Αριθμός 430/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέττα Στράτα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Γεώργιο Αυγέρη και Mαρία Χασιρτζόγλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1…… και 211., κατοίκου …. Η 107η (…) δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντία Μαμούρα, η oποία διόρισε και τους δικηγόρους Δημήτριο Ζερδελή, Δημήτριο Βερβεσό και Νικόλαο Γκίνη, οι οποίοι δήλωσαν ότι η αίτηση αναίρεσης δεν εισάγεται για την 107η (…) και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: αλλοδαπής εταιρείας (πιστωτικού ιδρύματος) με την επωνυμία “C. E. P. L. C.”, η οποία εδρεύει στο …, έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα και διατηρεί υποκατάστημα στην…, νομίμως εκπροσωπουμένης, ως καθολικής διαδόχου της αλλοδαπής εταιρείας (πιστωτικού ιδρύματος) με την επωνυμία “C. I. «L. (πρώην «C. I. p.l.c.”), η οποία έδρευε στο …, είχε εγκατασταθεί στην ..και διατηρούσε υποκατάστημα στην …, λόγω απορρόφησης της δεύτερης από την πρώτη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρο της Αλέξιο Παπασταύρου και Δέσποινα Χαρακοπούλου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25.9.2015 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1275/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 70/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12.6.2019 αίτησή τους και τους από 9.4.2020, από 17.2.2021 και από 26.8.2022 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση 1) η με αριθμό κατάθεσης 5303/525/2019 αίτηση αναίρεσης κατά της 70/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και 2) οι από 26.8.2022 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης που έχουν ασκηθεί παραδεκτά, καθώς η μεν αναίρεση ασκήθηκε, κατ’ άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν παρέλθει διετία από την έκδοση της απόφασης (επίδοση της οποίας δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας), οι δε πρόσθετοι λόγοι με κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου και επίδοση αυτού στους αναιρεσιβλήτους όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετικά την 82Β/26.8.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Β. Μ.). Επομένως πρέπει να συνεκδικαστούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ), και να ερευνηθούν για το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους. Για τη μη εμφανισθείσα 107η αναιρεσείουσα … του Κ., η οποία συνδέεται με τους λοιπούς αναιρεσείοντες με απλή ομοδικία, δεν προκύπτει ότι οι ομόδικοί της, οι οποίοι επέσπευσαν τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, ή η αναιρεσίβλητη την κάλεσαν για να παραστεί στη συζήτηση τους είτε στην αρχική δικάσιμο της 12ης Μαΐου 2020 είτε στη μεταγενέστερη της 23ης Μαρτίου 2021 που ορίστηκε μετά την αρχική αναστολή της συζήτησης λόγω της πανδημίας (σχετικές οι … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Χ. Μ.), κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε και πάλι λόγω της πανδημίας για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και προσδιορίστηκε εκ νέου με αυτεπάγγελτο προσδιορισμό. Η δε δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των αναιρεσειόντων ότι η συζήτηση της αίτησης δεν εισάγεται για την εν λόγω αναιρεσείουσα ουδεμία ασκεί επιρροή, αφενός διότι δήλωση με τέτοιο περιεχόμενο δεν προβλέπεται από τον ΚΠολΔ (ΑΠ 1295/2018) αφετέρου διότι, σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει ότι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι είναι εξουσιοδοτημένοι με την κατ’ άρθρο 96 παρ. 3 ΚΠολΔ πληρεξουσιότητα για να προβούν στη δήλωση αυτή. Για να ισχύσει δε και για την απολειπόμενη αναιρεσείουσα η αυτεπάγγελτος κλήση που έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 83 παρ. 2 και 3 ν. 4790/2021 σε συνδυασμό με το άρθρο 568 παρ. 2 ΚΠολΔ για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, θα πρέπει να έχει προηγηθεί νόμιμη κλήση της αναιρεσείουσας στην αρχική δικάσιμο (ΑΠ 1260/2021), γεγονός που ομοίως δεν προκύπτει κατά τα ανωτέρω. Συνακόλουθα θα πρέπει κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 576 παρ. 3 ΚΠολΔ να χωριστεί η δίκη και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς αυτήν, να χωρήσει δε κανονικά για τους λοιπούς διαδίκους (ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 318/2022). Περαιτέρω, με το ως άνω από 26.8.2022 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων οι αναιρεσείοντες παραιτήθηκαν από τα δικόγραφα των από 9.4.2020 και 17.2.2021 πρόσθετων λόγων, οι οποίοι θεωρούνται, για το λόγο αυτό, ότι δεν ασκήθηκαν (ΚΠολΔ 573 παρ. 1, 294 ΚΠολΔ).
Ι. Το άρθρο 4 παρ. 3 της ΣΕΕ (πρώην άρθρο 10 ΣΕΚ, πρώην άρθρο 5 ΣΕΟΚ) υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, κατάλληλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Η υποχρέωση σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν από την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών-μελών στις απαιτήσεις της σχετικής Οδηγίας (ΑΠ 533/2011). Κατά το ΔΕΚ (C-212/2004 Αδενέλερ κ.λπ.), η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης Οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η Οδηγία αυτή και μάλιστα να τροποποιούν προς τούτο, εάν είναι ανάγκη, την πάγια νομολογία τους (ΔΕΕ Vera Engerberger κατά Evangelisches Werk). Ωστόσο η ερμηνεία του εθνικού δικαστή δεν μπορεί να κείται πέραν του γραμματικά δυνατού νοήματος της εθνικής διάταξης, να εξικνείται, δηλαδή, μέχρι του σημείου μιας contra legem ερμηνείας αυτής (ΔΕΕ C – 441/14), ούτε να απονέμει δικαιώματα ή να επιβάλει υποχρεώσεις σε ιδιώτες, οι οποίες δεν προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, αιφνιδιάζοντας τους πολίτες με βάρη άγνωστα τα οποία δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν και εφαρμόσουν. Εξυπακούεται ότι η υποχρέωση του δικαστηρίου να εφαρμόσει την Οδηγία προϋποθέτει τη διαπίστωση ότι η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει στους οριζόμενους από την Οδηγία σκοπό και πεδίο εφαρμογής. Περαιτέρω η παράγραφος 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ “περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων των επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων”, με την οποία κωδικοποιήθηκε η Οδηγία 98/50/ΕΚ με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, πλην της νέας αρίθμησης των διατάξεών της, ορίζει ότι: “α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας η’ προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν εκτός των προβλεπόμενων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικης ασφαλισης των κρατων μελων, β) ακόμη και όταν δεν προβλέπουν σύμφωνα με το στοιχείο α) ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επ’ αυτων των δικαιωματων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά την στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες, βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο ανωτέρω στοιχείο α)”. Τούτο σημαίνει ότι, καταρχήν, η Οδηγία δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα εντάξουν τα συμπληρωματικά συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης στον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των ορων της εργασιακής σχέσης στον διάδοχο εργοδότη. Εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν να εξαιρέσουν τα συστήματα αυτά από τον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης, είναι υποχρεωμένα κατά την Οδηγία, να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την καθολική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων που πηγάζουν από τα συστήματα αυτά. Επιπροσθέτως η ως άνω εξαίρεση από την καθολική, κατά τα λοιπά, προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά, καθώς πρόκειται για επαχθή ρύθμιση, στερητική των δικαιωμάτων τους (ΔΕΕ C-126/2016, C-164/2000). Τέλος, η έννοια του κεκτημένου δικαιώματος θα πρέπει να αποδοθεί ορθότερα ως άμεση αξίωση, κατά πιστή μετάφραση του εν λόγω χωρίου από το αγγλικό κείμενο της Οδηγίας που αναφέρεται σε “immediate entitlement”, δηλαδή σε άμεση αξίωση, σε αντιδιαστολή με την προσδοκώμενη αξίωση (prospective entitlement), η οποία στην ελληνική έκδοση της Οδηγίας αποδόθηκε ως “εκείνα (τα δικαιώματα) που πρόκειται να αποκτηθούν”. Υπό την έννοια αυτή η άμεση αξίωση γεννάται με τη συμπλήρωση του ορίου συνταξιοδότησης, ενώ η προσδοκία στην αξίωση γεννάται εφόσον συμπληρωθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης. Ωσότου συντρέξουν οι τελευταίες, ωσότου δηλαδή αποκτηθεί ώριμο συνταξιοδοτικό δικαίωμα, για το οποίο υφίσταται νόμιμη προσδοκία ότι μπορεί να ικανοποιηθεί, υφίσταται απλή προσδοκία δικαιώματος, η οποία δεν γεννά αξιώσεις (ΟλΑΠ 19/2006, 40/1998, ΑΠ 1270/2010) αντιθέτως, με την συνδρομή αυτών γεννάται δικαίωμα προσδοκίας, προστατευτέο, κατά τα διαλαμβανόμενα υπό ΙΙ.
ΙΙ. Ειδικότερα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 και ήδη άρθρου 350 του π.δ. 80/2022, “Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου”, οι διατάξεις του οποίου κατά το άρθρο 2 αυτού, εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, “δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος”. Δεν ενδιαφέρει η πηγή των υποχρεώσεων που μπορεί να οφείλονται σε οποιαδήποτε νόμιμη ή συμβατική αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια (ΑΠ 1319/2006). ?ε περίπτωση μεταβίβασης τμήματος εκμετάλλευσης η? δραστηριότητας η? λειτουργίας στο νέο εργοδότη, μεταβιβάζονται μόνο οι εργασιακές σχέσεις που εντάσσονται στο μεταβιβαζόμενο τμήμα η? στη μεταβιβαζόμενη λειτουργία η? δραστηριότητα (ΑΠ 1553/2002). Αντίθετα, δεν μεταβιβάζονται στον διάδοχο εργοδότη εργασιακές σχέσεις που εντοπίζονται σε τμήματα της επιχείρησης η? εκμετάλλευσης τα οποία καταργούνται, η? εξακολουθούν να λειτουργούν υπό τον αρχικό εργοδότη. Εξαίρεση προβλέπεται στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι “σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικη?ς ασφάλισης, είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση…, ισχύουν τα εξής:…. Γ) Αν ο διάδοχος, πριν από τη μεταβίβαση, αρνηθεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση,… τα σχετικά κεφάλαια με μορφή είτε μαθηματικού αποθέματος, είτε λογαριασμού συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ανήκουν στους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή, τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων ως και τα δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων, των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά τον χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, εξασφαλίζονται ως εξής: α) Στην περίπτωση ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση…, τα σχετικά κεφάλαια τα οποία συγκεντρώνονται στην ασφαλιστική επιχείρηση…, εκκαθαρίζονται από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση… με βάση την δεδουλευμένη παροχή (ACCRUED BENEFIT) ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (PROJECT BENEFIT) σε περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη παροχή…. Δ) Εφόσον στην επιχείρηση δεν υπάρχουν συμβούλια εργαζομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 1767/88, στις διαβουλεύσεις, στην εκκαθάριση και στη διανομή συμμετέχει τριμελής επιτροπή που εκλέγεται από τους εργαζόμενους με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία, σε συνέλευση που συγκαλείται από τη συνδικαλιστική οργάνωση που έχει τα περισσότερα μέλη στην επιχείρηση. Ε) Αντιρρήσεις κατά του πίνακα διανομής εκδικάζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. ΣΤ) Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων περιλαμβανομένων και των εργαζομένων, που η σχέση εργασίας τους λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, (παροχές επιζώντων) δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπόψη κατά την διαδικασία διανομής των υπoπαραγράφων Γ, Δ και Ε ως ανωτέρω”. Από την ανωτέρω διάταξη, ερμηνευόμενη, κατά τα εκτιθέμενα υπό Ι, από τον εθνικό δικαστή (σύμφωνα με το κείμενο και το σκοπό της Οδηγίας), προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε περίπτωση προγράμματος ομαδικής ασφάλισης σε ασφαλιστική επιχείρηση, με καθορισμένη παροχή, τη συνέχιση του οποίου αρνείται ο νέος εργοδότης, τα σχετικά κεφάλαια ανήκουν στους εργαζομένους και εκκαθαρίζονται υποχρεωτικά με σκοπό τη διανομή τους στους δικαιούχους. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι τα σχετικά κεφάλαια “ανήκουν” στους εργαζομένους επιβεβαιώνει ότι με την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση γεννάται αξίωση των εργαζομένων για άμεση εκκαθάριση και καταβολή της παροχής, ως να έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Επομένως ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να τα διανείμει σύμφωνα με τις προβλέψεις της περ. Γ. Η εκκαθάριση γίνεται από τον εργοδότη από κοινού με επιτροπή εργαζομένων, (εκκαθαριστές) χωρίς όμως η απουσία της τελευταίας από τη διαδικασία να προκαλεί την ακυρότητά της (ΑΠ 1082/2010), τυχόν δε αντίρρηση ως προς τα ποσά που καταγράφονται στον πίνακα, επιλύεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο. Η επιλογή της μεθόδου υπολογισμού της παροχής, δηλαδή των καταβλητέων, απόκειται στον εκκαθαριστή (δηλαδή τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, ΑΠ 603, 604/2017), ενώ ο κρίσιμος χρόνος για να υπολογισθεί η παροχή, ανεξαρτήτως της μεθόδου που θα επιλεγεί, είναι α) για τους ήδη αποχωρήσαντες η ημερομηνία αποχώρησης και β) για τους λοιπούς η ημερομηνία της μεταβίβασης της επιχείρησης. Στα προγράμματα καθορισμένης παροχής, δηλαδή στα προγράμματα με τα οποία ο εργοδότης υπόσχεται να καταβάλει προς τους εργαζομένους, με την πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, καθορισμένες παροχές (εφάπαξ παροχή ή σύνταξη), παραμένοντας υπόχρεος στην καταβολή τους ανεξάρτητα από την εξέλιξη του προγράμματος και αναλαμβάνοντας τον οικονομικό κίνδυνο, υπό την έννοια ότι αναλαμβάνει τόσο τον αναλογιστικό κίνδυνο, όταν οι παροχές που θα πρέπει να καταβληθούν υπερβαίνουν το κεφάλαιο που έχει συγκεντρωθεί, όσο και τον επενδυτικό κίνδυνο, εάν οι επενδύσεις του κεφαλαίου δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα, τα κεφάλαια περιλαμβάνουν, εκτός από τις συσσωρευμένες έως το χρόνο της μεταβίβασης εισφορές του εργοδότη μαζί με τις τυχόν αποδόσεις των επενδύσεών τους, και τις τυχόν απαιτήσεις κατά του εργοδότη που καλείται να καταβάλει τα χρηματικά ποσά που απαιτούνται, ώστε ο κάθε δικαιούχος να λάβει στο χρονικό σημείο της μεταβίβασης της επιχείρησης εκείνη την παροχή που δικαιούται και είναι ανάλογη με το στάδιο ωρίμανσης του δικαιώματός του. Δεδουλευμένη παροχή είναι οι μελλοντικές ισόβιες καταβολές της παροχής, η οποία υπολογίζεται βάσει των δεδομένων του εργαζομένου (μισθός, προϋπηρεσία) που ισχύουν κατά την ημερομηνία του υπολογισμού, με άλλα λόγια οι παροχές του προγράμματος υπολογιζόμενες ως εάν ήταν καταβλητέες κατά την ημερομηνία άρνησης του διαδόχου με βάση τον “δεδουλευμένο χρόνο” και όχι το συνολικό χρόνο μέχρι την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Αντίθετα, μελλοντική παροχή είναι οι μελλοντικές ισόβιες καταβολές της παροχής, η οποία υπολογίζεται βάσει των δεδομένων του εργαζομένου που θα ισχύσουν κατά την ημερομηνία κανονικής συνταξιοδότησής του, δηλαδή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η δε παρούσα αξία της μελλοντικής παροχής είναι η αξία της μελλοντικής παροχής σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, λαμβάνοντας υπόψιν προεξοφλητικό παράγοντα που υπολογίζεται μεταξύ της τη συγκεκριμένης χρονικής στιγμής μέχρι τη (μελλοντική) ηλικία κανονικής συνταξιοδότησης. Έτσι οι μελλοντικές παροχές υπολογίζονται απομειωμένες ώστε να προσαρμοσθούν στην παρούσα αξία (αυτήν της ημερομηνίας εκκαθάρισης) η δε μέθοδος προσαρμογής συνίσταται στην αφαίρεση ποσού που υπολογίζεται με προεξοφλητικό επιτόκιο, καθώς ο νόμος αναφερόμενος σε “παρούσα αξία μελλοντικής παροχής” εμπεριέχει, λόγω της έννοιας αυτής, τον προεξοφλητικό τόκο ως μέσο για την υπολογισμό της απομείωσης της μελλοντικής παροχής. Ο τόκος αυτός είναι δυνατόν να προσδιορίζεται συμβατικά, ενδέχεται όμως και να είναι νομοθετημένος. Διατυπώνοντας τη διάταξη (άρθρο 4 παρ. 3 υποπαρ. Γ του π.δ. 178/2002) με το διαζευκτικό “ή”, χωρίς αναφορά σε άλλες προϋποθέσεις, ο νομοθέτης αφήνει την επιλογή στους εκκαθαριστές, θεωρώντας ισότιμα τα δυο συστήματα επιλογής ως προς την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων (ΑΠ 603, 604/1917). Αν ήθελε ο νομοθέτης η εκκαθάριση των απαιτήσεων να αναφέρεται σε συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων (όπως των αποχωρησάντων η δεδουλευμένη και των με ενεργή σχέση εργασίας η παρούσα αξία μελλοντικής παροχής, αντίστοιχα) θα το είχε ορίσει ρητά. Σχετικά με τους δικαιούχους του ασφαλίσματος συνάγεται ότι: 1) Δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης έχουν οι εργαζόμενοι που διατηρούν ενεργή σχέση εργασίας με τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση, αλλά και όσοι έχουν ήδη αποχωρήσει και χαρακτηρίζονται ως εν αναμονή δικαιούχοι. Ειδικότερα, η υπό ΣΤ περίπτωση της διάταξης καταλαμβάνει κάθε εργαζόμενο η σχέση εργασίας του οποίου λύθηκε “μέχρι” το χρόνο της μεταβίβασης, δηλαδή σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης και όχι μόνο εκείνους των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε “κατά” το χρόνο της μεταβίβασης, διατύπωση η οποία μπορεί να υποληφθεί ως σχέση εργασίας που λύνεται ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση. Η ερμηνεία της διάταξης είναι σύμφωνη με το πνεύμα και το γράμμα της Οδηγίας 2001/23, άρθρο 4 εδ. β’ σύμφωνα με το οποίο “…τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος…”. Οι εργαζόμενοι αυτοί, εφόσον συμπλήρωσαν την υποχρέωση του ελάχιστου χρόνου παραμονής στην υπηρεσία του εργοδότη που τέθηκε ως προϋπόθεση για να έχουν δικαίωμα στην ασφαλιστική παροχή (περίοδος θεμελίωσης), δικαιούνται την καταβολή της δεδουλευμένης παροχής τους αμέσως μετά τη μεταβίβαση και όχι με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το συνταξιοδοτικό σύστημα ορίου ηλικίας, όπως συμβαίνει και με τους ενεργούς εργαζομένους των οποίων η σχέση εργασίας μεταβιβάζεται στο διάδοχο εργοδότη. Κατά τούτο η προστασία που προβλέπεται γι αυτούς από το π.δ. 178/2002 συνιστά εξαίρεση από το γενικό κανόνα που θέτει ως προϋπόθεση για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης να συνδέονται με αυτήν με ενεργή σχέση εργασίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ειδικότερα, όσοι έχουν αποχωρήσει από το σύστημα έχοντας δικαιώματα τα οποία, εάν δεν μεσολαβούσε το γεγονός της μεταβίβασης, δεν θα ήταν και “άμεσα”, αλλά η ικανοποίησή τους θα τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της συμπλήρωσης των προϋποθέσεων της σύνταξης, όπως η συμπλήρωση ηλικίας εξήντα ετών, συμμετέχουν στη διανομή του κεφαλαίου. 2) Οι εν ενεργεία εργαζόμενοι διατηρούν δικαίωμα προσδοκίας απόληψης της παροχής υπό την αίρεση της συμπλήρωσης των όρων της συνταξιοδότησης. 3) Στη διανομή του κεφαλαίου δεν συμμετέχουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι, λόγω της μεταβίβασης, δεν πρόλαβαν να συμπληρώσουν τον απαραίτητο χρόνο παραμονής στο ασφαλιστικό πρόγραμμα, ώστε να θεμελιώσουν το αντίστοιχο δικαίωμα, δεδομένου ότι με τη μεταβίβαση δεν θίγεται δικό τους δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο δεν έχει γεννηθεί ακόμη. Ως προϋπόθεση για την συμμετοχή τους δεν αρκεί να έχουν συμπληρώσει την περίοδο αναμονής στην υπηρεσία του εργοδότη για να εισέλθουν στο ασφαλιστικό πρόγραμμα, ούτε το γεγονός ότι από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά σωρεύονται και για λογαριασμό τους ασφαλιστικές εισφορές που περιλαμβάνονται στο διανεμητέο κεφάλαιο, αλλά απαιτείται να έχουν συμπληρώσει στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος και τον προβλεπόμενο χρόνο παραμονής, ώστε να αποκτήσουν δικαίωμα προσδοκίας στην καταβολή της παροχής, όταν συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το ασφαλιστικό σύστημα. Στην περίπτωση που οι εκκαθαριστές (εργοδότης και εκπρόσωποι εργαζομένων) δεν συμπράξουν ή δεν συμφωνήσουν στη διανομή του καταβλητέου ποσού, η επιλογή του τρόπου διανομής (είτε με βάση τη δεδουλευμένη παροχή είτε με βάση την παρούσα αξία της μελλοντικής παροχής) δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη (πρβλ. ΑΠ 603/2017), ενώ ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού προγράμματος ως οικειοθελούς παροχής δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης επιλέγει ελεύθερα τη μέθοδο διανομής, διότι στην περίπτωση που ο εργοδότης ισχυρίζεται ότι το ασφαλιστικό πρόγραμμα είχε χαρακτήρα οικειοθελούς παροχής και ότι επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα ανάκλησης, τα δικαιώματα των εργαζομένων που έχουν ήδη αποκτηθεί και στα οποία περιλαμβάνονται τα δικαιώματα προσδοκίας, καταλαμβάνουν και τη δεδουλευμένη και τη μελλοντική υπό αίρεση παροχή και δεν παραβλάπτονται. Τούτο οφείλεται στο χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 ως αναγκαστικού δικαίου (για το χαρακτήρα της διάταξης βλ. ΑΠ 317/2022, 1629/2017). Η διακοπή της λειτουργίας του προγράμματος λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης λειτουργεί διαφορετικά από οποιονδήποτε προβλεπόμενο στο ασφαλιστικό πρόγραμμα λόγο διακοπής, δηλαδή λειτουργεί ως πλασματική επέλευση του κινδύνου, εξ αιτίας της πρόθεσης του υπερεθνικού νομοθέτη να προστατεύσει τα συμφέροντα των εργαζομένων, το γεγονός δε ότι η υποχρέωση λειτουργίας του προγράμματος δεν μεταφέρεται στον διάδοχο εργοδότη, με σκοπό να διευκολυνθεί η μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν συνεπάγεται αντίστοιχη θυσία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, εξ’ ου και η πρόβλεψη του νόμου για την προστασία όχι μόνο των κεκτημένων δικαιωμάτων, αλλά και των δικαιωμάτων προσδοκίας. Δηλαδή η προβλεπόμενη από το νόμο εξαίρεση αφορά στις υποχρεώσεις του διάδοχου εργοδότη και όχι στα δικαιώματα των εργαζομένων, των οποίων μεταβιβάζεται η σχέση εργασίας. Τούτο, περαιτέρω, σημαίνει ότι η κρίση του δικαστηρίου για τον οικειοθελή ή μη χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού προγράμματος καθίσταται περιττή, δεδομένου ότι το δικαστήριο δεσμεύεται να εφαρμόσει τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του νόμου, οι οποίες υποχωρούν μόνο αν η διανομή λάβει χώρα κατόπιν συμφωνίας των εκκαθαριστών (εργοδότη και εργαζομένων) του διανεμητέου κεφαλαίου και ότι η ίδια συμφωνία απαιτείται για να εφαρμοσθεί στην εκκαθάριση μέθοδος διανομής διαφορετική από την προβλεπόμενη στο νόμο, όπως αυτή που προβλέπεται στο ασφαλιστικό πρόγραμμα για οποιονδήποτε άλλο λόγο διακοπής του.
ΙΙΙ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, όπως η εσφαλμένη εφαρμογή τους με την έννοια της ευθείας, κατ’ αρχήν, παραβάσεως των κανόνων αυτών, στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 617/2019, 874/2017), ενώ ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμ.19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης αφορά ελλείψεις που ανάγονται αποκλειστικά στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, αναφορικά με τη συνδρομή των γεγονότων που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους να μην μπορεί να διαγνωστεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς.
Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσιβαλλομένη, η οποία απέρριψε την έφεση κατά της απορριπτικής επί της αγωγής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατέληξε στις εξής κρίσιμες για τον αναιρετικό έλεγχο παραδοχές: Ότι όλοι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες – σημειώνεται ότι η απόφαση δεν επισημαίνει ότι κατά το στάδιο εκδίκασης της έφεσης ο εκ των εναγόντων Α. Α. του Ι., είχε ήδη αποβιώσει την 19.4.2017, δηλαδή μετά τη συζήτηση της αγωγής και πριν από την έκδοση της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και τον διαδέχθηκαν οι με αριθμό 93 α-γ εκκαλούντες δυνάμει της από 16.12.2016 ιδιόγραφης διαθήκης του που δημοσιεύθηκε με το 269/7.6.2017 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, οι οποίοι παραδεκτά άσκησαν την έφεση από κοινού με τους άλλους ηττηθέντες ενάγοντες και κατέστησαν διάδικοι στην έκκλητη δίκη- προσλήφθηκαν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “C. I. p.l.c.”,, την οποία διαδέχθηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη και η οποία, την 6.11.2002, συνήψε με την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “A. L. I. C.” και ήδη “M. Α. Ε. Α. Ζ.”, το …ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο ήταν πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών υπέρ του προσωπικού της, με ημερομηνία έναρξης την 1.11.2002 και αόριστη διάρκεια ισχύος, όχι όμως μικρότερη των 10 ετών, ενώ σε άλλο σημείο της αναφέρεται ότι η ανωτέρω παροχή είχε ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος την 1η.1.1990 (δυνάμει παλαιότερης σύμβασης που κατήρτισε με την ως άνω ασφαλιστική εταιρία η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης). Ότι οι όροι αυτού προέβλεπαν ρητώς το δικαίωμα της δικαιοπαρόχου της να τροποποιεί ή αναστέλλει, ολικά ή μερικά, οποιουσδήποτε όρους και διατάξεις του προγράμματος, καθώς επίσης να μεταβάλει, μειώνει, τροποποιεί ή καταγγείλει, οποιεσδήποτε ή και όλες τις παροχές που απορρέουν από το πρόγραμμα, με τον περιορισμό ότι τα ανωτέρω δεν θα επηρέαζαν τα δικαιώματα που είχαν ήδη γεννηθεί, καθώς και ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί να τροποποιηθεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή και ως προς οποιεσδήποτε διατάξεις του, κατόπιν γραπτής συμφωνίας μεταξύ της δικαιοπαρόχου της εναγομένης και της ασφαλιστικής εταιρίας, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε κατόπιν επί λέξει ότι “Η επιφύλαξη υπέρ της δικαιοπαρόχου της εναγομένης του δικαιώματος καταγγελίας, διακοπής, αναστολής ή τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης στο σύνολό της ή μέρος αυτής, καθώς και μεταβολής, μείωσης ή κατάργησης ορισμένων ή όλων των παροχών που απορρέουν από το Πρόγραμμα, με μόνο περιορισμό ότι οι τροποποιήσεις, ακυρώσεις, ή μειώσεις, δεν θα επηρεάζουν τα ήδη θεμελιωμένα δικαιώματα των εργαζομένων, είχε ως συνέπεια να παρεμποδίσει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας σε βάρος της. Εξάλλου, δεν θεμελιώνεται υποχρέωση της δικαιοπαρόχου της εναγομένης για την ομαδική ασφάλιση του προσωπικού της, ούτε από το νόμο, συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση, ή τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων σε αυτή. Επομένως, εφόσον η ομαδική ασφάλιση των εργαζόμενων της δικαιοπαρόχου της εναγομένης δεν έγινε από νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση, ούτε με πρόθεση που εκδηλώθηκε και από τα δύο μέρη (εργοδότη και εργαζόμενο) να αποτελέσει η ασφάλιση αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, δεν είχε μισθολογικό χαρακτήρα. Αντίθετα, ήταν γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και συνιστούσε οικειοθελή παροχή, δηλαδή πρόσθετη παροχή από ελευθεριότητα της δικαιοπαρόχου της εναγομένης υπέρ του προσωπικού της”. Κατόπιν αυτού απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της έφεσης, με τον οποίον οι αναιρεσείοντες επανέφεραν τον αγωγικό ισχυρισμό τους περί του ότι το ασφαλιστικό πρόγραμμα αποτελούσε συμβατική παροχή και ήταν μη ανακλητό για τα μέλη του. Ακολούθως η αναιρεσιβαλλομένη, σχετικά με τους αναιρεσείοντες που δεν είχαν συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία κατά το χρόνο της μεταβίβασης, δηλαδή τους 1ο έως και 89ο, δέχθηκε ότι δεν είχαν κατά το νόμο και την επίδικη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης, ούτε πλήρες δικαίωμα, ούτε προσδοκία δικαιώματος λήψης της παροχής συνταξιοδότησης, επειδή το συνταξιοδοτικό δικαίωμα που αποκτά ή προσδοκά να αποκτήσει ο τρίτος (εργαζόμενος) προσδιορίζεται στη σύμβαση ασφάλισης και, κατά συνέπεια, ο υπολογισμός της συνταξιοδοτικής παροχής εξαρτάται αποκλειστικά από τις παραμέτρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που τέθηκαν από την εναγομένη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, καθώς με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002, δεν δημιουργούνται υπέρ των εργαζομένων κεκτημένα δικαιώματα, ή δικαιώματα προσδοκίας, πέραν εκείνων που αναγνωρίζει και προβλέπει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ότι στην υπόθεση που έκρινε, από την επίδικη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Παραρτήματος
ΙΙΙ, προϋπόθεση και αναγκαίος όρος για τη λήψη οποιασδήποτε παροχής από το ασφαλιστήριο, είναι να πληροί ο εργαζόμενος τις προϋποθέσεις αυτού. Ότι κατά τους όρους του Ομαδικού Συνταξιοδοτικού Προγράμματος, οι οποίοι γνωστοποιούνταν από τη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης προς τους εργαζομένους, συνεπώς και στους ενάγοντες (αναιρεσείοντες), δικαίωμα συμμετοχής στο Πρόγραμμα είχαν οι υπάλληλοί της που προσλήφθηκαν μέχρι την 31.12.2007, μετά τη συμπλήρωση έξι μηνών συνεχούς υπηρεσίας (Παράρτημα ΙΙΙ, Μέρος ΙΙ, άρθρο 1, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 4/983/19-12-2007 Πρόσθετη Πράξη). Ότι σύμφωνα με τον όρο του άρθρου 1 Μέρος ΙΙΙ Παράρτημα ΙΙΙ του Προγράμματος, “κάθε μέλος του οποίου η απασχόληση λήγει για οποιονδήποτε λόγο είτε μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των 60 χρόνων ή κατά τον χρόνο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από τον Κύριο Κρατικό Ασφαλιστικό Φορέα (ΙΚΑ), θα λάβει από την ημερομηνία αυτή ετήσια παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης…”, με τον ειδικότερο τρόπο υπολογισμού που παρατίθεται στη διάταξη… Ότι στο άρθρο 1 Μέρος V Παράρτημα ΙΙΙ, προβλεπόταν πως εάν η υπηρεσία του εργαζόμενου λήξει για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου, πριν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις του Προγράμματος για καταβολή οποιασδήποτε από τις παροχές του, τότε ο εργαζόμενος δεν θα έχει δικαίωμα να λάβει οποιαδήποτε παροχή του Προγράμματος, εκτός εκείνης που περιγράφεται στο άρθρο 2 του Μέρους V. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. α’ και β’ Μέρους V του Παραρτήματος
ΙΙΙ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με τις υπ’ αριθμ. …Πρόσθετες Πράξεις: “α. Σε περίπτωση αποχώρησης μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου και πριν την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που περιγράφονται στο παρόν Πρόγραμμα για την απόκτηση δικαιώματος σε οποιαδήποτε παροχή και με την προϋπόθεση ότι το μέλος έχει συμπληρώσει δέκα (10) έτη συνολικής υπηρεσίας σύμφωνα με το Μέρος
ΙΙ, θα λαμβάνει κατόπιν αιτήσεώς του, όπως περιγράφεται στο άρθρο 3 του παρόντος Μέρους, την Παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης που θα αρχίσει να του καταβάλλεται την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την Ημερομηνία Κανονικής Συνταξιοδότησης. Διευκρινίζεται ότι προϋπόθεση για την καταβολή παροχής πριν την ηλικία των εξήντα (60) αποτελεί η καταβολή σύνταξης λόγω γήρατος από τον Κρατικό Κύριο Ασφαλιστικό Φορέα (ΙΚΑ). Η ανωτέρω παροχή υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 3 του Μέρους ΙΙΙ, βάσει δεδομένων (Μέσος Μισθός, Συνολική Υπηρεσία κλπ.) που ισχύουν κατά το χρόνο της αποχώρησης του μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη. β. Η ανωτέρω παροχή η οποία προϋποθέτει δέκα χρόνια συνολικής υπηρεσίας του συμμετέχοντος στον εργοδότη έχει ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος την 1η Ιανουαρίου 1990 και αφορά κάθε συμμετέχοντα που κατά την ημερομηνία αυτή και εντεύθεν ήταν μέλος του Προγράμματος”. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι αν η σχέση εργασίας του εργαζομένου λήξει πριν αυτός συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη κάποιας εκ των προβλεπόμενων από το ασφαλιστήριο παροχών, τότε το μέλος ουδεμία παροχή λαμβάνει. Κατ’ εξαίρεση μόνο, όταν διακόπτεται η σχέση εργασίας για οποιονδήποτε λόγο πλην θανάτου, χωρίς να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δικαιούται να λάβει κατόπιν αίτησής του τη συνταξιοδοτική παροχή, εφόσον όμως έχει συμπληρώσει 10 έτη συνολικής υπηρεσίας στην εναγομένη. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον στα πλαίσια της μεταβίβασης του κλάδου της εναγομένης, στον οποίο εργάζονταν οι 1η έως και 89ος των εναγόντων, λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους με την προηγούμενη εργοδότρια – εναγομένη, χωρίς αυτοί (ενάγοντες) να έχουν συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, δεν είναι δυνατή η καταβολή οποιασδήποτε παροχής εκ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθώς δεν γεννάται δικαίωμα για συνταξιοδοτική παροχή, ούτε προσδοκία δικαιώματος να λάβουν τη συνταξιοδοτική παροχή με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους, ή όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης από τον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα. Το παραπάνω δικαίωμα προσδοκίας, έχει μόνο ο αποχωρήσας από την υπηρεσία εργαζόμενος, ο οποίος όμως έχει συμπληρώσει δέκα έτη συνολικής υπηρεσίας στην εναγόμενη τράπεζα. Τα μέλη του Προγράμματος που, με βάση τους όρους αυτού, βρίσκονται σε αναμονή για τη δημιουργία προσδοκίας, δηλαδή δεν έχουν συμπληρώσει ακόμα τη δεκαετή υπηρεσία ως περίοδο αναμονής για να αποκτήσουν δικαίωμα προσδοκίας, δεν δικαιούνται συνταξιοδοτικής παροχής και ως εκ τούτου δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία εκκαθάρισης και διανομής του συνταξιοδοτικού προγράμματος, κατ’ άρθρο 4 του π.δ. 178/2002. Οι ισχυρισμοί δε των εναγόντων, ότι οι 1η έως και 89ος εξ αυτών, έπρεπε να συμμετάσχουν στην εκκαθάριση και διανομή του κεφαλαίου του Προγράμματος, αφενός μεν διότι με βάση τους όρους αυτού είχαν γεννημένο δικαίωμα προσδοκίας, αφετέρου δε, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002, τα σχετικά κεφάλαια του Προγράμματος ανήκουν σε όλους τους εργαζομένους, χωρίς διακρίσεις σε σχέση με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατόπιν αυτού απέρριψε ως αβάσιμους τους δεύτερο, τρίτο, πέμπτο και τον πρόσθετο λόγο έφεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες παραπονούνταν για την απόρριψη της αγωγής τους από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με τις παραδοχές αυτές, κατά το μέρος που αφορούν στην προσδοκία δικαιώματος των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων, ορθά εφάρμοσε τις προδιαληφθείσες διατάξεις του π.δ. 178/2002, αλλά και αυτές των άρθρων 201, 204, 206, 207 και 287 του ΑΚ, απορριπτομένων των σχετικών 3ου, 4ου, 5ου, και 6ου λόγων αναίρεσης. Ειδικότερα, με τους ανωτέρω λόγους οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ευθεία παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων με το επιχείρημα ότι σε συνταξιοδοτικό σύστημα με καθορισμένη παροχή ο εργοδότης υπόσχεται να καταβάλει προς τους εργαζομένους, με την πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, καθορισμένες παροχές (εφάπαξ παροχή ή σύνταξη), παραμένοντας υπόχρεος στην καταβολή τους ανεξάρτητα από την εξέλιξη του προγράμματος. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη υπό ΙΙΙ μείζονα σκέψη και όσα ανελέγκτως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη σχετικά με τους όρους του ασφαλιστικού προγράμματος, προϋπόθεση για τη γένεση της ενοχής προς καταβολή ασφαλίσματος στους ασφαλισμένους ήταν η δεκαετής παραμονή τους στην υπηρεσία της αναιρεσίβλητης, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Γι αυτό και στο πρόσωπό τους δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία δικαιώματος προσδοκίας, αλλά υφίστατο απλώς προσδοκία ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον. Τούτο δεν σημαίνει ότι το δικαίωμά τους βρισκόταν υπό αίρεση, διότι στο στάδιο αυτό θα εισερχόταν μετά τη συμπλήρωση της δεκαετούς υπηρεσίας τους. Επομένως οι αναιρεσείοντες εσφαλμένως υπολαμβάνουν ότι η δεκαετής απασχόληση στην αντίδικό τους (και πριν από αυτήν στη δικαιοπάροχό της) δεν συνιστούσε προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα και στην εκκαθάριση των κεφαλαίων του και ότι αρκούσε η εξάμηνη διάρκεια της απασχόλησής τους, μετά την οποία είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα και σωρεύονταν για λογαριασμό τους ασφαλιστικές εισφορές. Η εκδοχή ότι η αναιρεσίβλητη, μεταβιβάζοντας την επιχείρησή της, ματαίωσε τη συμπλήρωση της ανωτέρω προϋπόθεσης, δηλαδή ματαίωσε την αναβλητική αίρεση, θα γεννούσε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς αποζημίωση, αλλά υπό τους όρους της διάταξης του άρθρου 204 ΑΚ που απαιτούν αφενός την ύπαρξη δικαιώματος (προσδοκίας) που δεν υφίσταται εν προκειμένω και αφετέρου να ενεργήσει η αναιρεσίβλητη αντισυμβατικά και εναντίον της καλής πίστεως, επιδιώκοντας τη ματαίωση της αίρεσης. Σύμφωνα όμως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, η φερόμενη ως ματαίωση της πλήρωσης της αίρεσης οφείλεται στη μεταβίβαση της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης και όχι σε συμπεριφορά της αντίθετη προς την καλή πίστη. Περαιτέρω δεν υφίσταται το προβαλλόμενο από τους αναιρεσείοντες κενό προστασίας του νόμου, αφού το π.δ. 178/2002, συνεπές προς την Οδηγία, διαφυλάσσει ρητώς τόσο τα γεγενημένα δικαιώματα όσο και τα δικαιώματα που τελούν υπό αίρεση. Ούτε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, με τον 6ο λόγο της αναίρεσής τους. Με το λόγο αυτό μέμφονται την αναιρεσιβαλλομένη για παραβίαση της περίπτωσης δ του άρθρου 3 της Οδηγίας, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το νόμο 4575/2018, δηλαδή μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για την παραδοχή της ότι “Τα μέλη του Προγράμματος που, με βάση τους όρους αυτού, βρίσκονται σε αναμονή για τη δημιουργία προσδοκίας, δηλαδή δεν έχουν συμπληρώσει ακόμα τη δεκαετή υπηρεσία ως περίοδο αναμονής για να αποκτήσουν δικαίωμα προσδοκίας, δεν δικαιούνται συνταξιοδοτικής παροχής”. Στην αντίστοιχη με την Οδηγία διάταξη ως “περίοδος αναμονής” ορίζεται το χρονικό διάστημα της απασχόλησης, που απαιτείται είτε βάσει της κείμενης νομοθεσίας είτε από τους κανόνες του συστήματος συμπληρωματικής συνταξιοδο?τησης είτε από τον εργοδότη, προκειμένου ο εργαζόμενος να έχει τις προϋποθέσεις για να υπαχθεί στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του συστήματος, ενώ περίοδος θεμελίωσης είναι το χρονικό διάστημα της ενεργού συμμετοχής σε ένα σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδο?τησης, που απαιτείται είτε από την κείμενη νομοθεσία είτε βάσει των κανόνων του συστήματος για τη θεμελίωση σωρευμένων δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης (περ. ε). Στην δε παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 4575/2018, που διατυπώνει αυτούσια την αντίστοιχη διάταξη της Οδηγίας και ο οποίος, λόγω του χρόνου δημοσίευσής του, που έπεται της συζήτησης της αγωγής, δεν ήταν εφαρμοστέος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά ούτε και από το Εφετείο (ΚΠολΔ 533 παρ. 2), ορίζεται ότι “τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι α) όταν ορίζεται περίοδος θεμελίωσης ή περίοδος αναμονής ή αμφότερα, η συνδυασμένη συνολική περίοδος δεν υπερβαίνει επ’ ουδενί τα τρία έτη για τους αποχωρούντες εργαζομένους και β) όταν απαιτείται ελάχιστο όριο ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, το εν λόγω όριο δεν υπερβαίνει τα 21 έτη για τους αποχωρούντες εργαζομένους. Ωστόσο, παρά τη χρήση του όρου αναμονή, προκύπτει ευθέως από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης ότι αναφέρεται στην περίοδο θεμελίωσης, όπως αυτή προσδιορίστηκε από τις προϋποθέσεις του ασφαλιστικού προγράμματος στο οποίο είχαν υπαχθεί οι ως άνω αναιρεσείοντες και το οποίο είχε διαμορφωθεί ως απόρροια της ιδιωτικής βούλησης, πολύ πριν την έκδοση της Οδηγίας και τη μεταφορά της στο εσωτερικό μας δίκαιο. Από δε το σκοπό της Οδηγίας και το πεδίο εφαρμογής της προκύπτει ότι αυτή αναφέρεται αποκλειστικά στην κινητικότητα των εργαζομένων, δηλαδή ρυθμίζει καταστάσεις κατά τις οποίες η σχέση εργασίας λύεται και δεν διατηρείται, σε αντίθεση με την μεταβίβαση επιχείρησης που η εργασιακή σχέση διατηρείται με το νέο εργοδότη και επομένως οι ορισμοί της δεν είναι πρόσφοροι για την εκτίμηση του ζητήματος της ορθής ή μη μεταφοράς της Οδηγίας 98/50 στο εσωτερικό μας δίκαιο μέσω του π.δ. 178/2002, αλλά ούτε και για την ερμηνεία του, εάν διαπιστωνόταν ασάφεια στις διατάξεις του. Τέλος, ούτε η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες C-674, 675/2018 απόφαση του ΔΕΕ, που αφορά σε μεταβίβαση επιχειρήσεως λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, περίπτωση δηλαδή διαφορετική από την κρινόμενη, συνιστά νομολογιακό προηγούμενο δεσμευτικό για το εθνικό δικαστήριο, σχετικά με την ερμηνεία της Οδηγίας. Η διακρίνουσα διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι στις περιπτώσεις της κινητικότητας και της αφερεγγυότητας η σχέση του εργαζομένου με τον εργοδότη τερματίζεται, ενώ στην περίπτωση της μεταβίβασης συνεχίζεται με τον διάδοχο εργοδότη. Επομένως παρίσταται αβάσιμος ο 7ος πρόσθετος λόγος αναίρεσης. Για τους ίδιους ως άνω λόγους αβάσιμος είναι και ο 14ος λόγος της αναίρεσης με τον οποίον οι αναιρεσείοντες πλήττουν την αναιρεσιβαλλομένη ότι συγχέει τις έννοιες μεταξύ μη γεγενημένου δικαιώματος και δικαιώματος γεγενημένου, αλλά απολεσθέντος λόγω της μεταβίβασης, αφού σύμφωνα με τις ορθές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης η διάκριση αυτή δεν υφίσταται κατά νόμον, καθώς και ο 4ος πρόσθετος λόγος κατά το μέρος που τούς αφορά, με τον οποίον υποστηρίζεται ότι μόνη η συμμετοχή των αναιρεσειόντων στο πρόγραμμα, ανεξαρτήτως προϋποθέσεων, γεννά δικαίωμα στην ασφαλιστική παροχή. Αβάσιμος είναι και ο 17ος λόγος αυτής, ότι η αναιρεσίβλητη ήταν υποχρεωμένη στην καταβολή των υπεσχημένων, ανεξάρτητα από την εξέλιξη του προγράμματος, δεδομένου ότι, κατά τα διαληφθέντα, το εν λόγω δικαίωμα δεν προστατεύεται, επειδή δεν υφίσταται καν. Περαιτέρω, ορίζοντας το π.δ. 178/2002 ότι προστατεύονται εκτός από τα κεκτημένα δικαιώματα και τα δικαιώματα προσδοκίας, δεν στερεί την προστασία του από τα δικαιώματα που θα ολοκληρωθούν στο μέλλον, με τη συμπλήρωση των όρων που τίθεται από το δημόσιο σύστημα ασφάλισης και στο οποίο παραπέμπει το επίδικο συμπληρωματικό σύστημα, επομένως ο 7ος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που αναφέρεται στους πρώτο έως και ογδοηκοστό ένατο των αναιρεσειόντων, παρίσταται αβάσιμος, ομοίως δε οι 8ος, 9ος και 10ος λόγος της αναίρεσης με το αυτό περιεχόμενο. Αβάσιμος είναι και ο δωδέκατος λόγος της αναίρεσης σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης που ορίζει ότι τα σχετικά κεφάλαια “ανήκουν σε όλους τους εργαζομένους”, διότι κατά την ορθή ερμηνεία της διατύπωσης αυτής αναφέρεται στο σύνολο των εργαζομένων που δικαιούνται συνταξιοδοτικών απολαβών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ομαδικό πρόγραμμα ασφάλισης και όχι στους υπολοίπους. Ως προς τους εν ενεργεία, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, εργαζομένους της αναιρεσίβλητης, 90ο μέχρι και 188ο των αναιρεσειόντων, η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι οι εργασιακές τους σχέσεις αναλήφθηκαν από τη διάδοχο εργοδότρια “…” και ότι είχαν συμπληρώσει κατά το χρόνο της μεταβίβασης 10ετή υπηρεσία στην δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης. Ότι η τελευταία εκκαθάρισε τα κεφάλαια από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και ακολούθως η ασφαλιστική εταιρία, κατ’ εντολή της αναιρεσίβλητης, διένειμε σε αυτούς το προϊόν της εκκαθάρισης κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση ποσά. Ότι αυτά τα χρηματικά ποσά αποτελούν την προβλεπόμενη από την ασφαλιστική σύμβαση εφάπαξ παροχή που αναλογεί σε καθένα εκ των αναιρεσειόντων. Ότι εφόσον η παροχή αυτή της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης προς τους αναιρεσείοντες είναι οικειοθελής, ο προσδιορισμός της εξαρτάται αποκλειστικά από τις παραμέτρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που εκείνη έθεσε στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ότι ο υπολογισμός της παροχής που διανεμήθηκε στους ανωτέρω αναιρεσείοντες, έγινε με βάση την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 περ. Γ’ στ. β’ του π.δ. 178/2002 μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” (ACCRUED BENEFIT), για προγράμματα καθορισμένης παροχής, αφού λήφθηκε υπόψη ο μέσος όρος του μισθού του μεταφερόμενου εργαζόμενου κατά τους τελευταίους 24 μήνες προ της μεταβιβάσεως και η συμπληρωμένη υπηρεσία κατά το χρόνο μεταβίβασης, ενώ έγινε χρήση τεχνικού επιτοκίου προεξόφλησης 3,35%. Ότι το άρθρο 2 παρ. α’ και β’ μέρους V του Παραρτήματος ΙΙΙ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με τις υπ’ αριθμ. …Πρόσθετες Πράξεις ορίζει: “α. Σε περίπτωση αποχώρησης μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη για οποιονδήποτε λόγο, εκτός θανάτου …. θα λαμβάνει …. την Παροχή Κανονικής Συνταξιοδότησης …… Η ανωτέρω παροχή υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 3 του Μέρους ΙΙΙ, βάσει δεδομένων (Μέσος Μισθός, Συνολική Υπηρεσία κλπ.) που ισχύουν κατά το χρόνο της αποχώρησης του μέλους από την υπηρεσία του εργοδότη”. Ομοίως, στο άρθρο 4 αριθμ. 3 περίπτωση 2 Κεφάλαιο V προβλέπεται σε περίπτωση εκκαθάρισης του κεφαλαίου λόγω καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης ότι “για τον υπολογισμό της παροχής χρησιμοποιούνται τα αναγκαία δεδομένα που ισχύουν κατά τον χρόνο της καταγγελίας…”, ενώ στο Παράρτημα ΙΙΙ Μέρος Ι “ΟΡΙΣΜΟΙ”, προβλέπεται ότι ο όρος “‘μέσος μισθός’, σημαίνει το μέσο όρο του μισθού που καταβλήθηκε στο μέλος κατά τους τελευταίους 24 μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας συνταξιοδότησής του ή της διακοπής της απασχόλησής του”. Ότι, επομένως, κατά την ασφαλιστική σύμβαση, κρίσιμα δεδομένα για τον υπολογισμό της παροχής, τα οποία και έλαβε πράγματι υπόψη της η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης κατά την εκκαθάριση, είναι ο μέσος όρος του μισθού κατά τους τελευταίους 24 μήνες που προηγούνται της λύσης της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος και η συνολική υπηρεσία του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρονικό σημείο μεταβίβασης της δραστηριότητας της αναιρεσίβλητης στην “…”, οπότε και λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας των παραπάνω αναιρεσειόντων με τη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης. Ότι σύμφωνα με τους παραπάνω όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ο υποθετικός μελλοντικός μέσος μισθός και η αναγόμενη στο μελλοντικό χρονικό σημείο της συμπλήρωσης του 60ου έτους της ηλικίας υπηρεσία του εργαζόμενου και ότι σε σχέση με το τεχνικό επιτόκιο προεξόφλησης, στο άρθρο 4 αριθμός 2 περ. γ’ Κεφάλαιο V, ρητώς προβλέπεται: “ως τεχνικό επιτόκιο: το εκάστοτε ανώτατο προβλεπόμενο από τη σχετική νομοθεσία περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το οποίο σήμερα, κατά τη στιγμή εκδόσεως του συμβολαίου, ορίζεται στο 3,35%, στο πλαίσιο της Υπουργικής Απόφασης Κ3/9124/2001”, το ίδιο δε επιτόκιο ορίζεται στο Παράρτημα IV με τίτλο “ΤΕΧΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΙΣΟΔΥΝΑΜΩΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΩΝ”, τέλος δε ότι η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση ίσχυε μέχρι την 1.1.2016, οπότε και καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 278 παρ. 4 εδ. στ’ του ν. 4364/2016. Έκρινε δε ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων περί του ότι κατά τον υπολογισμό της παροχής σε καθένα εξ αυτών, έπρεπε το τεχνικό επιτόκιο να οριστεί σε 2%, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός τους πως η αναιρεσίβλητη εσφαλμένα προέβη σε εκκαθάριση και διανομή των κεφαλαίων με βάση τη “δεδουλευμένη παροχή” (ACCRUED BENEFIT), ενώ έπρεπε αυτή να γίνει με βάση την “παρούσα αξία μελλοντικής παροχής” (PROJECT BENEFIT), διότι από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 περ. Γ β’ του π.δ. 178/2002, προκύπτει ότι σε περίπτωση προγράμματος με καθορισμένη παροχή, που λειτουργεί στο πλαίσιο της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, όπως ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, τα σχετικά κεφάλαια εκκαθαρίζονται με βάση τη δεδουλευμένη παροχή ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής και επομένως, δεν υφίσταται υποχρέωση για τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου να ενεργήσουν την εκκαθάριση με τη μία ή την άλλη μέθοδο, αλλά αντίθετα υπάρχει ελευθερία επιλογής αυτής. Δέχθηκε ακόμη ότι εφόσον από τη σύμβαση ασφάλισης δεν προκύπτει ποία μέθοδο επέλεξαν οι συμβαλλόμενοι, τότε το σχετικό κενό θα πληρωθεί με ερμηνεία της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να εξευρεθεί η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων, στην προκειμένη δε περίπτωση, στο επίδικο Ομαδικό Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα, που, όπως προεκτέθηκε, είναι πρόγραμμα με καθορισμένη παροχή, δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τρόπος εκκαθάρισης των κεφαλαίων του και κατά συνέπεια πρέπει το κενό αυτό να πληρωθεί με την ερμηνεία της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Ότι σύμφωνα με τους παραπάνω αναγραφόμενους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, προβλέπεται ο υπολογισμός της ασφαλιστικής παροχής με βάση, αφενός μεν τον πραγματικό μισθό του εργαζόμενου κατά το χρονικό σημείο λύσης της σύμβασης εργασίας του και όχι με βάση τον υποθετικό μισθό που θα λάμβανε ο εργαζόμενος σε απώτερο μελλοντικό χρονικό σημείο, αφετέρου δε, με βάση τη συμπληρωμένη συνολική υπηρεσία του κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας και όχι με βάση τη μελλοντική ή υποθετική υπηρεσία. Ότι επιπλέον, η συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από την εργοδότρια εταιρία, χωρίς καμία συνεισφορά εκ μέρους των εργαζομένων στον σχηματισμό των κεφαλαίων και συνιστούσε, όπως προεκτέθηκε, οικειοθελή παροχή αυτής (εργοδότριας), που μπορούσε να ανακληθεί ελεύθερα και για το λόγο αυτό, η δικαιοπάροχος της εναγομένης διατήρησε το δικαίωμα να θέτει εύλογους κανόνες και παραδοχές για την εκκαθάριση του προγράμματος. Ότι, επομένως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της καλή πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν να γίνει η εκκαθάριση με βάση τη δεδουλευμένη παροχή, λαμβάνοντας υπόψη για τον υπολογισμό της, το μισθό κα την πραγματική υπηρεσία κάθε εργαζομένου κατά το χρόνο της μεταβίβασης και όχι κατά το χρόνο συμπλήρωσης της ηλικίας των εξήντα ετών ή των προϋποθέσεων για πλήρη συνταξιοδότηση από το δημόσιο ασφαλιστικό φορέα.
Με την κρίση της αυτή η αναιρεσιβαλλομένη παραβίασε ευθέως τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 και των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις υπό στοιχείο ΙΙ και ΙΙΙ μείζονες σκέψεις. Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο οικειοθελής χαρακτήρας της παροχής ουδεμία έννομη συνέπεια έχει στην εκκαθάριση των κεφαλαίων του ασφαλιστικού προγράμματος, ο τρόπος της οποίας, αν δεν αποφασιστεί από κοινού με τον εργοδότη και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, θα λάβει χώρα κατά τα οριζόμενα στο νόμο. Μεταξύ δε των μεθόδων που προβλέπονται είναι διαζευκτικά είτε η μέθοδος της δεδουλευμένης παροχής είτε η μέθοδος της παρούσας αξίας της μελλοντικής παροχής, όχι όμως ο συνδυασμός αμφοτέρων, δηλαδή η αξία της δεδουλευμένης παροχής με τη χρήση του προεξοφλητικού επιτοκίου, το οποίο, στην περίπτωση της πρόωρης καταβολής της δεδουλευμένης παροχής, αφορά στην εγγυητική ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας και όχι του εργοδότη, δηλαδή μέθοδο που δεν προβλέπεται στο νόμο και μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο κατόπιν συμφωνίας των εκκαθαριστών. Η δε επιλεκτική, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της αναιρεσιβαλλομένης, αναφορά στους όρους του ασφαλιστικού προγράμματος δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε σε ερμηνεία της εικαζόμενης βούλησης των μερών, ούτε στην εκτίμηση ότι η οφειλόμενη παροχή εκπληρώθηκε από την αναιρεσίβλητη σύμφωνα με την καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη. Επομένως οι σχετικοί 10ος, 11ος, 15ος, 16ος, 18ος, 19ος, κατά το μέρος που τους αφορά, καθώς και οι 2ος (κατά το πρώτο σκέλος του), 5ος και 6ος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί. Το δεύτερο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου που αναφέρεται σε παραβίαση από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ καταλαμβάνεται από την αναιρετική εμβέλεια του πρώτου σκέλους γι αυτό και παρέλκει η έρευνά του.
Εν συνεχεία η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε πως όταν μεταβιβάζεται τμήμα μόνο ή δραστηριότητα της επιχείρησης, τότε μεταβιβάζονται στον διάδοχο εργοδότη εκ του νόμου, μόνο οι εργασιακές σχέσεις των εργαζόμενων εκείνων που απασχολούνταν στο τμήμα ή δραστηριότητα που μεταβιβάστηκε. Κατά συνέπεια, η άρνηση του διαδόχου εργοδότη να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση του προκατόχου του, αφορά μόνο στους εργαζόμενους του τμήματος ή δραστηριότητας που ανέλαβε και ως προς αυτούς μόνο πρέπει να εκκαθαριστεί η ασφαλιστική σύμβαση με τον προηγούμενο εργοδότη, σύμφωνα με τους όρους του π.δ. 178/2002. Αντίθετα, ο μεταβιβάζων εργοδότης, έχει δικαίωμα να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση για τους εργαζόμενους που απασχολεί στα τμήματα της επιχείρησης που δεν μεταβιβάστηκαν, καθώς και για τους εργαζόμενους που είχαν αποχωρήσει προ της μεταβίβασης και λαμβάνουν ήδη τη συνταξιοδοτική παροχή, ή έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις να την λάβουν. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, η δικαιοπάροχος της εναγομένης νομίμως προέβη σε εκκαθάριση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου μόνο ως προς το αναληφθέν από τον διάδοχο εργοδότη προσωπικό. Αντίθετα, οι 189η μέχρι και 211η των εναγόντων δεν αποτέλεσαν μέρος του αναληφθέντος προσωπικού από την “Α. Τ.”, με συνέπεια να μην έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην εκκαθάριση και στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι διατάξεις του π.δ. 178/2002, καθώς για αυτούς το πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης συνεχίζεται, όπως και πριν τη μεταβίβαση, και διατηρούν δικαίωμα προσδοκίας για να λάβουν συνταξιοδοτική παροχή, όταν συμπληρώνουν τις προβλεπόμενες από το Πρόγραμμα προϋποθέσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως προς τους 189ο έως και 211η των εναγόντων ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των δεύτερου, έκτου, έβδομου και του πρόσθετου λόγου έφεσης.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα όσοι έχουν αποχωρήσει από το σύστημα έχοντας δικαιώματα τα οποία, εάν δεν μεσολαβούσε το γεγονός της μεταβίβασης, δεν θα ήταν και “άμεσα”, αλλά η ικανοποίησή τους θα τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της συμπλήρωσης των προϋποθέσεων της σύνταξης, όπως αυτή τίθεται στο πρόγραμμα, δηλαδή τη συμπλήρωση ηλικίας εξήντα ετών, αποκτούν και αυτοί άμεση αξίωση στην συνταξιοδοτική παροχή αμέσως μετά την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει το ασφαλιστικό πρόγραμμα, το δε γεγονός ότι οι εργασιακές τους σχέσεις δεν ήταν ενεργές κατά το χρόνο της μεταβίβασης ουδεμία επιρροή έχει, καθώς τα δικαιώματά τους προστατεύονται, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα του π.δ. 178/2002 που απαιτεί να μην έχει λυθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, η σχέση εργασίας, ώστε να υπάγεται ο εργαζόμενος στην προστατευτική του εμβέλεια. Προϋπόθεση είναι να εργάζονταν στο τμήμα εκείνο της επιχείρησης το οποίο μεταβιβάστηκε και, σε καταφατική περίπτωση, να δεχθεί ότι η αξίωσή τους στο ποσό του ασφαλίσματος κατέστη άμεση, αφού και γι’ αυτούς η μεταβίβαση της επιχείρησης λειτούργησε ως πλασματική επέλευση του κινδύνου. Επομένως, για την πληρότητα της αιτιολογίας της η αναιρεσιβαλλομένη όφειλε, εκτός των ανωτέρω παραδοχών της, να διατυπώσει συμπέρασμα περί του ότι οι ως άνω αναιρεσείοντες παρείχαν την εργασία τους στο τμήμα της επιχείρησης που μεταβιβάστηκε και σε καταφατική περίπτωση να δεχθεί ότι συμμετείχαν και αυτοί στην εκκαθάριση του κεφαλαίου. Συνακόλουθα υπέπεσε στην πλημμέλεια των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559, και οι 1ος και 2ος, 12ος, 13ος, 19ος λόγος κατά το μέρος που τους αφορά, 21ος καθώς και ο 22ος λόγος της αναίρεσης, καθώς και οι 1ος και 3ος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης παρίστανται ουσιαστικά βάσιμοι.
Περαιτέρω η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις επικουρικές βάσεις της αγωγής οι οποίες θεμελιώνονταν στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, περί εντολής, περί διοικήσεως αλλοτρίων και στην ευθύνη της εκ παραβιάσεως των όρων του προγράμματος. Η ως άνω παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης πλήττεται με τον 20στό λόγο της αναίρεσης για παραβίαση του αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Και τούτο επειδή στην εκτενή ανάπτυξή του αναφέρει τις ουσιαστικές παραδοχές που θα έπρεπε να έχει διαλάβει η αναιρεσιβαλλομένη και όχι αυτές που διέλαβε. Σχετικά με το αίτημα των αναιρεσειόντων για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα της Οδηγίας 2001/23 και του άρθρου 288 εδ. γ της ΣΛΕΕ, και, αντίστοιχα, των διατάξεων του 178/2002 που ενσωματώνουν τις διατάξεις της προαναφερθείσας Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, αυτό κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, εφόσον το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του δευτερογενούς και πρωτογενούς δικαίου, αντίστοιχα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του εσωτερικού δικαίου κατά το μέρος που το ενσωματώνει. Απορριπτέο είναι και το υποβληθέν αίτημα για παραπομπή προς εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, διότι κρίνεται ότι δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από την διάταξη του άρθρου 563 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Περαιτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που την εξέδωσε. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (ΚΠολΔ 176, 183, 191), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 70/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρεθέν κεφάλαιο της απόφασης που αναφέρεται στο σκεπτικό, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως την υπόθεση και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και ταύτης καθώς και της αρχαιότερης Αρεοπαγίτου αποχωρησασών, ο αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ