ΑΠΟΦΑΣΗ
Morelli κατά Ιταλίας της 19.09.2024 (αρ. προσφ. 23984/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, μοναδικός μέτοχος και υπάλληλος ιδιωτικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, εγγράφηκε στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες (GS) της INPS, ενός ιταλικού φορέα πρόνοιας. Καθώς ο προσφεύγων είχε και την ιδιότητα του υπεύθυνου για την εμπορική διαχείριση, το INPS καταχώρισε τον προσφεύγοντα και στην υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης (GC) και του ζήτησε να καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με την Ιταλική νομοθεσία.
Ο προσφεύγων, προσέφυγε ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου το 2008, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε υποχρέωση εγγραφής και στα δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Το 2010 σε παρόμοια υπόθεση, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε πως διοικητικοί και εμπορικοί διαχειριστές ιδιωτικών εταιριών υποχρεούνταν να εγγραφούν μόνο σε ένα από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, τον Μάιο του 2008, ψηφίστηκε διάταξη «αυθεντικής ερμηνείας», σύμφωνα με την οποίο οι διοικητικοί και εμπορικοί διευθυντές των ιδιωτικών εταιρειών υποχρεούνταν να εγγραφούν και στα δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (GS και GC).
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, το γεγονός ότι η διάταξη εφαρμόστηκε αναδρομικά. Υποστήριξε ότι η αναδρομική αυτή εφαρμογή υπονόμευε τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί πριν από την ψήφιση του νέου νόμου, ιδίως εκείνες που ευνοούσαν τη θέση του όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής εισφορών. Τα ιταλικά δικαστήρια απέρριψαν τους ισχυρισμούς του. Το θέμα τελικά οδηγήθηκε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο επιβεβαίωσε ότι ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για τις υποχρεώσεις του να καταβάλει εισφορές μετά την ψήφιση του νόμου με αναδρομική ισχύ, αναιρώντας έτσι κάθε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που ενδεχομένως είχε με βάση προηγούμενη νομολογία.
Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι, ενώ οι νομοθετικές ενέργειες μπορούσαν να επηρεάσουν τις εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες, παρ΄ όλα αυτά δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η νομοθετική πρόθεση ήταν να αντιμετωπιστούν σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις και να αποκατασταθεί η ασφάλεια δικαίου στο θέμα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση ήταν έγκαιρη, προβλέψιμη και αποσκοπούσε στην επίλυση υφιστάμενων συγκρούσεων στην ερμηνεία του νόμου, εξυπηρετώντας νόμιμο δημόσιο συμφέρον.
Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η αναδρομική εφαρμογή του νόμου παραβίασε τα περιουσιακά του δικαιώματα βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθώς οδήγησε σε υποχρέωση καταβολής πρόσθετων εισφορών μαζί με κυρώσεις. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση αυτή δεν αποτελούσε δυσανάλογη επιβάρυνση για τον ίδιο, ιδίως στο πλαίσιο ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που έχει σχεδιαστεί για να αντανακλά την κοινωνική αλληλεγγύη προς τους ευάλωτους πολίτες.
Το Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το νομοθετικό μέτρο ήταν δικαιολογημένο και δεν παραβίαζε τα δικαιώματα που απορρέουν από την ΕΣΔΑ.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο κ. Federico Morelli, Ιταλός υπήκοος που γεννήθηκε το 1968 και κατοικεί στην Τεργέστη, είναι διαχειριστής, μοναδικός μέτοχος και μοναδικός εργαζόμενος μιας ιδιωτικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης από το 1996. Υπό την επαγγελματική του ιδιότητα, εγγράφηκε στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες (gestione separata), όπως επιτάσσει η ιταλική νομοθεσία, και συγκεκριμένα το άρθρο 2 παρ. 26 του Ν. 335 της 08.08.1995. Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν κατέβαλε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι δεν εισέπραττε μισθό από τις δραστηριότητές του.
Σε έκθεση της 18.10.2007, το Ιταλικό Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης (INPS) προσδιόρισε ότι ο ρόλος του προσφεύγοντος στην εταιρεία υπερέβαινε τα απλά διοικητικά καθήκοντα και περιελάμβανε σημαντικές δραστηριότητες εμπορικής διαχείρισης. Κατά συνέπεια, το INPS τον καταχώρισε στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για εμπορικές επιχειρήσεις (gestione commerciale), το οποίο απαιτούσε την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά, καθώς και τόκους και πρόστιμα για καθυστερημένη καταβολή.
Αμφισβητώντας την υποχρέωση αυτή, ο προσφεύγων υπέβαλε καταγγελία στο INPS στις 2 Ιανουαρίου 2008, αποδεχόμενος την καθιερωμένη πρακτική της διπλής εγγραφής, αλλά υποστηρίζοντας ότι μια απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, σε παρόμοια υπόθεση, δεν έδειχνε υποχρέωση εγγραφής και στα δύο συστήματα. Ωστόσο, το INPS δεν αποφάνθηκε επί της καταγγελίας του.
Μεταξύ του 2009 και του 2010, ο προσφεύγων κίνησε τρεις σειρές δικαστικών διαδικασιών κατά του INPS στο περιφερειακό δικαστήριο της Τεργέστης, αμφισβητώντας τις ευθύνες που του επιβλήθηκαν σχετικά με τις πρόσθετες εισφορές, τους τόκους και τις κυρώσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εκδόθηκε απόφαση από το Ακυρωτικό Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 2010, η οποία διευκρίνισε ότι οι διοικητικοί και εμπορικοί διευθυντές των ιδιωτικών εταιρειών υποχρεούνται να εγγραφούν μόνο σε ένα από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης με βάση την κύρια δραστηριότητά τους. Η απόφαση αυτή ήταν σημαντική, δεδομένου ότι ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις απαιτήσεις του INPS για διπλή εγγραφή.
Στις 31 Μαΐου 2010, σε μια κίνηση αποσαφήνισης της νομοθεσίας, ιταλικός νομοθέτης εξέδωσε το άρθρο 12 παρ. 11 του ΝΔ 78/2010, το οποίο όριζε ότι οι διοικητικοί και εμπορικοί διευθυντές πρέπει να εγγράφονται και στα δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και να καταβάλλουν τις αντίστοιχες εισφορές. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την αναδρομική εφαρμογή του νόμου αυτού, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζει το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και παραβιάζει τα περιουσιακά του δικαιώματα σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1.
Μεταγενέστερες αποφάσεις του Περιφερειακού Δικαστηρίου και του Εφετείου Τεργέστης επικύρωσαν τη νέα νομοθετική διάταξη, θεωρώντας την ως διευκρινιστική του νόμου και όχι ως επιζήμια αλλαγή. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε τελικά τις προσφυγές, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσε ο προσφεύγων να επικαλεστεί δικαιολογημένη προσδοκία ότι ο νόμος δεν θα άλλαζε μετά την ψήφιση της νέας διάταξης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Ο ν. 335 της 8ης Αυγούστου 1995 καθιέρωσε την υποχρεωτική εγγραφή στο Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (INPS) για τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες στο πλαίσιο ενός χωριστού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (gestione separata). Επιπλέον, ο ν. 662 της 23.12.1996 προέβλεπε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τους εμπορικούς φορείς (gestione commerciale), υποχρεώνοντας τα άτομα που ασκούν ορισμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες να εγγράφονται και στα δύο συστήματα.
Η ουσία της διαφοράς προέκυψε μετά από νομοθετική τροποποίηση που περιλήφθηκε στο άρθρο 12 παρ. 11 του ΝΔ 78/31.05.2010, το οποίο μετατράπηκε αργότερα σε νόμο αριθ. 122 του Ιουλίου 2010. Η διάταξη αυτή αποσκοπούσε στην αποσαφήνιση της υποχρέωσης των διοικητικών και εμπορικών διευθυντών των ιδιωτικών εταιρειών να εγγράφονται και στα δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και να καταβάλλουν τις ανάλογες εισφορές. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την αναδρομική εφαρμογή του νόμου, υποστηρίζοντας ότι ανέτρεπε την προηγούμενη ερμηνεία που είχε καθιερώσει το Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο είχε κρίνει ότι η εγγραφή σε ένα σύστημα αρκούσε με βάση την κύρια δραστηριότητα που ασκεί η εταιρεία.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε διεξοδικά τις επιπτώσεις της νομοθετικής παρέμβασης στην αμεροληψία της δικαστικής διαδικασίας και τα δικαιώματα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη βάσει του άρθρου 6 § 1. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ενώ νομοθετικά μέτρα μπορούν να θεσπιστούν για την εξυπηρέτηση επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι παρεμβάσεις αυτές δεν πρέπει να υπονομεύσουν την ακεραιότητα των εν εξελίξει δικαστικών διαδικασιών. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε την ανάγκη των κρατών να διατηρήσουν την οικονομική σταθερότητα και την ασφάλεια δικαίου ως βάσιμους λόγους για νομοθετική δράση, ιδίως στο πλαίσιο των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναδρομική εφαρμογή του νόμου στην περίπτωση του προσφεύγοντος ήταν δικαιολογημένη, καθώς αποσκοπούσε στην αποκατάσταση μιας προηγουμένως καθιερωμένης διοικητικής πρακτικής που είχε άμεσες επιπτώσεις στην οικονομική σταθερότητα του κράτους. Σημείωσε ότι το νομοθετικό ιστορικό υποδήλωνε μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση του κράτους λόγω των συνεχιζόμενων διαφορών σχετικά με τις διπλές εγγραφές, επικυρώνοντας έτσι την ανάγκη για τη νέα ερμηνευτική διάταξη.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση του νομοθέτη δεν παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, καθώς οι αλλαγές αποκατέστησαν την ασφάλεια δικαίου και ήταν προβλέψιμες λόγω του νομοθετικού πλαισίου. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ εξέτασε την καταγγελία σχετικά με την παρέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Καθόρισε ότι η υποχρέωση καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, έστω και αναδρομικά, ήταν νόμιμη και αναλογική, με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.