ΑΠΟΦΑΣΗ
C.O. κατά Γερμανίας της 17.09.2024 (αρ. προσφ. 16678/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε ένα σημαντικό σχέδιο φορολογικής απάτης, γνωστό ως σκάνδαλο «Cum-Ex». Η σχέση του προσφεύγοντος με ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που εμπλέκονταν στο σχέδιο φορολογικής απάτης που είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες για το γερμανικό δημόσιο ήταν ο λόγος που ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον αυτού και άλλων. Το περιφερειακό δικαστήριο έκρινε δύο από τους συγκατηγορούμενους του, ενόχους για φοροδιαφυγή, συνδέοντας ρητά τις πράξεις τους με τον προσφεύγοντα και περιγράφοντας λεπτομερώς την φερόμενη εμπλοκή του. Οι αποφάσεις έκαναν εκτενείς αναφορές στο ρόλο του προσφεύγοντος, περιγράφοντάς τον συχνά ως «ξεχωριστά διωκόμενο πρόσωπο» και αξιολογώντας τις πράξεις του από νομική άποψη, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη δικαστεί ή καταδικαστεί.
Ο προσφεύγων άσκησε ένδικα μέσα κατά των εν λόγω αποφάσεων, υποστηρίζοντας ότι οι λεπτομερείς περιγραφές της φερόμενης συμμετοχής του συνιστούσαν πρόωρη έκφραση ενοχής, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του του τεκμηρίου της αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 § 2. Ισχυρίστηκε ότι οι αναφορές των δικαστηρίων είχαν επηρεάσει αρνητικά τη φήμη και τη δημόσια εικόνα του, πριν να έχει την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του στο δικαστήριο.
Η Κυβέρνηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς υποστηρίζοντας ότι τα δικαστήρια απέφυγαν να προβούν σε ρητές διαπιστώσεις σχετικά με την ενοχή του και ότι το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος δεν είχε τεθεί σε κίνδυνο. Υποστήριξαν ότι τα δικαστήρια ήταν υποχρεωμένα βάσει του εσωτερικού δικαίου να παρέχουν πραγματικά πορίσματα σχετικά με την υπόθεση των συγκατηγορουμένων, τα οποία, αν και αναφέρονταν στον προσφεύγοντα, δεν αποτελούσαν προκατάληψη της ενοχής του.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία όχι μόνο του τεκμηρίου αθωότητας αλλά και των επιπτώσεων των δικαστικών εκτιμήσεων που γίνονται πριν από τη δίκη ενός κατηγορουμένου. Κάθε αναφορά που μπορεί να ερμηνευθεί ως δήλωση ενοχής πριν από τη δίκη μπορεί να υπονομεύσει τη δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις δικαστικές αποφάσεις είναι κρίσιμη.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές που έγιναν από τα ποινικά δικαστήρια ήταν επαρκώς συγκρατημένες και ότι δεν είχαν επιζήμιο αντίκτυπο στην εν εξελίξει ποινική διαδικασία του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 2, τονίζοντας ότι η απουσία ρητών διαπιστώσεων ενοχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σήμαινε ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν είχε υπονομευθεί.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων ήταν ένας από τους πραγματικούς δικαιούχους και προσωπικά υπεύθυνος μέτοχος μιας ιδιωτικής τράπεζας που εμπλέκεται στο σκάνδαλο «Cum-Ex». Η εισαγγελία της Κολωνίας κίνησε προκαταρκτική διαδικασία κατά πολλών προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων, ο οποίος κατηγορήθηκε για συνέργεια και υποκίνηση φοροδιαφυγής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εγχώριας δικαστικής διαδικασίας κατά των δύο συγκατηγορουμένων, M.S. και N.D., οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι φοροδιαφυγής, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Περιφερειακό Δικαστήριο και το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας περιλάμβαναν λεπτομερείς αναφορές στη φερόμενη συμμετοχή του προσφεύγοντος στα εγκλήματα. Οι εν λόγω αποφάσεις τον χαρακτήρισαν ως «πρόσωπο που διώκεται χωριστά» και περιέγραψαν τις πράξεις του με τρόπο που υποδήλωνε τεκμήριο ενοχής, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη ούτε δικαστεί, ούτε καταδικαστεί.
Ο προσφεύγων άσκησε ένδικα μέσα κατά των εν λόγω αποφάσεων, τα οποία απορρίφθηκαν, ισχυριζόμενος ότι οι περιγραφές της φερόμενης συμμετοχής του τον παρουσίαζαν πρόωρα ως ένοχο και παραβίαζαν το δικαίωμά του να τεκμαίρεται αθώος σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § ,
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το άρθρο 6 εγγυάται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο περιλαμβάνει το τεκμήριο αθωότητας. Η αρχή αυτή είναι θεμελιώδης για τη διασφάλιση της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης των ατόμων στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.
Το άρθρο 8, από την άλλη πλευρά, προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Τονίζει ότι κάθε παρέμβαση των δημόσιων αρχών πρέπει να είναι δικαιολογημένη και αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, επιδιώκοντας νόμιμους στόχους όπως η εθνική ασφάλεια, η δημόσια ασφάλεια ή η πρόληψη της αταξίας ή του εγκλήματος.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το δικαίωμά του να θεωρείται αθώος παραβιάστηκε λόγω αανφορών που έγιναν από τα ποινικά δικαστήρια σε διαδικασίες κατά των συγκατηγορουμένων του. Τα δικαστήρια είχαν περιγράψει λεπτομερώς τις πράξεις και τις προθέσεις του, υπονοώντας την εμπλοκή του σε εγκληματικές δραστηριότητες, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη δικαστεί ή κριθεί ένοχος.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ περιστράφηκε γύρω από το κατά πόσον οι δηλώσεις των εθνικών δικαστηρίων συνιστούσαν παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 2. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα ποινικά δικαστήρια απέφυγαν να αναφέρουν ρητά τον προσφεύγοντα ως ένοχο, γεγονός που ήταν καθοριστικής σημασίας για να προσδιοριστεί αν παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι εφόσον δεν υπήρξε ρητή διαπίστωση ενοχής, τα δικαιώματά του δεν είχαν παραβιαστεί.
Το Δικαστήριο ανέλυσε κατά πόσον η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως προδικάζουσα την ενοχή του. Αναγνώρισε ότι, ενώ τα δικαστήρια δεν προέβησαν σε επίσημες διαπιστώσεις σχετικά με την ενοχή του, οι λεπτομερείς περιγραφές της φερόμενης συμμετοχής του θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντίληψη ενοχής, παραβιάζοντας έτσι δυνητικά το τεκμήριο αθωότητας.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές που έγιναν από τα ποινικά δικαστήρια ήταν επαρκώς συγκρατημένες και ότι δεν είχαν επιζήμιο αντίκτυπο στην εν εξελίξει ποινική διαδικασία του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 2, τονίζοντας ότι η απουσία ρητών διαπιστώσεων ενοχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σήμαινε ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν είχε υπονομευθεί.
Το Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 8 σχετικά με τον αντίκτυπο των δηλώσεων του δικαστηρίου στην ιδιωτική του ζωή. Διαπίστωσε ότι οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις δεν ήταν αποτέλεσμα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς οι δηλώσεις δεν είχαν δεσμευτικό αποτέλεσμα και ήταν σύμφωνες με τις αρχές που καθιερώθηκαν στο γερμανικό δίκαιο.