ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JEAN RICHARD DE LA TOUR
της 5ης Σεπτεμβρίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑416/23
Österreichische Datenschutzbehörde
παρισταμένων των:
F R,
Bundesministerin für Justiz
[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof
(Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Άρθρο 57, παράγραφος 4 – Καθήκοντα της εποπτικής αρχής – Αίτημα – Έννοια – Υπερβολικά αιτήματα – Έννοια – Άρθρο 77, παράγραφος 1 – Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας – Επιβολή εύλογου τέλους για διοικητικά έξοδα ή άρνηση της εποπτικής αρχής να απαντήσει στο αίτημα – Κριτήρια δυνάμενα να κατευθύνουν την επιλογή της εποπτικής αρχής »
I. Εισαγωγή
1. Το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (2) (στο εξής: ΓΚΠΔ), παρέχει στις εποπτικές αρχές, όταν καλούνται να εξετάσουν προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά αιτήματα, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, τη δυνατότητα να επιβάλουν ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα ή να αρνηθούν να απαντήσουν στα αιτήματα αυτά.
2. Η λογική στην οποία στηρίζεται το διαδικαστικό αυτό μέσο βασίζεται στην αντίληψη ότι, μολονότι τα υποκείμενα των δεδομένων πρέπει βεβαίως να μπορούν να ζητούν ευχερώς από τις εποπτικές αρχές τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλούν από τον ΓΚΠΔ, οι αρχές αυτές, από πλευράς τους, πρέπει να μπορούν να επιφυλάσσουν ειδική μεταχείριση στα υπερβολικά αιτήματα προκειμένου να διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία τους και να διαφυλάσσουν την ικανότητά τους να ασκούν πλήρως τα καθήκοντά τους.
3. Επιπλέον, πρέπει να καθοριστεί σε τι συνίσταται η υπερβολή στον συγκεκριμένο τομέα. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα που θέτει η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
4. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Österreichische Datenschutzbehörde (αρχής προστασίας δεδομένων, Αυστρία) (στο εξής: DSB) και του F R, σχετικά με την άρνηση της αρχής αυτής, βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, να απαντήσει σε καταγγελία που υπέβαλε ο F R δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού.
II. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
5. Στις 17 Φεβρουαρίου 2020 ο F R υπέβαλε στην DSB καταγγελία δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ λόγω προσβολής του δικαιώματος πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού, για τον λόγο ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απάντησε στο αίτημα πρόσβασης εντός προθεσμίας ενός μηνός.
6. Βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 4, του κανονισμού, η DSB αρνήθηκε, με απόφαση της 22ας Απριλίου 2020, να απαντήσει στην καταγγελία, χαρακτηρίζοντάς την «υπερβολική». Συναφώς, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο F R της είχε απευθύνει, σε διάστημα περίπου 20 μηνών, 77 καταγγελίες με τις οποίες έβαλλε κατά της έλλειψης απάντησης εντός της προθεσμίας ενός μηνός εκ μέρους διαφόρων υπευθύνων επεξεργασίας στα αιτήματά του πρόσβασης ή διαγραφής (3). Επιπλέον, ο F R είχε τακτικές τηλεφωνικές επαφές με την αρχή προκειμένου να εκθέσει πρόσθετα πραγματικά περιστατικά και να διαβουλευθεί μαζί της με σκοπό την ενδεχόμενη υποβολή άλλων καταγγελιών.
7. Ο F R άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία). Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτή την προσφυγή, ακυρώνοντας την εν λόγω απόφαση. Έκρινε, εν συνόψει, ότι ο υπερβολικός χαρακτήρας κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ δεν προϋποθέτει μόνον συχνή επανάληψη αιτημάτων, αλλά και προδήλως κακόβουλο ή καταχρηστικό χαρακτήρα αυτών. Εν προκειμένω, κατά το δικαστήριο, από την αιτιολογία που παρέθεσε η DSB για την άρνηση εξέτασης της καταγγελίας του F R δεν προκύπτει η ύπαρξη καταχρηστικού αιτήματος εκ μέρους του. Επιπλέον, η αρχή αυτή δεν μπορούσε να επιλέξει κατά το δοκούν μεταξύ της επιβολής εύλογου τέλους για «υπερβολικό» αίτημα και της άρνησης εξέτασης ενός τέτοιου αιτήματος. Η επιλογή αυτή έπρεπε να δικαιολογηθεί από την αρχή, πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω.
8. Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως την οποία άσκησε η DSB κατά της απόφασης αυτής, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία), αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, διερωτάται, πρώτον, αν η έννοια της «καταγγελίας» του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ μπορεί να εξομοιωθεί με την έννοια του «αιτήματος(ων)», σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού.
9. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι αρνητική απάντηση στο ερώτημα θα είχε ως συνέπεια να μην μπορεί εποπτική αρχή να αρνηθεί, βάσει της διάταξης αυτής, να απαντά σε καταγγελίες ή να επιβάλει εύλογο τέλος για την εξέτασή τους και τούτο ανεξαρτήτως του ενδεχόμενου προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού χαρακτήρα τους. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα ισχυρότερα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της υπαγωγής των καταγγελιών που μνημονεύονται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 4, του κανονισμού.
10. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη σημασία που πρέπει να δοθεί στην έννοια των «υπερβολικών αιτημάτων», σύμφωνα με την τελευταία διάταξη. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας των αιτημάτων μνημονεύεται ως παράδειγμα υπερβολικών αιτημάτων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η δυνατότητα της εποπτικής αρχής να αρνηθεί να απαντήσει σε καταγγελία οδηγεί σε σημαντική προσβολή της προστασίας που μπορούν να επικαλεστούν τα υποκείμενα των δεδομένων κατ’ εφαρμογήν του ΓΚΠΔ. Τούτο θα αντέβαινε στον σκοπό του κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ως εξαίρεση από την υποχρέωση των εποπτικών αρχών να εξετάζουν τις καταγγελίες που υποβάλλονται σε αυτές, η δυνατότητα να αρνηθούν να ενεργήσουν μετά από καταγγελία θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
11. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον το γεγονός και μόνον ότι το υποκείμενο των δεδομένων χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που του παρέχει ο ΓΚΠΔ υποβάλλοντας πολύ μεγάλο αριθμό καταγγελιών σε σχέση με άλλα υποκείμενα των δεδομένων, ιδίως όταν οι καταγγελίες αυτές αφορούν διαφορετικούς υπευθύνους επεξεργασίας, μπορεί να αρκεί για να χαρακτηριστούν αιτήματα «υπερβολικά», ελλείψει άλλων περιστάσεων που αποδεικνύουν την ύπαρξη πρόθεσης κατάχρησης.
12. Ομοίως, κατά το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός και μόνον ότι η εξέταση ορισμένων καταγγελιών συνεπάγεται, για την εποπτική αρχή, φόρτο εργασίας και χρόνου που υπερβαίνει τον μέσο όρο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την είσπραξη τέλους ή την άρνηση εξέτασής τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ.
13. Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν εποπτική αρχή μπορεί ελεύθερα να επιλέξει, σε περίπτωση προδήλως αβάσιμων ή υπερβολικών αιτημάτων, είτε να επιβάλει ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα είτε να αρνηθεί να απαντήσει στα αιτήματα αυτά.
14. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει ο όρος “αίτημα” ή “αιτήματα” στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι εμπίπτουν σε αυτόν και οι “καταγγελίες” σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι πρόκειται περί “υπερβολικών αιτημάτων”, αρκεί το υποκείμενο των δεδομένων να έχει απλώς υποβάλει εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ορισμένο αριθμό αιτημάτων (καταγγελιών κατά το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ) σε εποπτική αρχή, ανεξαρτήτως του εάν τα πραγματικά περιστατικά είναι διαφορετικά και/ή τα αιτήματα (καταγγελίες) αναφέρονται σε διαφορετικούς υπεύθυνους επεξεργασίας, ή πρέπει, πέραν της συχνής επανάληψης των αιτημάτων (καταγγελιών), το υποκείμενο των δεδομένων να επιδεικνύει πρόθεση καταχρηστικής συμπεριφοράς;
3) Έχει το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ την έννοια ότι η εποπτική αρχή μπορεί σε περίπτωση “προδήλως αβάσιμων” ή “υπερβολικών” αιτημάτων (καταγγελιών) να επιλέξει ελεύθερα αν θα επιβάλει εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα στο πλαίσιο της επεξεργασίας τους ή αν θα αρνηθεί εκ των προτέρων να τα επεξεργαστεί; Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, ποιες περιστάσεις και ποια κριτήρια πρέπει να λάβει υπόψη της η εποπτική αρχή, ιδίως αν είναι υποχρεωμένη να επιβάλει κατ’ αρχάς, ως ηπιότερο μέτρο, εύλογο τέλος και αν δικαιούται να αρνηθεί να επεξεργαστεί τα αιτήματα αυτά μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η επιβολή του τέλους δεν θεωρείται πιθανό να αποτρέψει την υποβολή προφανώς αβάσιμων ή υπερβολικών αιτημάτων (καταγγελιών);»
15. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο F R, η DSB, η Bundesministerin für Justiz (Ομοσπονδιακή Υπουργός Δικαιοσύνης, Αυστρία), η Αυστριακή και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
III. Ανάλυση
1. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
16. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η έννοια του «αιτήματος(ων)» του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ καλύπτει τις «καταγγελίες» του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού (4).
17. Συγκεκριμένα, η DSB, αρνούμενη, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, να απαντήσει στην καταγγελία που υπέβαλε ο F R λόγω της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματός του πρόσβασης δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού, εξέδωσε απόφαση η οποία στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι καταγγελίες των υποκειμένων των δεδομένων που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού πρέπει να εξομοιώνονται με «αιτήματα», κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του κανονισμού.
18. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί από το Δικαστήριο αν η παραδοχή αυτή είναι ορθή, δεδομένου ότι, σε αντίθετη περίπτωση, μια εποπτική αρχή δεν θα μπορούσε να αρνηθεί να απαντήσει σε καταγγελίες ή να επιβάλει εύλογο τέλος για την εξέτασή τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ.
19. Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της, πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται, σε όλη την Ένωση, αυτοτελώς και ομοιόμορφα (5). Αφετέρου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, κατά τη συνήθη έννοιά του στην καθημερινή γλώσσα, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (6).
20. Η γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η έννοια του «αιτήματος(ων)» που διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή καλύπτει τις «καταγγελίες» του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού.
21. Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, η διάταξη ορίζει ότι, «[ε]άν τα αιτήματα είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, η εποπτική αρχή μπορεί να επιβάλει ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα ή να αρνηθεί να απαντήσει στο αίτημα. Η εποπτική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος».
22. Το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ορίζει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης παράβασης, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό».
23. Καμία διάταξη του ΓΚΠΔ δεν ορίζει την έννοια του «αιτήματος(ων)», σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού. Μολονότι αναφέρομαι στο σύνηθες νόημα της έννοιας στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια αυτή είναι ιδιαιτέρως ευρεία. Περιλαμβάνει δυνητικά κάθε αίτημα που υποβάλλεται από πρόσωπο ή οντότητα. Παραδείγματος χάριν, το λεξικό Larousse ορίζει την έννοια του «demande [αιτήματος]» ως την «πράξη με την οποία γνωστοποιείται ότι κάποιος επιδιώκει την επίτευξη ορισμένου πράγματος· το να ζητείς· έγγραφο που το εκφράζει», παραθέτοντας, μεταξύ των συνωνύμων του, τον όρο «réclamation [καταγγελία]». Επομένως, οι καταγγελίες που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, κατηγορία «αιτήματος(ων)», κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του κανονισμού.
24. Η γραμματική ανάλυση επιρρωννύεται, δεύτερον, από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή. Συναφώς, διαπιστώνω ότι το άρθρο 57 του ΓΚΠΔ περιγράφει τα καθήκοντα των εποπτικών αρχών και τους όρους άσκησής τους. Μεταξύ των καθηκόντων αυτών:
– το άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ορίζει ότι καθεμία από τις αρχές «παρακολουθεί και επιβάλλει την εφαρμογή του [εν λόγω] κανονισμού»·
– το άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ προβλέπει ότι καθεμία από τις αρχές, «κατόπιν αιτήματος, παρέχει πληροφορίες στα υποκείμενα των δεδομένων όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, ενδεχομένως, συνεργάζεται για τον σκοπό αυτό με τις εποπτικές αρχές σε άλλα κράτη μέλη (7)·
– το άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού ορίζει ότι κάθε εποπτική αρχή «χειρίζεται τις καταγγελίες που υποβάλλονται από το υποκείμενο των δεδομένων ή από φορέα ή οργάνωση ή ένωση σύμφωνα με το άρθρο 80 και ερευνά, στο μέτρο που ενδείκνυται, το αντικείμενο της καταγγελίας και ενημερώνει τον [καταγγέλλοντα] για την πρόοδο και για την έκβαση της έρευνας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ιδίως εάν απαιτείται περαιτέρω έρευνα ή συντονισμός με άλλη εποπτική αρχή» (8).
25. Κατά το άρθρο 57, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, «[κ]άθε εποπτική αρχή διευκολύνει την υποβολή των καταγγελιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 [στοιχείο] στ) με μέτρα όπως το έντυπο υποβολής καταγγελίας το οποίο μπορεί επίσης να συμπληρωθεί ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι επικοινωνίας» (9).
26. Επιπλέον, το άρθρο 57, παράγραφος 3, του κανονισμού θέτει την αρχή κατά την οποία «[κ]άθε εποπτική αρχή ασκεί τα καθήκοντά της χωρίς επιβάρυνση για το υποκείμενο των δεδομένων και, κατά περίπτωση, για τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων».
27. Προβλέποντας τη δυνατότητα των εποπτικών αρχών, όταν καλούνται να εξετάσουν προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά αιτήματα, να επιβάλλουν ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα ή να αρνούνται να απαντήσουν σε αίτημα, το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της δωρεάν εξέτασης που καθιερώνει το άρθρο 57, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, καθώς και από την υποχρέωση των αρχών να απαντούν στα αιτήματα που τους υποβάλλονται.
28. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο F R, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να συναχθεί από την παράθεση των διαφόρων αυτών διατάξεων ότι το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, στο μέτρο που χρησιμοποιεί την έννοια του «αιτήματος(ων)», πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στα αιτήματα του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού. Με άλλα λόγια, δεν πιστεύω ότι από τη διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή χρησιμοποιεί την έννοια του «αιτήματος(ων)» μπορεί να συναχθεί ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 4, του κανονισμού πρέπει να περιορίζεται στα καθήκοντα των εποπτικών αρχών που προβλέπει. Επιπλέον, η διαπίστωση ότι το άρθρο 57, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού αφορά τις «καταγγελίες» δεν σημαίνει ότι πρόκειται για τη μόνη διάταξη που προορίζεται να ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υποβολής καταγγελιών στις εποπτικές αρχές.
29. Συγκεκριμένα, επισημαίνω ότι το άρθρο 57, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ, το οποίο καθιερώνει την αρχή της δωρεάν εκτέλεσης των καθηκόντων των εποπτικών αρχών, εφαρμόζεται στο σύνολο των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης καταγγελιών που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού. Κατά λογική ακολουθία και συμμετρία, το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού, στο μέτρο που προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της δωρεάν εξέτασης, χωρίς να την περιορίζει σε ορισμένα ιδιαίτερα καθήκοντα των αρχών, θα πρέπει να εφαρμόζεται και στην εξέταση καταγγελιών.
30. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η εξέταση των καταγγελιών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ, συνιστά βασικό καθήκον των εποπτικών αρχών (10). Εξάλλου, η αρχή της δωρεάν εξέτασης και η υποχρέωση διευκόλυνσης της υποβολής καταγγελιών που προβλέπονται στο άρθρο 57, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αποσκοπούν στην παροχή της δυνατότητας σε κάθε υποκείμενο των δεδομένων να ζητεί από εποπτική αρχή τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί από τον κανονισμό.
31. Επομένως, η ερμηνεία κατά την οποία η έννοια του «αιτήματος(ων)» του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ καλύπτει μόνον τα αιτήματα που εμπίπτουν στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού και όχι τις καταγγελίες που προβλέπονται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και στο άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού θα καθιστούσε σε μεγάλο βαθμό άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την πρώτη από τις διατάξεις αυτές.
32. Εξάλλου, φρονώ ότι μάλλον οι καταγγελίες του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ και του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ μπορούν να χαρακτηριστούν, ενδεχομένως, «προδήλως αβάσιμες», παρά τα αιτήματα που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού, με τα οποία τα υποκείμενα των δεδομένων ζητούν από τις εποπτικές αρχές πληροφορίες σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχει ο κανονισμός.
33. Προσθέτω ότι η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ αφορά επίσης την εξέταση των καταγγελιών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού γίνεται δεκτή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ), το οποίο παραπέμπει στην πρώτη από τις διατάξεις αυτές σχετικά με το παραδεκτό των καταγγελιών (11).
34. Κατά συνέπεια, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού, στο μέτρο που προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της δωρεάν εξέτασης και από την υποχρέωση των εποπτικών αρχών να απαντούν στα αιτήματα που τους υποβάλλονται, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (12), εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, τούτο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφαρμογής της διάταξης αυτής στις καταγγελίες που υποβάλλονται δυνάμει του ίδιου κανονισμού.
35. Τρίτον, η ερμηνεία που προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί καθιστά δυνατή, κατά τη γνώμη μου, την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο ΓΚΠΔ. Συναφώς, επισημαίνεται ότι σκοπός του είναι, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11, η διασφάλιση συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων εντός της Ένωσης, καθώς και η ενίσχυση και ο λεπτομερής καθορισμός των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων (13).
36. Βεβαίως, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία κατά την οποία οι καταγγελίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται αντίθετη προς τους σκοπούς αυτούς και προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι εποπτικές αρχές.
37. Πράγματι, όπως επισήμανα ανωτέρω, βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ, κάθε εποπτική αρχή υποχρεούται, στην εδαφική περιοχή για την οποία είναι αρμόδια, αφενός, να εξετάζει τις καταγγελίες τις οποίες κάθε υποκείμενο δεδομένων δικαιούται να υποβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού, όταν θεωρεί ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν συνιστά παράβαση του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, να ερευνά το αντικείμενό τους στο μέτρο του αναγκαίου. Η εποπτική αρχή οφείλει να εξετάζει τις καταγγελίες αυτές με τη δέουσα επιμέλεια (14).
38. Ως εκ τούτου, η διαδικασία υποβολής καταγγελίας δημιουργήθηκε ως μηχανισμός ικανός να προστατεύει με αποτελεσματικό τρόπο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων (15).
39. Επομένως, η υπαγωγή των καταγγελιών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ έχει ως συνέπεια να παρέχεται στις εποπτικές αρχές η ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση που υπέχουν να εξετάζουν τις καταγγελίες και να εφαρμόζουν σε αυτές την αρχή της δωρεάν εξέτασης.
40. Εντούτοις, όταν εποπτική αρχή καλείται να εξετάσει προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά αιτήματα, η δυνατότητα να επιβάλλει ένα εύλογο τέλος ή να αρνηθεί να απαντήσει σε αίτημα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
41. Πράγματι, η επιδίωξη του σκοπού αυτού απαιτεί τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των εποπτικών αρχών, αποτρέποντας το ενδεχόμενο παρακώλυσής της λόγω της υποβολής προδήλως αβάσιμων ή υπερβολικών καταγγελιών, κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ. Επομένως, η διάταξη αυτή παρέχει στις εποπτικές αρχές τη δυνατότητα να χειρίζονται με ειδικό τρόπο τις καταγγελίες, μειώνοντας τον φόρτο που οι εν λόγω καταγγελίες ενδέχεται να συνεπάγονται. Οι εποπτικές αρχές μπορούν, ως εκ τούτου, να αποφασίσουν να μην υποβάλουν τις προδήλως αβάσιμες ή υπερβολικές καταγγελίες σε συνήθη μεταχείριση η οποία, χρησιμοποιώντας χωρίς θεμιτό λόγο τους πόρους που διαθέτουν οι εν λόγω αρχές, θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη διάρκεια και την ποιότητα της εξέτασης των αιτημάτων που υποβάλλονται παράλληλα από άλλα υποκείμενα των δεδομένων και, επομένως, στο επίπεδο προστασίας που πρέπει να τους διασφαλίζεται.
42. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει το δικαίωμα υποβολής καταγγελιών υπό το πρίσμα του σκοπού της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ουσιώδους σημασίας της εξέτασης των καταγγελιών στο πλαίσιο των καθηκόντων που ανατίθενται στις εποπτικές αρχές, πρέπει να αποφεύγεται προδήλως αβάσιμη ή υπερβολική χρήση του δικαιώματος αυτού, η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, ελλείψει της δυνατότητας χρήσης των διαδικαστικών μέσων που προβλέπονται στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, να εμποδίζονται οι εποπτικές αρχές να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Επομένως, ερμηνεία αποκλείουσα τις καταγγελίες από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία των εποπτικών αρχών και, κατά συνέπεια, τον σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων που τα υποκείμενα των δεδομένων αντλούν από τον κανονισμό.
43. Επιπλέον, επισημαίνω ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης συνοδεύεται από διαδικαστικές εγγυήσεις που καθιστούν δυνατή την αυστηρή οριοθέτηση της εφαρμογής της από τις εποπτικές αρχές. Συναφώς, η εποπτική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού χαρακτήρα των αιτημάτων. Επιπλέον, η απόφαση της αρχής να επιβάλει ένα εύλογο τέλος ή να αρνηθεί να απαντήσει σε αιτήματα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πραγματικής δικαστικής προσφυγής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Ομοίως, όταν εποπτική αρχή δεν εξετάζει καταγγελία, χωρίς να λάβει σχετική απόφαση, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ασκήσει πραγματική δικαστική προσφυγή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 78, παράγραφος 2, του κανονισμού.
44. Επιπλέον, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει, δυνάμει του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον κανονισμό προσβλήθηκαν ως αποτέλεσμα επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν κατά παράβαση του κανονισμού.
45. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (16), το άρθρο 77, παράγραφος 1, το άρθρο 78, παράγραφος 1, και το άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν την παράλληλη και αυτοτελή άσκηση των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται, αφενός, στο άρθρο 77, παράγραφος 1, και στο άρθρο 78, παράγραφος 1, καθώς και, αφετέρου, στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού (17).
46. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι η έννοια του «αιτήματος(ων)» στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ καλύπτει τις «καταγγελίες» του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού.
2. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
47. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν τα αιτήματα μπορούν να χαρακτηριστούν «υπερβολικά», κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, μόνο λόγω του αριθμού τους κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου ή αν πρέπει επίσης να αποδειχθεί πρόθεση κατάχρησης εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων που υποβάλλει τέτοια αιτήματα σε εποπτική αρχή.
48. Προκειμένου να απαντήσω στο ερώτημα, θα εξετάσω πρώτα το γράμμα της διάταξης, βάσει του οποίου συνάγω τις ακόλουθες διαπιστώσεις.
49. Πρώτον, δεδομένου ότι η έννοια των «υπερβολικών αιτημάτων» δεν ορίζεται στον ΓΚΠΔ, λαμβάνεται υπόψη το σύνηθες νόημα της έννοιας στην καθημερινή γλώσσα. Συναφώς, το επίθετο «excessif [υπερβολικός]» προσδιορίζει κάτι που υπερβαίνει το σύνηθες ή εύλογο μέτρο (λεξικό Larousse) ή που υπερβαίνει το επιθυμητό ή επιτρεπόμενο μέτρο (λεξικό Le Robert). Το να ενεργείς με υπερβολή σημαίνει ότι ενεργείς χωρίς μέτρο.
50. Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ παρέχει, ωστόσο, ενδείξεις, δεδομένου ότι η διάταξη, αναφερόμενη σε «αιτήματα […] υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους», αφήνει να εννοηθεί ότι αυτός ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας καθιστά δυνατό να χαρακτηριστούν αιτήματα ως υπερβολικά.
51. Τρίτον και σε συνδυασμό με τα προεκτεθέντα, στο μέτρο που το επίρρημα «ιδίως» υποδηλώνει ότι ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας των αιτημάτων αποτελεί απλώς και μόνον ένα παράδειγμα υπερβολικών αιτημάτων, τούτο σημαίνει ότι τα τελευταία εμπερικλείουν και άλλες περιπτώσεις πέραν εκείνων που αφορούν τον αριθμό αιτημάτων.
52. Πάντως, δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω εν προκειμένω κατά τρόπο εξαντλητικό όλες τις περιπτώσεις στις οποίες αιτήματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «υπερβολικά». Αντιθέτως, θα επικεντρώσω την ανάλυσή μου στο ειδικό ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο, το οποίο ζητεί διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο που πρέπει να δοθεί στη μνεία αυτή του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα των αιτημάτων ως παραδείγματος υπερβολικών αιτημάτων. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν μεγάλος αριθμός καταγγελιών αρκεί, αυτός καθεαυτόν, για να χαρακτηριστούν αιτήματα «υπερβολικά» λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους.
53. Πράγματι, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η DSB, στηριζόμενη ακριβώς στον αριθμό των καταγγελιών που υπέβαλε ο F R κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, αρνήθηκε, θεωρώντας ότι ο αριθμός αυτός ήταν υπερβολικά μεγάλος, να απαντήσει σε καταγγελία, χαρακτηρίζοντάς την «υπερβολική». Εν ολίγοις, η αρχή έκρινε ότι είχε συμπληρωθεί ένα αποδεκτό ποσοτικό όριο καταγγελιών, οπότε έπρεπε να μην απαντηθούν πλέον οι καταγγελίες που της υπέβαλλε ο F R. Η αρχή δικαιολόγησε επίσης την απόφασή της επικαλούμενη τον φόβο ότι ο F R θα συνεχίσει να υποβάλλει σημαντικό αριθμό καταγγελιών και στο μέλλον. Ωστόσο, ουδόλως αμφισβήτησε το βάσιμο των καταγγελιών που της είχε υποβάλει μέχρι τότε ο F R.
54. Εκτιμώ, όπως και ο F R, η Ομοσπονδιακή Υπουργός Δικαιοσύνης, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι ο αριθμός αιτημάτων που υποβάλλονται από υποκείμενο των δεδομένων σε εποπτική αρχή, όσο σημαντικός και αν είναι, δεν μπορεί, αφ’ εαυτού και αντιθέτως προς ό,τι θα μπορούσε να συναχθεί εκ πρώτης όψεως από το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, να συνιστά επαρκές κριτήριο για να συναχθεί η ύπαρξη «υπερβολικών αιτημάτων» κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Στηρίζω την άποψη αυτή στην εξέταση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη και στους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός.
55. Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, επισημαίνω ότι το άρθρο 12 του κανονισμού ορίζει τις γενικές υποχρεώσεις που υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας όσον αφορά τη διαφανή ενημέρωση και ανακοίνωση, καθώς και τις ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων.
56. Το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III, τμήμα 2, το οποίο αφορά την ενημέρωση και την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, συμπληρώνει το πλαίσιο διαφάνειας του κανονισμού, παρέχοντας στο υποκείμενο των δεδομένων δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την επεξεργασία τους.
57. Ειδικότερα, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υπέστησαν επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και πληροφορίες που αφορούν, ιδίως, τους σκοπούς της επεξεργασίας και τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους κοινολογήθηκαν ή πρόκειται να κοινολογηθούν τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
58. Το δικαίωμα πρόσβασης πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να βεβαιώνεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν είναι ακριβή και ότι η επεξεργασία τους γίνεται με νόμιμο τρόπο (18).
59. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ΓΚΠΔ είναι αναγκαίο προκειμένου το υποκείμενο των δεδομένων να μπορεί να ασκήσει, ενδεχομένως, το δικαίωμα διόρθωσης, το δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων («δικαίωμα στη λήθη») και το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, τα οποία του αναγνωρίζονται, αντιστοίχως, από τα άρθρα 16 έως 18 του κανονισμού, το δικαίωμά του να αντιταχθεί στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 21 του κανονισμού, καθώς και το δικαίωμά του να ασκήσει αγωγή σε περίπτωση ζημίας, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 79 και 82 του ίδιου κανονισμού (19).
60. Κατά συνέπεια, το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ αποτελεί μία από τις διατάξεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης καθώς και της διαφάνειας των τρόπων επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έναντι του υποκειμένου των δεδομένων, διαφάνειας χωρίς την οποία το υποκείμενο των δεδομένων δεν θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων του και να ασκήσει τις προνομίες που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 16 έως 18, 21, 79 και 82 του κανονισμού (20).
61. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει ότι η αρχή της δωρεάν παροχής του πρώτου αντιγράφου των δεδομένων καθώς και η μη αναγκαιότητα επίκλησης συγκεκριμένου λόγου που να δικαιολογεί το αίτημα πρόσβασης συμβάλλουν κατ’ ανάγκην στη διευκόλυνση της άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ στο υποκείμενο των δεδομένων (21).
62. Δεδομένης της σημασίας που αποδίδει ο κανονισμός στο δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού, για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει, η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν μπορεί να υπόκειται σε υπερβολικά αυστηρές προϋποθέσεις.
63. Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να υποβάλλουν καταγγελίες δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.
64. Πράγματι, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων πληροφορίες για την ενέργεια που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος δυνάμει των άρθρων 15 έως 22 του κανονισμού χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν τηρεί την υποχρέωση αυτή, το πρόσωπο που υπέβαλε αίτημα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, προκειμένου αυτή να δύναται, ενδεχομένως, να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού, να συμμορφώνεται προς τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων για την άσκηση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ.
65. Όταν υποκείμενο των δεδομένων έχει υποβάλει αίτημα πρόσβασης ή διαγραφής σε περισσότερους υπευθύνους επεξεργασίας, όπως φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω, ο αριθμός των καταγγελιών που υποβάλλονται σε εποπτική αρχή πρέπει δυνητικά να μπορεί να ταυτίζεται με τον αριθμό αρνήσεων που οι εν λόγω υπεύθυνοι επεξεργασίας αντέταξαν στο υποκείμενο των δεδομένων. Διαφορετική απόφαση, που θα καθόριζε όριο πέραν του οποίου οι καταγγελίες θα μπορούσαν, αποκλειστικά και μόνο λόγω του αριθμού τους, να χαρακτηριστούν από εποπτική αρχή «υπερβολικές», θα έθιγε τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον ΓΚΠΔ, τα οποία απαρίθμησα προηγουμένως.
66. Επισημαίνω, εξάλλου, ότι, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 63 του ΓΚΠΔ, ο κανονισμός παρέχει ρητώς στα υποκείμενα των δεδομένων το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέχθηκαν και τα αφορούν και να μπορούν να ασκούν το εν λόγω δικαίωμα σε εύλογα τακτά διαστήματα. Τούτο σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι τα υποκείμενα των δεδομένων μπορούν να ασκήσουν επανειλημμένως το δικαίωμα ενώπιον του ίδιου υπευθύνου επεξεργασίας, χωρίς ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας ενός αιτήματος να μπορεί, αυτός καθεαυτόν, να χαρακτηριστεί «υπερβολικός». Σε περίπτωση προσβολής του εν λόγω δικαιώματος από τον υπεύθυνο ή τους υπευθύνους επεξεργασίας που επιλαμβάνονται αιτημάτων επανειλημμένως, τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν σε εποπτική αρχή πλείονες καταγγελίες κατά του υπευθύνου ή των υπευθύνων επεξεργασίας βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.
67. Εξάλλου, σημειώνω ότι διάταξη ανάλογη προς το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού περιλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 5, του κανονισμού, η οποία παρέχει με παρόμοιο τρόπο, αυτήν τη φορά στον υπεύθυνο επεξεργασίας όταν καλείται να εξετάσει αιτήματα τα οποία είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, τη δυνατότητα είτε να επιβάλει την καταβολή εύλογου τέλους, λαμβάνοντας υπόψη τα διοικητικά έξοδα για την παροχή της ενημέρωσης ή την ανακοίνωση ή την εκτέλεση της ζητούμενης ενέργειας ή να αρνηθεί να απαντήσει στα αιτήματα (22).
68. Στην απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου) (23), το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 12, παράγραφος 5, του ΓΚΠΔ καθιερώνει την αρχή κατά την οποία η άσκηση του δικαιώματος του υποκειμένου των δεδομένων να έχει πρόσβαση στα δεδομένα που το αφορούν και υποβάλλονται σε επεξεργασία και στις σχετικές πληροφορίες δεν συνεπάγεται επιβάρυνση για το υποκείμενο των δεδομένων. Εξάλλου, η διάταξη αυτή προβλέπει δύο λόγους για τους οποίους ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί είτε να επιβάλει την καταβολή εύλογου τέλους, λαμβάνοντας υπόψη τα διοικητικά έξοδα, είτε να αρνηθεί να απαντήσει σε αίτημα. Κατά το Δικαστήριο, οι λόγοι αυτοί αφορούν περιπτώσεις κατάχρησης δικαιώματος (24). Βάσει της διαπίστωσης αυτής, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, το αίτημα του υποκειμένου των δεδομένων δεν ήταν καταχρηστικό (25).
69. Στο μέτρο που το άρθρο 12, παράγραφος 5, και το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ είναι διατυπωμένα με ανάλογο τρόπο και στηρίζονται στην ίδια λογική, η οποία συνίσταται στην αποφυγή της επιβολής, ανάλογα με την περίπτωση, στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στην εποπτική αρχή δυσανάλογης επιβάρυνσης ικανής να παρακωλύσει την εύρυθμη λειτουργία τους, φρονώ ότι οι δύο διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο.
70. Εξ αυτού συνάγω ότι, προκειμένου να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού, η εποπτική αρχή πρέπει να αποδεικνύει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, την ύπαρξη καταχρηστικής ενέργειας εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων (26), καθόσον ο αριθμός καταγγελιών που υποβάλλει το υποκείμενο των δεδομένων δεν αρκεί αφ’ εαυτού.
71. Από την άποψη αυτή, τόσο το άρθρο 12, παράγραφος 5, του ΓΚΠΔ όσο και το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού αντικατοπτρίζουν την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία υφίσταται στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης γενική αρχή του δικαίου δυνάμει της οποίας οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς τους κανόνες της Ένωσης (27). Στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής διάταξης, καταχρηστική ενέργεια μπορεί να διαπιστωθεί όταν υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει καταγγελίες χωρίς τούτο να είναι αντικειμενικά αναγκαίο για την προστασία των δικαιωμάτων που αντλεί από τον κανονισμό.
72. Επομένως, το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ συνιστά έκφραση της αρχής της αναλογικότητας: μολονότι οι εποπτικές αρχές υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να εξετάζουν κάθε καταγγελία με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια, δεν μπορεί να τους επιβληθεί τέτοιος φόρτος πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν τα υποκείμενα των δεδομένων από τον κανονισμό. Επομένως, η διάταξη παρέχει στις αρχές αυτές τη δυνατότητα να συμβιβάσουν τα συμφέροντα του αιτούντος με τα συμφέροντα της χρηστής διοίκησης.
73. Προσθέτω ότι, όπως προανέφερα, το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ πρέπει να ερμηνεύεται στενά, πράγμα που σημαίνει ότι η εφαρμογή του περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, προκειμένου να αποφεύγεται η παρακώλυση της εύρυθμης λειτουργίας των εποπτικών αρχών, η οποία συνιστά τον σκοπό που επιδιώκει η διάταξη. Συναφώς, φρονώ ότι τέτοια στενή ερμηνεία αποκλείει το ενδεχόμενο η συνεκτίμηση και μόνον του αριθμού καταγγελιών, όσο μεγάλος και αν είναι, να αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης από εποπτική αρχή.
74. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο σεβασμός των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, να διασφαλίζουν ότι κάθε εποπτική αρχή διαθέτει τους απαραίτητους ανθρώπινους, τεχνικούς και οικονομικούς πόρους, καθώς και τις αναγκαίες εγκαταστάσεις και τις υποδομές για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων και άσκηση των εξουσιών της. Επομένως, οι πόροι αυτοί πρέπει να είναι κατάλληλοι για τον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα των δεδομένων κάνουν χρήση του δικαιώματός τους να υποβάλλουν καταγγελίες στις εποπτικές αρχές. Θα ήταν παράδοξο, ενώ ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, όπως προκύπτει από το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού, να διευκολύνει την υποβολή των καταγγελιών αυτών, γεγονός που ισοδυναμεί με ενθάρρυνσή τους, ταυτόχρονα, να επέτρεψε στις αρχές να αρνούνται να απαντήσουν στις εν λόγω καταγγελίες όταν εκτιμούν ότι ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος.
75. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη υπερβολικών αιτημάτων λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, δεν αρκεί το υποκείμενο των δεδομένων να υποβάλλει σε εποπτική αρχή αριθμό καταγγελιών αισθητά μεγαλύτερο από τον μέσο αριθμό καταγγελιών που υποβάλλει κάθε υποκείμενο των δεδομένων, συνεπαγόμενο, ως εκ τούτου, υψηλό φόρτο επεξεργασίας, μεγαλύτερο του μέσου όρου, για την εν λόγω αρχή. Πράγματι, εναπόκειται στα κράτη μέλη να παρέχουν στις εποπτικές αρχές τα κατάλληλα μέσα για την εξέταση όλων των καταγγελιών των οποίων έχουν επιληφθεί, αυξάνοντας, ενδεχομένως, τα μέσα αυτά προκειμένου να τα προσαρμόζουν στη χρήση του δικαιώματος των υποκειμένων των δεδομένων να υποβάλλουν καταγγελίες δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Επομένως, εποπτική αρχή δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα, προς στήριξη της άρνησής της να απαντήσει σε καταγγελία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 57, παράγραφος 4, του κανονισμού, από το γεγονός ότι υποκείμενο των δεδομένων που υποβάλλει μεγάλο αριθμό καταγγελιών χρησιμοποιεί σε σημαντικό βαθμό τους πόρους της αρχής αυτής, εις βάρος της εξέτασης άλλων καταγγελιών που υποβάλλονται από άλλα υποκείμενα των δεδομένων.
76. Επιπλέον, οι καταγγελίες δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη γνώση που μπορούν να έχουν οι εποπτικές αρχές όσον αφορά τις προσβολές των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον κανονισμό (28). Επομένως, είναι ουσιώδεις για την ορθή εκπλήρωση του καθήκοντός τους, το οποίο συνίσταται στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι καταγγελίες συμβάλλουν σημαντικά στη διασφάλιση συνεκτικού και υψηλού επιπέδου προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων εντός της Ένωσης, καθώς και στην ενίσχυση και αποσαφήνιση των δικαιωμάτων τους.
77. Κατά συνέπεια, η παροχή στις εποπτικές αρχές της δυνατότητας να διαπιστώνουν τον υπερβολικό χαρακτήρα των καταγγελιών για τον λόγο και μόνον ότι ο αριθμός τους είναι μεγάλος θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να διακυβεύσει την επίτευξη του σκοπού αυτού. Πράγματι, όπως επισήμανα ανωτέρω, ένας μεγάλος αριθμός καταγγελιών μπορεί να είναι η άμεση συνέπεια ενός μεγάλου αριθμού παραλείψεων απάντησης ή απόρριψης εκ μέρους ενός ή περισσότερων υπευθύνων επεξεργασίας των αιτημάτων πρόσβασης που υποβάλλονται από υποκείμενο των δεδομένων για την προστασία των δικαιωμάτων του. Επιπλέον, είναι δύσκολο να καθοριστεί ένα ποσοτικό όριο πέραν του οποίου καταγγελίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, λόγω του αριθμού τους, «υπερβολικές». Συναφώς, η μεμονωμένη εκτίμηση του αριθμού καταγγελιών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυθαίρετη προσβολή της έννομης προστασίας που αντλεί το υποκείμενο των δεδομένων από τον ΓΚΠΔ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά τη γνώμη μου, η διαπίστωση της ύπαρξης υπερβολικών αιτημάτων εξαρτάται από την απόδειξη πρόθεσης κατάχρησης εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων που υποβάλλει τέτοιες καταγγελίες.
78. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο μέτρο που η εξέταση από τις εποπτικές αρχές των καταγγελιών που τους υποβάλλονται με τη δέουσα επιμέλεια αποτελεί τον κανόνα, οι αρχές αυτές θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να μπορούν να κάνουν χρήση του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι η συνεκτίμηση του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος υποβολής καταγγελιών δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού και του συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων δεν ασκεί κατ’ αρχήν επιρροή επί του προσδιορισμού του εύρους του δικαιώματος (29). Οι παρεκκλίσεις από την υποχρέωση εξέτασης των καταγγελιών από τις εποπτικές αρχές πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνεύονται συσταλτικά, ούτως ώστε το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται από την εξέταση των καταγγελιών να σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετείται από την άρνηση εξέτασής τους (30).
79. Επομένως, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, εναπόκειται στην εποπτική αρχή που επιλαμβάνεται μεγάλου αριθμού καταγγελιών να αποδείξει ότι ο αριθμός αυτός δικαιολογείται όχι από τη βούληση του υποκειμένου των δεδομένων να προστατεύσει τα δικαιώματα που αντλεί από τον ΓΚΠΔ, αλλά από άλλον σκοπό, ο οποίος δεν συνδέεται με την προστασία αυτή. Τούτο ισχύει, ειδικότερα, όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι ο μεγάλος αριθμός καταγγελιών αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας της αρχής αυτής χρησιμοποιώντας τους πόρους της χωρίς θεμιτό λόγο.
80. Συναφώς, ο πολλαπλασιασμός των καταγγελιών μπορεί να συνιστά ένδειξη υπερβολικών αιτημάτων εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων όταν προκύπτει ότι οι καταγγελίες δεν δικαιολογούνται αντικειμενικά από λόγους σχετικούς με την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία το υποκείμενο των δεδομένων αντλεί από τον ΓΚΠΔ. Τούτο μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν οι καταγγελίες αφορούν τον ίδιο υπεύθυνο επεξεργασίας, έχουν όλες το ίδιο περιεχόμενο, αφορούν τις ίδιες υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κανονισμός και υποβάλλονται σε υπερβολικά σύντομα χρονικά διαστήματα, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από μεταβολή των πραγματικών περιστάσεων, αποδεικνύοντας συνεπώς πρόθεση του υποκειμένου των δεδομένων να θίξει την εύρυθμη λειτουργία της εποπτικής αρχής, αντί να επιδιώξει την προστασία των δικαιωμάτων που του παρέχει ο κανονισμός. Άλλη περίπτωση υπερβολικών αιτημάτων λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους θα μπορούσε να αφορά την περίπτωση κατά την οποία υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει τόσο μεγάλο αριθμό καταγγελιών ενώπιον εποπτικής αρχής, απευθυνόμενο σε πλείονες υπευθύνους επεξεργασίας με τους οποίους δεν έχει κατ’ ανάγκην σχέση, ώστε η υπέρμετρη αυτή χρήση του δικαιώματος υποβολής καταγγελιών να αποδεικνύει, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία όπως το περιεχόμενο των καταγγελιών, την πρόθεσή του να παρεμποδίσει τη λειτουργία της αρχής προκαλώντας κορεσμό αιτημάτων.
81. Βάσει των στοιχείων αυτών, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η DSB ορθώς διαπίστωσε την ύπαρξη «υπερβολικών αιτημάτων», κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ.
82. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι οι καταγγελίες που υπέβαλε ο F R, οι οποίες ανέρχονται σε 77, αποτελούν συνέχεια αιτημάτων πρόσβασης ή διαγραφής τα οποία υπέβαλε το υποκείμενο των δεδομένων σε διαφορετικούς υπευθύνους επεξεργασίας και τα οποία παρέμειναν ως επί το πλείστον αναπάντητα μετά την παρέλευση ενός μηνός. Στη διαπίστωση αυτή προστίθεται και εκείνη των τακτικών τηλεφωνικών επαφών του F R με την DSB, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ορισμένα πραγματικά περιστατικά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καταγγελίες.
83. Κατά την DSB, το υποκείμενο των δεδομένων, υποβάλλοντας συνεχώς νέες καταγγελίες, ο συνολικός αριθμός των οποίων είναι, κατ’ αυτήν, σημαντικός, χρησιμοποιεί προς όφελός του, σε δυσανάλογο μέτρο σε σχέση με τους αιτούντες που υποβάλλουν λιγότερες καταγγελίες, τους περιορισμένους πόρους από απόψεως προσωπικού της αρχής εδώ και ενάμισι περίπου έτος. Επιπλέον, ο αυξανόμενος αριθμός DSB και οι τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ του F R και της Datenschutzbehörde υποδηλώνουν μαζική προσφυγή στην αρχή και στο μέλλον. Επομένως, οι 77 καταγγελίες που υποβλήθηκαν έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «υπερβολικά αιτήματα», κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ.
84. Αμφιβάλλω αν η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής για να δικαιολογήσει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, στο μέτρο που δεν προκύπτει από αυτήν η ύπαρξη καταχρηστικής ενέργειας εκ μέρους του F R, δηλαδή ενέργειας που αποσκοπεί όχι στην προστασία των δικαιωμάτων που αντλεί ο F R από τον ΓΚΠΔ, αλλά σε άλλον σκοπό, ο οποίος συνίσταται στη διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της εποπτικής αρχής. Ομοίως, φρονώ ότι οι προβλέψεις της αρχής όσον αφορά τον μεγάλο αριθμό καταγγελιών που θα μπορούσε να υποβάλει ο F R στο μέλλον και η διαπίστωση των περιορισμένων πόρων της σε προσωπικό δεν είναι λυσιτελείς.
85. Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ έχει, κατά τη γνώμη μου, την έννοια ότι αιτήματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «υπερβολικά» κατά την έννοια της διάταξης αυτής αποκλειστικά και μόνο λόγω του αριθμού τους κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, στο μέτρο που εναπόκειται επίσης στην εποπτική αρχή να αποδείξει πρόθεση κατάχρησης εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων που υποβάλλει τα εν λόγω αιτήματα.
3. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
86. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι η εποπτική αρχή, όταν καλείται να εξετάσει υπερβολικά αιτήματα, μπορεί ελεύθερα να επιλέξει μεταξύ της επιβολής εύλογου τέλους για διοικητικά έξοδα και της άρνησης να απαντήσει σε αυτά. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τα κριτήρια που πρέπει να λάβει υπόψη η εποπτική αρχή και, ειδικότερα, ως προς το αν η αρχή υποχρεούται να απαιτήσει κατά προτεραιότητα την επιβολή του τέλους, πριν αρνηθεί να απαντήσει σε ένα τέτοιο αίτημα.
87. Η εξέταση του γράμματος της διάταξης με οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι επιλογές που συνίστανται, αφενός, στην επιβολή εύλογου τέλους για διοικητικά έξοδα και, αφετέρου, στην άρνηση απάντησης σε υπερβολικά αιτήματα απαριθμούνται παρατακτικά και διαχωρίζονται από τον σύνδεσμο «ή», χωρίς να είναι δυνατόν να συναχθεί από την επιλεγείσα διατύπωση ότι υφίσταται σειρά προτεραιότητας μεταξύ της μιας ή της άλλης από τις επιλογές (31).
88. Επομένως, το γράμμα της διάταξης, αντιμετωπίζοντας ισότιμα τις δύο επιλογές που διαθέτει η εποπτική αρχή, φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας σύμφωνα με την οποία η αρχή, αφ’ ης στιγμής διαπιστώνει τον υπερβολικό χαρακτήρα των αιτημάτων που της υποβάλλονται, είναι ελεύθερη να επιλέγει μεταξύ της απαίτησης εύλογου τέλους και της άρνησης να απαντά σε τέτοια αιτήματα.
89. Πάντως, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ και των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός, μια εποπτική αρχή δεν μπορεί να ασκεί την επιλογή αυτή κατά διακριτική ευχέρεια και χωρίς αιτιολογία. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει το δικαίωμα υποβολής καταγγελιών υπό το πρίσμα του σκοπού διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, της ουσιώδους σημασίας της εξέτασης των καταγγελιών μεταξύ των καθηκόντων που ανατίθενται στις εποπτικές αρχές και της υποχρέωσης που υπέχουν οι αρχές να εξετάζουν τις καταγγελίες με την απαιτούμενη επιμέλεια, εναπόκειται στις αρχές αυτές να λαμβάνουν υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις και να βεβαιώνονται για τον πρόσφορο και αναλογικό χαρακτήρα της επιλογής τους. Τα εν λόγω στοιχεία εκτίμησης πρέπει να περιλαμβάνονται στην αιτιολογία της απόφασης της επιληφθείσας εποπτικής αρχής.
90. Στο πλαίσιο αυτό, εποπτική αρχή θα μπορούσε να κρίνει σκόπιμο, ανάλογα με τις κρίσιμες περιστάσεις και προκειμένου να παύσει καταχρηστική πρακτική που θα μπορούσε να βλάψει την εύρυθμη λειτουργία της, να επιβάλει ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα του υπερβάλλοντος φόρτου εργασίας που προκαλείται από υπερβολικές καταγγελίες. Πράγματι, η αποτρεπτική λειτουργία της επιλογής αυτής θα μπορούσε να οδηγήσει την αρχή να προτιμήσει αυτήν, αντί να αρνηθεί ευθύς εξαρχής να απαντήσει στις καταγγελίες.
91. Προσθέτω ότι η αρχή της αναλογικότητας καθώς και ο σκοπός διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουν τις εποπτικές αρχές να εξετάζουν το ενδεχόμενο επιβολής εύλογου τέλους για διοικητικά έξοδα πριν αρνηθούν να απαντήσουν σε καταγγελίες, στον βαθμό που πρόκειται για μέτρο που θίγει λιγότερο τα δικαιώματα που αντλούν τα υποκείμενα των δεδομένων από τον ΓΚΠΔ.
92. Εντούτοις, φρονώ ότι το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει σε όλες τις περιπτώσεις εποπτική αρχή να εφαρμόζει κατά προτεραιότητα την επιλογή να επιβάλει ένα εύλογο τέλος.
93. Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εποπτική αρχή, όταν καλείται να εξετάσει υπερβολικά αιτήματα, μπορεί να επιλέξει, με αιτιολογημένη απόφαση, είτε να επιβάλει ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα είτε να αρνηθεί να απαντήσει σε αυτά, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων και διασφαλίζοντας την καταλληλότητα και την αναλογικότητα της επιλογής, χωρίς να υφίσταται σχέση προτεραιότητας μεταξύ των δύο αυτών επιλογών.
IV. Πρόταση
94. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:
Το άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων),
έχει την έννοια ότι:
– η έννοια του «αιτήματος(ων)» στη διάταξη αυτή καλύπτει τις «καταγγελίες» του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού·
– αιτήματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «υπερβολικά», κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του κανονισμού, αποκλειστικά και μόνο λόγω του αριθμού τους κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, στο μέτρο που εναπόκειται επίσης στην εποπτική αρχή να αποδείξει πρόθεση κατάχρησης εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων που υποβάλλει τα εν λόγω αιτήματα·
– εποπτική αρχή, όταν καλείται να εξετάσει υπερβολικά αιτήματα, μπορεί να επιλέξει, με αιτιολογημένη απόφαση, είτε να επιβάλει ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα είτε να αρνηθεί να απαντήσει σε αυτά, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων και διασφαλίζοντας την καταλληλόλητα και την αναλογικότητα της επιλογής, χωρίς να υφίσταται σχέση προτεραιότητας μεταξύ των δύο αυτών επιλογών.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
2 ΕΕ 2016, L 119, σ. 1.
3 Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής, τέσσερις καταγγελίες αφορούν το έτος 2018, 53 καταγγελίες αφορούν το έτος 2019 και 20 καταγγελίες υποβλήθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020. Ο F R προέβαλε το δικαίωμα διαγραφής σε 46 περιπτώσεις και το δικαίωμα πρόσβασης σε 29 περιπτώσεις.
4 Στο μέτρο που το άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ απηχεί, κατά κάποιον τρόπο, το άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού, θεωρώ σκόπιμο να προστεθεί στις διατάξεις των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο.
5 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, Österreichische Post (Μη υλική ζημία λόγω της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) (C‑300/21, EU:C:2023:370, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
6 Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2023, Österreichische Datenschutzbehörde και CRIF (C‑487/21, EU:C:2023:369, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της 7ης Δεκεμβρίου 2023, SCHUFA Holding (Πτωχευτική απαλλαγή) (C‑26/22 και C‑64/22, EU:C:2023:958, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 30ής Απριλίου 2024, Trade Express-L και DEVNIA TSIMENT (C‑395/22 και C‑428/22, EU:C:2024:374, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
7 Η υπογράμμιση δική μου.
8 Η υπογράμμιση δική μου.
9 Η υπογράμμιση δική μου.
10 Η Αυστριακή Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η εξέταση των καταγγελιών αντιπροσωπεύει το σημαντικότερο τμήμα του όγκου εργασίας των εποπτικών αρχών από ποσοτική άποψη.
11 Βλ. Internal EDPB Document 6/2020 on preliminary steps to handle a complaint: admissibility and vetting of complaints, που δημοσιεύθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2020, σημείο 15.
12 Βλ., μεταξύ άλλων, σχετικά με τη στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του ΓΚΠΔ, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, Österreichische Datenschutzbehörde (C‑33/22, EU:C:2024:46, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
13 Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου) (C‑307/22, EU:C:2023:811, σκέψη 47).
14 Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 63), και της 7ης Δεκεμβρίου 2023, SCHUFA Holding (Πτωχευτική απαλλαγή) (C‑26/22 και C‑64/22, EU:C:2023:958, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
15 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, SCHUFA Holding (Πτωχευτική απαλλαγή) (C‑26/22 και C‑64/22, EU:C:2023:958, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
16 Υπόθεση C‑132/21, EU:C:2023:2.
17 Βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (C‑132/21, EU:C:2023:2, σκέψη 57).
18 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου) (C‑307/22, EU:C:2023:811, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
19 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Pankki S (C‑579/21, EU:C:2023:501, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
20 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Pankki S (C‑579/21, EU:C:2023:501, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
21 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου) (C‑307/22, EU:C:2023:811, σκέψη 50).
22 Βλ., σχετικά με το άρθρο 12, παράγραφος 5, του ΓΚΠΔ, ΕΣΠΔ, Κατευθυντήριες γραμμές 01/2022 σχετικά με τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων – Δικαίωμα πρόσβασης, που δημοσιεύθηκαν στις 28 Μαρτίου 2023, σημεία 175 έως 195.
23 Υπόθεση C‑307/22, EU:C:2023:811.
24 Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου) (C‑307/22, EU:C:2023:811, σκέψη 31).
25 Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου) (C‑307/22, EU:C:2023:811, σκέψη 32).
26 Βλ., σχετικά με την έννοια της «κατάχρησης δικαιώματος», προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση McCarthy κ.λπ. (C‑202/13, EU:C:2014:345, σημεία 108 έως114), καθώς και, για την κατάχρηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η νομοθεσία στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικών χαρακτήρα, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Nowak (C‑434/16, EU:C:2017:582, σημεία 42 έως 50).
27 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 281 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Βλ. Hijmans, H., «Article 57. Tasks», σε Kuner, C., Bygrave, L. A., Docksey, C. και Drechsler, L., The EU General Data Protection Regulation (GDPR): A Commentary, Oxford University Press USA,Νέα Υόρκη, 2020, σ. 927 έως 938, ιδίως σ. 935.
29 Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2011, Dufour κατά ΕΚΤ (T‑436/09, EU:T:2011:634, σκέψη 122).
30 Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Land Baden-Württemberg (Εσωτερικές Επικοινωνίες) (C‑619/19, EU:C:2021:35, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Österreichische Post (Πληροφορίες σχετικά με τους αποδέκτες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) (C‑154/21, EU:C:2023:3, σκέψη 31).