού στις άκρες χείρες άμφω, στον δεξιό βραχίονα, στον τράχηλο και στο δεξιό ημιμόριο της κεφαλής. Στη συνέχεια, υποβλήθηκε άμεσα σε ερευνητική λαπαροτομία, όπου διαπιστώθηκαν πολλαπλές τραυματικές διατρήσεις του σιγμοειδούς κόλου και της ουροδόχου κύστεως. Ο ανωτέρω παθών υποβλήθηκε σε επέμβαση Hartmann και σε συρραφή της ουροδόχου κύστεως και στη συνέχεια διακομίστηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας, όπου παρέμεινε έως τις 4.5.2017. Κατόπιν μεταφέρθηκε στη Γ’ Χειρουργική κλινική του ίδιου νοσοκομείου, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 9.5.2017, οπότε εξήλθε κατόπιν ομαλής μετεγχειρητικής πορείας, με σύσταση για περαιτέρω αντιμετώπιση σε τμήμα πλαστικής χειρουργικής και ουρολογική εκτίμηση πριν την αφαίρεση του καθετήρα Foley. Ακολούθως, ο ανωτέρω στις 8-6- 2017 εισήχθη στο Τμήμα Πλαστικής Χειρουργικής του Γ.Ν.Θ. Τ. Παπανικολάου” όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί θερμικό έγκαυμα γ’ βαθμού (ΔΕ) βραχίονος και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 13-6-2017, αφού υποβλήθηκε προηγουμένως σε χειρουργική επέμβαση για την κάλυψη των ελλειμμάτων του (ΔΕ) βραχίονος με δερματικά αυτομοσχεύματα από τον (ΔΕ) μηρό. Ο παθών, στις 2-6-2017 εξετάστηκε από τη Ιατροδικαστή Ε. Κ., η οποία συνέταξε την υπ’ αριθμόν πρωτ. 1039/22-6-2017 Ιατροδικαστική Έκθεση, στην οποία διαλαμβάνεται και κλινική εξέταση του παθόντος, κατά το περιεχόμενο της οποίας, αφού η ανωτέρω ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι πρόκειται για ενήλικο άνδρα, περιπατητικό, τετρακινητικό, συνεργάσιμο και προσανατολισμένο σε χώρο και χρόνο, κατέγραψε στην έκθεση της τα’ ακόλουθα ευρήματα: -“Εστιακή αποψίλωση των τριχών της κεφαλής της ινιακής χώρας, μετά δύο τραυμάτων των μαλακών μορίων σε διαδικασία επούλωσης-Εγκαυματικές αλλοιώσεις, σε διαδικασία επούλωσης, του προσώπου (των άνω βλεφάρων, των παρειακών χωρών, της αριστερής κροταφικής χώρας)-Εκτεταμένη εγκαυματική αλλοίωση, σε διαδικασία επούλωσης, που καταλαμβάνει το πτερύγιο του δεξιού ωτός, τη δεξιά τραχηλική χώρα και εκτείνεται ως την πρόσθια τραχηλική και τη δεξιά υποκλείδιο χώρα-Ουλή τραχειοστομίας- Εκτεταμένη εγκαυματική αλλοίωση, σε διαδικασία επούλωσης, που καταλαμβάνει την ωμική χώρα και το δεξιό βραχίονα, που εκτείνεται έως το άνω τριτημόριο της πλάγιας επιφάνειας του δεξιού ημιθωρακίου (το έγκαυμα του βραχίονα καλυμμένο με χειρουργικές γάζες οι οποίες δεν διανοίχθηκαν λόγω κινδύνου μόλυνσης του τραύματος) – Εγκαυματική αλλοίωση, σε διαδικασία επούλωσης, που καταλαμβάνει τη δεξιά υποπλάτιο χώρα και εκτείνεται ως το ύψος της δεξιάς νεφρικής χώρας – Εγκαυματική αλλοίωση, σε διαδικασία επούλωσης, που καταλαμβάνει τη ραχιαία επιφάνεια της δεξιάς άκρας χείρας και της σύστοιχης πηχεοκαρπικής-Εγκαυματική αλλοίωση, σε διαδικασία επούλωσης, της ραχιαίας επιφάνειας της αριστερής άκρας χείρας- Ουλή του άνω τριτημορίου της δεξιάς πλάγιας θωρακικής χώρας- Πρόσφατη γραμμική χειρουργική ουλή μέσης γραμμής υπερ/υποομφάλια της κοιλιακής χώρας- Δύο ουλές παραλλήλως φερόμενες της δεξιάς κοιλιακής χώρας-Παρά φύση έδρα κοιλιακής χώρας-Δύο τραύματα των μαλακών μορίων, σε διαδικασία επούλωσης, το ένα διαστάσεων 1,2Χ0,8εκ. περίπου, του άνω τριτημορίου της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού αντιβραχίου και το έτερο διαστάσεων 1 Χ 1 εκ. περίπου, κατά την έσω επιφάνεια της χώρας του αριστερού αγκώνος.- Τραύμα των μαλακών μορίων, σε διαδικασία επούλωσης, διαμέτρου 1 εκ.περίπου, της δεξιάς γλουτιαίας χώρας. Αιτιάται άλγος της δεξιάς ισχιακής χώρας με τις κινήσεις του σύστοιχου κάτω άκρου.” Σύμφωνα δε με το συμπέρασμα της εν λόγω έκθεσης, ο Σ. Τ. είχε υποστεί βαριά σωματική βλάβη, κακώσεις, εγκαυματικές αλλοιώσεις και χειρουργικές επεμβάσεις. Περί όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, κρίσιμες είναι οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, οι οποίες συνεκτιμώμενες στηρίζουν την κρίση του Δικαστηρίου, κυρίως δε αυτή του παθόντος, ο οποίος περιέγραψε με σαφήνεια τα περιστατικά που διαδραματίστηκαν, η κατάθεσή του δε αυτή δεν αναιρείται από κανένα περί του αντιθέτου αποδεικτικό μέσο, αντιθέτως επικυρώνεται από τ’ αναγνωσθέντα έγγραφα. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος, καθ’ ομολογία του, βρίσκεται από το έτος 2014 στην Ελλάδα, χωρίς να εργάζεται, αρνείται την κατηγορία, διατεινόμενος ότι δεν προμήθευε ο ίδιος ναρκωτικά στον παθόντα, καθόσον ουδεμία σχέση έχει με διακίνηση ναρκωτικών, ούτε βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος, κατά το ένδικο συμβάν ενώ προσπαθεί να καταδείξει ότι για αυτό ευθύνεται άλλο άτομο, υπολαμβάνοντας τον αλλοδαπό ονόματι Τ. Μ., με τον οποίο επίσης συναναστρεφόταν ο παθών, και τον οποίο ήδη ο τελευταίος επιχειρεί να συγκαλύψει, ως και ότι η μοναδική συναλλαγή που είχε με τον παθόντα ήταν η αγορά απ’ αυτόν (παθόντα) ενός ρολογιού χειρός, έναντι 20 ευρώ. Οι αρνητικοί αυτοί της κατηγορίας ισχυρισμοί αποκρούονται ως αβάσιμοι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, μεταξύ των άλλων κι από τα εξής: α) Ανεξαρτήτως δε του αν ο παθών προμηθευόταν ή όχι ναρκωτικά και από τον ως άνω αλλοδαπό (Τ. Μ.), δεν αναφέρει ο κατηγορούμενος, ούτε άλλωστε προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά, εν προκειμένω, σύνδεση αξιόποινης συμπεριφοράς του ανωτέρω με την υπό κρίση υπόθεση β) Ουδείς λόγος προέκυψε που να δικαιολογεί στάση του παθόντος να συγκαλύψει οποιαδήποτε εις βάρος του δράση εκ μέρους του ανωτέρω Τ. Μ., ενόψει, μάλιστα του γεγονότος ότι από την απρόκλητη, αιφνιδιαστική, κι επανειλημμένα σφοδρή επίθεση που υπέστη αυτός (παθών), κινδύνευσε οριακά, να χάσει την ζωή του, γ) Ουδείς λόγος προέκυψε, ούτε άλλωστε ο κατηγορούμενος ανέφερε τέτοιο λόγο, που να στηρίζει την κρίση ότι ο παθών επέλεξε αυτόν (κατηγορούμενο) να καταγγείλει ψευδώς, δ) Σε κάθε περίπτωση, αν ο παθών ήθελε να συγκαλύψει τον ανωτέρω, είτε οποιονδήποτε άλλον, καίτοι είχε πληγεί τόσο σοβαρά η υγεία του, ασφαλώς θα μπορούσε ν’αρνηθεί ότι γνωρίζει ποιοί είναι οι δράστες, ή να ισχυριστεί ότι δεν αναγνωρίζει κάποιον απ’αυτούς στις επιδειχθείσες από την αστυνομία φωτογραφίες, όπως, και πράγματι, είχε πράξει κατ’αρχάς, όταν δεν κατέστη δυνατόν να τους αναγνωρίσει (διότι οι φωτογραφίες των δραστών, τότε, δεν περιλαμβάνονταν σ’αυτές). ε) Ωστόσο, ανέφερε ο παθών στους αστυνομικούς, το όνομα του κατηγορουμένου, (“Ν.”), ως δράστη το ίδιο δε όνομα ανέφερε ως εμπλεκόμενο, και ανώνυμος πληροφοριοδότης, στις 24-4-2017, στις αστυνομικές αρχές, δηλώνοντας ότι γνώριζε για το ένδικο ατύχημα, στον Άγιο Αθανάσιο, ότι το θύμα είχε ήταν ένας Έλληνας που είχε συναλλαγές με Αλβανούς, ως και ότι είχε μαλώσει με κάποιον Αλβανό που πουλούσε ναρκωτικά, το άτομο δε αυτό (Ν.) χρησιμοποιούσε έναν συγκεκριμένο τηλεφωνικό αριθμό. Κατόπιν αυτού, διαταχθείσης νομοτύπως της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου του εν λόγω αριθμού, διαπιστώθηκε ότι η σύνδεση αυτή, η οποία ήταν ενεργοποιημένη σε άγνωστο υπήκοο της Γκάνας, χρησιμοποιείτο δε από τον κατηγορούμενο, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε κατά την απολογία του, ενεργοποίησε κεραίες κινητής τηλεφωνίας που βρίσκονται κοντά στην περιοχή που έλαβε χώρα η απόπειρα, κι ακολούθως ενεργοποίησε κεραίες του νομού Ιωαννίνων, περιοχή στην οποία παραδέχθηκε ότι ακολούθως (σε χρόνο μετά το συμβάν) μετέβη ο κατηγορούμενος “γιατί είναι η μέρα που πάω τα παιδιά (εννοεί τους συγκατηγορουμένους του] Γιάννενα, για να φύγουν…”, ενώ, προηγουμένως, κατά τις παραδοχές του ιδίου, και το πρωί και μεσημέρι της ιδίας ημέρας, βρισκόταν σε περιοχή του Ευόσμου ήτοι σε περιοχή κοντά στον τόπο του εγκλήματος, προσέτι δε, είχε προηγηθεί η ενεργοποίηση στην περιοχή “Λ.”, (βλ απολογία του στα πρακτικά της δίκης αυτής), την οποία είχε επισκεφθεί “για καφέ”, προφανώς, όμως, πριν την συνάντησή του με τον παθόντα. Ειδικότερα δε, λαμβανομένου υπόψη του ότι η αστυνομία ενημερώθηκε για το συμβάν στις 3.30′ της ιδίας ημέρας, όπως προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας, Α. Κ., αστυνομικού (βλ στα πρακτικά της δίκης αυτής: “20-04-2017 ενημερώθηκε η υπηρεσία μου περίπου στις 3:30, ότι βρέθηκε ένα άτομο χτυπημένο και καμένο, στην αγροτική περιοχή του Α. Α.”), σε συνδυασμό με όσα κατέθεσε ο ίδιος μάρτυρας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (“πήγαμε με τα οχήματα σχεδόν αμέσως. Όταν φθάσαμε το θύμα είχε φύγει με το ΕΚΑΒ για το νοσοκομείο” και “τρεις παρά πέντε πρέπει να έγινε [το συμβάν]”), ασφαλώς αποδεικνύεται, χωρίς να προκύπτει αντίθετο για τα άνω χρονικά σημεία (βλ. και κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας Γ. Γ. στην εκκαλουμένη “Δεν θυμάμαι την ακριβή ώρα. Πρέπει να ήταν μεσημέρι, ανάμεσα στις τρεισήμισι και στις πέντε”), σύμφωνα με τους προαναφερθέντες χρόνους ενεργοποίησης της κεραίας κινητής τηλεφωνίας, η παρουσία του κατηγορουμένου με τους συνεργούς του (που όλοι επέβαιναν στο ίδιο αυτοκίνητο) στον χώρο του εγκλήματος κατά το συμβάν, απορριπτομένου του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού, ότι κατά τον χρόνο της εγκληματικής δράσης εις βάρος του παθόντος, αυτός (κατηγορούμενος) βρισκόταν στην περιοχή Λ., αφού η ενεργοποίηση των ως άνω κεραιών για το κινητό αυτού (κατηγορουμένου) αφορά την ώρα 2.15′, κι επομένως, εντός του μεσολαβήσαντος χρόνου (περί τα 55’λεπτά), ευχερώς επετεύχθη η μετάβαση (περί τα 30′) του οχήματος εντός του οποίου βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι από την εν λόγω περιοχή (Λ.) στην … απ’όπου παρελήφθη ο παθών, και η εν συνεχεία μετάβαση στον χώρο που τελέστηκε του έγκλημα, ως και (επετεύχθη εντός του υπολοίπου χρόνου των 25′) η εν συνεχεία προπεριγραφείσα εγκληματική δραστηριότητα στην περιοχή Α. Α., μετά την οποία αναχώρησαν ο κατηγορούμενος με τους συγκατηγορούμενους – συνεργούς του. Κατ’ακολουθία αυτών, πλήρως αποδείχθηκε η αποδιδόμενη στον εκκαλούντα- κατηγορούμενο τέλεση της, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τους συγκατηγορουμένους του P. K. του A. O. R. του R.- (φυγοδίκους) δρώντας με κοινό προς τούτο δόλο πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά τα συγκροτούντα την πράξη αυτήν περιστατικά, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση. Ειδικότερα, ως προς τον ανθρωποκτόνο δόλο του κατηγορουμένου, ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του, αυτός, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας από την ίδια την ανωτέρω διαδρομή των γεγονότων, και τις συνοδές περιστάσεις, και ιδίως από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, τα πληγέντα σημεία του σώματος του θύματος, την ένταση των πληγμάτων, του τρόπου επέλευσης αυτών, και δη με περισσότερες διαδοχικές ρίψεις έξι βολών με το πυροβόλο όπλο, ακόμα και μετά την πτώση του παθόντος στο έδαφος, με κτυπήματα με το όπλο στο κεφάλι του θύματος, με ρίψη βενζίνης προς τον παθόντα με σκοπό την πρόκληση φωτιάς στο σώμα του, η οποία και επετεύχθη, κατόπιν αναφλέξεως με αναπτήρα των ενδυμάτων του, επιθέσεις δηλαδή που, όπως προπεριγράφηκαν, καταδεικνύουν τον από κοινού δόλο προς πλήρη εξόντωση του παθόντος, και τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της πράξης, λαμβανομένης ιδιαίτερα υπόψη και της όλης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ο οποίος αποδεχθείς την (μέσω του κοινού φίλου τους Α.) πρόσκληση του θύματος για συνάντηση, προσήλθε με τους συγκατηγορουμένους του, έχοντας μαζί του το πυροβόλο όπλο γεμάτο φυσίγγια (βρέθηκαν έξι κάλυκες) και οπλισμένο, με οργανωμένο από όλους τους σχέδιο θανάτωσης του παθόντος, αφού, κατόπιν συναπόφασής του με αυτούς, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τον παρέσυρε μεταφέροντάς τον σε ερημική περιοχή έχοντας σκοπό να τον εκτελέσουν, μετά δε, την επίθεση που δέχθηκε ο παθών, ο κατηγορούμενος, μαζί με τους συγκατηγορουμένους του, διαπιστώνοντας ότι ο παθών έμεινε ακίνητος, έσπευσε να διαφύγει, χωρίς, βέβαια, να ενδιαφερθεί να καλέσει βοήθεια για την τυχόν σωτηρία του. Έτσι, η πράξη της ανθρωποκτονίας στην οποία στόχευε ο κατηγορούμενος, δεν ολοκληρώθηκε, όχι εξαιτίας της βούλησης αυτού, καθώς, όπως ήδη έχει εκτεθεί, ο παθών παρέμεινε ακίνητος στο έδαφος προσποιούμενος τον νεκρό, με αποτέλεσμα ν’ απομακρυνθούν από το σημείο ο εκκαλών- κατηγορούμενος, μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του, καθώς θεώρησαν ότι το θύμα είχε ήδη εκπνεύσει, αλλά από αίτια εξωτερικά κι ανεξάρτητα της βούλησής του, που συνίστανται στο ότι ο παθών δεν είχε απωλέσει τις αισθήσεις του, και σε άμεσο χρόνο, τυχαία εμφανίστηκε ο περαστικός Γ. Γ., ο οποίος δεχθείς τις εκκλήσεις του παθόντος για βοήθεια, φρόντισε για την άμεση κλήση του ασθενοφόρου, κι επετεύχθη η άμεση μεταφορά του στο Νοσοκομείο, κι ακολούθως η ιατρική αντιμετώπιση και θεραπεία των πολλαπλών και σοβαρών τραυμάτων του, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στην ανωτέρω ιατροδικαστική έκθεση. Πρέπει, συνεπώς, απορριπτομένων όλων των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών που πρόβαλε ο κατηγορούμενος, να κηρυχθεί αυτός ένοχος για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας από κοινού, περαιτέρω δε, πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος και των πράξεων της παράνομης οπλοφορίας του και οπλοχρησίας που του αποδίδονται, τις οποίες, με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά τέλεσε, προσέτι, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό αναφερόμενα”. Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ένοχο τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, με την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2ε’ του ΠΚ, για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, ήτοι: α)της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία, β)της παράνομης οπλοφορίας, και γ)της οπλοχρησίας, για τις οποίες του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και έξι (6) μηνών, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: “
Κηρύσσει ομόφωνα τον εκκαλούντα – κατηγορούμενο του ότι: Α)στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τους συγκατηγορουμένους του P. K. και A. O. R. του R. – φυγόδικους – δρώντας και με κοινό προς τούτο δόλο, έχοντας συναποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, επιχείρησαν πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πλην όμως το κακούργημα δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους βούληση, αλλά από λόγους ανεξάρτητους προς τη θέληση τους, συγκεκριμένα δε την 20-4-2017 και τις μεσημεριανές ώρες οι ανωτέρω κατηγορούμενοι μετέβησαν στην οδό … με το αυτοκίνητο του πρώτου από αυτούς, Ν. ή D. Κ. ή K. του Π. ή P. και της Έ. ή E., μάρκας … …, χρώματος μπλε, που οδηγούσε ο ίδιος και στο οποίο συνεπέβαιναν οι έτεροι δύο ως άνω κατηγορούμενοι και συνάντησαν τον παθόντα, Σ. Τ. του Δ., σε ραντεβού που έδωσαν έπειτα από δική του πρωτοβουλία και, με το πρόσχημα ότι ο κατηγορούμενος Ν. ή D. Κ. ή K. του Π. ή P. και της Έ. ή E. θα τον προμήθευε με μικρή ποσότητα ναρκωτικών ουσιών που του είχε ζητήσει, επιβιβάσθηκε στο αυτοκίνητο μαζί τους, εν συνεχεία δε τον μετέφεραν σε περιοχή πλησίον της επαρχιακής οδού Α. Α. – Ανατολικού στο ύψος των σιδηροδρομικών γραμμών και περί ώρα 14.15, έχοντες από κοινού αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του, ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και με σκοπό να τον σκοτώσουν, κατόπιν συναπόφασης και με κοινό προς τούτο δόλο, ενώ ο κατηγορούμενος, O. R. R. και της M. του απέσπασε την προσοχή, σηκώνοντας μια πέτρα, για να βρουν δήθεν τα ναρκωτικά, ο κατηγορούμενος Ν. ή D. Κ. ή K. του Π. ή P. και της Έ. ή E. έβαλε εναντίον του από εγγύτατη απόσταση με όπλο – πιστόλι που έφερε, μαζί του, τραυματίζοντάς τον στο χέρι και στον γλουτό και εν συνεχεία περιέλουσε τον παθόντα με βενζίνη που του έδωσε ο κατηγορούμενος P. K. του A. και της T. και τον πυρπόλησε, προκαλώντας την ανάφλεξη του εύφλεκτου υλικού με αναπτήρα, που ο ίδιος του έδωσε. Ωστόσο, επειδή ο παθών κατάφερε να κατασβήσει τη φωτιά άμεσα και προκειμένου να ολοκληρώσουν την πράξη τους ο Ν. ή D. Κ. ή K. του Π. ή P. και της Έ. ή E. επανήλθε, τον χτύπησε στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού και τον πυροβόλησε στην κοιλιακή χώρα, πλην όμως το κακούργημα δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους βούληση, αλλά διότι ο παθών προσποιήθηκε ότι έχασε τις αισθήσεις του και έτσι οι κατηγορούμενοι αποχώρησαν από το σημείο με το αυτοκίνητο, ενώ στη συνέχεια ο παθών ζήτησε τη βοήθεια περαστικού με την κλήση δε ασθενοφόρου, την άμεση μεταφορά του σε νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι του προκάλεσαν εκτεταμένα εγκαύματα στο πρόσωπο και στο σώμα, δύο τραύματα κεφαλής στην ινιακή χώρα, καθώς και τραύμα δεξιάς γλουτιαίας χώρας (“πύλη” εισόδου βολίδας), δύο τραύματα του αριστερού χεριού (“πύλες” εισόδου – εξόδου βολίδας), καθώς και ότι έφερε δύο ουλές στην κοιλιακή χώρα, και την έγκαιρη επέμβαση των γιατρών και την υποβολή του σε χειρουργική επέμβαση και τη νοσηλεία του στη Μονάδα Εντατικής θεραπείας έως την 30-4-2017 αποφεύχθηκε ο θάνατος του παθόντος. Β) Ο κατηγορούμενος Ν. ή D. Κ. ή K. του Π. η P. και της Έ. ή E. στον αμέσως παραπάνω τόπο και χρόνο με πρόθεση τέλεσε με περισσότερες πράξεις περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές, και ειδικότερα, πέραν της υπό στοιχ. (Α) κακουργηματικής πράξης, αυτός τέλεσε και τα εξής πλημμελήματα: α) Στον ίδιο παραπάνω τόπο και χρόνο έφερε μαζί του παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, αντικείμενο το οποίο, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 1 §1 α’ του Ν. 2168/1993, θεωρείται όπλο, και ειδικότερα έφερε μαζί του παράνομα ένα πιστόλι, α.λ.σ. και Γ) στον ίδιο παραπάνω τόπο και χρόνο με τη χρήση όπλου διέπραξε το κακούργημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία και ειδικότερα με τη χρήση ενός πιστολιού, α.λ.σ., διέπραξε την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας από κοινού με τους ανωτέρω συγκατηγορουμένους του σε ήρεμη ψυχική κατάσταση σε βάρος του Σ.. Τ., του Δ., όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω υπό στοιχείο (Α).” Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατ’ αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12,14, 16, 17, 18, 26 παρ.1 εδ.α’, 27 παρ.1, 42, 45, 94 παρ.1, 299 παρ.1 του ΠΚ,. και άρθρων 1 παρ.1, 10 παρ.1, 13 εδ.α’ και 14 του Ν.2168/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς, αντιφατικές ή ενδοιαστικές αιτιολογίες και έτσι, δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος α)η αιτιολογία της απόφασης δεν εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, καθόσον περιέχει αναλυτικά και με πληρότητα, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των παραπάνω εγκλημάτων, β)παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, μεταξύ των οποίων και την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του παθόντος Σ. Τ., ο οποίος κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όντας χρήστης ναρκωτικών ουσιών, προμηθευόταν από τον αναιρεσείοντα μικροποσότητες ναρκωτικών ουσιών για δική του χρήση, έναντι αμοιβής, χωρίς να απαιτείται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεση τους, η αναφορά του τι προκύπτει από το καθένα από αυτά, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα, γ)αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος, με τον οποίο έδρασε ο αναιρεσείων μετά των συγκατηγορουμένων του στην τέλεση των ως άνω πράξεων, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης, ενώ προσέτι αιτιολογείται επαρκώς ο ανθρωποκτόνος δόλος του, ο οποίος προκύπτει από 1)τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία, και ειδικότερα το οργανωμένο σχέδιο θανάτωσης του θύματος με την παράσυρση αυτού σε ερημική περιοχή υπό το πρόσχημα ότι ο αναιρεσείων θα του προμήθευε μικρή ποσότητα ναρκωτικών ουσιών που του είχε ζητήσει, 2)το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για τη θανάτωση του θύματος (πυροβόλο όπλο – πιστόλι πλήρες φυσιγγίων), 3)τα πληγέντα (ζωτικά) σημεία του σώματος του θύματος, 4)την ένταση των πληγμάτων και τον τρόπο επέλευσης αυτών και δη με περισσότερες διαδοχικές ρίψεις έξι (6) βολών με το παραπάνω πυροβόλο όπλο, ακόμα και μετά την πτώση του παθόντος στο έδαφος, τα κτυπήματα με το όπλο στο κεφάλι του θύματος, τη ρίψη βενζίνης προς τον παθόντα με σκοπό την πρόκληση φωτιάς στο σώμα του, η οποία και επιτεύχθηκε κατόπιν ανέφλεξης με αναπτήρα των ενδυμάτων του, προς πλήρη εξόντωσή του, 5)την μετά την πράξη του διαφυγή και εξαφάνιση του ιδίου και των συγκατηγορουμένων του από το σημείο έναρξης εκτέλεσης του ως άνω εγκλήματος, έχοντας την πεποίθηση ότι ο παθών είχε εκπνεύσει και, 6)την όχι εξαιτίας της βούλησης του ιδίου και των συγκατηγορουμένων του αλλά από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της βούλησής τους μη ολοκλήρωση της πράξης της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, στην οποία αυτός στόχευε με τους συγκατηγορουμένους του, δεδομένου ότι επιτεύχθηκε η άμεση μεταφορά του θύματος στο νοσοκομείο και ακολούθως η ιατρική αντιμετώπιση και θεραπεία των πολλαπλών και σοβαρών τραυμάτων του, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στην 1039/22-6-2017 ιατροδικαστική έκθεση της ιατροδικαστή Ε. Κ., δ)ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού ως προς τον ακριβή χρόνο τέλεσης της πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση (3.30 στο σκεπτικό και 14.15 στο διατακτικό), καθόσον στην απόφαση γίνεται σε αμφότερες τις περιπτώσεις, λόγος για “τις μεσημβρινές ώρες της 20-4-2017” με εκτινέστερη περιγραφή των χρονικών σημείων της έκφανσης της σύνολης εγκληματικής δράσης του κατηγορουμένου με έναρξη αυτής την 14.15′, όταν ενεργοποιήθηκαν οι κεραίες για το κινητό του τηλέφωνο, μέχρι περάτωσης της εγκληματικής σε βάρος του παθόντος ενέργειας και τελικής ειδοποίησης της αστυνομίας για το συμβάν περί ώρα 3.30’της ίδιας ημέρας, παρεκτός του ότι, ανήθελε θεωρηθεί πως υφίσταται τέτοια χρονική διαφοροποίηση, αυτή είναι αμελητέα, καθόσον σε καμμία περίπτωση δεν επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης και του πράξαντος, ούτε περισσότερο ασκεί επιρροή στην παραγραφή, ώστε να δημιουργήσει το δικαίωμα προβολής του αναιρετικού λόγου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’του ΚΠΔ (ΑΠ 466/2021). Περαιτέρω η απόφαση αναφέρει από πού πείσθηκε το Δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων δεν βρισκόταν στην περιοχή Λ. Θεσσαλονίκης κατά τον κρίσιμο χρόνο που διαπράχθηκε η απόπειρα ανθρωποκτονίας εις βάρος του παθόντος Σ. Τ., μετά την προβολή του ισχυρισμού περί “άλλοθι”, ο οποίος, κατά τα άνω, είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, αφού μάλιστα διαλαμβάνεται σ’ αυτήν επακριβώς ότι “η αστυνομία ενημερώθηκε για το συμβάν στις 3.30 της ιδίας ημέρας ότι βρέθηκε ένα άτομο χτυπημένο και καμένο στην αγροτική περιοχή του Α. Α. και ότι η ενεργοποίηση κεραιών κινητής τηλεφωνίας για το κινητό αυτού (κατηγορουμένου) αφορά την ώρα 2.15’στην περιοχή Λ., και, επομένως, εντός του μεσολαβήσαντος χρόνου (περί τα 55 λεπτά) ευχερώς επετεύχθηκε η μετάβαση (περί τα 30 λεπτά) του οχήματος εντός του οποίου βρισκόταν ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του από την περιοχή Λ. στην …, απ’όπου παρελήφθη ο παθών, και η στη συνέχεια μετάβαση στον χώρο που τελέστηκε το έγκλημα, οπότε και επιτεύχθηκε εντός του υπόλοιπου χρόνου των 25 λεπτών η προπεριγραφείσα εγκληματική δράση του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος εις βάρος του παθόντος”. Τέλος, όπως προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα από το Δικαστήριο, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων έφερε μαζί του παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας ή διαμονής του όπλο και δη πιστόλι, αγνώστων λοιπών στοιχείων με τη χρήση του οποίου διέπραξε την αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία εις βάρος του παθόντος Σ. Τ.. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που, κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν στην επί της ουσίας κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και αποτελούν απλώς υπερασπιστικά επιχειρήματα και αμφισβήτηση των σε βάρος του παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται διότι, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που επιχειρείται να θεμελιωθούν στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατόπιν αυτών, οι πρώτος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’του ΚΠΔ, όσον αφορά τα αποδειχθέντα περιστατικά για την κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος και όσον αφορά την απόρριψη του ισχυρισμού του περί “άλλοθι” από το Δικαστήριο της ουσίας, τον οποίο απέρριψε, κατά τα άνω, με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42 και 299 παρ.1 του ΠΚ, 10 παρ.1, 13α’και 14 του Ν.2168/1993, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι.
Συνεπώς, ενόψει του ότι ο προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος και όσον αφορά την απόρριψη του ισχυρισμού του περί “άλλοθι”, είναι αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ’του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω στερήσεως του δικαιώματος του αναιρεσείοντος για δίκαιη δίκη, που παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθ. 28 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος (ΑΠ 1821/2016, ΑΠ 490/2014).
Η κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει, ειδικά, τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους (Ολ.ΑΠ 2/2005, ΑΠ 755/2022). Αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για τη συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα ποινής. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται ιδίως η υπό στοιχείο α’ “το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα”. Κριτήριο για τη συνδρομή της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης είναι πλέον η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Κατά τη γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης αυτής λέξης “σύννομη” έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου, όταν το τελευταίο καθ’ολη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιϊκων κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο, συμμορφώνεται με αυτόν, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι, ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε, το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη, το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 του ΚΠΔ για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου να αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για τη θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, και επιπλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού ισχυρισμού είναι ότι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.ΑΠ 2/2022, ΑΠ 1691/2022). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ.3 του ισχύοντος από 1-7-2019 “ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου”. Με τη ρύθμιση αυτή η νομοθεσία μας εναρμονίζεται προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε σχέση με τα πρόσφορα μέσα θεραπείας της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος του κατηγορουμένου να δικάζεται η υπόθεσή του εντός λογικής προθεσμίας (άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ) (ΑΠ 735/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, μετά την απαγγελία της απόφασης περί της ενοχής, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α’ και 84 παρ.3 του ΠΚ, επικαλούμενος α)ως προς την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α’του ΠΚ, ότι μέχρι την τέλεση της πράξης του έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή, ότι η συμπεριφορά του δεν συνίσταται απλώς στην αποφυγή τέλεσης αξιόποινων πράξεων, αλλά από την επωφελή δράση του σε όλα τα επίπεδα του βίου του, έχοντας άψογες σχέσεις και άρρηκτους δεσμούς με την οικογένειά του, ότι σε ατομικό και επαγγελματικό επίπεδο δημιούργησε σχέσεις με το περιβάλλον του και σε κοινωνικό επίπεδο ουδέποτε έδωσε δικαίωμα για αρνητικό σχολιασμό σε καμία από τις εκφάνσεις του βίου του, ότι έχει μόνιμη και γνωστή διαμονή στα Ιωάννινα, έχει λευκό ποινικό μητρώο, είναι οικονομολόγος στην ειδικότητα της λογιστικής – χρηματοοικονομικής και ότι η πράξη του αποτελεί μεμονωμένη εξαίρεση και αποτελεί παραφωνία στο περιεχόμενο της προηγούμενης έντιμης ζωής του, και β)ως προς την ελαφρυντική περίπτωση του άρθρου 84 παρ.3 του ΠΚ, ότι ενώ απολογήθηκε για τις αποδιδόμενες σ’αυτόν αξιόποινες πράξεις στις 20-4-2017, η εκδίκαση της υπόθεσής του στον δεύτερο βαθμό έγινε στις 12-11-2021, χωρίς καμία απολύτως υπαιτιότητα του. Από την επισκόπηση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως κατ’ουσία αβάσιμους τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς με την εξής αιτιολογία : Α)Όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ “Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα που υπέβαλε ο κατηγορούμενος ν’ αναγνωριστεί ότι στο πρόσωπό του συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, είναι αβάσιμο και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον απ’ όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, κι ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος έχει λευκό ποινικό μητρώο, δεν προέκυψε ότι αυτός είχε σύννομο πρότερο βίο, ενόψει του ότι, κατά τις παραδοχές της απόφασης προέκυψε ότι ο ίδιος, πριν την τέλεση των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, πούλησε επανειλημμένα ναρκωτικά στον παθόντα, για δική του χρήση, έναντι αντιστοίχου τιμήματος, στην καταβολή του οποίου δεν μπορούσε πάντα ν’ ανταποκριθεί ο παθών, λόγος για τον οποίο, άλλωστε, δημιουργήθηκε το προαναφερθέν χρέος των 500 ευρώ εις βάρος του τελευταίου”. Και Β)όσον αφορά την μη εύλογη διάρκεια της ποινικής δίκης. “Στην προκειμένη περίπτωση ο αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος – κατηγορούμενου περί αναγνωρίσεως συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.3 του Π.Κ., πρέπει ν απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι : Κατόπιν ασκηθείσης αυτεπαγγέλτως ποινικής δίωξης, παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης με την από 11-8-2017 παραγγελίας της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, για τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις η οποία περατώθηκε με την έκδοση του υπ’ αριθμ. 15/2017 εντάλματος σύλληψης της Ανακρίτριας του 7ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, του κατηγορουμένου. Με το υπ’αριθμ. 1062/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης για τις παραπάνω πράξεις του, και διατηρήθηκε η ισχύς του ανωτέρω εντάλματος σύλληψης, η οποία έλαβε χώρα στις 24-7-2018. Η εκδίκαση της υπόθεσης έλαβε χώρα στις 8-5-2019 στον πρώτο βαθμό, και στον παρόντα δεύτερο βαθμό κατά τις δημόσιες συνεδριάσεις της 12ης και 15ης Νοεμβρίου 2021, αφού προηγουμένως μεσολάβησε απόσυρση της υποθέσεως δυνάμει της ΔΙΑ/ΓΠοικ. ΚΥΑ 4992/23-1-2021. Κατ’ ακολουθία αυτών η διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο (περί τα 4 έτη και οκτώ μήνες) δεν κρίνεται ότι υπήρξε μακρά, λαμβανομένου υπόψη και ότι πρόκειται για κακούργημα, που εξιχνιάσθηκε μετά την πράξη και για το οποίο απαιτείται και αρκετός χρόνος πριν την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο. Κατ’ ακολουθία αυτών δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του αιτούμενου λόγου μείωσης της ποινής και το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο”.
Με τις πιο πάνω παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α’ του ΠΚ και της ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, τις οποίες (ως άνω διατάξεις) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού δέχθηκε α) ως προς την πρώτη ελαφρυντική περίσταση, ότι από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και ανεξαρτήτως του λευκού ποινικού μητρώου του, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έζησε σύννομα ως το χρόνο που τέλεσε τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε, ενόψει ότι, κατά τις παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος, πριν από την τέλεση των ως άνω πράξεων πούλησε επανειλημμένα ναρκωτικές ουσίες στον παθόντα για δική του χρήση, έναντι αντίστοιχου τιμήματος, στην καταβολή του οποίου δεν μπορούσε πάντοτε να ανταποκριθεί ο παθών, και έτσι αυτός παρέβη επιτακτικούς και απαγορευτικούς κανόνες δικαίου και ως εκ τούτου δεν υπήρξε πραγματικός σεβασμός των έννομων αγαθών στον καθημερινό βίο. β) ως προς την ελαφρυντική περίπτωση του άρθρου 84 παρ. 3 του ΠΚ, ότι δεν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο περί τα 4 έτη και 8 μήνες, συνεκτιμώντας τον χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης του κατηγορουμένου ως κακουργήματος και ότι για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο πρέπει να προηγηθεί προδικασία. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 84 παρ. 2α’ και 84 παρ. 3 του ΠΚ (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ), ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών, και για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη στέρηση του δικαιώματος του αναιρεσείοντος σε δίκαιη δίκη λόγω της αναιτιολόγητης απόρριψης των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με άρθ. 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ και άρθ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), είναι αβάσιμος. Προσέτι το Δικαστήριο της ουσίας, αξιολογώντας ανελέγκτως το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, δέχθηκε, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α’ του ΠΚ, ότι ο κατηγορούμενος, πριν από την τέλεση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε, πουλούσε επανειλημμένα ναρκωτικά στον παθόντα για δική του χρήση, έναντι τιμήματος, και όχι επειδή αποδείχθηκε η ενοχή του επί της δίωξης που έχει ασκηθεί εις βάρος του για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, όπως ο ίδιος αβάσιμα διατείνεται, και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά το σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, από το άρθρο 510 παρ. 1 σε συνδ. με άρθ. 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ και 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος.
Με τον έβδομο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αιτιάται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 10 και 14 του Ν. 2168/1993 και του άρθρου 94 του ΠΚ, καθόσον δέχθηκε την ύπαρξη αληθινής συρροής μεταξύ των εγκλημάτων της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, ενώ η συρροή είναι φαινομενική και έπρεπε να του επιβληθεί μία ποινή, καθώς το έγκλημα της οπλοχρησίας απορροφά το έγκλημα της παράνομης οπλοφορίας, ως συντιμωρητή προτέρα πράξη. Η ως άνω αιτίαση είναι αβάσιμη, καθόσον μεταξύ των ανωτέρω εγκλημάτων υφίσταται αληθινή συρροή, όπως ορθά δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, και όχι φαινομένη, διότι με τις ως άνω ποινικές διατάξεις προβλέπονται και τιμωρούνται αυτοτελείς και ανεξάρτητες αλλήλων αξιόποινες συμπεριφορές και δεν υφίσταται ταυτότητα του προσβαλλόμενου έννομου αγαθού (ΑΠ 824/2020, ΑΠ 668/2020). Επομένως, ο έβδομος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 94 του ΠΚ και 10 και 14 του Ν.2168/1993, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 362 παρ. 1 και 367 του ΚΠΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει, για να θεμελιώσει την κρίση του ως προς την ενοχή, έγγραφο που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ίδιου κώδικα, επειδή παραβιάζεται το από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Ακόμη, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνωρίστηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσεις τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθ. 358 του ΚΠΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφασή ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα ή τα επικαλέστηκε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη δίκη. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται και ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. ‘Όμως, είναι αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία, από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώστηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ, πράγμα που εξαρτάται από την πραγματοποίηση της ανάγνωσης του εγγράφου και όχι από τον τρόπο καταχώρισής του στα πρακτικά (ΑΠ 82/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη, κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώστηκαν, μεταξύ άλλων εγγράφων, τα με αύξοντες αριθμούς 5) στοιχεία επιλεγμένου οχήματος, 14) το με αριθμό πρωτ. … έγγραφο της COSMOTE + CD, 15) το με αριθμό πρωτ. … έγγραφο της WIND+CD, και 16) το με αριθμό πρωτ. … έγγραφο της VODAFON + CD. Η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, που αναγνώστηκαν, προσδιορίζεται επαρκώς ώστε να προκύπτει ότι αυτά αναγνώστηκαν και όχι κάποια άλλα και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους ή του συντάκτη τους, αφού με την ανάγνωση του κειμένου τους στο ακροατήριο, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίρρηση από κανέναν παράγοντα της δίκης, αλλά και από την ανάγνωσή τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τους αύξοντες αριθμούς αναγνωσθέντων εγγράφων 4, 13, 14, 15, όπως τούτο προκύπτει από τα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκοπούμενα πρακτικά τις πρωτοβάθμιας δίκης, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα και στον παριστάμενο κατά την ανάγνωσή τους συνήγορό του, οπότε αυτοί άκουσαν το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της κατ’ έφεση δίκης, καθώς μάλιστα ο προσδιορισμός της ταυτότητας των εγγράφων αυτών είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι τα έγγραφα αυτά και όχι κάποια άλλα αναγνώστηκαν στη συγκεκριμένη δίκη, βεβαιότητα που υπάρχει από την ανάγνωση του περιεχομένου τους, ενώ σε καμμία περίπτωση δεν μπορούσε να δημιουργηθεί σύγχυση για την ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, ενόψει και του ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με όμοιο ή παρεμφερές περιεχόμενο. Επομένως, ενόψει τούτων, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε για την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα ως άνω, ουδεμία δε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο έλαβε χώρα από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των ως άνω εγγράφων και ο, περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ πέμπτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 329 παρ. 1 του ΚΠΔ, “Η συζήτηση στο ακροατήριο καθώς και η απαγγελία της απόφασης γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις …”. Η αρχή της δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο επιβάλλεται και από διατάξεις υπέρτερης ισχύος, ήτοι το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος κατά το οποίο “Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν … “, το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ κατά το οποίο “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία … ” και από το άρθρο 14 παρ. 1 του Διεθν. Συμφ. ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δημόσια”. Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις επιβάλλεται κατά κανόνα η δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Η δημοσιότητα της συνεδρίασης αντιμετωπίζεται ως εγγύηση της δίκαιης δίκης, εισφέρει προστασία έναντι καταχρηστικών αποφάσεων και οικοδομεί εμπιστοσύνη με το να επιτρέπει στο κοινό να παρακολουθεί δημόσια την απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ιδρύεται όταν όχι μόνο η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αλλά και η απαγγελία της απόφασης δεν έγινε δημόσια, υπό την έννοια ότι δεν ήταν δυνατή η ελεύθερη είσοδος στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και η κατά τρόπο ανεμπόδιστο παρακολούθηση της διαδικασίας στο ακροατήριο στον καθένα που επιθυμούσε αυτό κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 329 του ΚΠΔ (ΑΠ 1370/2010). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, “εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον διευθύνοντα τη συζήτηση κατά τα άρθρα 141 παρ. 2, 333, 334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ. 2 και 359 μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο”. Τέλος, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα λόγο αναίρεσης, εκτείνεται σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε (ΑΠ 1328/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 52-53) προκύπτει ότι η Διευθύνουσα τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επειδή ο αριθμός των ακροατών ήταν μεγαλύτερος από το επιτρεπτό όριο, ζήτησε να αποχωρήσουν από την αίθουσα τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία δεν είχαν σχέση με την εκδικαζόμενη υπόθεση. Μετά ταύτα, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος προσέφυγε άμεσα σε ολόκληρο το Δικαστήριο για αποχώρηση μελών, συγγενών του κατηγορουμένου. Στη συνέχεια, αφού δόθηκε ο λόγος σε όλους τους παράγοντες της δίκης, το Δικαστήριο διασκέφθηκε και δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά, ότι “Άρθρο 335 παρ2 ΚΠοινΔ: “Εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον διευθύνοντα τη συζήτηση κατά τα άρθρα 141 παρ. 2, 333, 334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ. 2 και 359 μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο” Στην προκειμένη περίπτωση, η διευθύνουσα την συζήτηση, μετά από διαπίστωση όταν εντός της αιθούσης του Δικαστηρίου, βρίσκονταν άτομα, ο αριθμός των οποίων συνολικά υπερέβαινε τον αριθμό των 15 ατόμων, ορισθέντα δια της υπ’αρ. 93/8-11-2021 απόφασης του Τριμ.Συμβουλίου Διεύθυνσης του παρόντος Εφετείου (ΚΥΑ Δία/ ΓΠ. Οικ. 69136/ 4-11-2021, ΦΕΚ Β’5138/5-11-2021) ως επιτρεπόμενο αριθμό ατόμων εντός της αιθούσης διέταξε κατ’ εφαρμογή της υποχρεώσεως που απορρέει από την ως άνω απόφαση, ν’ αποχωρήσουν οι μη έχοντες σχέση με την εκδικαζόμενη υπόθεση ακροατές, χωρίς να προσδιορίσει συγκεκριμένα πρόσωπα, ώστε να διατηρηθεί ο αριθμός των παρόντων στα επιτρεπτά δια της εν λόγω αποφάσεως όρια, ήτοι προέβη σε διαδικαστική ενέργεια, η οποία πέραν του ότι δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις των άρθρων 141 παρ. 2, 333, 334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου [355] και των άρθρων 337 παρ. 2 και 359 ΚΠοινΔ, δεν προσβάλλει και την αρχή της δημοσιότητας της δίκης, όπως αβάσιμα διατείνεται ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου. Επομένως, πρέπει η προσφυγή του ν’ απορριφθεί”. Ενόψει της προπαρατεθείσας αιτιολογίας, ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή σ’ αυτό του συνηγόρου υπεράσπισης κατά της διάταξης της Διευθύνουσας περί αποχώρησης από την αίθουσα των προσώπων εκείνων, τα οποία δεν είχαν σχέση με την υπόθεση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία που συνέβη στο ακροατήριο λόγω της, εξαιτίας της αναιτιολόγητης απόρριψης της προσφυγής, παραβάσεως του δικαιώματος του αναιρεσείοντος σε δίκαιη δίκη και της ελλείψεως ακροάσεως αυτού (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με άρθ. 171 παρ. 1 περ. δ’ και 171 παρ. 2 του ΚΠΔ και άρθ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ), είναι αβάσιμος, καθώς επίσης αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ του ΚΠΔ), αφού η εφαρμογή από το Δικαστήριο της επικαλούμενης ΚΥΑ λόγω της ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας έναντι του κορονοϊού COVID19, με τη λήψη αναγκαίων προς αποφυγή του συγχρωτισμού μέτρων και την παρουσία στο ακροατήριο συγκεκριμένου αριθμού ατόμων (ακροατών), που οδηγεί στην αποβολή των υπερβαινόντων το ανώτατο καθοριζόμενο όριο ατόμων, όπως εν προκειμένω συνέβη, δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 329 του ΚΠΔ (αρχή της δημοσιότητας), ενόψει της συνταγματικής προστασίας του αγαθού της ανθρώπινης ζωής και υγείας των πολιτών, που υπερτερεί πάσης άλλης συνταγματικής αξίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 393 του ΚΠΔ “Με αίτηση του ενόρκου μπορεί κατά τη διάρκεια της συνόδου να του δοθεί άδεια απουσίας (παρ. 1). Η άδεια δίνεται με απόφαση των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνο αν διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη να απέχει ο ένορκος από τις συνεδριάσεις ή να απομακρυνθεί από την έδρα του δικαστηρίου και πιθανολογείται ότι δεν θα προκύψουν από το λόγο αυτό δυσκολίες για να κληρωθούν ένορκοι, ώστε να συζητηθούν οι υποθέσεις”. Με την παρούσα διάταξη, ίδια με την προϊσχύουσα, ρυθμίζεται η παροχή από τους τακτικούς δικαστές άδειας απουσίας σε ενόρκους κατά τη διάρκεια της συνόδου, μόνο αν υπάρχει απόλυτη έκτακτη ανάγκη, για ορισμένη συνεδρίαση ή για ολόκληρη τη σύνοδο, χωρίς να προβλέπεται αντικατάστασή τους. Η αίτηση υποβάλλεται γραπτά ή και προφορικά, πάντως όχι μετά την κλήρωση του ενόρκου για ορισμένη δίκη, αν δεν προηγήθηκε η κλήρωση αναπληρωματικών ενόρκων κατά το άρθρο 397. Εξάλλου, κατά το άρθρο 394 του ίδιου κώδικα “Πριν αρχίσει να συζητείται η υπόθεση, διαβάζεται σε δημόσια συνεδρίαση με την παρουσία του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου ο κατάλογος των ενόρκων της δωδεκαήμερης περιόδου, για την οποία προσδιορίστηκε η υπόθεση. Τα ονόματα που υπάρχουν στον κατάλογο διαβάζονται δυνατά με τη σειρά που είναι γραμμένα, ωσότου συμπληρωθεί από τους παρόντες ενόρκους ο αριθμός δέκα (10). Τα ονόματα αυτών των δέκα (10) ενόρκων μπαίνουν στην κληρωτίδα για να κληρωθούν οι τέσσερις (4) που μετέχουν με τους τακτικούς δικαστές στη σύνθεση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση”. Περαιτέρω, κατά το 396 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αφού τεθούν στην κληρωτίδα, σύμφωνα με τα άρθρα 394 και 395 τα ονόματα των δέκα (10) ενόρκων, ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εξάγει κάθε φορά ένα όνομα. Το όνομα αυτό διαβάζει δυνατά ο πρόεδρος και το γνωστοποιεί ιδιαίτερα στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο, για να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης κατά την επόμενη παράγραφο, ωσότου, και αφού εξαντληθεί το δικαίωμα αυτό, συμπληρωθεί ο αριθμός των τεσσάρων (4) ενόρκων που απαιτούνται για τη σύνθεση του δικαστηρίου, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος έχουν το δικαίωμα να εξαιρέσουν ο καθένας δύο (2) ενόρκους. Με τις διατάξεις αυτές η συγκρότηση του δικαστηρίου των ενόρκων θεμελιώνεται επί της τύχης και η παραβίασή τους και ειδικότερα εκείνης για τη θέση στην κληρωτίδα των δέκα (10) ενόρκων που βρέθηκαν παρόντες κατά την εκφώνηση των ονομάτων, κατά τη σειρά του καταλόγου και μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των δέκα, επιφέρει σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 534/2012). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης προκύπτει, ότι μετά την κρίση ότι η έφεση του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος ήταν τυπικά παραδεκτή, η πρόεδρος παράγγειλε τον γραμματέα να διαβάσει τον κατάλογο των ενόρκων που είχαν κληρωθεί για το Α’ δωδεκαήμερο εκείνης της συνόδου μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των δέκα (10) ενόρκων, και ταυτόχρονα παράγγειλε στους παρευρισκόμενους στην αίθουσα ενόρκους να ανακοινώσουν την παρουσία τους κατά την εκφώνηση του ονόματός τους. Ο γραμματέας διάβασε τον κατάλογο και βρέθηκαν παρόντες οι 1) Α. Λ., 2) Δ. Κ., 3) Α. Λ., 4) Χ. Κ., 5) Θ. Π., 6) Γ. Κ., 7) Μ. Γ., 8) Λ. Β., 9) Π.. Γ. και 10) Ε. Α.. Στη συνέχεια σημειώνεται ότι συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος αριθμός των δέκα (10) παρόντων ενόρκων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 394 και 395 του ΚΠΔ, και ότι ακολούθως βρέθηκε απούσα η ένορκος Ε. Μ., η οποία δεν είχε κλητευθεί, όπως προκύπτει από την 254/2021 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 1-11-2021, ημέρα έναρξης των εργασιών του Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ορθά το Δικαστήριο δεν συμπεριέλαβε την Ε. Μ. στον κατάλογο των δέκα (10) ενόρκων, αφού αυτή κατά την εκφώνηση του ονόματός της ήταν απούσα, και, λόγω της απουσίας της, συνέχισε την ανάγνωση του επόμενου ονόματος από τον κατάλογο των ενόρκων, ωσότου συμπληρωθεί από τους παρόντες ενόρκους ο αριθμός δέκα (10) και ορθά χορηγήθηκε στην ένορκο Κ. Δ. με παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου άδεια απουσίας, εφόσον αυτή δεν είχε κληρωθεί για τη συγκεκριμένη δίκη. Επομένως, το Δικαστήριο δεν παραβίασε τις διατάξεις για τη συγκρότηση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου και ουδεμία ακυρότητα δημιουργήθηκε, Κατά συνέπεια, ο όγδοος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω κακής σύνθεσης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, το κακούργημα της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου (ήδη καταργηθείσα με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 2172/1993) ή με ισόβια κάθειρξη και σε απόπειρα τελούμενο (άρθ. 42 του ΠΚ) με μειωμένη ποινή κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ΠΚ, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ και έως τις 12-11-2021, οπότε τροποποιήθηκε και πάλι με τον Ν.4855/2021, επανερχόμενης της αρχικής πρόβλεψης του νόμου, το εν λόγω κακούργημα τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, και σε απόπειρα τελούμενο (άρθ. 42 και 299 παρ. 1) με μειωμένη ποινή (άρθ. 83 ΠΚ), Ως εκ τούτου η εν λόγω διάταξη κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης (15-11-2021) τυγχάνει επιεικέστερη της προηγούμενης. Περαιτέρω, επιεικέστερη τυγχάνει τόσο η διάταξη του άρθρου 83 του νέου ΠΚ, σύμφωνα με την οποία όπου στο νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της απόπειρας και της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων), χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί της ποινής της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη (αντί της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών που προέβλεπε η αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ) και β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη (αντί της κάθειρξης έως δώδεκα ετών ή της φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών που προέβλεπε η αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ), όσο και η διάταξη της παρ.1 του άρθρου 85 του νέου ΠΚ, σύμφωνα με την οποία σε αντίθεση με την προϊσχύσασα διάταξη αυτού, που σε περίπτωση συρροής λόγων μείωσης της ποινής η μείωση εφαρμοζόταν μία μόνο φορά, “Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα γ) το ένα έτος σε έξι μήνες, και δ) η μειωμένη ποινή φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή”. Τέλος, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 του νέου ΠΚ “Όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος Κώδικα”. Επομένως, στην περίπτωση του εγκλήματος της οπλοχρησίας, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του νέου ΠΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 285-286/2021 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας και, αφού του αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ του ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας και ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την πράξη της οπλοχρησίας δηλαδή το ύψος της ποινής για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας καθορίσθηκε με βάση τις δυσμενέστερες διατάξεις των άρθρων 299 παρ.1, 42, 83 και 85 του προϊσχύσαντος ΠΚ και η οποία (ποινή) αποτελεί το κατώτερο όριο μείωσης της ποινής με βάση τις διατάξεις αυτές, σε αντίθεση με τις ευμενέστερες διατάξεις του νέου ΠΚ, με βάση τις οποίες το όριο αυτό είναι μικρότερο των δέκα (10) ετών, χωρίς να κάνει ουδεμία μνεία περί της εφαρμογής των ως άνω ευμενέστερων διατάξεων. Επομένως, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξέτασης των λόγων αναίρεσης κατ’άρθρο 511 του ΚΠΔ, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 42, 83, 85, 299 παρ.1 και 463 παρ.2 του ΠΚ και 14 του Ν.2168/1993 και ενόψει του ότι η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα, και ο αναιρεσείων εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 511 εδ. α’ του ΚΠΔ, εξεταζομένου αυτεπαγγέλτως του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠΔ λόγου αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που είναι βάσιμος, α)να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις περί ποινής διατάξεις της για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία, και της οπλοχρησίας, αναγκαίως δε και ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση, κατ’ άρθρο 519 του ΚΠΔ, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές και Ενόρκους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, και β)να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Σημειώνεται ότι οι αιτιάσεις που περιέχονται στον έκτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την επιμέτρηση των επιβληθέντων στον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα ποινών και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 79 του ΠΚ σε συνδ. με το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, με τις οποίες επιχειρείται να θεμελιωθούν οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι αναίρεσης, είναι αλυσιτελείς, διότι είναι άσκοπο να ερευνηθούν από τον Άρειο Πάγο, εφόσον πρόκειται για ζήτημα που θα αντιμετωπισθεί από το Δικαστήριο της ουσίας στα πλαίσια της εκ νέου επιμέτρησης της ποινής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 285-286/2021 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία και της οπλοχρησίας, και αναγκαίως ως προς τη διάταξή της περί καθορισμού συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές και Ενόρκους, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 23-3-2022 και με αριθμό πρωτ.2817/28-3-2022 αίτηση του K. D. του P., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων (ασκηθείσα με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28-3-2022) για αναίρεση της 285-286/2021 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουλίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :