ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 19ης Σεπτεμβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων – Οδηγία 2009/103/ΕΚ – Άρθρα 3 και 13 – Ασφαλιστική σύμβαση συναφθείσα βάσει σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως ως προς τον συνήθη οδηγό – Εθνική ρύθμιση που ορίζει ότι είναι αντιτάξιμη έναντι του “επιβάτη, θύματος ατυχήματος”, ο οποίος είναι επίσης ο λήπτης της ασφαλίσεως, η ακυρότητα ασφαλιστικής συμβάσεως λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του τελευταίου κατά τη σύναψη της συμβάσεως – Κατάχρηση δικαιώματος – Ένδικο βοήθημα κατά του λήπτη της ασφαλίσεως με αίτημα τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεώς του».
Στην υπόθεση C‑236/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Mutuelle assurance des travailleurs mutualistes (Matmut)
κατά
TN,
MAAF assurances SA,
Fonds de garantie des assurances obligatoires de dommages (FGAO),
PQ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Mutuelle assurance des travailleurs mutualistes (Matmut), εκπροσωπούμενη από τον F. Rocheteau, avocat,
– το Fonds de garantie des assurances obligatoires de dommages (FGAO), εκπροσωπούμενο από την E. Trichet, avocate,
– ο TN, εκπροσωπούμενος από τον J.-P. Caston, avocat,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J.-L. Carré, B. Fodda και M. B. Herbaut,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις G. Goddin και Ε. Τσερέπα-Lacombe,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 13 της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ 2009, L 263, σ. 11).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Mutuelle assurance des travailleurs mutualistes (Matmut) και των TN, MAAF assurances SA, Fonds de garantie des assurances obligatoires de dommages (FGAO) και PQ, σχετικά με τη δυνατότητα αντιτάξεως έναντι του PQ της ακυρότητας συμβάσεως η οποία συνήφθη μεταξύ του PQ και της Matmut για την ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων από την κυκλοφορία αυτοκινήτων.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2 και 20 της οδηγίας 2009/103 έχουν ως εξής:
«(1) Η οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής [(ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 136)], η δεύτερη οδηγία 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων [(ΕΕ 1984, L 8, σ. 17)], η τρίτη οδηγία 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων [(ΕΕ 1990, L 129, σ. 33)] και η οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων) [(ΕΕ 2000, L 181, σ. 65)] έχουν τροποποιηθεί επανειλημμένα […] και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση των εν λόγω τεσσάρων οδηγιών, καθώς και της οδηγίας 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ και 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων [(ΕΕ 2005, L 149, σ. 14)].
(2) Η ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ασφάλιση αυτοκινήτων) έχει ιδιαίτερη σημασία για τους ευρωπαίους πολίτες, είτε ως ασφαλισμένους είτε ως θύματα ατυχήματος. Επίσης αποτελεί βασική μέριμνα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι αποτελεί σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους στον κλάδο ασφάλισης ζημιών στην Κοινότητα. Η ασφάλιση αυτοκινήτων έχει επίσης επιπτώσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των οχημάτων. Επομένως, η ενίσχυση και η εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ασφάλισης αυτοκινήτων θα πρέπει να αποτελέσει βασικό στόχο της δράσης της Κοινότητας στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
[…]
(20) Θα πρέπει να διασφαλισθεί παρόμοια μεταχείριση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων άσχετα με το πού λαμβάνει χώρα το ατύχημα στο εσωτερικό της Κοινότητας.»
4 Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/103 ορίζει τα εξής:
«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει, υπό την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 5, όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση.
Η έκταση της καλυπτόμενης ευθύνης και οι όροι και συνθήκες της καλύψεως καθορίζονται με βάση τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
[…]
Η ασφάλιση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο καλύπτει υποχρεωτικά και τις υλικές ζημιές και τις σωματικές βλάβες.»
5 Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:
«Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 3.
Το πρώτο εδάφιο δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να προσδίδουν στην παρέμβαση του οργανισμού αυτού επικουρικό ή μη επικουρικό χαρακτήρα, ούτε το δικαίωμά τους να ρυθμίζουν τον διακανονισμό των αξιώσεων μεταξύ του οργανισμού αυτού και του υπευθύνου ή των υπευθύνων του ατυχήματος και των άλλων ασφαλιστών ή οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που υποχρεούνται να αποζημιώσουν το θύμα για το ίδιο ατύχημα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιτρέπουν στον οργανισμό, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση στο θύμα του ατυχήματος, να απαιτεί από αυτό να αποδείξει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι ο υπεύθυνος αδυνατεί ή αρνείται να πληρώσει.»
6 Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει ως ακολούθως:
«Υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 13, η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος.»
7 Κατά το άρθρο 13 της οδηγίας:
«1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να θεωρείται, για την εφαρμογή του άρθρου 3, ανίσχυρη όσον αφορά την προσφυγή τρίτων θυμάτων ατυχήματος, κάθε διάταξη του νόμου ή συμβατική ρήτρα που περιλαμβάνεται σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκδιδόμενο σύμφωνα με το άρθρο 3 και αποκλείει την ασφάλιση της χρήσης ή της οδήγησης οχημάτων από πρόσωπα:
α) στα οποία δεν έχει επιτραπεί ρητά ή σιωπηρά η χρήση ή η οδήγηση·
β) τα οποία δεν διαθέτουν άδεια οδηγήσεως του σχετικού οχήματος·
γ) τα οποία δεν έχουν συμμορφωθεί με τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τεχνικού χαρακτήρα που αφορούν την κατάσταση και την ασφάλεια του εν λόγω οχήματος.
Πάντως η διάταξη ή η ρήτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) μπορούν να αντιταχθούν σε πρόσωπα που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί.
Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια –όσον αφορά τα ατυχήματα που συμβαίνουν στο έδαφός τους– να μην εφαρμόζουν τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, εάν και εφόσον το θύμα μπορεί να αποζημιωθεί για τη ζημία από οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης.
2. Στην περίπτωση οχημάτων που έχουν κλαπεί ή αποκτήθηκαν με άσκηση βίας, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, αντί του ασφαλιστή, θα παρεμβαίνει ο οργανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση που το όχημα σταθμεύει συνήθως σε άλλο κράτος μέλος, ο οργανισμός αυτός δεν θα έχει δυνατότητα προσφυγής εναντίον οιουδήποτε οργανισμού στο κράτος μέλος αυτό.
Τα κράτη μέλη τα οποία, για την περίπτωση οχημάτων που έχουν κλαπεί ή αποκτηθεί με χρήση βίας, προβλέπουν την παρέμβαση του οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 μπορούν να καθορίσουν, όσον αφορά τις υλικές ζημίες, μια απαλλαγή, αντιτάξιμη στο θύμα, όχι ανώτερη από 250 ευρώ.
3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι κάθε νομική διάταξη ή συμβατική ρήτρα ασφαλιστηρίου συμβολαίου η οποία αποκλείει έναν επιβάτη από την ασφαλιστική κάλυψη λόγω του ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο οδηγός του οχήματος βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή οιασδήποτε άλλης ουσίας που προκαλεί μέθη κατά τον χρόνο του ατυχήματος θα θεωρείται ανίσχυρη ως προς τις αξιώσεις που προβάλλει ο επιβάτης αυτός.»
Το γαλλικό δίκαιο
8 Το άρθρο L. 113-8 του code des assurances (ασφαλιστικού κώδικα) ορίζει ότι η σύμβαση ασφάλισης είναι άκυρη σε περίπτωση αποσιώπησης ή σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου, όταν η αποσιώπηση ή η ψευδής δήλωση αυτή μεταβάλλει το αντικείμενο του κινδύνου ή μειώνει την εκτίμηση κινδύνου για τον ασφαλιστή, ακόμη και αν το γεγονός ότι ο κίνδυνος παραλείφθηκε ή παραμορφώθηκε από τον ασφαλισμένο δεν είχε επιρροή επί του ατυχήματος.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
9 Στις 5 Οκτωβρίου 2012 ο PQ συνήψε σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου με την εταιρία Matmut και, κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής, δήλωσε ότι ήταν ο μοναδικός οδηγός του ασφαλιζόμενου οχήματος.
10 Στις 28 Σεπτεμβρίου 2013 το όχημα αυτό, το οποίο οδηγούσε ο TN, ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με άλλο όχημα ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία MAAF assurances. Ο PQ, ο οποίος ήταν επιβάτης του πρώτου οχήματος, τραυματίστηκε κατά το ατύχημα αυτό.
11 O TN κρίθηκε από το tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείο, Γαλλία) ένοχος, μεταξύ άλλων, για «πρόκληση σωματικής βλάβης εξ αμελείας από οδηγό επίγειου μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, η οποία προκάλεσε ανικανότητα άνω των τριών μηνών στον [PQ]».
12 Κατά την ποινική ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά τη διάρκεια της οποίας εξετάστηκαν τα αιτήματα αστικής αποζημίωσης που υπέβαλε ο PQ, η Matmut προέβαλε ένσταση ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του ασφαλισμένου όσον αφορά την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του εμπλεκόμενου οχήματος και ζήτησε να απαλλαγεί η ίδια από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και να αναλάβει την αποζημίωση του PQ το FGAO, το οποίο είναι, δυνάμει του ασφαλιστικού κώδικα, οργανισμός ο οποίος αποζημιώνει τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων των οποίων ο υπεύθυνος δεν είναι ασφαλισμένος.
13 Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2018, το tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείο) κήρυξε την ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης που είχε συναφθεί μεταξύ της Matmut και του PQ λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του ασφαλισμένου. Ως εκ τούτου, απάλλαξε τη Matmut από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, καταδίκασε τον ΤΝ στην καταβολή αποζημίωσης στα θύματα του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος και κήρυξε την απόφαση αντιτάξιμη έναντι του FGAO.
14 Το FGAO, η MAAF και ο TN άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour d’appel de Lyon (εφετείου Λυών, Γαλλία). Με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2020, το δικαστήριο αυτό επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που κηρύσσει άκυρη την ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ του PQ και της Matmut. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης από τον PQ, ο ΤΝ ήταν ο κύριος του οικείου οχήματος και ο συνήθης οδηγός του. Έκανε συνεπώς δεκτό ότι ο PQ είχε προβεί σε σκόπιμη ψευδή δήλωση ως προς την ταυτότητα του συνήθους οδηγού, η οποία μετέβαλε την εκτίμηση του κινδύνου για τον ασφαλιστή, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι ο ΤΝ είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος.
15 Το cour d’appel de Lyon (εφετείο Λυών) έκρινε, εντούτοις, ότι η ακυρότητα της επίμαχης ασφαλιστικής συμβάσεως δεν είναι αντιτάξιμη έναντι του PQ και αρνήθηκε να απαλλάξει της ευθύνης τη Matmut, για τον λόγο ότι από την υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο L. 113-8 του ασφαλιστικού κώδικα ακυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του ασφαλισμένου δεν είναι αντιτάξιμη έναντι των θυμάτων τροχαίου ατυχήματος ή των ελκόντων εξ αυτών δικαιώματα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι το γεγονός ότι το θύμα του ατυχήματος ήταν επιβάτης του οχήματος που προκάλεσε το ατύχημα, ο λήπτης της ασφάλισης ή ο κύριος του εν λόγω οχήματος δεν μπορεί να του στερήσει την ιδιότητα του τρίτου, θύματος ατυχήματος.
16 Η Matmut άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία), το οποίο αποτελεί το αιτούν δικαστήριο, κατά της αποφάσεως του cour d’appel de Lyon (εφετείου Λυών), υποστηρίζοντας ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η ακυρότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη ασφαλιστικής συμβάσεως δεν ήταν αντιτάξιμη έναντι του PQ.
17 Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου L. 113-8 του ασφαλιστικού κώδικα, η σύμβαση ασφάλισης είναι άκυρη σε περίπτωση αποσιώπησης ή σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου, όταν η αποσιώπηση ή η ψευδής δήλωση αυτή μεταβάλλει το αντικείμενο του κινδύνου ή μειώνει την εκτίμηση κινδύνου για τον ασφαλιστή, ακόμη και αν το γεγονός ότι ο κίνδυνος παραλείφθηκε ή παραμορφώθηκε από τον ασφαλισμένο δεν είχε επιρροή επί του ατυχήματος.
18 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατά την εθνική νομολογία, η ακυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως επέρχεται από την ημερομηνία της σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως. Κατά συνέπεια, όταν μια τέτοια δήλωση γίνεται κατά τη σύναψη της συμβάσεως, η ακυρότητα της συμβάσεως επέρχεται αναδρομικώς, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η σύμβαση αυτή δεν υπήρξε ποτέ.
19 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μέχρι την έκδοση αποφάσεως της 29ης Αυγούστου 2019 η οποία σηματοδοτεί μεταστροφή της νομολογίας του, έκρινε ότι η ακυρότητα συμβάσεως λόγω ψευδούς δηλώσεως του ασφαλισμένου ήταν αντιτάξιμη έναντι του θύματος. Από της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής και εφεξής, το αιτούν δικαστήριο δέχεται, κατ’ ουσίαν, ότι από το άρθρο L. 113-8 του ασφαλιστικού κώδικα, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 3 και 13 της οδηγίας 2009/103, μπορεί να συναχθεί ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή ακυρότητα δεν μπορεί να αντιταχθεί στα θύματα τροχαίου ατυχήματος ή στους έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα και ότι το FGAO δεν μπορεί να κληθεί να αποζημιώσει το θύμα σε μια τέτοια περίπτωση.
20 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, για τη συμμόρφωση του ασφαλιστικού κώδικα με το δίκαιο της Ένωσης, ο Γάλλος νομοθέτης προσέθεσε, το 2019, το άρθρο L. 211-7-1 στον εν λόγω κώδικα, κατά το οποίο, αφενός, η ακυρότητα συμβάσεως ασφαλίσεως αυτοκινήτου δεν μπορεί να αντιταχθεί στα θύματα τροχαίου ατυχήματος ή στους έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα και, στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλιστής που εγγυάται την αστική ευθύνη για το εμπλεκόμενο όχημα υποχρεούται να τα αποζημιώσει και, αφετέρου, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δικαιούχου της αποζημίωσης έναντι του προσώπου που είναι υπεύθυνο για το ατύχημα έως το ύψος των ποσών που έχει καταβάλει.
21 Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου η οποία αφορά την ασφάλιση αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων προκύπτει μεν, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι ο επιβάτης οχήματος ο οποίος είναι θύμα τροχαίου ατυχήματος είναι επίσης το πρόσωπο που καλύπτεται από την ασφάλιση του εμπλεκόμενου στο ατύχημα οχήματος δεν μπορεί να του στερήσει την ιδιότητα του τρίτου, θύματος του ατυχήματος, πλην όμως στην υπόθεση της κύριας δίκης εγείρεται το ζήτημα αν η ακυρότητα ασφαλιστικής συμβάσεως είναι αντιτάξιμη έναντι του επιβάτη, θύματος ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο λήπτης της ασφάλισης και ο υπαίτιος της σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως που επέφερε την ακυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως.
22 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν, σε περίπτωση που κριθεί ότι η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης δεν είναι αντιτάξιμη έναντι του θύματος ατυχήματος και λήπτη της ασφάλισης, ο ασφαλιστής θα μπορούσε, χωρίς να παραβεί το δίκαιο της Ένωσης, να ασκήσει σε βάρος του θύματος ένδικο βοήθημα το οποίο θεμελιώνεται στο σκόπιμο σφάλμα που διέπραξε το θύμα κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, προκειμένου να του επιστραφούν όλα τα ποσά που κατέβαλε στο θύμα σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής.
23 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά τη σχετική εθνική νομολογία, o αντισυμβαλλόμενος σε σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, ο οποίος προέβη εσκεμμένα σε ψευδείς δηλώσεις, υπέχει ευθύνη έναντι του ασφαλιστή και υποχρεούται, σε περίπτωση ακύρωσης της εν λόγω σύμβασης λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως, να αποζημιώσει τον ασφαλιστή για το ποσό που αυτός κατέβαλε στο θύμα του τροχαίου ατυχήματος.
24 Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία η ακυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι αντιτάξιμη έναντι του θύματος, λήπτη της ασφάλισης, η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι το FGAO αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβληθεί στο θύμα.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχουν τα άρθρα 3 και 13 της [οδηγίας 2009/103] την έννοια ότι αντιτίθενται στο να μπορεί να κηρυχθεί αντιτάξιμη η ακυρότητα της σύμβασης ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτου στον επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος, όταν ο ίδιος είναι επίσης ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης που έχει προβεί σε σκόπιμη ψευδή δήλωση κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, στην οποία οφείλεται η ακυρότητά της;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
26 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Direcţia pentru Evidenţa Persoanelor şi Administrarea Bazelor de Date, C‑491/21, EU:C:2024:143, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και των παρατηρήσεων που υπέβαλαν ο TN, η Matmut, το FGAO, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι αναγκαίο, προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμα ερμηνευτικά στοιχεία, να αναδιατυπωθεί το υποβληθέν ερώτημα.
28 Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, αφενός, να αντιταχθεί σε επιβάτη οχήματος εμπλεκόμενου σε τροχαίο ατύχημα, ο οποίος είναι θύμα του ατυχήματος, όταν είναι επίσης ο λήπτης της ασφαλίσεως, η ακυρότητα της συμβάσεως ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω ψευδούς δηλώσεως του λήπτη της ασφαλίσεως κατά τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, όσον αφορά την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οικείου οχήματος, και, αφετέρου, σε περίπτωση που η ακυρότητα αυτή δεν είναι όντως αντιτάξιμη έναντι του επιβάτη, θύματος του ατυχήματος, να επιστραφεί στον ασφαλιστή το σύνολο των ποσών που αυτός κατέβαλε στον εν λόγω επιβάτη σε εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως, διά της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος σε βάρος του τελευταίου, το οποίο θεμελιώνεται στο σκόπιμο σφάλμα που διέπραξε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.
29 Συναφώς, υπενθυμίζεται, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2009/103, ότι με την εν λόγω οδηγία έγινε κωδικοποίηση της οδηγίας 72/166, της δεύτερης οδηγίας 84/5, της τρίτης οδηγίας 90/232, της οδηγίας 2000/26 και της οδηγίας 2005/14. Με τις οδηγίες αυτές καθορίστηκαν σταδιακά οι υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την υποχρεωτική ασφάλιση. Σκοπός τους ήταν, αφενός, να διασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία τόσο των οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των προσώπων που επιβαίνουν σε αυτά και, αφετέρου, να εγγυηθούν ότι τα θύματα των ατυχημάτων που προκαλούνται από τα οχήματα αυτά θα έχουν παρόμοια μεταχείριση, ανεξαρτήτως του τόπου επελεύσεως του ατυχήματος εντός της Ένωσης (διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 20 της οδηγίας 2009/103 προκύπτει ότι αυτή και οι ως άνω οδηγίες επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς (διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Από την εξέλιξη της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα της υποχρεωτικής ασφάλισης προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξακολούθησε να επιδιώκει, και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των θυμάτων των ατυχημάτων που προκαλούνται από τα οχήματα αυτά (διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να λαμβάνει, υπό την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής, όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση.
33 Συναφώς, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, μια ασφαλιστική εταιρία που καλύπτει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δεν μπορεί να αρνηθεί να αποζημιώσει τους τρίτους που ζημιώθηκαν από ατύχημα το οποίο προκλήθηκε από το ασφαλισμένο όχημα, επικαλούμενη νομικές διατάξεις ή συμβατικές ρήτρες που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, οι οποίες αποκλείουν από την κάλυψη της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων τις ζημίες που προκαλεί σε τρίτους, θύματα ατυχήματος, η χρήση ή η οδήγηση ασφαλισμένου αυτοκινήτου από πρόσωπα στα οποία δεν επιτρέπεται η οδήγησή του, από πρόσωπα που δεν έχουν άδεια οδήγησης ή από πρόσωπα που δεν έχουν συμμορφωθεί προς τις τεχνικής φύσεως υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει ο νόμος, σχετικά με την κατάσταση και την ασφάλεια του οχήματος (πρβλ. διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103 προβλέπει ότι ορισμένα θύματα ατυχήματος ενδέχεται να μην αποζημιωθούν από την ασφαλιστική εταιρία, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως που τα ίδια δημιούργησαν, δηλαδή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το όχημα που προκάλεσε τη ζημία χρησιμοποιήθηκε ή οδηγήθηκε από πρόσωπα στα οποία δεν έχει επιτραπεί ρητά ή σιωπηρά η χρήση ή η οδήγηση και όταν οι τρίτοι, θύματα ατυχήματος, επιβιβάστηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα, γνωρίζοντας ότι αυτό είχε κλαπεί (πρβλ. διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Από το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103 προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 13, η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος.
36 Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο σκοπός της προστασίας των θυμάτων θίγεται από εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει αδικαιολόγητα το εύρος της έννοιας του επιβάτη που καλύπτεται από την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes, C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
37 Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ιδιότητα του θύματος τροχαίου ατυχήματος ως λήπτη της ασφάλισης και κυρίου του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω σκοπός επιβάλλει να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του κυρίου του οχήματος, ο οποίος κατά τη στιγμή του ατυχήματος βρισκόταν σε αυτό ως επιβάτης, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου «επιβάτη που υπήρξε θύμα» του ίδιου ατυχήματος (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes, C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο εν λόγω σκοπός επιβάλλει να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του προσώπου που ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός του οχήματος, αλλά βρισκόταν σε αυτό ως επιβάτης κατά τον χρόνο του ατυχήματος, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος και ότι, επομένως, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο άτομο ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός του οχήματος το οποίο προκάλεσε το ατύχημα δεν μπορεί να αποκλείσει το άτομο αυτό από την έννοια του «τρίτου, θύματος ατυχήματος» κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103, εφόσον απλώς επέβαινε στο όχημα αυτό και δεν το οδηγούσε (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes, C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Επομένως, το γεγονός ότι ένας επιβάτης σε τροχαίο ατύχημα ήταν ο λήπτης της ασφάλισης δεν μπορεί να αποκλείσει το εν λόγω άτομο από την έννοια του «τρίτου, θύματος ατυχήματος», κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes, C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Το γεγονός ότι ο επιβάτης ήταν και ο λήπτης της ασφάλισης δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση, λαμβανομένου υπόψη του ίδιου σκοπού προστασίας που επιδιώκει η οδηγία αυτή, όπως μνημονεύεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes, C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψη 45).
41 Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ο λήπτης της ασφαλίσεως δεν είναι ο συνήθης οδηγός του οχήματος που εμπλέκεται σε τροχαίο ατύχημα (απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros, C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 28).
42 Επομένως, εν προκειμένω, το γεγονός ότι κατά τη στιγμή επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος ο PQ, λήπτης της ασφάλισης, επέβαινε στο επίμαχο όχημα δεν επηρεάζει την ιδιότητά του ως «τρίτου, θύματος ατυχήματος» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103.
43 Όσον αφορά το αντιτάξιμο έναντι του PQ της ακυρότητας της συμβάσεως ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω ψευδούς δηλώσεώς του κατά τη σύναψη της σύμβασης σχετικά με την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οικείου οχήματος, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο νομοθέτης προέβλεψε στο άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103 μία μόνον παρέκκλιση από την υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιριών να αποζημιώνουν τους τρίτους που είναι θύματα τροχαίου ατυχήματος.
44 Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η παρέκκλιση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά (διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να περιορίζουν την αποζημίωση των τρίτων, θυμάτων τροχαίου ατυχήματος, σε ορισμένες περιστάσεις, περιορισμό τον οποίο ακριβώς επιδιώκει να αποτρέψει η οδηγία 2009/103 (διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Ως εκ τούτου, το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι διάταξη νόμου ή συμβατική ρήτρα περιλαμβανόμενη σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η οποία αποκλείει από την ασφάλιση τη χρήση ή την οδήγηση οχημάτων από πρόσωπα στα οποία δεν έχει επιτραπεί ρητά ή σιωπηρά η χρήση ή η οδήγηση αυτών, είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων, θυμάτων τροχαίου ατυχήματος, μόνον εάν το όχημα που προκάλεσε τη ζημία χρησιμοποιήθηκε ή οδηγήθηκε από τέτοια πρόσωπα και οι τρίτοι που είναι τα θύματα του ατυχήματος επιβιβάστηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα αυτό γνωρίζοντας ότι είχε κλαπεί (πρβλ. διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ασφαλιστική εταιρία συνήψε ασφαλιστική σύμβαση βάσει παραλείψεων ή ψευδών δηλώσεων του λήπτη της ασφαλίσεως δεν είναι ικανό να θεμελιώσει δυνατότητά της να επικαλεστεί νομικές διατάξεις περί ακυρότητας της συμβάσεως ή συμβατική ρήτρα που προβλέπει την ακυρότητά της και να τις αντιτάξει σε τρίτο, θύμα ατυχήματος, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103 να αποζημιώσει το ως άνω θύμα λόγω ατυχήματος προκληθέντος από το ασφαλισμένο όχημα (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros (C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 27).
48 Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί από το ενδεχόμενο αποζημιώσεως του θύματος από το FGAO. Συγκεκριμένα, η παρέμβαση του οργανισμού που μνημονεύεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103 έχει προβλεφθεί ως μέτρο έσχατης ανάγκης, μόνο για την περίπτωση όπου οι ζημίες προκλήθηκαν από όχημα ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 της οδηγίας υποχρέωση ασφάλισης, δηλαδή από όχημα για το οποίο δεν υφίσταται ασφαλιστική σύμβαση (διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros, C‑375/20, EU:C:2021:861, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Εν προκειμένω, επισημαίνεται εντούτοις ότι, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros (C‑287/16, EU:C:2017:575), και η διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021, Liberty Seguros (C‑375/20, EU:C:2021:861), στην υπό κρίση υπόθεση, ο PQ δεν είναι μόνον ο «επιβάτης, θύμα» του επίμαχου στην κύρια δίκη τροχαίου ατυχήματος, ο οποίος επιδιώκει να αποζημιωθεί, αλλά και ο λήπτης του ασφάλισης που προέβη στη σκόπιμη ψευδή δήλωση η οποία επέφερε την ακυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως.
50 Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2009/103 δεν περιέχει διατάξεις που να ρυθμίζουν ενδεχόμενη κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους του λήπτη της ασφαλίσεως.
51 Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης υφίσταται γενική αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 281 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
52 Η τήρηση της γενικής αυτής αρχής του δικαίου επιβάλλεται στους πολίτες. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης δεν μπορεί να επεκτείνεται μέχρι σημείου που να καλύπτει τις πράξεις που διενεργούνται με σκοπό τη δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 282 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
53 Ως εκ τούτου, από την αρχή αυτή προκύπτει ότι κράτος μέλος οφείλει να αρνείται το ευεργέτημα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και ελλείψει εθνικών διατάξεων που να προβλέπουν τέτοια άρνηση, όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί των εν λόγω διατάξεων, αλλά προκειμένου να αντληθεί όφελος από το δίκαιο της Ένωσης ενώ δεν πληρούνται παρά μόνον τυπικώς οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης για την παροχή του οφέλους αυτού (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 283 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, απαιτείται αφενός μεν η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός, αφετέρου δε η ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 285 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Η εξακρίβωση της ύπαρξης καταχρηστικής πρακτικής απαιτεί από το αιτούν δικαστήριο να λάβει υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έπονται της συναλλαγής που φέρεται ως καταχρηστική (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 286 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
56 Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, σύμφωνα με τους περί αποδείξεως κανόνες του εθνικού δικαίου και εφόσον δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αν στη διαφορά της κύριας δίκης συντρέχουν τα στοιχεία που συνιστούν καταχρηστική πρακτική, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως. Ωστόσο, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, δύναται, εν ανάγκη, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην ερμηνεία του (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 287 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Συναφώς, όσον αφορά, αφενός, το ζήτημα αν, εν προκειμένω, επιτυγχάνεται ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2009/103, παρατηρείται, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 67 και 68 των προτάσεών του, ότι, υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται να επιτυγχάνεται ο σκοπός της προστασίας των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων, δεδομένου ότι ο PQ είναι θύμα του επίμαχου ατυχήματος που επιζητεί αποζημίωση.
58 Όσον αφορά, αφετέρου, το υποκειμενικό στοιχείο που συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ψευδής δήλωση είχε ως σκοπό να αποφευχθεί η σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης από τον TN, λαμβανομένης υπόψη της προηγούμενης καταδίκης του λόγω οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Επομένως, η εν λόγω ψευδής δήλωση έγινε από τον PQ προκειμένου να ασφαλιστεί το όχημα του TN με ευνοϊκότερο ασφάλιστρο από εκείνο που θα έπρεπε να καταβληθεί αν ο ασφαλιστής γνώριζε την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οχήματος αυτού.
59 Συναφώς, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, δεν προκύπτει, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, ότι ο PQ προέβη σε ψευδείς δηλώσεις με κύριο σκοπό να επικαλεστεί ο ίδιος τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103 και να καταστρατηγήσει εθνική διάταξη σχετική με τις κατά νόμον προϋποθέσεις ακυρότητας των ασφαλιστικών συμβάσεων.
60 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, ότι συντρέχουν εν προκειμένω τα στοιχεία που συνιστούν καταχρηστική πρακτική, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως.
61 Επομένως, στο μέτρο που ο PQ δεν παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως της κατάχρησης δικαιώματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν μπορεί να του αντιταχθεί η ακυρότητα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω ψευδούς δηλώσεώς του κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής.
62 Δεύτερον, όσον αφορά τη δυνατότητα να επιστραφεί, σε μια τέτοια περίπτωση, στον ασφαλιστή από τον PQ το σύνολο των ποσών που του κατέβαλε ο πρώτος σε εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως, διά της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, το οποίο θεμελιώνεται στο σκόπιμο σφάλμα που διέπραξε ο PQ κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, επισημαίνεται ότι οι κατά νόμον προϋποθέσεις εγκυρότητας ασφαλιστικής συμβάσεως καθώς και οι σχετικές με τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του ασφαλισμένου λόγω ψευδών δηλώσεων κατά τον χρόνο σύναψης της ασφαλιστικής συμβάσεως δεν διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά από το δίκαιο των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros, C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 31).
63 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα αυτό, το δίκαιο της Ένωσης και ότι οι εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν την αποζημίωση για ζημίες που προκαλούνται από την κυκλοφορία οχημάτων δεν μπορούν να καταλύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Fidelidade-Companhia de Seguros, C‑287/16, EU:C:2017:575, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
64 Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική τους αποτελεσματικότητα, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες θίγουν το αποτέλεσμα αυτό, καθόσον με τον αυτόματο αποκλεισμό ή τον δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος του θύματος προς αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων διακυβεύεται η επίτευξη του σκοπού της προστασίας των θυμάτων των τροχαίων ατυχημάτων, τον οποίον εξακολουθεί να επιδιώκει, και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ο νομοθέτης της Ένωσης (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Van Ameyde España, C‑923/19, EU:C:2021:475, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
65 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 105 και 110 των προτάσεών του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης και διά της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος κατά του «επιβάτη, θύματος ατυχήματος», ο οποίος είναι επίσης ο λήπτης της ασφάλισης και ο υπαίτιος της ψευδούς δηλώσεως που υποβλήθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, να επιστραφεί στον ασφαλιστή το «σύνολο» των ποσών που αυτός κατέβαλε στον εν λόγω «επιβάτη, θύμα ατυχήματος» σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής μπορεί να στερήσει από το πρόσωπο αυτό, οριστικώς και κατά τρόπο δυσανάλογο, την προστασία που παρέχει η οδηγία 2009/103 στα θύματα τέτοιων ατυχημάτων και, κατά συνέπεια, να προσβάλει το δικαίωμά του να λάβει αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων.
66 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται, εκτός εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει κατάχρηση δικαιώματος, σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, αφενός, να αντιταχθεί σε επιβάτη οχήματος εμπλεκόμενου σε τροχαίο ατύχημα ο οποίος είναι θύμα του ατυχήματος, όταν είναι επίσης ο λήπτης της ασφαλίσεως, η ακυρότητα της συμβάσεως ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω ψευδούς δηλώσεως του λήπτη της ασφάλισης κατά τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, όσον αφορά την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οικείου οχήματος, και, αφετέρου, σε περίπτωση που η ακυρότητα αυτή δεν είναι όντως αντιτάξιμη έναντι του «επιβάτη, θύματος του ατυχήματος», να επιστραφεί στον ασφαλιστή το σύνολο των ποσών που αυτός κατέβαλε στον εν λόγω επιβάτη σε εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως διά της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος σε βάρος του τελευταίου, το οποίο θεμελιώνεται στο σκόπιμο σφάλμα που διέπραξε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, δεδομένου ότι μια τέτοια επιστροφή θα κατέλυε την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων της ως άνω οδηγίας, περιορίζοντας δυσανάλογα το δικαίωμα του θύματος να λάβει αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων.
Επί των δικαστικών εξόδων
67 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής,
έχουν την έννοια ότι:
αντιτίθενται, εκτός εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει κατάχρηση δικαιώματος, σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, αφενός, να αντιταχθεί σε επιβάτη οχήματος εμπλεκόμενου σε τροχαίο ατύχημα ο οποίος είναι θύμα του ατυχήματος, όταν είναι επίσης ο λήπτης της ασφαλίσεως, η ακυρότητα της συμβάσεως ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω ψευδούς δηλώσεως του λήπτη της ασφάλισης κατά τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, όσον αφορά την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οικείου οχήματος, και, αφετέρου, σε περίπτωση που η ακυρότητα αυτή δεν είναι όντως αντιτάξιμη έναντι του «επιβάτη, θύματος του ατυχήματος», να επιστραφεί στον ασφαλιστή το σύνολο των ποσών που αυτός κατέβαλε στον εν λόγω επιβάτη σε εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως διά της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος σε βάρος του τελευταίου, το οποίο θεμελιώνεται στο σκόπιμο σφάλμα που διέπραξε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, δεδομένου ότι μια τέτοια επιστροφή θα κατέλυε την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων της ως άνω οδηγίας, περιορίζοντας δυσανάλογα το δικαίωμα του θύματος να λάβει αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων.
(υπογραφές)