ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
« Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 – Δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 2, παράγραφος 3 – Πρόσωπα τα οποία ήταν παιδιά όταν άρχισε η ποινική διαδικασία, αλλά συμπλήρωσαν την ηλικία των 18 ετών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Άρθρο 4 – Δικαίωμα ενημέρωσης – Άρθρο 6 – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Άρθρο 18 – Δικαίωμα στη χορήγηση νομικής συνδρομής – Άρθρο 19 – Μέσα ένδικης προστασίας – Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά προσβολή των δικονομικών δικαιωμάτων »
Στην υπόθεση C‑603/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακό δικαστήριο Słupsk, Πολωνία) με απόφαση της 26ης Αυγούστου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Σεπτεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά
M.S.,
J.W.,
M.P.,
παρισταμένων των:
Prokurator Rejonowy w Słupsku,
D.G., υπό την ιδιότητά του ως επιμελητή των υποθέσεων των M.B. και B.B.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta
γραμματέας: N. Mundhenke, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Νοεμβρίου 2023,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο Prokurator Rejonowy w Słupsku, εκπροσωπούμενος από την T. Rutkowska-Szmydyńska, Prokurator Regionalny w Gdańsku,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, την J. Sawicka και την S. Żyrek,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek, την T. Suchá και τον J. Vláčil,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Grünheid, την K. Herrmann, την J. Hottiaux και τον M. Wasmeier,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2016, L 132, σ. 1), του άρθρου 12, παράγραφος 2, και του άρθρου 13 της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1), του άρθρου 3 της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1), καθώς και των αρχών της υπεροχής, του άμεσου αποτελέσματος και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.
2 Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά των M.S., J.W. και M.P., τριών ανηλίκων που κατηγορούνται ότι εισήλθαν παρανόμως σε εγκαταλελειμμένο συγκρότημα παραθεριστικών κατοικιών, προξενώντας ζημία στους M.B. και B.B., που εκπροσωπούνται από τον D.G., ο οποίος διορίστηκε ως επιμελητής των υποθέσεών τους.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
H οδηγία 2012/13
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 19 και 26 της οδηγίας 2012/13 έχουν ως εξής:
«(19) Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τον ύποπτο ή κατηγορούμενο σχετικά με τα [δικονομικά] δικαιώματα τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας, όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, γραπτώς ή προφορικώς, όπως προβλέπεται από την παρούσα οδηγία. Για την πρακτική και αποτελεσματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται εγκαίρως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από την αστυνομία ή από άλλη αρμόδια αρχή.
[…]
(26) Κατά την ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη προσοχή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ύποπτος ή κατηγορούμενος αδυνατεί να κατανοήσει το περιεχόμενο ή το νόημα της ενημέρωσης, π.χ. λόγω του νεαρού της ηλικίας του ή της διανοητικής ή σωματικής του κατάστασης.»
4 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι τον τελικό προσδιορισμό του εάν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν [ενδίκου μέσου].»
5 Κατά το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα δικονομικά δικαιώματα, όπως ισχύουν δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή τους:
α) το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο·
β) τυχόν δικαίωμα παροχής νομικών συμβουλών δωρεάν και τις σχετικές προϋποθέσεις τέτοιας παροχής νομικών συμβουλών·
γ) το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την ποινική κατηγορία σύμφωνα με το άρθρο 6·
δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης·
ε) το δικαίωμα σιωπής.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ενημέρωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 παρέχεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, προφορικώς ή εγγράφως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών των υπόπτων ή κατηγορουμένων που είναι ευάλωτα πρόσωπα.»
6 Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαλήθευση και [προσφυγές]», προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν παρέχονται πληροφορίες στον ύποπτο ή κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 6, αυτό καταγράφεται σύμφωνα με τη διαδικασία καταγραφής που προβλέπεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»
H οδηγία 2013/48
7 Οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 50 της οδηγίας 2013/48 έχουν ως εξής:
«(15) Ο όρος “δικηγόρος” στην παρούσα οδηγία αναφέρεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, διαθέτει τα προσόντα και δικαιούται, μεταξύ άλλων μέσω διαπιστεύσεως σε εξουσιοδοτημένο φορέα, να παρέχει νομικές συμβουλές και νομική συνδρομή σε υπόπτους ή κατηγορουμένους.
[…]
(50) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο ή όταν έχει εγκριθεί παρέκκλιση από το εν λόγω δικαίωμα, να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα της υπεράσπισης, κατ’ αρχήν, θα θίγονται ανεπανόρθωτα όταν ενοχοποιητικές καταθέσεις που λαμβάνονται κατά την αστυνομική εξέταση χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο χρησιμοποιούνται για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Τούτο θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη της χρήσης των καταθέσεων για άλλους σκοπούς επιτρεπόμενους από το εθνικό δίκαιο, όπως η ανάγκη τέλεσης επειγουσών ερευνητικών πράξεων για την αποφυγή της διάπραξης άλλων αδικημάτων ή την αποφυγή σοβαρών δυσμενών επιπτώσεων για οποιοδήποτε πρόσωπο ή λόγω επείγουσας ανάγκης να αποτραπεί σημαντικός κίνδυνος για την ποινική διαδικασία, όταν η πρόσβαση σε δικηγόρο ή η καθυστέρηση της εξέτασης θα έθιγε ανεπανόρθωτα τις εν εξελίξει έρευνες όσον αφορά σε σοβαρό έγκλημα. Τέλος, δεν θα πρέπει να θίγονται εν προκειμένω οι εθνικοί κανόνες ή τα εθνικά συστήματα που αφορούν το παραδεκτό των αποδείξεων, ούτε να κωλύονται τα κράτη μέλη να διατηρούν σύστημα το οποίο να προβλέπει την προσκόμιση όλων των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον δικαστηρίου ή δικαστή, χωρίς χωριστή ή προηγούμενη αξιολόγηση του παραδεκτού των αποδεικτικών αυτών στοιχείων.»
8 Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας», έχει ως εξής:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά.
2. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:
α) προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·
β) κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ)·
γ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·
δ) όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.
3. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο συνεπάγεται τα ακόλουθα:
α) Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή.
β) Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου τους κατά την εξέτασή τους. Η συμμετοχή αυτή συνάδει με διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την αποτελεσματική άσκηση και την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος. Όταν συμμετέχει δικηγόρος κατά την εξέταση, το γεγονός ότι έλαβε χώρα αυτή η συμμετοχή σημειώνεται μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του σχετικού κράτους μέλους.
γ) Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να ζητούν την παράσταση του δικηγόρου τους στις ακόλουθες ερευνητικές πράξεις ή άλλες πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος υποχρεούται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:
i) διέλευση προσώπων για αναγνώριση·
ii) κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις·
iii) αναπαραστάσεις του εγκλήματος.
[…]
5. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, επιτρέπεται τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο γ), όταν, για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας.
6. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
α) όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·
β) όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.»
9 Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, που τιτλοφορείται «Ένδικα βοηθήματα», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία καθώς και οι εκζητούμενοι σε διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων βάσει της παρούσας οδηγίας.
2. Με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και συστημάτων για το παραδεκτό των αποδείξεων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις ποινικές διαδικασίες, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο ή όταν έχει εγκριθεί παρέκκλιση από αυτό το δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.»
10 Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα.»
H οδηγία 2016/343
11 Οι αιτιολογικές σκέψεις 31 και 44 της οδηγίας 2016/343 έχουν ως εξής:
«(31) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να διασφαλίζεται ότι, στις περιπτώσεις που παρέχονται στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους πληροφορίες σχετικά με δικαιώματα σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας [2012/13], τους παρέχονται επίσης πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όπως ισχύει στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
[…]
(44) Σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν επαρκή και αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας σε περίπτωση παραβίασης δικαιώματος που παρέχεται στους πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης. Ένα αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας, που είναι διαθέσιμο σε περίπτωση παραβίασης οποιουδήποτε από τα δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει στο μέτρο του δυνατού να έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά του υπόπτου ή κατηγορουμένου στη θέση που θα είχε εάν δεν είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματά του, προκειμένου να διαφυλαχτεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τα δικαιώματα της υπεράσπισης.»
12 Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινική διαδικασία. Εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που ένα πρόσωπο θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης μέχρι την απόφαση για την τελική εκτίμηση του κατά πόσον το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και μέχρι η εν λόγω απόφαση να καταστεί οριστική.»
13 Το άρθρο 7 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν σιωπηλοί σε ό,τι αφορά την αξιόποινη πράξη για την οποία είναι ύποπτοι ή κατηγορούνται.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης.»
14 Κατά το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Μέσα ένδικης προστασίας»:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι διαθέτουν αποτελεσματικό ένδικο μέσο προστασίας εάν παραβιάζονται τα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.
2. Με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και συστημάτων για το παραδεκτό των αποδείξεων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά την εκτίμηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματος σιωπής ή του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και να διασφαλίζεται η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.»
H οδηγία 2016/800
15 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 11, 16, 18, 19, 22, 25 έως 27 και 29 έως 32 της οδηγίας 2016/800 έχουν ως εξής:
«(1) Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση δικονομικών εγγυήσεων που θα εξασφαλίζουν ότι τα παιδιά, δηλαδή άτομα κάτω των 18 ετών, που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, είναι ικανά να κατανοούν και να παρακολουθούν την εν λόγω διαδικασία και να ασκούν το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, και θα προλαμβάνουν την υποτροπή των παιδιών και θα προωθούν την κοινωνική τους ένταξη.
[…]
(11) Η παρούσα οδηγία, ή ορισμένες διατάξεις αυτής, θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται σε υπόπτους ή κατηγορουμένους οι οποίοι υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, καθώς και στα καταζητούμενα πρόσωπα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ήταν παιδιά όταν άρχισαν οι διαδικασίες αυτές, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, και η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κρίνεται ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο.
[…]
(16) Σε ορισμένα κράτη μέλη ορισμένες ήσσονος σημασίας παραβάσεις, ιδίως ήσσονος σημασίας παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, ήσσονος σημασίας παραβάσεις γενικών δημοτικών κανονισμών και ήσσονος σημασίας προσβολές της δημόσιας τάξης, θεωρούνται ποινικά αδικήματα. Στις περιπτώσεις αυτές, θα ήταν παράλογο να απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές να διασφαλίζουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Όταν το δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει για τα ήσσονος σημασίας αδικήματα ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ως κύρωση η στέρηση της ελευθερίας, η παρούσα οδηγία θα πρέπει επομένως να εφαρμόζεται μόνο στις διαδικασίες ενώπιον ποινικού δικαστηρίου.
[…]
(18) Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της οδηγίας [2012/13] και της οδηγίας [2013/48]. Η παρούσα οδηγία προβλέπει περαιτέρω συμπληρωματικές εγγυήσεις όσον αφορά την ενημέρωση που πρέπει να παρέχεται στα παιδιά και στον ασκούντα τη γονική μέριμνα, για να ληφθούν υπόψη οι ειδικές ανάγκες και τα ευάλωτα σημεία των παιδιών.
(19) Τα παιδιά θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας. Προς τούτο, θα πρέπει, ειδικότερα, να επεξηγούνται συνοπτικά σε αυτά τα επόμενα δικονομικά στάδια της διαδικασίας, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό υπό το πρίσμα του συμφέροντος της ποινικής διαδικασίας, και ο ρόλος των εμπλεκομένων αρχών. Οι παρεχόμενες πληροφορίες θα πρέπει να εξαρτώνται από τις περιστάσεις της υπόθεσης.
[…]
(22) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν τον ασκούντα τη γονική μέριμνα για τα εφαρμοστέα δικονομικά δικαιώματα, γραπτώς, προφορικώς ή αμφότερα. Η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται το συντομότερο δυνατόν και να είναι δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού.
[…]
(25) Τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία [2013/48]. Δεδομένου ότι τα παιδιά είναι ευάλωτα και δεν είναι πάντα σε θέση να κατανοήσουν πλήρως και να παρακολουθήσουν την ποινική διαδικασία, θα πρέπει να επικουρούνται από δικηγόρο στις περιπτώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν δικηγόρο προκειμένου να επικουρεί το παιδί, όταν δεν έχει εξασφαλισθεί δικηγόρος από το ίδιο το παιδί ή από ασκούντα τη γονική μέριμνα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν δικαστική συνδρομή όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το παιδί επικουρείται όντως από δικηγόρο.
(26) Η συνδρομή δικηγόρου βάσει της παρούσας οδηγίας προϋποθέτει ότι το παιδί έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο βάσει της οδηγίας [2013/48]. Συνεπώς, στις περιπτώσεις που η εφαρμογή διάταξης της οδηγίας [2013/48] δεν θα επέτρεπε στο παιδί να ζητεί τη συνδρομή δικηγόρου βάσει της παρούσας οδηγίας, η εν λόγω διάταξη δεν θα πρέπει να ισχύει όσον αφορά το δικαίωμα των παιδιών να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο βάσει της οδηγίας [2013/48]. Εξάλλου, οι παρεκκλίσεις και οι εξαιρέσεις όσον αφορά την παροχή συνδρομής από δικηγόρο οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία [2013/48], ή το δικαίωμα δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με τον Χάρτη και την [Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)], και το εθνικό δίκαιο και άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.
(27) Οι διατάξεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με τη συνδρομή δικηγόρου θα πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μόλις τα παιδιά ενημερώνονται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η συνδρομή δικηγόρου σημαίνει ότι το παιδί λαμβάνει νομική υποστήριξη από το δικηγόρο και ότι εκπροσωπείται από αυτόν κατά την ποινική διαδικασία. Όταν η παρούσα οδηγία προβλέπει συνδρομή δικηγόρου κατά την εξέταση του παιδιού, θα πρέπει να παρίσταται δικηγόρος. Με την επιφύλαξη του δικαιώματος του παιδιού να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία [2013/48], η συνδρομή δικηγόρου δεν απαιτεί την παράσταση δικηγόρου κατά τη διάρκεια κάθε ανακριτικής πράξης ή πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων.
[…]
(29) Όταν ένα παιδί που δεν ήταν αρχικά ύποπτος ή κατηγορούμενος, όπως ένας μάρτυρας, καταστεί ύποπτος ή κατηγορούμενος, το εν λόγω παιδί θα πρέπει να έχει το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα σιωπής, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο […] και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην παρούσα οδηγία γίνεται συνεπώς ρητή αναφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία ένα τέτοιο παιδί καθίσταται ύποπτος ή κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια εξέτασης από την αστυνομία ή από άλλη αρχή επιβολής του νόμου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Όταν, κατά τη διάρκεια τέτοιας εξέτασης, παιδί που δεν είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος καταστεί ύποπτος ή κατηγορούμενος, η εξέταση θα πρέπει να ανασταλεί έως ότου το παιδί ενημερωθεί ότι είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος και λάβει τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
(30) Υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν αντίκειται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση να παράσχουν συνδρομή δικηγόρου στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, ενώ είναι αυτονόητο ότι πάντοτε θα πρέπει να δίνεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να παρέχεται συνδρομή δικηγόρου στα παιδιά όταν προσάγονται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστή προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την κράτησή τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, καθώς και κατά τη διάρκεια της κράτησης. Εξάλλου η στέρηση της ελευθερίας δεν θα πρέπει να επιβάλλεται ως ποινή, εκτός εάν το παιδί έχει λάβει τη συνδρομή δικηγόρου κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται στο παιδί να ασκεί τα οικεία δικαιώματα υπεράσπισης αποτελεσματικά και, οπωσδήποτε, κατά τη διάρκεια των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβούν σε πρακτικές ρυθμίσεις για το θέμα αυτό.
(31) Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την υποχρέωση να παρέχουν συνδρομή δικηγόρου κατά το προδικαστικό στάδιο για επιτακτικούς λόγους, δηλαδή στις περιπτώσεις που υφίσταται επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου, ή στις περιπτώσεις που επιβάλλεται να αναλάβουν οι ανακριτικές αρχές άμεση δράση για να προλάβουν κάποιο σημαντικό κίνδυνο που επαπειλεί την ποινική διαδικασία όσον αφορά σοβαρό ποινικό αδίκημα, μεταξύ άλλων προκειμένου να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με τους φερόμενους ως συναυτουργούς σοβαρού ποινικού αδικήματος, ή προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια σημαντικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με σοβαρό ποινικό αδίκημα. Κατά τη διάρκεια προσωρινής παρέκκλισης για έναν από αυτούς τους επιτακτικούς λόγους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να εξετάσουν τα παιδιά χωρίς να παρίσταται ο δικηγόρος, υπό τον όρο ότι τα παιδιά έχουν ενημερωθεί σχετικά με το δικαίωμά τους στη σιωπή και ότι μπορούν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα, καθώς και ότι αυτή η εξέταση δεν θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης, μεταξύ άλλων το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Θα πρέπει να είναι δυνατή η διεξαγωγή εξέτασης, στην έκταση που απαιτείται, με αποκλειστικό σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών που είναι σημαντικές για την αποτροπή σοβαρών δυσμενών συνεπειών για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου, ή την πρόληψη σημαντικού κινδύνου που επαπειλεί την ποινική διαδικασία. Οποιαδήποτε κατάχρηση αυτής της προσωρινής παρέκκλισης θα έθιγε κατ’ αρχήν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα υπεράσπισης.
(32) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίζουν σαφώς στο εθνικό τους δίκαιο τους λόγους και τα κριτήρια για αυτή την προσωρινή παρέκκλιση, και θα πρέπει να προβαίνουν σε περιορισμένη χρήση αυτής. Οποιαδήποτε προσωρινή παρέκκλιση θα πρέπει να είναι αναλογική, αυστηρά περιορισμένη χρονικά, να μη βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του εικαζόμενου ποινικού αδικήματος και να μην θίγει το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση που επιτραπεί προσωρινή παρέκκλιση δυνάμει της παρούσας οδηγίας από αρμόδια αρχή που δεν είναι δικαστής ή δικαστήριο, η απόφαση με την οποία επιτρέπεται η προσωρινή παρέκκλιση θα μπορεί να κριθεί από δικαστήριο, τουλάχιστον κατά το στάδιο της δίκης.»
16 Το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες σχετικά με ορισμένα δικαιώματα των παιδιών που:
α) είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες».
17 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει το πεδίο εφαρμογής της, προβλέπει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία. Εφαρμόζεται μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν [ενδίκου μέσου].
2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα παιδιά που είναι καταζητούμενοι από τη στιγμή της σύλληψής τους στο κράτος μέλος εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 17.
3. Με εξαίρεση το άρθρο 5, το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο β) και το άρθρο 15, στο βαθμό που οι εν λόγω διατάξεις αφορούν ασκούντα τη γονική μέριμνα, η παρούσα οδηγία, ή ορισμένες διατάξεις αυτής, εφαρμόζεται σε πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ήταν παιδιά όταν άρχισαν οι διαδικασίες αυτές, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, και η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ή ορισμένων διατάξεων αυτής, κρίνεται ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν το ενεχόμενο πρόσωπο συμπληρώσει την ηλικία των 21 ετών.
[…]»
18 Κατά το άρθρο 3, σημείο 1, της ίδιας οδηγίας, ως «παιδί» νοείται «κάθε πρόσωπο κάτω των 18 ετών».
19 Το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα ενημέρωσης», έχει ως εξής:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες, ενημερώνονται άμεσα σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με την οδηγία [2012/13] και σχετικά με τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα παιδιά ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται ως εξής:
α) αμέσως μόλις τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, όσον αφορά:
i) το δικαίωμα να ενημερωθεί ο ασκών τη γονική μέριμνα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5·
ii) το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6·
iii) το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14·
iv) το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα σε στάδια της διαδικασίας άλλα από την ακροαματική διαδικασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 4·
v) το δικαίωμα σε δικαστική συνδρομή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18·
β) σε όσο το δυνατόν περισσότερο πρώιμο και κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας, όσον αφορά:
i) το δικαίωμα σε ατομική αξιολόγηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7·
ii) το δικαίωμα ιατρικής εξέτασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε ιατρική περίθαλψη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8·
iii) το δικαίωμα περιορισμού της στέρησης της ελευθερίας και χρήσης εναλλακτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε περιοδική επανεξέταση της κράτησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 10 και 11·
iv) το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά την ακροαματική διαδικασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1·
v) το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης στη δίκη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16·
vi) το δικαίωμα σε αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19·
γ) από τη στέρηση της ελευθερίας όσον αφορά το δικαίωμα σε ειδική μεταχείριση κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται γραπτώς, προφορικώς, ή αμφότερα, σε απλή και προσιτή γλώσσα, και ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες σημειώνονται, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία καταγραφής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
3. Στις περιπτώσεις που χορηγείται σε παιδιά έγγραφο δικαιωμάτων δυνάμει της οδηγίας [2012/13], τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει αναφορά στα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.»
20 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2016/800, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα του παιδιού να ενημερωθεί ο ασκών τη γονική μέριμνα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στον ασκούντα τη γονική μέριμνα παρέχεται το συντομότερο δυνατόν η ενημέρωση που έχει δικαίωμα να λάβει το παιδί σύμφωνα με το άρθρο 4.»
21 Το άρθρο 6 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνδρομή από δικηγόρο», ορίζει τα εξής:
«1. Τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία [2013/48]. Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας, και ειδικότερα του παρόντος άρθρου, δεν θίγει το δικαίωμα αυτό.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο ούτως ώστε να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.
3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μόλις τα παιδιά ενημερώνονται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου από όποιο από τα ακόλουθα γεγονότα επισυμβεί νωρίτερα:
α) προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·
β) κατά τη διενέργεια ανακριτικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ανακριτική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο γ)·
γ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·
δ) όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.
4. Η συνδρομή από δικηγόρο περιλαμβάνει τα εξής:
α) τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τα εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·
β) τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν τη συνδρομή δικηγόρου όταν υποβάλλονται σε εξέταση, και ότι ο δικηγόρος μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Η συμμετοχή αυτή συνάδει με διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την αποτελεσματική άσκηση ή την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος. Στις περιπτώσεις που ο δικηγόρος συμμετέχει κατά την εξέταση, το γεγονός της συμμετοχής αυτής σημειώνεται χρησιμοποιώντας τη διαδικασία καταγραφής δυνάμει του εθνικού δικαίου·
γ) τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου τουλάχιστον κατά τις ακόλουθες ανακριτικές πράξεις ή πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι πράξεις αυτές προβλέπονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή κατηγορούμενος υποχρεούται ή επιτρέπεται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:
i) διέλευση προσώπων για αναγνώριση·
ii) κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις·
iii) αναπαραστάσεις του εγκλήματος.
5. Τα κράτη μέλη σέβονται το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ των παιδιών και του δικηγόρου τους κατά την άσκηση του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο που προβλέπεται από την παρούσα οδηγία. H εν λόγω επικοινωνία περιλαμβάνει τις συναντήσεις, την αλληλογραφία, τις τηλεφωνικές συνομιλίες και άλλες μορφές επικοινωνίας που επιτρέπονται βάσει του εθνικού δικαίου.
6. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 3 στις περιπτώσεις που η συνδρομή δικηγόρου δεν έχει αναλογικό χαρακτήρα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα του εικαζόμενου ποινικού αδικήματος, την περιπλοκότητα της υπόθεσης και τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν όσον αφορά το εν λόγω αδίκημα, ενώ είναι αυτονόητο ότι δίνεται πάντοτε πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου:
α) όταν προσάγονται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστή προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την κράτησή τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας· και
β) κατά τη διάρκεια της κράτησης.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν επιβάλλεται ως ποινή, εκτός εάν το παιδί έχει λάβει τη συνδρομή δικηγόρου κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται στο παιδί να ασκεί τα δικαιώματα υπεράσπισης αποτελεσματικά και, οπωσδήποτε, κατά τη διάρκεια των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου.
7. Όταν το παιδί πρέπει να λαμβάνει τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αλλά δεν παρίσταται δικηγόρος, οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την εξέταση του παιδιού, ή άλλη ανακριτική πράξη ή πράξη συλλογής αποδεικτικών στοιχείων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ), για εύλογο χρονικό διάστημα, είτε προκειμένου να αναμείνουν την άφιξη του δικηγόρου, είτε προκειμένου να εξασφαλίσουν δικηγόρο για το παιδί, όταν αυτό δεν έχει διορίσει δικηγόρο.
8. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το προδικαστικό στάδιο, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
α) όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·
β) όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ανακριτικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία σε σχέση με σοβαρό ποινικό αδίκημα.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, λαμβάνουν υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
Απόφαση διεξαγωγής εξέτασης απουσία δικηγόρου δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορεί να ληφθεί μόνο κατά περίπτωση, είτε από δικαστική αρχή, είτε άλλη αρμόδια αρχή υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο.»
22 Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας αφορά το δικαίωμα σε ατομική αξιολόγηση.
23 Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα παιδιά τυγχάνουν πάντοτε μεταχείρισης κατά τρόπο που να προστατεύεται η αξιοπρέπειά τους και κατάλληλο για την ηλικία τους, την ωριμότητά τους και το επίπεδο κατανόησης, και που λαμβάνει υπόψη τυχόν ειδικές ανάγκες, μεταξύ άλλων τις δυσχέρειες επικοινωνίας που ενδεχομένως έχουν.»
24 Το άρθρο 15 της οδηγίας 2016/800, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα του παιδιού να συνοδεύεται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά τη διαδικασία», ορίζει στην παράγραφο 4 τα εξής:
«Πέρα από το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να συνοδεύονται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα, ή από άλλο κατάλληλο ενήλικα σύμφωνα με την παράγραφο 2, σε στάδια της διαδικασίας άλλα από τις ακροαματικές διαδικασίες στα οποία παρίσταται το παιδί εφόσον η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι:
α) εξυπηρετείται το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού εάν συνοδεύεται από το εν λόγω πρόσωπο· και
β) η παρουσία του προσώπου αυτού δεν θίγει την ποινική διαδικασία.»
25 Το άρθρο 18 της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική νομοθεσία σχετικά με το ευεργέτημα πενίας εγγυάται την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο δυνάμει του άρθρου 6.»
26 Το άρθρο 19 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία και τα παιδιά που είναι καταζητούμενοι έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους βάσει της παρούσας οδηγίας.»
Το πολωνικό δίκαιο
27 Το άρθρο 6 του ustawa – Kodeks postępowania karnego (νόμου περί του κώδικα ποινικής δικονομίας), της 6ης Ιουνίου 1997 (Dz. U. του 2022, θέση 1375) όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: ΚΠΔ), ορίζει τα εξής:
«Ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα ή κακούργημα απολαύει του δικαιώματος υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συνδρομής από συνήγορο, για το οποίο πρέπει να ενημερώνεται.»
28 Το άρθρο 79 του ΚΠΔ προβλέπει τα εξής:
«§ 1. Στην ποινική διαδικασία, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης:
1) αν δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του·
[…]
§ 2. Ο κατηγορούμενος πρέπει επίσης να έχει συνήγορο υπεράσπισης, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο από το δικαστήριο λόγω της συνδρομής άλλων περιστάσεων που δυσχεραίνουν την υπεράσπισή του.
§ 3. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, η παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης είναι υποχρεωτική στο ακροατήριο και σε εκείνες τις συνεδριάσεις στις οποίες πρέπει να είναι παρών ο κατηγορούμενος.
[…]»
29 Το άρθρο 168a του ΚΠΔ ορίζει τα εξής:
«Τα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να κηρυχθούν απαράδεκτα αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο ότι αποκτήθηκαν κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων ή με αξιόποινη πράξη κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία αποκτήθηκαν από δημόσιο λειτουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του κατόπιν ανθρωποκτονίας, σωματικής βλάβης ή στέρησης της ελευθερίας.»
30 Το άρθρο 301 του ΚΠΔ ορίζει τα ακόλουθα:
«Ο ύποπτος εξετάζεται, εφόσον το ζητήσει, παρουσία του διορισμένου συνηγόρου υπεράσπισης. Η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης δεν κωλύει την εξέταση.»
31 Κατά το άρθρο 9 του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (Dz. U. του 2001, αριθ. 98, θέση 1070), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), ο Υπουργός Δικαιοσύνης ασκεί τη διοικητική εποπτεία των δικαστηρίων.
32 Κατά το άρθρο 130 του νόμου αυτού:
«§ 1. Όταν δικαστής συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να διαπράττει αξιόποινη πράξη εκ προθέσεως ή όταν, λαμβανομένου υπόψη του είδους της πράξης που τέλεσε ο δικαστής, το κύρος του δικαστηρίου ή τα ουσιώδη συμφέροντα της υπηρεσίας επιτάσσουν την άμεση απαλλαγή αυτού από τις υπηρεσιακές υποχρεώσεις του, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορούν να διατάξουν την άμεση αναστολή των καθηκόντων του δικαστή εν αναμονή της αποφάσεως του πειθαρχικού δικαστηρίου, η οποία λαμβάνεται εντός προθεσμίας μικρότερης του ενός μηνός.
§ 2. Αν ο κατά την παράγραφο 1 δικαστής ασκεί τα καθήκοντα προέδρου δικαστηρίου, εναπόκειται στον Υπουργό Δικαιοσύνης να διατάξει την προσωρινή αναστολή των καθηκόντων του.
§ 3. Εντός τριών ημερών από την έκδοση της διάταξης της παραγράφου 1, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο Υπουργός Δικαιοσύνης ενημερώνει συναφώς το πειθαρχικό δικαστήριο, το οποίο εκδίδει χωρίς χρονοτριβή και το αργότερο πριν τη λήξη του χρονικού διαστήματος το οποίο ορίζει η διάταξη περί προσωρινής αναστολής των καθηκόντων, απόφαση απαλλαγής του δικαστή από τα καθήκοντά του ή ανάκλησης της διάταξης περί προσωρινής αναστολής των καθηκόντων. Το πειθαρχικό δικαστήριο ενημερώνει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τον δικαστή για τη διεξαγωγή της συνεδρίασης.»
33 Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως απαριθμείται σειρά διατάξεων του ustawa – Prawo o prokuraturze (νόμου περί της εισαγγελίας), της 28ης Ιανουαρίου 2016 (Dz. U. του 2016, θέση 177), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, οι οποίες αφορούν την οργάνωση και τη διάρθρωση της εισαγγελίας και τις αρμοδιότητες των εισαγγελικών λειτουργών. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι καθήκοντα Prokurator Generalny (γενικού εισαγγελέα) ασκεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Επιπλέον, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους οι εισαγγελικοί λειτουργοί ενεργούν κατ’ αρχήν με πλήρη ανεξαρτησία. Υποχρεούνται όμως να εκτελούν τους κανονισμούς, τις εγκυκλίους και τις οδηγίες που εκδίδονται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς ανώτερης βαθμίδας.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
34 Ενώπιον του Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακό δικαστήριο Słupsk, Πολωνία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, έχει κινηθεί ποινική διαδικασία κατά των M.S., J.W. και M.P. (στο εξής: από κοινού: ανήλικοι ύποπτοι), οι οποίοι κατηγορούνται ότι εισήλθαν παρανόμως σε εγκαταλελειμμένο συγκρότημα παραθεριστικών κατοικιών, ευρισκόμενο στην Ustka (Πολωνία) (στο εξής: επίδικες πράξεις), προξενώντας ζημία στους M.B. και B.B., που εκπροσωπούνται από τον D.G., που διορίστηκε ως επιμελητής των υποθέσεών τους. Η παράνομη αυτή είσοδος συνιστά αξιόποινη πράξη κατά τον Kodeks karny (Ποινικό Κώδικα) για την οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους.
35 Ο M.S. κατηγορείται ότι εισήλθε επανειλημμένα, μεταξύ Δεκεμβρίου 2021 και Ιανουαρίου 2022, παρανόμως στο ως άνω ακίνητο, ενώ οι J.W. και M.P. κατηγορούνται για την άπαξ τέλεση της πράξης αυτής. Κατά τον χρόνο των επίδικων πράξεων, οι M.S., J.W. και M.P. ήταν 17 ετών.
36 Ο M.S. κλήθηκε από την αστυνομία στις 26 Ιανουαρίου 2022 για να εξεταστεί ως ύποπτος. Ο αστυνομικός υπάλληλος που τον εξέτασε γνώριζε ότι κατά την ημερομηνία εκείνη ο M.S. δεν είχε ακόμη συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών. Οι γονείς του δεν ενημερώθηκαν προηγουμένως για την εξέταση αυτή. Στην κλήση δεν αναγραφόταν ότι ο M.S. μπορούσε να διορίσει συνήγορο. Ο M.S. μετέβη στο αστυνομικό τμήμα με τη μητέρα του, στην οποία, παρά το αίτημά της, δεν επιτράπηκε να παραστεί στην εξέταση του γιου της για τον λόγο ότι, κατά τους αστυνομικούς, αυτός ευθυνόταν για τις επίδικες πράξεις ως ενήλικος. Επιπλέον, στη μητέρα δεν παρασχέθηκε καμία πληροφορία σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας, ενώ ούτε ο M.S. ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να λάβει γνώση της δικογραφίας πριν από την αποστολή του κατηγορητηρίου στο ποινικό δικαστήριο.
37 Κατά την πρώτη αυτή εξέταση, ο M.S. παραδέχθηκε ότι τέλεσε τις επίδικες πράξεις και εξέθεσε λεπτομερώς την εξέλιξη των γεγονότων, προβαίνοντας σε δηλώσεις ικανές να τον ενοχοποιήσουν. Κατόπιν των εν λόγω δηλώσεων, το εις βάρος του κατηγορητήριο τροποποιήθηκε, δεδομένου ότι, αντί να διωχθεί για μία μεμονωμένη παράνομη είσοδο στο επίμαχο συγκρότημα παραθεριστικών κατοικιών, διώχθηκε για κατ’ εξακολούθηση παράνομη είσοδο σε αυτό.
38 Η πράξη απαγγελίας κατηγοριών αναγνώστηκε ενώπιον του M.S. και στη συνέχεια του εγχειρίστηκε. Αυτός την υπέγραψε. Του εγχειρίστηκε επίσης το έγγραφο γενικών πληροφοριών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του υπόπτου στις ποινικές διαδικασίες, το οποίο όμως δεν περιείχε ειδική αναφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ανηλίκων. Μεταξύ των πληροφοριών που παρασχέθηκαν περιλαμβάνονταν πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα του υπόπτου να παρέχει εξηγήσεις ή να σιωπά, ή ακόμη και να αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις χωρίς να απαιτείται να αιτιολογήσει την άρνηση αυτή, το δικαίωμα να επικουρείται από συνήγορο της επιλογής του και το δικαίωμα να ζητήσει τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου σε περίπτωση που δεν έχει τα οικονομικά μέσα για να επιλέξει συνήγορο, το δικαίωμα να παρίσταται με τον συνήγορό του κατά τη διάρκεια της εξέτασης, υπό την επιφύλαξη ότι η απουσία του συνηγόρου δεν κωλύει την εξέταση. Λόγω της έκτασης και της πολυπλοκότητας του εγγράφου αυτού, ο M.S. δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου του. Υπέγραψε όμως τη βεβαίωση παραλαβής του.
39 Ο M.S. ενημερώθηκε επίσης για το δικαίωμά του να ζητήσει να του γνωστοποιηθούν προφορικά οι απαγγελθείσες εις βάρος του κατηγορίες, καθώς και γραπτή αιτιολογία της πράξης απαγγελίας κατηγοριών, η οποία θα επιδιδόταν στον ίδιο ή στον δικηγόρο του εντός δεκατεσσάρων ημερών. Δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμα αυτό ούτε υπέβαλε τέτοια αιτήματα. Ούτε ο M.S. ούτε οι γονείς του διόρισαν συνήγορο για την υπεράσπισή του. Επιπλέον, ο M.S. δεν έτυχε της συνδρομής αυτεπαγγέλτως διορισμένου συνηγόρου.
40 Ο M.S. εξετάστηκε δύο φορές. Καμία από τις εξετάσεις αυτές δεν αποτέλεσε αντικείμενο οπτικοακουστικής καταγραφής. Βάσει των πληροφοριών που παρέσχε ο M.S. κατά τη διάρκεια των εξετάσεών του, οι αστυνομικοί υπάλληλοι εντόπισαν και άλλα πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες παράνομης εισόδου μαζί του στο επίμαχο συγκρότημα παραθεριστικών κατοικιών, μεταξύ των οποίων και οι λοιποί ανήλικοι ύποπτοι, J.W. και M.P.
41 Οι δύο αυτοί ανήλικοι κλήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα της Ustka για να εξεταστούν ως ύποπτοι. Ούτε οι γονείς του J.W. ούτε οι γονείς του M.P. ενημερώθηκαν για την εξέταση αυτή, μολονότι ο επιφορτισμένος με αυτήν αστυνομικός υπάλληλος γνώριζε ότι οι δύο ύποπτοι ήταν κάτω των 18 ετών.
42 Τόσο η εξέταση του J.W. όσο και η εξέταση του M.P. διεξήχθησαν κατά τρόπο παρόμοιο προς εκείνη του M.S. Ούτε στην κλήση του J.W. ούτε σε εκείνη του M.P. υπήρχε οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το δικαίωμά τους να διορίσουν συνήγορο ή να τύχουν της συνδρομής συνηγόρου που θα διοριζόταν αυτεπαγγέλτως. Ούτε οι J.W. και M.P., ούτε και οι γονείς τους γνώριζαν ή πληροφορήθηκαν ότι είχαν το δικαίωμα να ενημερωθούν για την εξέλιξη της διαδικασίας, οι δε γονείς δεν γνώριζαν ούτε πληροφορήθηκαν ότι είχαν το δικαίωμα να συνοδεύουν τους γιους τους στο πλαίσιο της προδικασίας. Στους J.W. και M.P. εγχειρίστηκε επίσης το ίδιο έγγραφο που δόθηκε στον M.S., όπως περιγράφεται στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, οι δε δύο αυτοί ανήλικοι ύποπτοι δεν έλαβαν, όπως και αυτός, γνώση του περιεχομένου του λόγω της έκτασής του και της πολυπλοκότητας της διατύπωσής του.
43 Κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, δεν πραγματοποιήθηκε ατομική αξιολόγηση των ανηλίκων υπόπτων, δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 2016/800.
44 Στις 31 Μαΐου 2022 ο Prokurator Prokuratury Rejonowej w Słupsku (εισαγγελέας της επαρχιακής εισαγγελίας Słupsk, Πολωνία) υπέγραψε την πράξη απαγγελίας κατηγοριών και παρέπεμψε τους ανηλίκους υπόπτους ενώπιον του Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακού δικαστηρίου Słupsk). Δεδομένου ότι οι ανήλικοι ύποπτοι δεν είχαν συνήγορο, το δικαστήριο αυτό διόρισε αυτεπαγγέλτως συνήγορο για κάθε έναν από αυτούς.
45 Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της 23ης Αυγούστου 2022, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ανήλικοι ύποπτοι δήλωσαν αθώοι, ο μεν M.S. παρέσχε εξηγήσεις, οι δε J.W. και M.P. δεν προέβησαν σε καμία δήλωση, απαντώντας μόνο στις ερωτήσεις των συνηγόρων τους. Όσον αφορά τον καθένα από τους ανηλίκους υπόπτους, οι συνήγοροι τους ζήτησαν να μην ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις τους κατά την προδικασία, επισημαίνοντας ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία αποκτήθηκαν κατά προσβολή των δικονομικών δικαιωμάτων, δηλαδή κατά τη διάρκεια εξέτασης που διενεργήθηκε από την αστυνομία χωρίς την παρουσία δικηγόρου, η οποία ήταν, κατά την άποψή τους, υποχρεωτική. Ως εκ τούτου, οι συνήγοροι υποστήριξαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για πραγματικές διαπιστώσεις.
46 Το Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακό δικαστήριο Słupsk) απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα του Prokurator Prokuratury Rejonowej w Słupsku (εισαγγελέα της επαρχιακής εισαγγελίας Słupsk) για τη λήψη υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν αντληθεί από τις δηλώσεις των ανηλίκων υπόπτων κατά την ποινική προδικασία, στο πλαίσιο εξετάσεων που διενεργήθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Οι δηλώσεις αυτές αποσύρθηκαν συνεπώς από τη δικογραφία ως αποδεικτικά στοιχεία.
47 Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της 26ης Αυγούστου 2022, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως ότι ο M.P. είχε συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών και ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του ΚΠΔ, δεν ήταν πλέον υποχρεωτική η συνδρομή του M.P. από συνήγορο. Εντούτοις, ο συνήγορος του M.P. ζήτησε να διατηρηθεί σε ισχύ ο αυτεπάγγελτος διορισμός του για τον λόγο ότι ο M.P. ήταν ανήλικος όταν κινήθηκε η ποινική διαδικασία και ότι από τις περιστάσεις της υπόθεσης προέκυπτε ότι, λόγω του βαθμού ωριμότητάς του, ήταν αναγκαίο να επικουρείται από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο. Το αιτούν δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα αυτό.
48 Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακό δικαστήριο Słupsk) επισημαίνει επίσης ότι προϊστάμενος του Prokurator Rejonowy w Słupsku (επαρχιακού εισαγγελέα Słupsk) ο οποίος μετέχει στην ποινική δίκη κατά των ανηλίκων υπόπτων είναι ο Prokurator Generalny (γενικός εισαγγελέας), ο οποίος είναι ταυτόχρονα και Υπουργός Δικαιοσύνης. Αυτός διευθύνει τις δραστηριότητες της εισαγγελικής αρχής, προσωπικά ή μέσω του Prokurator Krajowy (εθνικού εισαγγελέα) και των λοιπών αναπληρωτών του Prokurator Generalny (γενικού εισαγγελέα), εκδίδοντας αποφάσεις, κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες.
49 Πλην όμως, η δικαστής από την οποία συγκροτείται ο μονομελής σχηματισμός του Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακού δικαστηρίου Słupsk) στην κύρια δίκη απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά της για το χρονικό διάστημα από τις 9 Φεβρουαρίου 2022 έως τις 8 Μαρτίου 2022 με απόφαση του Prokurator Generalny (γενικού εισαγγελέα), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 130 παράγραφος 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, για τον λόγο ότι, στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης και όχι στην υπόθεση της κύριας δίκης, είχε τελέσει πράξη τέτοιας φύσεως ώστε το κύρος του Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακού δικαστηρίου Słupsk) και τα ουσιώδη συμφέροντα της υπηρεσίας να επιτάσσουν την άμεση απαλλαγή της από τα καθήκοντά της.
50 Ειδικότερα, στην άλλη αυτή υπόθεση, η συγκεκριμένη δικαστής είχε εκδώσει διάταξη, δεχόμενη αίτημα διαδίκου, με την οποία εξαιρούσε δικαστή ο οποίος είχε διοριστεί κατόπιν διαδικασίας στην οποία εμπλεκόταν το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, Πολωνία), το οποίο συστάθηκε μετά το 2018, με την αιτιολογία ότι ο διορισμός αυτός δεν ήταν σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης και την ΕΣΔΑ.
51 Ο Prokurator Rejonowy w Słupsku (επαρχιακός εισαγγελέας Słupsk, Πολωνία) ενημέρωσε στη συνέχεια τον Prokurator Regionalny w Gdańsku (περιφερειακό εισαγγελέα Gdańsk, Πολωνία) για το γεγονός αυτό, ο οποίος διαβίβασε τη σχετική πληροφορία στον Υπουργό Δικαιοσύνης, κατ’ εφαρμογήν οδηγιών της εισαγγελικής αρχής, βάσει των οποίων οι εισαγγελικοί λειτουργοί υποχρεούνται να ενημερώσουν αμέσως τον κατά τόπον αρμόδιο περιφερειακό εισαγγελέα για τις περιπτώσεις αμφισβήτησης της ιδιότητας άλλου δικαστικού λειτουργού, του καθεστώτος ενός τακτικού δικαστηρίου ή της ιδιότητας δικαστή μέλους του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία). Κατ’ ουσίαν, οι οδηγίες αυτές επιβάλλουν την υποχρέωση γνωστοποίησης κάθε περίπτωσης κατά την οποία ένας δικαστής επικαλείται απευθείας διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου, αφήνοντας ανεφάρμοστο το εθνικό δίκαιο.
52 Στο ως άνω πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, από πολλές απόψεις, ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.
53 Πρώτον, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, λόγω των περιστάσεων διεξαγωγής της έρευνας οι ανήλικοι ύποπτοι στερήθηκαν τα ελάχιστα επίπεδα προστασίας που ισχύουν για τα κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2016/800 «παιδιά», όταν είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, καθώς και τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι ύποπτοι δυνάμει των οδηγιών 2013/48 και 2012/13, πράγμα που αποτελεί ένδειξη πλημμελούς μεταφοράς των οδηγιών αυτών στο πολωνικό δίκαιο.
54 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες που πρέπει να έχει η μη ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη του άμεσου αποτελέσματος των διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης και το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο. Επισημαίνει ότι οι ισχύοντες δικονομικοί κανόνες στην Πολωνία όχι μόνο περιέχουν διατάξεις οι οποίες δεν είναι αρκούντως ακριβείς ώστε να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των παιδιών που κατοχυρώνει η οδηγία 2016/800, αλλά επίσης καθιστούν αδύνατη τη σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία των διατάξεων αυτών.
55 Τρίτον, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν τα αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας για να διασφαλιστεί η εξουδετέρωση των συνεπειών που είχε εις βάρος των ανηλίκων υπόπτων η προσβολή των δικαιωμάτων που αντλούν από την οδηγία 2016/800, καθώς και από τις οδηγίες 2012/13 και 2013/48, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της αρχής της δίκαιης δίκης. Το άρθρο 19 της οδηγίας 2016/800 προβλέπει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων τους βάσει της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, η οδηγία 2016/800 δεν διευκρινίζει ποια είναι τα εν λόγω μέσα ένδικης προστασίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο καθορισμός τους επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.
56 Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, από τις οδηγίες 2012/13 και 2013/48 προκύπτει ότι δεν υπάρχουν στο δίκαιο της Ένωσης σαφείς διατάξεις σχετικά με τη δυνατότητα αποδεικτικής χρήσης των δηλώσεων υπόπτων ή κατηγορούμενων παιδιών που έγιναν χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Εντούτοις, το άρθρο 12 της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 50, προβλέπει ρήτρα αποκλεισμού των αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
57 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι ούτε η ΕΣΔΑ ούτε ο Χάρτης προβλέπουν τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης ούτε τις συνέπειες της προσβολής των δικαιωμάτων αυτών. Η ΕΣΔΑ και ο Χάρτης αφήνουν στα κράτη μέλη την επιλογή των μέσων για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών στα νομικά τους συστήματα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα μέσα ένδικης προστασίας συνάδουν προς τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης. Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι κατά το αιτούν δικαστήριο αναγκαία η αναφορά στην ΕΣΔΑ προκειμένου να καθοριστεί ελάχιστο επίπεδο προστασίας που πρέπει να εγγυώνται τα μέσα ένδικης προστασίας. Στη νομολογία του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει προσδιορίσει τη σημασία του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο για την αξιολόγηση του δίκαιου χαρακτήρα των διαδικασιών και έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της δυνατότητας χρήσης, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, αποδεικτικών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί κατά προσβολή του δικαιώματος του υπόπτου σε συνδρομή από δικηγόρο στο αρχικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
58 Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, τέλος, σειρά εκτιμήσεων σχετικά με το καθεστώς του εισαγγελέα στις ποινικές έρευνες, καθώς και σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών. Η αρχή της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στηρίζεται κατ’ ανάγκην στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία όλων των αρχών του οικείου κράτους μέλους. Πλην όμως, ένας μηχανισμός ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας να επεμβαίνουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων τόσο των διωκτικών αρχών όσο και των δικαστηρίων είναι προβληματικός, στο μέτρο που παρέχει στην εκτελεστική εξουσία τη δυνατότητα να επηρεάζει τον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και να αμφισβητεί τις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις παρεμβαίνοντας στη διαδικασία άμεσης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης τόσο στο στάδιο της ποινικής έρευνας όσο και σε εκείνο της δίκης.
59 Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει τις ανησυχίες του σχετικά με την εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης να διατάσσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 130, παράγραφος 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, την άμεση αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή όταν λαμβάνει αποφάσεις απευθείας βάσει του δικαίου της Ένωσης ή ακόμη αποφάσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας ενός δικαστηρίου.
60 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy w Słupsku (επαρχιακό δικαστήριο Słupsk) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν το άρθρο 6, [παράγραφοι 1 και 2, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 7], και το άρθρο 18, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 25, 26 και 27 της οδηγίας [2016/800], την έννοια ότι, αφ’ ης στιγμής απαγγελθούν κατηγορίες σε ύποπτο ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, οι αρχές που διεξάγουν τη διαδικασία υποχρεούνται να διασφαλίζουν αυτεπαγγέλτως στο παιδί το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, εφόσον δεν έχει συνήγορο υπεράσπισης της επιλογής του (λόγω του ότι το παιδί ή ο ασκών τη γονική μέριμνα αυτού δεν έχει εξασφαλίσει τέτοια συνδρομή με ίδια μέσα) και να διασφαλίζουν τη συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης στις πράξεις της προδικασίας, όπως είναι η εξέταση του ανηλίκου υπό την ιδιότητα του υπόπτου, και την έννοια ότι απαγορεύουν την εξέταση του ανηλίκου χωρίς τη συμμετοχή συνηγόρου υπεράσπισης;
2) Έχει το άρθρο 6, παράγραφοι 6 και 8, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 30, 31 και 32 της οδηγίας [2016/800], την έννοια ότι παρέκκλιση από τη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση συνδρομή από δικηγόρο δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση σε υποθέσεις σχετικές με αξιόποινες πράξεις που επισύρουν στερητική της ελευθερίας ποινή και ότι επιτρέπεται προσωρινή παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 8, της [εν λόγω] οδηγίας, μόνον κατά την προδικασία και μόνον υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 6, παράγραφος 8, στοιχεία αʹ και βʹ, οι οποίες πρέπει να διαπιστώνονται ρητώς με την απόφαση περί διενέργειας εξέτασης χωρίς την παρουσία δικηγόρου, απόφαση η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι δεκτική προσφυγής;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης σε ένα τουλάχιστον από τα δύο πρώτα ερωτήματα, έχουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας [2016/800] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως:
α) το άρθρο 301, δεύτερη περίοδος, του [ΚΠΔ], σύμφωνα με το οποίο η εξέταση του υπόπτου πραγματοποιείται με τη συμμετοχή του διορισμένου συνηγόρου υπεράσπισης μόνον κατόπιν αιτήματος του υπόπτου και η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης κατά την εξέταση του υπόπτου δεν κωλύει την εξέταση,
β) το άρθρο 79, παράγραφος 3, του [ΚΠΔ], σύμφωνα με το οποίο, στην περίπτωση προσώπου που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του [ΚΠΔ]), η παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης είναι υποχρεωτική μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και κατά τις συνεδριάσεις στις οποίες είναι υποχρεωτική η συμμετοχή του κατηγορουμένου, δηλαδή στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας;
4) Έχουν οι διατάξεις που απαριθμούνται στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών την έννοια ότι εξουσιοδοτούν (ή υποχρεώνουν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [2016/800], καθώς και κάθε κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο [τρίτο ερώτημα], και, κατά συνέπεια, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας;
5) Έχουν το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2, 3 και 7, και το άρθρο 18, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, και με τις αιτιολογικές σκέψεις 11, 25 και 26 της οδηγίας [2016/800], σε συνδυασμό με το άρθρο 13 και την αιτιολογική σκέψη 50 της [οδηγίας 2013/48], την έννοια ότι ένα κράτος μέλος εγγυάται αυτεπαγγέλτως νομική συνδρομή σε υπόπτους ή κατηγορουμένους σε ποινικές διαδικασίες, οι οποίοι ήταν παιδιά κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας, αλλά στη συνέχεια συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους και ότι η συνδρομή αυτή είναι υποχρεωτική μέχρι την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση οριστικής απόφασης;
6) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πέμπτο ερώτημα, έχουν, επομένως, οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας [2016/800] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του [ΚΠΔ], σύμφωνα με το οποίο, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης μόνον εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του;
7) Έχουν οι διατάξεις [τις οποίες αφορά το πέμπτο] ερώτημα, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών, την έννοια ότι εξουσιοδοτούν (ή υποχρεώνουν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [2016/800], καθώς και κάθε κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο [πέμπτο] ερώτημα, και να εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 79, παράγραφος 2, του [ΚΠΔ], ερμηνεύοντάς τες κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία (σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία), δηλαδή κατά τρόπο ώστε ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης για κατηγορούμενο που δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο απαγγελίας της κατηγορίας εναντίον του, αλλά στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του και κατά του οποίου η ποινική διαδικασία παραμένει εκκρεμής, να διατηρείται μέχρι την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση οριστικής απόφασης, εξυπακουομένου ότι τούτο είναι αναγκαίο λόγω των περιστάσεων που δυσχεραίνουν την υπεράσπιση, ή, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας;
8) Έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 22 της οδηγίας [2016/800], και το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 26 της οδηγίας [2012/13], την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές (εισαγγελία, αστυνομία) οφείλουν, το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, να ενημερώνουν αμέσως τόσο τον ύποπτο όσο και, ταυτόχρονα, τον ασκούντα τη γονική μέριμνα για τα δικαιώματα αυτά, τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση δίκαιης διαδικασίας, καθώς και για τα επόμενα διαδικαστικά βήματα, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της ενημέρωσης για την υποχρέωση διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης για τον ανήλικο ύποπτο και τις συνέπειες του μη διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης της επιλογής του για τον ανήλικο κατηγορούμενο (αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης), εξυπακουομένου ότι, όσον αφορά τους ανήλικους υπόπτους, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, ενδεδειγμένη για την ηλικία του ανηλίκου;
9) Έχει το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας [2016/343 και] το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 2, της [οδηγίας 2012/13], την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους που διεξάγουν ποινική διαδικασία στην οποία εμπλέκεται παιδί υπό την ιδιότητα του υπόπτου [ή του] κατηγορουμένου υποχρεούνται να ενημερώνουν το παιδί που έχει την ιδιότητα του υπόπτου για το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης κατά τρόπο κατανοητό και ενδεδειγμένο για την ηλικία του υπόπτου;
10) Έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 22 της οδηγίας [2016/800], και το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 26 της [οδηγίας 2012/13], την έννοια ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις προαναφερθείσες διατάξεις δεν ικανοποιούνται με την απλή παροχή γενικών πληροφοριών αμέσως πριν από την εξέταση του ανήλικου υπόπτου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά δικαιώματα που απορρέουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/800, και, μάλιστα, με την παροχή των πληροφοριών αυτών μόνο στον ύποπτο, ο οποίος παρίσταται χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, αποκλειομένου του ασκούντος τη γονική μέριμνα, και σε μια κατάσταση κατά την οποία οι πληροφορίες αυτές είναι διατυπωμένες σε γλώσσα μη ενδεδειγμένη για την ηλικία του υπόπτου;
11) Έχουν τα άρθρα 18 και 19, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας [2016/800], και το άρθρο 12, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 50 της οδηγίας [2013/48], σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10, παράγραφος 2, και την αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας [2016/343], καθώς και η αρχή της δίκαιης δίκης την έννοια ότι –όσον αφορά τις εξηγήσεις που παρέχει ο ύποπτος κατά τη διάρκεια αστυνομικής προανάκρισης διεξαγόμενης χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο, χωρίς ο ύποπτος να έχει λάβει τη δέουσα ενημέρωση για τα δικαιώματά του και χωρίς ο ασκών τη γονική μέριμνα να έχει λάβει ενημέρωση για τα δικαιώματα και τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας, ενημέρωση την οποία το παιδί δικαιούται να λάβει δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας [2016/800]– υποχρεώνουν (ή εξουσιοδοτούν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών καθώς και κάθε κρατική αρχή να εξασφαλίζουν την επαναφορά του υπόπτου/κατηγορουμένου στη θέση που θα είχε εάν δεν είχαν προσβληθεί τα δικαιώματά του, μη συνεκτιμώντας, ως εκ τούτου, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως όταν τα επιβαρυντικά στοιχεία που λαμβάνονται σε μια τέτοια εξέταση προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την καταδίκη του συγκεκριμένου προσώπου;
12) Έχουν, επομένως, οι διατάξεις που απαριθμούνται στο [ενδέκατο ερώτημα], καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος την έννοια ότι επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών καθώς και σε κάθε άλλη κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς τις εν λόγω οδηγίες, όπως το άρθρο 168a του [ΚΠΔ], σύμφωνα με το οποίο αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απαράδεκτο απλώς και μόνον επειδή αποκτήθηκε κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων ή με αξιόποινη πράξη κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του Ποινικού Κώδικα, εκτός εάν το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο αποκτήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης, από δημόσιο λειτουργό, των καθηκόντων του, κατόπιν ανθρωποκτονίας, σωματικής βλάβης ή στέρησης της ελευθερίας;
13) Έχουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας [2016/800] σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι ο εισαγγελέας, ως όργανο που συμμετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης, ενεργώντας ως θεματοφύλακας του κράτους δικαίου και, ταυτόχρονα, ως φορέας που διευθύνει την προδικασία, οφείλει να διασφαλίζει, κατά την προδικασία, αποτελεσματική έννομη προστασία στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας και ότι, κατά την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, οφείλει να εγγυάται τη δική του ανεξαρτησία και αμεροληψία;
14) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης σε οποιοδήποτε από τα [πρώτα δώδεκα ερωτήματα], και ιδίως σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο [δέκατο τρίτο ερώτημα], έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας), σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως σε συνδυασμό με την αρχή του σεβασμού του κράτους δικαίου, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034), καθώς και η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του [Χάρτη], όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117) την έννοια ότι οι αρχές αυτές, λόγω της δυνατότητας άσκησης έμμεσης πίεσης στους δικαστές και της δυνατότητας του [Prokurator Generalny (γενικού εισαγγελέα)] να δίνει σχετικές δεσμευτικές εντολές στους ιεραρχικώς κατώτερους εισαγγελείς, αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία από την οποία προκύπτει εξάρτηση της εισαγγελίας από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και επίσης αποκλείουν την ύπαρξη εθνικής νομοθεσίας που περιορίζει την ανεξαρτησία του δικαστηρίου και την ανεξαρτησία του εισαγγελέα κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε:
α) του άρθρου 130, παράγραφος 1, του [νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων], το οποίο επιτρέπει στον Υπουργό Δικαιοσύνης –σε συνδυασμό με την υποχρέωση του εισαγγελέα να γνωστοποιεί τις περιπτώσεις όπου ένα δικαστήριο αποφαίνεται εφαρμόζοντας το δίκαιο της Ένωσης– να διατάξει την άμεση διακοπή της άσκησης των καθηκόντων ενός δικαστή, για διάστημα όχι μεγαλύτερο του ενός μηνός, μέχρι την έκδοση απόφασης από το πειθαρχικό δικαστήριο, εάν, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της πράξης που τέλεσε ο δικαστής και η οποία συγκεκριμενοποιείται στην άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης κρίνει ότι το απαιτεί το κύρος του δικαστηρίου ή τα ουσιώδη συμφέροντα της υπηρεσίας,
β) του άρθρου 1, παράγραφος 2, του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημεία 1 και 3, και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 6 και 8, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου της 28ης Ιανουαρίου 2016 περί της Εισαγγελίας, από τη συνδυαστική ερμηνεία των οποίων προκύπτει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι συγχρόνως Γενικός Εισαγγελέας και ανώτατη εισαγγελική αρχή, μπορεί να εκδίδει εντολές δεσμευτικές για τους ιεραρχικά κατώτερους εισαγγελείς ακόμη και σε βαθμό που να περιορίζεται ή να εμποδίζεται η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
61 Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την υπαγωγή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως σε ταχεία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη της αίτησης αυτής, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, πρώτον, ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι τα πολωνικά δικαστήρια έρχονται αντιμέτωπα ανά μήνα με σημαντικό αριθμό υποθέσεων στις οποίες οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι είναι ανήλικοι, τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν μόνον το πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης και ότι οι παράτυπες διαδικαστικές πράξεις θίγουν ανεπανόρθωτα θεμελιώδεις αρχές της ποινικής διαδικασίας. Δεύτερον, τα πολωνικά δικαστήρια αποφαίνονται βάσει των διατάξεων που διέπουν την πολωνική ποινική διαδικασία, οι οποίες, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, δεν διασφαλίζουν το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης. Τρίτον, η ταχεία απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα είναι αναγκαία προκειμένου να αρθούν οι αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα ενός οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας, όπως είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, να ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στις ποινικές διαδικασίες στις οποίες οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι είναι ανήλικοι.
62 Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας.
63 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ.(Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
64 Εν προκειμένω, με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να μην κάνει δεκτό το αίτημα για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης.
65 Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ο μεγάλος αριθμός προσώπων ή νομικών καταστάσεων που ενδεχομένως αφορά η απόφαση την οποία πρέπει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο μετά την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο δεν συνιστά αυτός καθεαυτόν εξαιρετική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την υπαγωγή της υπόθεσης σε ταχεία διαδικασία [απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Staatsanwaltschaft Wien (Πλαστογραφημένες εντολές πληρωμής), C‑584/19, EU:C:2020:1002, σκέψη 36]. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι είναι σημαντικός ο αριθμός των πολιτών που επηρεάζονται ενδεχομένως από τις αποφάσεις που λαμβάνουν τα πολωνικά δικαστήρια βάσει των διατάξεων περί της πολωνικής ποινικής διαδικασίας των οποίων το κύρος αμφισβητείται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 55].
66 Επιπλέον, ούτε το γεγονός ότι με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως τίθενται ζητήματα που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ούτε το –ασφαλώς θεμιτό– απλό συμφέρον των ιδιωτών να προσδιοριστεί το συντομότερο δυνατόν η έκταση των δικαιωμάτων που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης είναι ικανά να τεκμηριώσουν τη συνδρομή εξαιρετικής περίστασης (πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Sapira κ.λπ., C‑114/23, C‑115/23, C‑132/23 και C‑160/23, EU:C:2024:290, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
67 Τέλος, όσον αφορά τις αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, να ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, το αίτημα για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η άσκηση της δυνατότητας αυτής θα μπορούσε να αποτραπεί με την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας.
68 Ωστόσο, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
69 Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα.
70 Αφενός, κατά την άποψή της, τα πρώτα δώδεκα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Ειδικότερα, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτα, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, τα αιτήματα του Prokurator Prokuratury Rejonowej w Słupsku (εισαγγελέα της επαρχιακής εισαγγελίας Słupsk) για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων από τις καταθέσεις των ανηλίκων υπόπτων στο πλαίσιο της επίμαχης στην κύρια δίκη ποινικής έρευνας. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο απέσυρε από τη δικογραφία όσα δήλωσαν οι ανήλικοι ύποπτοι κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας. Επιπλέον, οι ανήλικοι ύποπτοι έτυχαν, κάθε ένας ατομικά, της συνδρομής δικηγόρου που διορίστηκε αυτεπαγγέλτως, το δε αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε, όσον αφορά τον ανήλικο ύποπτο που συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την ισχύ του αυτεπάγγελτου διορισμού του συνηγόρου του, κρίνοντας ότι η συνδρομή του ήταν αναγκαία λόγω περιστάσεων που δυσχέραιναν την υπεράσπιση του ανηλίκου υπόπτου.
71 Αφετέρου, το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι εντελώς υποθετικά, δεδομένου ότι δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ή το αντικείμενο της υπόθεσης της κύριας δίκης.
72 Ειδικότερα, το δέκατο τρίτο προδικαστικό ερώτημα και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, αφορούν εν γένει την εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος ασκεί επίσης καθήκοντα Prokurator Generalny (γενικού εισαγγελέα), να δίνει δεσμευτικές εντολές στους ιεραρχικώς κατώτερους εισαγγελείς οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να περιορίσουν ή να εμποδίσουν την άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο εφαρμόστηκαν στην κύρια δίκη οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου.
73 Το δε δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, αφορά τη δυνατότητα προσωρινής αναστολής των καθηκόντων της δικαστή στην οποία έχει ανατεθεί η υπόθεση της κύριας δίκης. Πλην όμως, εν προκειμένω, η επίμαχη αναστολή καθηκόντων άρχισε να ισχύει στις 9 Φεβρουαρίου 2022, έληξε στις 8 Μαρτίου 2022 και, επομένως, έχει παύσει να ισχύει. Επιπλέον, η αναστολή αυτή διατάχθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση της κύριας δίκης. Ο λόγος για την επιβολή του μέτρου αυτού ήταν η αμφισβήτηση, εκ μέρους της συγκεκριμένης δικαστή, της ύπαρξης της υπηρεσιακής σχέσης ενός άλλου δικαστή και του κύρους του διορισμού του κατόπιν διαδικασίας στην οποία συμμετείχε το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο). Τέτοια αμφισβήτηση δεν μπορεί όμως να υπάρξει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο είναι μονομελές. Εν πάση περιπτώσει, στο σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο σχετικό με τον διορισμό των δικαστών στην Πολωνία.
74 Ο Prokurator Regionalny w Gdańsku (περιφερειακός εισαγγελέας Gdańsk) υποστηρίζει ότι το ενδέκατο, το δωδέκατο, το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα, δεδομένου ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα ερωτήματα αυτά δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
75 Όσον αφορά τα ανωτέρω επιχειρήματα, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνιστά έναν μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στον οποίο το μεν παρέχει στα δε τα ερμηνευτικά στοιχεία του ενωσιακού δικαίου που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, καθώς και ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
76 Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για το αιτούν δικαστήριο «για την έκδοση της δικής του απόφασης» στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
77 Πράγματι, τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφορά στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
78 Στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας πρέπει επομένως να υφίσταται, μεταξύ της εκκρεμούς ένδικης διαφοράς και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία, τέτοιος σύνδεσμος ώστε η ερμηνεία αυτή να εξυπηρετεί μια αντικειμενική ανάγκη σε σχέση με την απόφαση την οποία οφείλει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός των τακτικών δικαστών στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψεις 64 και 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
79 Τα πρώτα δώδεκα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία σειράς διατάξεων της οδηγίας 2016/800, υπό το πρίσμα των οδηγιών 2012/13, 2013/48 και 2016/343, κατά το μέτρο που οι διατάξεις αυτές διέπουν τα δικονομικά δικαιώματα των παιδιών που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία.
80 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα της πολωνικής νομοθεσίας που διέπει την ποινική διαδικασία προς τις εν λόγω διατάξεις και ως προς τις συνέπειες που έχει, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η τυχόν αντίθεση του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι η απάντηση στα πρώτα δώδεκα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαραίτητη για να μπορέσει να αποφανθεί επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που προκύπτουν από τις δηλώσεις των ανηλίκων υπόπτων, χωρίς την παρουσία δικηγόρου, κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας.
81 Βεβαίως, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι απέρριψε τα αιτήματα του Prokurator Prokuratury Rejonowej w Słupsku (εισαγγελέα της επαρχιακής εισαγγελίας Słupsk) για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων από τις ενοχοποιητικές δηλώσεις των ανηλίκων υπόπτων οι οποίες έγιναν χωρίς την παρουσία δικηγόρου κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, αποφασίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να μη λάβει υπόψη τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία. Ομοίως, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, όσον αφορά τον ανήλικο ύποπτο ο οποίος συμπλήρωσε την ηλικία των 18 ετών κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ενώπιον του, αποφάσισε την παράταση της ισχύος του αυτεπάγγελτου διορισμού του συνηγόρου του.
82 Εντούτοις, αφενός, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει αποφασίσει οριστικά ως προς το παραδεκτό των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, η απάντηση που θα δοθεί στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα θα επηρεάσει την απόφαση αυτή, προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί επί της ουσίας στην υπόθεση της κύριας δίκης. Αφετέρου, όσον αφορά την παράταση της ισχύος του αυτεπάγγελτου διορισμού του συνηγόρου ενός από τους υπόπτους στην κύρια δίκη, φαίνεται ότι η σχετική απόφαση ελήφθη σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεραπεύσει τυχόν πλημμέλειες της ποινικής προδικασίας.
83 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εν προκειμένω, η απάντηση του Δικαστηρίου στα πρώτα δώδεκα προδικαστικά ερωτήματα είναι αναγκαία προκείμενου να καταστεί δυνατόν για το αιτούν δικαστήριο να επιλύσει ορισμένα ζητήματα που τίθενται in limine litis, ώστε να μπορέσει εν συνεχεία, εφόσον απαιτείται, να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς της κύριας δίκης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου) – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
84 Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 76 έως 78 της παρούσας απόφασης, τα πρώτα δώδεκα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.
85 Αντιθέτως, το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.
86 Κατά πρώτον, το δέκατο τρίτο προδικαστικό ερώτημα και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, αφορούν το ζήτημα αν, κατά την ποινική προδικασία, ο εισαγγελέας οφείλει να αφήνει ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των ανηλίκων υπόπτων και αν, προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να διαφυλαχθεί η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του έναντι ενδεχόμενης παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας.
87 Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 80 έως 83 της παρούσας απόφασης, δεν προκύπτει ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα είναι αναγκαία προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί επί των ζητημάτων που τίθενται in limite litis ενώπιόν του. Πράγματι, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, η ποινική προδικασία έχει περατωθεί και ότι πλέον το αιτούν δικαστήριο έχει την εξουσία να μη λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν συλλεγεί κατά προσβολή των δικονομικών δικαιωμάτων ή να αποφαίνεται επί του δικαιώματος των υπόπτων να επικουρούνται από δικηγόρο.
88 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ζήτημα αν, στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, ο εισαγγελέας υπέχει υποχρέωση από το δίκαιο της Ένωσης να αφήνει ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των ανηλίκων υπόπτων δεν αφορά, επομένως, την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης για τις αντικειμενικές ανάγκες της επίλυσης της υπόθεσης της κύριας δίκης, αλλά έχει γενικό και υποθετικό χαρακτήρα.
89 Κατά δεύτερον, το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 19 παράγραφος 1, ΣΕΕ, καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον Υπουργό Δικαιοσύνης να διατάσσει την άμεση αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή.
90 Βεβαίως, εν προκειμένω, στη δικαστή στην οποία έχει ανατεθεί η υπόθεση της κύριας δίκης επιβλήθηκε, κατά τα φαινόμενα, αναστολή των καθηκόντων της κατ’ εφαρμογήν της ρύθμισης αυτής.
91 Εντούτοις, από τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η αναστολή αυτή, η οποία, εξάλλου, δεν ισχύει πλέον, αποφασίστηκε στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, διαφορετικής από την υπόθεση της κύριας δίκης. Επιπλέον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών της, ο φόβος της δικαστή ότι θα της επιβληθεί εκ νέου αναστολή των καθηκόντων της στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης έχει μόνον υποθετικό χαρακτήρα.
92 Συνεπώς, το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα δεν εξυπηρετεί αντικειμενική ανάγκη σύμφυτη με την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, αλλά έχει ως σκοπό να εκμαιεύσει από το Δικαστήριο μια γενική κρίση επί της εθνικής νομοθεσίας, η οποία δεν συνδέεται με τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαφοράς [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 78].
93 Συνεπώς, το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα.
Επί της ουσίας
94 Λαμβανομένης υπόψη της συνολικής διάρθρωσης των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξεταστούν από κοινού, σε πρώτο στάδιο, το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σε δεύτερο στάδιο, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, σε τρίτο στάδιο, το όγδοο, το ένατο και το δέκατο προδικαστικό ερώτημα και, τέλος, σε τέταρτο στάδιο, το ενδέκατο και το δωδέκατο προδικαστικό ερώτημα, διευκρινιζομένου ότι τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2016/800, η οποία αφορά ειδικά τα παιδιά.
Επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος
95 Με το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2016/800, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου της 18, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, δεν προβλέπει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου, διοριζόμενου εφόσον απαιτείται αυτεπαγγέλτως, πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή και, το αργότερο, πριν από την πρώτη επίσημη εξέτασή τους και, αφετέρου, επιτρέπει τα παιδιά αυτά να εξετάζονται ως ύποπτοι χωρίς την παρουσία δικηγόρου κατά την εξέταση. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται τέτοιας ποινικής υποθέσεως πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη την εν λόγω εθνική νομοθεσία.
96 Κατά πρώτον, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800, τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες έχουν, πρώτον, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία 2013/48, διευκρινιζομένου ότι, κατά την αιτιολογική της σκέψη 15, ο όρος «δικηγόρος» στην οδηγία 2013/48 αναφέρεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, διαθέτει τα προσόντα και δικαιούται, μεταξύ άλλων μέσω διαπιστεύσεως σε εξουσιοδοτημένο φορέα, να παρέχει νομικές συμβουλές και νομική συνδρομή σε υπόπτους ή κατηγορουμένους.
97 Προκειμένου να προσδιοριστεί η έκταση του δικαιώματος των παιδιών σε συνδρομή από δικηγόρο, πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκταση του δικαιώματος το οποίο έχει, δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2013/48, κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος.
98 Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 18 και 26 της οδηγίας 2016/800, η οδηγία 2013/48 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2016/800. Ωστόσο, η τελευταία οδηγία προβλέπει συμπληρωματικές εγγυήσεις, για να ληφθούν υπόψη οι ειδικές ανάγκες και τα ευάλωτα σημεία των παιδιών.
99 Δεύτερον, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/800 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ούτως ώστε να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.
100 Όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τις αιτιολογικές της σκέψεις 1, 25 και 29, η οδηγία 2016/800 έχει σκοπό να λάβει υπόψη την ιδιαίτερα ευάλωτη θέση των παιδιών στις ποινικές διαδικασίες και να τα ενθαρρύνει να ασκούν ιδίως το δικαίωμά τους να συμβουλεύονται δικηγόρο και να του αναθέτουν την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή τους, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και τα δικαιώματα υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 104).
101 Τρίτον, η θεμελιώδης αρχή κατά την οποία τα παιδιά έχουν δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο εξειδικεύεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800, όσον αφορά το χρονικό σημείο από το οποίο πρέπει να παρέχεται το δικαίωμα αυτό [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης), C‑659/18, EU:C:2020:201, σκέψη 31].
102 Ειδικότερα, κατά την παράγραφο 3, τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, από όποιο από τα τέσσερα γεγονότα που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της παραγράφου αυτής επισυμβεί νωρίτερα.
103 Όσον αφορά ιδίως την ποινική προδικασία, τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/800, «προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή», και, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, «κατά τη διενέργεια ανακριτικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ανακριτική ή άλλη αρμόδια αρχή».
104 Τέταρτον, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2016/800 προσδιορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος των παιδιών σε συνδρομή από δικηγόρο.
105 Ειδικότερα, από το άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/800 προκύπτει ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τα εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή. Περαιτέρω, το άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, προβλέπει ότι τα παιδιά έχουν τη συνδρομή δικηγόρου όταν υποβάλλονται σε εξέταση και ότι ο δικηγόρος πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
106 Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών της, αντιθέτως προς το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/48, το οποίο αφορά τους υπόπτους ή κατηγορουμένους που δεν είναι παιδιά, η οδηγία 2016/800 δεν προβλέπει τη δυνατότητα των παιδιών να παραιτηθούν από το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο.
107 Επιπλέον, το άρθρο 18 της οδηγίας 2016/800 ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική νομοθεσία σχετικά με το ευεργέτημα πενίας εγγυάται την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας.
108 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το εθνικό δίκαιο πρέπει να παρέχει στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα συνδρομής από δικηγόρο, πριν από την πρώτη εξέταση από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή και το αργότερο από την εξέταση αυτή.
109 Όταν ένα παιδί ή ο ασκών τη γονική μέριμνα δεν έχουν διορίσει δικηγόρο πριν από την εξέταση του παιδιού από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, πρέπει να διορίζεται αυτεπαγγέλτως δικηγόρος ο οποίος να το επικουρεί κατά την εξέταση αυτή.
110 Κατά δεύτερον, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών της, από τον επιτακτικό χαρακτήρα που έχει η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά θα έχουν τη συνδρομή δικηγόρου πριν από την πρώτη εξέταση από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εξέταση αυτή προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η διενέργεια της εξέτασης, αν το συγκεκριμένο παιδί δεν τυγχάνει πράγματι της συνδρομής δικηγόρου.
111 Πράγματι, το άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2016/800 ορίζει ειδικότερα ότι, όταν το παιδί πρέπει να λαμβάνει τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά δεν παρίσταται δικηγόρος, οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την εξέταση του παιδιού ή άλλη ανακριτική πράξη ή πράξη συλλογής αποδεικτικών στοιχείων για εύλογο χρονικό διάστημα, είτε προκειμένου να καταστεί δυνατή η παρουσία δικηγόρου είτε προκειμένου να εξασφαλίσουν δικηγόρο για το παιδί, όταν αυτό δεν έχει διορίσει δικηγόρο.
112 Βεβαίως, στις παραγράφους 6 και 8 του άρθρου 6 της οδηγίας 2016/800 προβλέπονται ορισμένες παρεκκλίσεις από το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις, οι παρεκκλίσεις πρέπει να αποφασίζονται από τις αρμόδιες αρχές κατά περίπτωση, προκειμένου να διαπιστώνεται αν, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε περίπτωσης και λαμβανομένου υπόψη του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, δικαιολογείται η σχεδιαζόμενη παρέκκλιση, τούτο δε τηρουμένων των αυστηρών προϋποθέσεων που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις.
113 Κατά συνέπεια, οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούν να επιτρέπουν γενική και αφηρημένη παρέκκλιση, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, όσον αφορά τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι.
114 Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου, και ιδίως το άρθρο 79, παράγραφος 3, και το άρθρο 301 του ΚΠΔ, δεν προβλέπουν, όσον αφορά τα παιδιά που είναι ύποπτοι, την υποχρεωτική παρουσία δικηγόρου κατά την εξέτασή τους και, γενικότερα, κατά την ποινική προδικασία. Πράγματι, κατά τις διατάξεις αυτές, εφόσον τα παιδιά δεν κρατούνται, λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου κατά την εξέτασή τους μόνον αν ζητήσουν ρητώς να τύχουν τέτοιας συνδρομής. Επιπλέον, η απουσία δικηγόρου δεν κωλύει την εξέταση των παιδιών.
115 Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω εθνική νομοθεσία δεν παρίσταται συμβατή προς το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2016/800, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
116 Ως προς το ζήτημα αυτό, λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών του αιτούντος δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα όλων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της υπεροχής επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν, στο μέτρο του δυνατού, το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα), C‑205/20, EU:C:2022:168, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
117 H υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου έχει, εντούτοις, ορισμένα όρια και δεν είναι ιδίως δυνατόν να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου [απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα), C‑205/20, EU:C:2022:168, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
118 Υπενθυμίζεται επίσης ότι η αρχή της υπεροχής επιβάλλει στον εθνικό δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης την υποχρέωση, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των εν λόγω κανόνων στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας [απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα), C‑205/20, EU:C:2022:168, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
119 Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του σαφούς, ακριβούς και απαλλαγμένου αιρέσεων γράμματος του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2016/800, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο αυτό έχει άμεσο αποτέλεσμα.
120 Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τις εθνικές διατάξεις για τις οποίες έγινε λόγος ιδίως στη σκέψη 114 της παρούσας απόφασης κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά του. Αν δεν είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια ερμηνεία, θα πρέπει να αφήσει αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις για τις οποίες θα προκύψει ότι δεν συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης.
121 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2016/800, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου της 18, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, δεν προβλέπει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου, διοριζόμενου εφόσον απαιτείται αυτεπαγγέλτως, πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή και, το αργότερο, πριν από την πρώτη επίσημη εξέτασή τους και, αφετέρου, επιτρέπει τα παιδιά αυτά να εξετάζονται ως ύποπτοι χωρίς την παρουσία δικηγόρου κατά την εξέταση.
Επί του πέμπτου, του έκτου και του έβδομου προδικαστικού ερωτήματος
122 Διαπιστώνεται ευθύς εξ αρχής ότι, με το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, σειρά διατάξεων της οδηγίας 2016/800 και ιδίως το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3 και 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 18.
123 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν το αν το δικαίωμα συνδρομής από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο, το οποίο αποτελεί αντικείμενο των πρώτων τεσσάρων προδικαστικών ερωτημάτων και αναγνωρίζεται υπέρ των προσώπων που ήταν παιδιά όταν κινήθηκε εις βάρος τους ποινική διαδικασία, παύει να υφίσταται όταν τα πρόσωπα αυτά συμπληρώνουν την ηλικία των 18 ετών.
124 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 2 της οδηγίας 2016/800, το οποίο ορίζει το πεδίο εφαρμογής της, και ειδικότερα τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου αυτού.
125 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2016/800 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι το δικαίωμα συνδρομής από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο παύει αυτοδικαίως να υφίσταται όσον αφορά τα πρόσωπα που ήταν μεν παιδιά όταν κινήθηκε εις βάρος τους ποινική διαδικασία, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, κατά το μέτρο που η εν λόγω εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει να εκτιμηθεί αν η εφαρμογή της οδηγίας ή ορισμένων από τις διατάξεις της και, κατά συνέπεια, των δικαιωμάτων που προβλέπει είναι ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων και του κατά πόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται τέτοιας ποινικής υποθέσεως πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη την εν λόγω εθνική νομοθεσία.
126 Όπως ορίζει το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η οδηγία 2016/800 εφαρμόζεται στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία, μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν ενδίκου μέσου. Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά το άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας ως «παιδί» νοείται κάθε πρόσωπο κάτω των 18 ετών.
127 Όσον αφορά τα πρόσωπα που ήταν παιδιά όταν κινήθηκε εις βάρος τους ποινική διαδικασία, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2016/800 διευκρινίζει ότι, με την εξαίρεση των άρθρων που μνημονεύονται στη διάταξη και αφορούν τον ασκούντα τη γονική μέριμνα, η οδηγία 2016/800 εφαρμόζεται στα πρόσωπα αυτά εφόσον η εφαρμογή της κρίνεται ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο.
128 Επομένως, τα πρόσωπα που ήταν παιδιά όταν κινήθηκε εις βάρος τους ποινική διαδικασία εξακολουθούν να απολαύουν των δικαιωμάτων που προβλέπει η οδηγία 2016/800, μεταξύ άλλων και του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο, σύμφωνα με το άρθρο 6, αν συμπλήρωσαν την ηλικία των 18 ετών κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και κρίθηκε ότι η εφαρμογή της οδηγίας είναι ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσο τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι ώριμα και ευάλωτα.
129 Διευκρινίζεται ότι, στην περίπτωση που κριθεί, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ότι δεν είναι ενδεδειγμένη η εφαρμογή της οδηγίας 2016/800 ή ορισμένων από τις διατάξεις της, το πρόσωπο που συμπλήρωσε την ηλικία των 18 ετών θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2012/13, 2013/48 και 2016/343, που ισχύουν για τους υπόπτους και τους κατηγορουμένους σε ποινικές διαδικασίες ανεξαρτήτως της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή, θα απολαύει των δικαιωμάτων που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες, υπό τις προϋποθέσεις που αυτές καθορίζουν.
130 Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2016/800, η επίλυση του ζητήματος της εφαρμογής της οδηγίας αυτής ή ορισμένων από τις διατάξεις της στα πρόσωπα που συμπληρώνουν την ηλικία των 18 ετών κατά τη διάρκεια της εις βάρος τους διαδικασίας εξαρτάται από όλες περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και πρέπει συνεπώς να εξετάζεται κατά περίπτωση.
131 Υπό τις συνθήκες αυτές, η απαίτηση κατά την οποία η εφαρμογή της οδηγίας 2016/800 ή ορισμένων από τις διατάξεις της μπορεί να αποδειχθεί ενδεδειγμένη δεν επιτρέπει, σε καμία περίπτωση, στα κράτη μέλη να αποκλείουν, κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο, όλα τα πρόσωπα που συμπλήρωσαν την ηλικία των 18 ετών κατά τη διάρκεια της εις βάρος τους διαδικασίας από τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η οδηγία 2016/800, μεταξύ άλλων και από το κατά το άρθρο 6 δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο.
132 Η ανωτέρω ερμηνεία, κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν να καθορίζουν με τη νομοθεσία τους ως απόλυτο ηλικιακό όριο για την απόλαυση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 2016/800 το 18ο έτος, επιρρωννύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2016/800, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι αυτή δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 21 ετών.
133 Κατά συνέπεια, το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800 αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι το δικαίωμα συνδρομής από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 3, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 18 της οδηγίας 2016/800, παύει να υφίσταται όσον αφορά τα πρόσωπα που συμπλήρωσαν μεν την ηλικία των 18 ετών κατά τη διάρκεια της εις βάρος τους ποινικής διαδικασίας, αλλά ήταν παιδιά όταν κινήθηκε η διαδικασία αυτή, κατά το μέτρο που η εν λόγω εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει να εκτιμηθεί αν η εφαρμογή της οδηγίας ή ορισμένων από τις διατάξεις της και, κατά συνέπεια, των δικαιωμάτων που προβλέπει είναι ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων και του κατά πόσον τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι ώριμα και ευάλωτα.
134 Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, και ιδίως το άρθρο 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του ΚΠΔ, προβλέπουν ότι, στις ποινικές διαδικασίες, ο κατηγορούμενος πρέπει να λαμβάνει τη συνδρομή δικηγόρου μόνον εφόσον δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα πολωνικά δικαστήρια κρίνουν στην πράξη, με αυτή τη νομική βάση, ότι η παρουσία δικηγόρου στη διαδικασία δεν είναι πλέον υποχρεωτική από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο κατηγορούμενος ή ο ύποπτος συμπληρώνει την ηλικία των 18 ετών, πράγμα που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παύση της εντολής του αυτεπαγγέλτως διορισθέντος δικηγόρου.
135 Σύμφωνα με τη νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 116 έως 118 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τις εθνικές διατάξεις που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά του. Αν δεν είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια ερμηνεία και δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2016/800 πληροί τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στη σκέψη 119 της παρούσας απόφασης και έχει άμεσο αποτέλεσμα, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να αφήσει αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις για τις οποίες θα προκύψει ότι δεν συμβιβάζονται με αυτό.
136 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πέμπτο, το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2016/800 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι το δικαίωμα συνδρομής από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο παύει αυτοδικαίως να υφίσταται όσον αφορά τα πρόσωπα που ήταν μεν παιδιά όταν κινήθηκε εις βάρος τους ποινική διαδικασία, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, κατά το μέτρο που η εν λόγω εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει να εκτιμηθεί αν η εφαρμογή της οδηγίας ή ορισμένων από τις διατάξεις της και, κατά συνέπεια, των δικαιωμάτων που προβλέπει είναι ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων και του κατά πόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο.
Επί του όγδοου, του ένατου και του δέκατου προδικαστικού ερωτήματος
137 Με το όγδοο, το ένατο και το δέκατο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου της 5, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες λαμβάνουν, όπως και ο ασκών την γονική μέριμνα, το αργότερο πριν από την πρώτη εξέταση των παιδιών από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, σε απλή και προσιτή γλώσσα η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες και τα ευάλωτα σημεία των παιδιών, ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2012/13, καθώς και σχετικά με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η οδηγία 2016/800.
138 Όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 1, σκοπός της οδηγίας 2016/800 είναι η θέσπιση δικονομικών εγγυήσεων που θα εξασφαλίζουν ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, είναι ικανά να κατανοούν και να παρακολουθούν τις εν λόγω διαδικασίες. Η οδηγία, όπως ορίζει το άρθρο της 1, θεσπίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες που αφορούν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ενημέρωσης το οποίο διέπεται ειδικά από τις διατάξεις του άρθρου 4.
139 Κατά πρώτον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2016/800, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες, ενημερώνονται άμεσα σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με την οδηγία 2012/13 και σχετικά με τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας.
140 Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι το δικαίωμα ενημέρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2012/13 περιλαμβάνει, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων να ενημερώνονται, τουλάχιστον, για ορισμένα δικονομικά δικαιώματα που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη και περιλαμβάνουν το δικαίωμα προσβάσεως σε δικηγόρο, το δικαίωμα παροχής νομικών συμβουλών δωρεάν και τις σχετικές προϋποθέσεις παροχής τέτοιων νομικών συμβουλών, το δικαίωμα ενημερώσεως σχετικά με την ποινική κατηγορία, το δικαίωμα διερμηνείας και μεταφράσεως καθώς και το δικαίωμα σιωπής [πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, BK (Μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης), C‑175/22, EU:C:2023:844, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
141 Ως προς το ζήτημα αυτό, από την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2016/343 προκύπτει ότι οι πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2012/13 οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματά τους αφορούν όχι μόνο το δικαίωμα σιωπής, αλλά επίσης και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, δύο δικαιώματα τα οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν υπέρ των προσώπων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2016/343.
142 Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2016/800 ορίζει ότι τα παιδιά ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματα που προβλέπονται ειδικά από την οδηγία αυτή και, ιδίως, σχετικά με τα δικαιώματα που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ.
143 Μεταξύ άλλων, η ενημέρωση αφορά, αφενός, το δικαίωμα των παιδιών σε συνδρομή από δικηγόρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800, ο οποίος διορίζεται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας.
144 Αφετέρου, οι ενημέρωση αυτή αφορά επίσης το δικαίωμα ενημέρωσης του ασκούντος τη γονική μέριμνα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2016/800, καθώς και το δικαίωμα των παιδιών να συνοδεύονται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα σε στάδια της διαδικασίας, πλην της ακροαματικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας. Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στον ασκούντα τη γονική μέριμνα παρέχεται το συντομότερο δυνατόν η ενημέρωση που έχει δικαίωμα να λάβει το παιδί σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800.
145 Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2016/800, η ενημέρωση που πρέπει να λαμβάνουν τα παιδιά σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όταν πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες, πρέπει να τους παρέχεται «άμεσα».
146 Ως προς το ζήτημα αυτό και όσον αφορά την οδηγία 2012/13, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2016/800, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για να είναι αποτελεσματική, η γνωστοποίηση των δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας. Από το άρθρο 2 της οδηγίας 2012/13 προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται «από τη στιγμή που [οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι] λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους […] ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης». Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου όσον αφορά τουλάχιστον τα […] δικονομικά δικαιώματα, […], προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή τους» (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom, C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 50).
147 Το δικαίωμα ενημερώσεως του ενδιαφερομένου σχετικά με τα δικαιώματά του αποσκοπεί στη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας και στην εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων άμυνας, ήδη από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας αυτής. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2012/13 υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα ενημερώσεως του ενδιαφερομένου σχετικά με τα δικαιώματά του πρέπει να εξασφαλιστεί «το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από την αστυνομία ή από άλλη αρμόδια αρχή». Επιπλέον, η περίοδος που ακολουθεί αμέσως μετά τη στέρηση της ελευθερίας παρουσιάζει τον μεγαλύτερο κίνδυνο καταχρηστικής αποσπάσεως ομολογίας και, για τον λόγο αυτόν, έχει «ιδιαίτερη σημασία να ενημερώνεται ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για τα δικαιώματά του εγκαίρως, δηλαδή αμέσως μετά τη σύλληψή του, και με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο», όπως προκύπτει από το σημείο 24 της προτάσεως οδηγίας της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010 [COM(2010) 392 τελικό], βάσει της οποίας εκδόθηκε η οδηγία 2012/13 (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom, C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψεις 51 και 52).
148 Λαμβανομένης υπόψη της παραπομπής στην οδηγία 2012/13 που γίνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800, από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι τα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους το ταχύτερο δυνατόν από τη στιγμή κατά την οποία πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία. Η ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματα αυτά πρέπει να γίνεται, το αργότερο, πριν από την πρώτη εξέταση των παιδιών από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom, C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 53).
149 Επισημαίνεται επίσης ότι μόνον η πραγματοποίηση της ενημέρωσης αυτής το αργότερο πριν από την πρώτη εξέταση είναι ικανή να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων για τα οποία πρέπει να ενημερώνονται τα παιδιά, και ιδίως του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800, και, κατά συνέπεια, να τους παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματικά το δικαίωμα υπεράσπισης, όπως προκύπτει από την απάντηση στα τέσσερα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα.
150 Κατά τρίτον, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/800 προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, ενημέρωση παρέχεται γραπτώς και/ή προφορικώς, σε «απλή και προσιτή γλώσσα».
151 Συναφώς, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, ο νομοθέτης της Ένωσης επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που παρέχονται στο πλαίσιο του δικαιώματος ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου να «παρέχ[ονται] σε απλή και κατανοητή γλώσσα, προφορικώς ή εγγράφως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών των υπόπτων ή κατηγορουμένων που είναι ευάλωτα πρόσωπα» (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom, C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 47).
152 Από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2016/800 προκύπτει ότι η παροχή της ενημέρωσης στα παιδιά, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας, πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών και των ευάλωτων σημείων των παιδιών.
153 Ως εκ τούτου, η ενημέρωση πρέπει να παρέχεται στα παιδιά σε αρκούντως απλή και προσιτή γλώσσα, η οποία να τους παρέχει τη δυνατότητα, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών και των ευάλωτων σημείων τους, να κατανοήσουν πραγματικά, πριν εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, ότι έχουν τα δικαιώματα που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνονται, ιδίως, το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας, το δικαίωμα του ασκούντος τη γονική μέριμνα να ενημερώνεται επίσης για τα δικαιώματα αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας, καθώς και το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα σε άλλα στάδια της διαδικασίας, πλην της ακροαματικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας 2016/800.
154 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, οι ανήλικοι ύποπτοι λαμβάνουν, πριν από την εξέτασή τους, έντυπο ενημέρωσης που απευθύνεται σε ενήλικες, το οποίο δεν περιλαμβάνει καμία ειδική ενημέρωση για τα παιδιά. Επιπλέον, δεν προβλέπεται η γνωστοποίηση του εντύπου αυτού στους ασκούντες τη γονική μέριμνα για τα παιδιά αυτά.
155 Πλην όμως, από τις απαιτήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 153 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει τυποποιημένο έγγραφο για τη γραπτή ενημέρωση των υπόπτων ή των κατηγορουμένων σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2012/13, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την ενημέρωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800, των παιδιών που τελούν στην ίδια κατάσταση.
156 Ένα τέτοιο έγγραφο, καθόσον απευθύνεται σε ενήλικες, αφενός, δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη η παρεχόμενη στα παιδιά ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά τους να γίνεται γραπτώς και/ή προφορικώς, σε απλή και προσιτή για αυτά γλώσσα, και, αφετέρου, δεν αποσκοπεί στην πληροφόρησή τους για τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ειδικά η οδηγία 2016/800.
157 Σύμφωνα με τη νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 116 έως 118 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την ενημέρωση των υπόπτων ή κατηγορουμένων κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά του. Αν δεν είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια ερμηνεία και δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800 πληροί τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στη σκέψη 119 της παρούσας απόφασης και έχει άμεσο αποτέλεσμα, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να αφήσει αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις για τις οποίες θα προκύψει ότι δεν συμβιβάζονται με την οδηγία αυτή.
158 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο όγδοο, το ένατο και το δέκατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου της 5, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες λαμβάνουν, όπως και ο ασκών την γονική μέριμνα, το αργότερο πριν από την πρώτη εξέταση των παιδιών από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, σε απλή και προσιτή γλώσσα η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες και τα ευάλωτα σημεία των παιδιών, ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2012/13, καθώς και σχετικά με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η οδηγία 2016/800.
Επί του ενδέκατου και του δωδέκατου προδικαστικού ερωτήματος
159 Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής, αφενός, ότι το ενδέκατο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18 και 19 της οδηγίας 2016/800, προκειμένου να διαπιστωθεί, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις αυτές υποχρεώνουν το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης να μη λάβει υπόψη τις ενοχοποιητικές δηλώσεις υπόπτων ή κατηγορούμενων παιδιών που έγιναν κατά τη διάρκεια εξέτασης που διεξήγαγε η αστυνομία κατά προσβολή των δικαιωμάτων που απονέμει στα παιδιά η οδηγία.
160 Κατά το μέτρο που, αφενός, το άρθρο 18 αφορά το δικαίωμα στη χορήγηση νομικής συνδρομής και, αφετέρου, το δικαίωμα αυτό συνδέεται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 107 της παρούσας απόφασης, με την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενδέκατο προδικαστικό ερώτημα αφορά κατ’ ουσίαν το άρθρο 19 της οδηγίας, σχετικά με τα μέσα ένδικης προστασίας.
161 Αφετέρου, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που αντλήθηκαν από τις ενοχοποιητικές δηλώσεις στις οποίες προέβησαν, εν προκειμένω, οι ανήλικοι ύποπτοι κατά την ποινική προδικασία χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ενώ δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που προβλέπει συναφώς το άρθρο 168a του ΚΠΔ.
162 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ενδέκατο και το δωδέκατο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19 της οδηγίας 2016/800 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, δεν επιτρέπει σε δικαστή να κρίνει απαράδεκτα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία αντληθέντα από δηλώσεις παιδιού που έγιναν κατά τη διάρκεια εξέτασης που διεξήγαγε η αστυνομία κατά προσβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται τέτοιας ποινικής υπόθεσης πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη την εν λόγω νομοθεσία.
163 Δυνάμει του άρθρου 19 της οδηγίας 2016/800, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων τους βάσει της συγκεκριμένης οδηγίας.
164 Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού, τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά την προσβολή των δικαιωμάτων τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο πρώτα δέκα προδικαστικά ερωτήματα, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 4 έως 6 της οδηγίας 2016/800.
165 Εντούτοις, το άρθρο 19 της οδηγίας 2016/800 δεν ρυθμίζει τις ενδεχόμενες συνέπειες ως προς το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά προσβολή των δικαιωμάτων που απονέμει η εν λόγω οδηγία τις οποίες πρέπει να συναγάγει ο δικαστής της ουσίας από την προσβολή αυτή, ελλείψει τέτοιας αμφισβήτησης.
166 Το αυτό ισχύει και για την οδηγία 2012/13, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800, καθώς και για την οδηγία 2013/48, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800, οι οποίες περιέχουν διατάξεις παρόμοιες με εκείνες του άρθρου 19 της οδηγίας 2016/800.
167 Βεβαίως, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις ποινικές διαδικασίες, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός τους για πρόσβαση σε δικηγόρο ή όταν έχει εγκριθεί παρέκκλιση από αυτό το δικαίωμα, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 περιέχει παρόμοια διάταξη όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται κατά προσβολή του δικαιώματος σιωπής ή του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης.
168 Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν προορίζονται να ρυθμίσουν τους εθνικούς κανόνες και συστήματα για το παραδεκτό των αποδείξεων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα τους, εφαρμόζονται «με την επιφύλαξη» των εν λόγω εθνικών κανόνων και συστημάτων.
169 Ως εκ τούτου, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί κατά προσβολή των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 2016/800 [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 128].
170 Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
171 Συναφώς, όσον αφορά ειδικότερα την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζεται ότι οι εθνικοί κανόνες σχετικά με το παραδεκτό και την αξιοποίηση των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων έχουν ως σκοπό, βάσει των επιλογών του εθνικού δικαίου, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα πληροφοριακά και αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν παρανόμως να βλάψουν αδικαιολόγητα ένα πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα. Ο σκοπός όμως αυτός μπορεί, κατά το εθνικό δίκαιο, να επιτευχθεί όχι μόνο με την απαγόρευση της αξιοποίησης τέτοιων πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και με εθνικούς κανόνες και πρακτικές που διέπουν την εκτίμηση και τη στάθμιση των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων, ή ακόμη και με συνεκτίμηση του παράνομου χαρακτήρα τους στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
172 Η ανάγκη της μη συνεκτίμησης των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των επιταγών του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, του κινδύνου που συνεπάγεται το παραδεκτό τέτοιων πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων για τον σεβασμό της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας και, ως εκ τούτου, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 44].
173 Πλην όμως, επισημαίνεται συναφώς ότι το δικαίωμα ενημέρωσης, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800, και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, κατά το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, συγκεκριμενοποιούν ακριβώς τα θεμελιώδη δικαιώματα σε δίκαιη δίκη και στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης, όπως κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 47 και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη [Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, TL (Παράλειψη ορισμού διερμηνέα και παράλειψη μετάφρασης), C‑242/22 PPU, EU:C:2022:611, σκέψη 42)].
174 Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη δυνατότητα του δικαστή να κρίνει απαράδεκτα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία αντληθέντα από δηλώσεις παιδιού οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια εξέτασης που διεξήγαγε η αστυνομία κατά προσβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ο δικαστής είναι σε θέση, αφενός, να ελέγξει αν τα δικαιώματα αυτά, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, έγιναν σεβαστά και, αφετέρου, να συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν από την προσβολή του δικαιώματος, ιδίως όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές.
175 Σύμφωνα με τη νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 116 έως 118 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να τις ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά του. Αν δεν είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια ερμηνεία και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 119 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2016/800 έχει άμεσο αποτέλεσμα, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να αφήσει αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις για τις οποίες θα προκύψει ότι δεν συμβιβάζονται με αυτό.
176 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο ενδέκατο και το δωδέκατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19 της οδηγίας 2016/800 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, δεν επιτρέπει σε δικαστή να κρίνει απαράδεκτα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία αντληθέντα από δηλώσεις παιδιού οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια εξέτασης που διεξήγαγε η αστυνομία κατά προσβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ο δικαστής είναι σε θέση, αφενός, να ελέγξει αν το δικαίωμα αυτό, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, έγινε σεβαστό και, αφετέρου, να συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν από την εν λόγω προσβολή, ιδίως όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές.
Επί των δικαστικών εξόδων
177 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου της 18,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, δεν προβλέπει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου, διοριζόμενου εφόσον απαιτείται αυτεπαγγέλτως, πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή και, το αργότερο, πριν από την πρώτη επίσημη εξέτασή τους και, αφετέρου, επιτρέπει τα παιδιά αυτά να εξετάζονται ως ύποπτοι χωρίς την παρουσία δικηγόρου κατά την εξέταση.
2) Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2016/800
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι το δικαίωμα συνδρομής από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο παύει αυτοδικαίως να υφίσταται όσον αφορά τα πρόσωπα που ήταν μεν παιδιά όταν κινήθηκε εις βάρος τους ποινική διαδικασία, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, κατά το μέτρο που η εν λόγω εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει να εκτιμηθεί αν η εφαρμογή της οδηγίας ή ορισμένων από τις διατάξεις της και, κατά συνέπεια, των δικαιωμάτων που προβλέπει είναι ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων και του κατά πόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο.
3) Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 5, παράγραφος 1,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες λαμβάνουν, όπως και ο ασκών την γονική μέριμνα, το αργότερο πριν από την πρώτη εξέταση των παιδιών από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, σε απλή και προσιτή γλώσσα η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες και τα ευάλωτα σημεία των παιδιών, ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2012/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, καθώς και σχετικά με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η οδηγία 2016/800.
4) Το άρθρο 19 της οδηγίας 2016/800
έχει την έννοια ότι:
δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, δεν επιτρέπει σε δικαστή να κρίνει απαράδεκτα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία αντληθέντα από δηλώσεις παιδιού οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια εξέτασης που διεξήγαγε η αστυνομία κατά προσβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ο δικαστής είναι σε θέση, αφενός, να ελέγξει αν το δικαίωμα αυτό, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, έγινε σεβαστό και, αφετέρου, να συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν από την εν λόγω προσβολή, ιδίως όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές.
(υπογραφές)