ΑΠΟΦΑΣΗ
Yaylali κατά Σερβίας της 17.09.2024 (αρ. προσφ. 15887/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, ταξίδευε από Ολλανδία προς την Τουρκία όταν τον σταμάτησαν για τελωνειακό έλεγχο στο συνοριακό πέρασμα Batrovci στη Σερβία. Κατά την διάρκεια του ελέγχου, βρέθηκαν οχτώ μεταχειρισμένα χρυσά βραχιόλια, τα οποία δεν είχε δηλώσει. Οι τελωνειακές αρχές τα κατασχέσαν και ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του, επικαλούμενες μη συμμόρφωση με τους τελωνειακούς κανονισμούς της Σερβίας.
Το εθνικό δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για εσκεμμένη παράλειψη δήλωσης των βραχιολιών και του επέβαλε πρόστιμο, καθώς και την υποχρεωτική κατάσχεση των βραχιολιών. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την κατάσχεση, υποστηρίζοντας ότι ήταν αντισυνταγματική και παραβίαζε τα δικαιώματά του σύμφωνα τόσο με το εθνικό δίκαιο όσο και με την ΕΣΔΑ. Υποστήριξε ότι η κατάσχεση ήταν δυσανάλογη, καθώς τα βραχιόλια είχαν αποκτηθεί νόμιμα και δεν είχε προκληθεί ζημία στο κράτος. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση, ενισχύοντας τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της κατάσχεσης σύμφωνα με το σερβικό δίκαιο.
Κατά το ΕΔΔΑ οποιαδήποτε στέρηση της ιδιοκτησίας πρέπει όχι μόνο να είναι νόμιμη, αλλά και αναλογική και να δικαιολογείται από νόμιμο σκοπό.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ενώ η κατάσχεση στηρίζεται στο σερβικό δίκαιο, έπρεπε επίσης να πληροί τα κριτήρια της προσβασιμότητας, της ακρίβειας και της προβλεψιμότητας. Επισημάνθηκε η απουσία σαφών κανονισμών σχετικά με τη δήλωση των προσωπικών χρυσών αντικειμένων, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο προσφεύγων ενδέχεται να μην ενημερώθηκε επαρκώς σχετικά με τις απαιτήσεις. Επιπλέον, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η κατάσχεση αποτέλεσε «ατομικό και υπερβολικό βάρος» στον προσφεύγοντα, σταθμίζοντας το δημόσιο συμφέρον έναντι των δικαιωμάτων του.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κατάσχεσης στέρησε από τον προσφεύγοντα κάθε εύλογη ευκαιρία να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το μέτρο και ότι η φύση του αδικήματος δεν δικαιολογούσε μια τόσο αυστηρή ποινή. Τα κατασχεθέντα βραχιόλια είχαν αποκτηθεί νομίμως και δεν υπήρχε καμία ένδειξη εμπλοκής τους σε παράνομες δραστηριότητες. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση αποτελούσε δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών του.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 7.620 ευρώ για αποζημίωση και 1.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων είναι, Τούρκος υπήκοος. Στις 19 Ιουνίου 2013 σταμάτησε στο συνοριακό πέρασμα Batrovci ενώ ταξίδευε από την Ολλανδία προς την Τουρκία. Κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας, οι τελωνειακοί υπάλληλοι ανακάλυψαν οκτώ μεταχειρισμένα χρυσά βραχιόλια κρυμμένα σε μια τσάντα μέσα στα προσωπικά του αντικείμενα. Οι τελωνειακές αρχές κατάσχεσαν τα βραχιόλια, με αποτέλεσμα να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίων του επειδή δεν δήλωσε τα κοσμήματα, κάτι που απαιτεί η σερβική νομοθεσία.
Κατά την ακρόαση της ίδιας ημέρας, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα βραχιόλια ανήκαν στη σύζυγό του και ότι απλώς τα μετέφερε για πιθανή πώληση προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αγορά οικογενειακού σπιτιού στην Τουρκία. Παρά τους ισχυρισμούς του, το Πλημμελειοδικείο της Sremska Mitrovica τον έκρινε ένοχο για εσκεμμένη παράλειψη δήλωσης των εμπορευμάτων, επιβάλλοντάς του πρόστιμο μαζί με την υποχρεωτική κατάσχεση των βραχιολιών. Η απόφαση του δικαστηρίου υπογράμμισε την υποχρέωση δήλωσης των εισαγόμενων αγαθών, ανεξάρτητα από τη νόμιμη απόκτησή τους.
Στη συνέχεια, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης κατάσχεσης, ισχυριζόμενος ότι ήταν αντισυνταγματική και παραβίαζε τα δικαιώματά του σύμφωνα τόσο με το εθνικό δίκαιο όσο και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ισχυρίστηκε ότι η κατάσχεση ήταν δυσανάλογη, ιδίως δεδομένης της νόμιμης προέλευσης των κοσμημάτων και της έλλειψης πρόθεσης για παράνομες δραστηριότητες. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την αρχική απόφαση, επαναλαμβάνοντας τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της κατάσχεσης βάσει του τελωνειακού νόμου.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σερβίας απέρριψε τη συνταγματική προσφυγή του κ. Yaylalı, αναγνωρίζοντας ότι, αν και η κατάσχεση αποτελούσε παρέμβαση στα περιουσιακά του δικαιώματα, ήταν δικαιολογημένη βάσει του νόμου και εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Η απόφαση του δικαστηρίου αντανακλούσε μια ευρύτερη ερμηνεία της δημόσιας τάξης και των τελωνειακών κανονισμών, η οποία έδινε προτεραιότητα στα κρατικά συμφέροντα έναντι των ατομικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 Π.Π.Π.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το άρθρο 1 του Π.Π.Π. ορίζει ότι κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την ιδιοκτησία του παρά μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το νόμο. Σε αυτή την περίπτωση, ο σερβικός τελωνειακός νόμος παρείχε τη νομική βάση για τη κατάσχεση των εμπορευμάτων που εισήχθησαν στη χώρα χωρίς δήλωση. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 63 και 298 του τελωνειακού νόμου όριζαν ότι τα άτομα οφείλουν να δηλώνουν τα εμπορεύματα κατά την είσοδό τους στη Σερβία και ότι η παράλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε υποχρεωτική κατάσχεση.
Επιπλέον, το άρθρο 58 του Συντάγματος εγγυάται επίσης το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ορίζοντας ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μπορούν να ανακληθούν ή να περιοριστούν μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα με το νόμο. Αυτή η συνταγματική προστασία είναι σημαντική, καθώς θέτει τις βάσεις για την αξιολόγηση της νομιμότητας και της αναλογικότητας των ενεργειών που έλαβαν οι αρχές σχετικά με την περιουσία του προσφεύγοντος. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρξε πράγματι επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος, καθώς η κατάσχεση των κοσμημάτων συνιστούσε στέρηση της ιδιοκτησίας. Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η επέμβαση αυτή ήταν νόμιμη, επιδίωκε θεμιτό σκοπό και ήταν ανάλογη προς τον σκοπό αυτό.
Κατά την αξιολόγησή του, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάσχεση προβλεπόταν από το νόμο, καθώς θεμελιωνόταν στον Τελωνειακό Νόμο και ευθυγραμμίζονταν με τις νομικές διατάξεις που απαιτούν τη δήλωση των εμπορευμάτων. Ωστόσο, το Δικαστήριο εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με την αναλογικότητα των μέτρων που επιβλήθηκαν. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η κατάσχεση ήταν δυσανάλογη, δεδομένου ότι τα κοσμήματα είχαν αποκτηθεί νόμιμα και δεν συνδέονταν με οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ενώ ο προσφεύγων δεν είχε δηλώσει τα προσωπικά αντικείμενα, η αυστηρότητα της ποινής δεν αντιστοιχούσε στη φύση του αδικήματος που διαπράχθηκε, το οποίο ήταν σχετικά μικρό.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι για να θεωρηθεί μια παρέμβαση αναλογική, πρέπει να επιτυγχάνει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του ατόμου και των συμφερόντων της κοινότητας. Η υποχρεωτική κατάσχεση επέβαλε ατομικό και υπερβολικό βάρος στον προσφεύγοντα, ιδίως δεδομένου ότι τα σχετικά κοσμήματα δεν ήταν απαγορευμένα ή παράνομα αποκτηθέντα και δεν είχαν προκαλέσει ζημία στο κράτος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου λόγω του δυσανάλογου χαρακτήρα των μέτρων κατάσχεσης.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 7.620 ευρώ για την περιουσιακή ζημία που και 1.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.