ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική ή παραπλανητική συμπεριφορά εκ μέρους της εναγόμενης – εκμισθώτριας τραπεζικής εταιρείας (ήδη εφεσίβλητης), επειδή αυτή, αποστέλλοντας προς έλεγχο τα σχέδια των νέων ιδιωτικών συμφωνητικών μίσθωσης του μίσθιου ακινήτου, προς τις ενάγουσες – μισθώτριες εταιρείες (ήδη εκκαλούσες), δεν τους επέστησε, κατά τους ισχυρισμούς τους, την προσοχή στην ημερομηνία λήξης της μίσθωσης, η οποία ήταν διαφορετική από τα αρχικά, καθώς οι ενάγουσες, μπορούσαν ευχερώς να ελέγξουν το περιεχόμενό τους, όπου ευκρινώς και ρητά αναφερόταν η νέα ημερομηνία λήξης, το οποίο και υπέγραψαν.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 412/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα ………..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Της εταιρείας µε την επωνυµία «…………», µε ΑΦΜ ………, 2) της εταιρείας «……….», µε ΑΦΜ …….., 3) Της εταιρείας «………..», µε ΑΦΜ …….., 4) της εταιρείας «……….», µε ΑΦΜ ………, που εδρεύουν στον Πειραιά, οδός ………., και εκπροσωπούνται νόµιµα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αβραάμ Πασιπουλαρίδη (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Aνώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «……», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Φωτεινή – Μαρία Μαυρομάτη και Σταύρο Ποντίκη (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ:
1) «…………», 2) «………..», 3) «……….» και 4) «………», νομίμως εκπροσωπούμενες.
ΟΙ ΕΚΚΑΛΟΥΣΕΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης την από 22-12-2021 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../22-12-2021 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αρ. 1738/31-5-2023 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, που απέρριψε την αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι ενάγουσες – εκκαλούσες με την κρινόμενη από 29-6-2023 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./29-6-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/29-6-2023, που προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 7-12-2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 10.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ανωτέρω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 1738/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614 παρ.1, 615-620 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1,591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και, από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Έχει κατατεθεί δε από τις εκκαλούσες το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο της έφεσης, όπως προκύπτει από έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθι του δικογράφου αυτής. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζονται από αυτούς (άρθρ. 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να αποτελέσει η ύπαρξη ή η ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης. Ως έννομη δε σχέση νοείται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό και δεν αποτελούν έννομη σχέση, υπό την ως άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα, χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία ή η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων, χωρίς καθορισμό των προσαπτόμενων από το δίκαιο συνεπειών. Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 102/2022, Εφ.Ανατ.Κρήτης(Μον). 21/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδική δε προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής αυτής, όπως με σαφήνεια, συνάγεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, είναι η συνδρομή εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος το οποίο ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης πρέπει δε, κατ` αρχήν, να εκτίθεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στο σχετικό δικόγραφο, με την επίκληση των γεγονότων που το εξειδικεύουν και, στη συνέχεια, να αποδεικνύεται από τον ενάγοντα. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι το ειδικό αυτό έννομο συμφέρον για άσκηση αναγνωριστικής αγωγής υπάρχει, όταν, εξαιτίας της αμφισβήτησης δημιουργείται αβεβαιότητα για τις έννομες σχέσεις του ενάγοντος από την οποία απειλείται σ` αυτόν βλάβη, που δεν μπορεί να ανατραπεί διαφορετικά, παρά μόνο με την αναγνώριση από το Δικαστήριο της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος ή της υποχρέωσης, αιρόμενης, κατ` αυτόν τον τρόπο, της νομικής αβεβαιότητας και του από αυτήν προερχόμενου κινδύνου. Επομένως, το έννομο συμφέρον θα πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη σχέση θα πρέπει να υπάρχει, κατά τη συζήτηση της αγωγής, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, πρέπει να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 640/2003, Εφ.Αθ. 702/2024, Εφ.Δωδ. 60/2013, Εφ.Θεσ. 1914/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρόσφορο δε μέσο για την άρση της αβεβαιότητας ή της έριδας νοείται ότι υπάρχει, όταν με τη χρήση του δεδικασμένου, που δημιουργείται μεταξύ των διαδίκων από την τελεσιδικία της απόφασης με την επέμβαση της δικαιοδοτούσας πολιτείας, πραγματώνεται το δίκαιο και επανέρχεται η κοινωνική ειρήνη που διαταράχθηκε. Αντίθετα, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για παροχή δικαστικής προστασίας, όταν με το ένδικο βοήθημα, που υποβάλλεται (αγωγή, ένδικο μέσο κ.λπ.) δεν επιλύεται η έριδα, αλλά απλά, με την έκδοση της απόφασης, δημιουργείται τεκμήριο χρήσιμο να προβληθεί σε διαφορά που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον μεταξύ των διαδίκων (Εφ.Αθ. 10592/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το έννομο συμφέρον πρέπει να αναφέρεται σε υπαρκτές και όχι σε υποθετικές έννομες σχέσεις. Έτσι, η ανάγκη δικαστικής προστασίας πρέπει να είναι ενεστώσα, να αφορά, δηλαδή, έννομες σχέσεις του παρόντος και όχι απλά μέλλουσες η ενδεχόμενες, καθώς μία τέτοια περίπτωση ενέχει το στοιχείο της αβεβαιότητας και της αοριστίας κατά την άσκηση της αγωγής. (ΑΠ 1914/2014, Εφ.Θεσ. 600/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες – ήδη εκκαλούσες εταιρείες, εξέθεταν στην ως άνω από 22-12-2021 αγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι μισθώνουν από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, την οριζόντια ιδιοκτησία που καταλαμβάνει τον τέταρτο (Δ) όροφο, συνολικού εμβαδού 503 τ.μ., καθώς και δύο θέσεις στάθμευσης υπογείου, πολυώροφης οικοδομής ευρισκόμενης στην οδό ………… στον Πειραιά, η κάθε μία από αυτές τα επιμέρους τμήματα της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως αυτά αναφέρονται στην αγωγή, αντί των επίσης σε αυτήν αναφερομένων επιμέρους μισθωμάτων, πλέον χαρτοσήμου (3,6%). Ότι, ειδικότερα, η πρώτη σύμβαση μίσθωσης, 9ετούς διάρκειας, συνήφθη μεταξύ της πρώτης ενάγουσας – μισθώτριας με την εναγόμενη – εκμισθώτρια, δυνάμει του από 4-7-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το από 15-2-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, αναρτημένα αμφότερα στο Taxisnet. Ότι στη συνέχεια, επειδή στον μίσθιο χώρο, θα στεγάζονταν και οι λοιπές τρεις ενάγουσες εταιρείες ιδίων συμφερόντων με την πρώτη, οι οποίες, ενόψει ότι είχαν εγκριθεί προγράμματα ΕΣΠΑ στο όνομά τους, έπρεπε να έχουν δικά τους συμφωνητικά μίσθωσης, ζήτησαν από την εναγόμενη, το αρχικό μισθωτήριο με την πρώτη ενάγουσα να αντικατασταθεί με τέσσερα νέα μισθωτήρια, ένα για κάθε ενάγουσα εταιρεία, με τους ίδιους όρους. Ότι, πράγματι, στις 9-7-2018 η υπεύθυνη των εκμισθώσεων του σχετικού τμήματος της εναγόμενης (……..), απέστειλε τα τέσσερα συμφωνητικά με έναρξη της μίσθωσης την 1-7-2018 και λήξη αυτής την 30-6-2026, τα οποία οι ενάγουσες έλεγξαν και συμφώνησαν. Ότι, επειδή η εναγόμενη παρέλειψε να τα αναρτήσει εγκαίρως στο Taxisnet, ζήτησε από τις ενάγουσες να υπογράψουν νέα μισθωτήρια με ημερομηνία έναρξης 1-1-2019, ώστε να μην επιβαρυνθεί με το πρόστιμο εκπρόθεσμης ανάρτησής τους, πράγμα που αποδέχθηκαν οι ενάγουσες. Ότι, ακολούθως, η ως άνω υπεύθυνη υπάλληλος της εναγόμενης στις 16-1-2019 τους απέστειλε, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), το συμφωνητικό λύσης της αρχικής μίσθωσης και τέσσερα νέα μισθωτήρια, των οποίων, καλόπιστα ενεργούσες οι ενάγουσες, θεωρώντας ότι είχαν ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με τα προηγούμενα, πλην της ημερομηνίας έναρξης της μίσθωσης, δεν προέβησαν σε ενδελεχή και ουσιαστικό έλεγχο και τα υπέγραψαν στις 25-1-2019. Ότι, ωστόσο, στα εν λόγω μισθωτήρια, χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση των εναγουσών, η εναγόμενη είχε προβεί και στην αλλαγή της διάρκειας της μίσθωσης από εννέα έτη, που ήταν η αρχική, σε τρία έτη, με ημερομηνία λήξης της μίσθωσης στις 31-12-2021. Ότι, ουδέποτε διαπραγματεύτηκαν κι ούτε βέβαια συμφώνησαν την αλλαγή αυτή της ημερομηνίας λήξης της μίσθωσης, η οποία θα οδηγούσε στην απώλεια των ποσών που θα εισέπρατταν από τα προγράμματα ΕΣΠΑ, τα οποία απαιτούσαν 6ετή μίσθωση. Ότι, η ως άνω υπεύθυνη της εναγόμενης στο από 16-1-2019 μήνυμά της προς αυτές, στο οποίο, με το από 18-1-2019 μήνυμά τους, ανταπάντησαν ότι αποδέχονται τα συμφωνητικά, πιστεύοντας ότι είχε αλλάξει μόνο η ημερομηνία έναρξης της μίσθωσης σε σχέση με τα αρχικά, ανέφερε μόνο την ημερομηνία αυτή (έναρξης της μίσθωσης) στα νέα συμφωνητικά και όχι την ημερομηνία λήξης. Ότι, την λανθασμένη αυτή αναφορά της ημερομηνίας λήξης της μίσθωσης στα εν λόγω μισθωτήρια, την αντιλήφθηκαν (οι ενάγουσες) για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του έτους 2019, οπότε, θεωρώντας ότι έγινε εκ παραδρομής από την εναγόμενη, επικοινώνησαν τόσο προφορικά όσο και γραπτά με αυτήν, ζητώντας να διορθωθούν αυτά ως προς τη διάρκειά τους, ώστε να μην έχουν προβλήματα με τα προγράμματα ΕΣΠΑ. Ότι, παρά τις επανειλημμένες έγγραφες οχλήσεις τους, όπως αυτές αναφέρονται στην αγωγή, τόσο προς την ως άνω υπάλληλο (……), με μήνυμά τους προς αυτήν στις 6-11-2019, όσο και προς τον εκπρόσωπο της εναγόμενης τράπεζας ………….., διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους (στις 3-11-2021), ως απάντηση σε εξώδικη δήλωση της τράπεζας σχετικά με άλλο ζήτημα, αλλά και μετέπειτα (στις 26-11-2021 και 3-12-2021), ουδέποτε έλαβαν καμία σχετική με το θέμα αυτό απάντηση από την εναγόμενη. Ότι, ενώ ανέμεναν τη διόρθωση του λάθους, πληροφορήθηκαν στις 3-12-2021, τηλεφωνικά, από τον ανωτέρω εκπρόσωπο της εναγόμενης …… και στις 6-12-2021, γραπτά, από τον ….. του Τμήματος Ακινήτων της εναγόμενης, ότι εγκρίθηκε η πώληση ολόκληρου του κτιρίου, τον τέταρτο όροφο του οποίου µισθώνουν οι ενάγουσες και για οτιδήποτε αυτές θέλουν να επικοινωνούν µε την υπεύθυνη του Οµίλου Εταιρειών του αγοραστή, (προς τις οποίες – εταιρείες κοινοποιήθηκε η αγωγή, όπως και η ένδικη έφεση), ….. …. Ότι, ακολούθως, απέστειλαν την από 8-12-2021 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση προς την εναγόμενη, µε την οποία της ζητούσαν να ενηµερώσει άµεσα τις αγοράστριες εταιρείες ότι η ηµεροµηνία λήξης των συµβάσεων µίσθωσης µε τις ενάγουσες είναι η 30-6-2026 και όχι η 31-12-2021, που αναφέρεται από δικό της λάθος στα µισθωτήρια συµβόλαια και να συµπεριλάβει στο πωλητήριο συµβόλαιο που προτίθεται να υπογράψει, τη σωστή ηµεροµηνία λήξης (30-6-2026). Ότι, η εναγόμενη, με την από 13-12-2021 εξώδικη δήλωσή της, τους απάντησε, ότι, µε το από 18-1-2019 µήνυµά τους είχαν αποδεχθεί τα συµφωνητικά που είχαν σταλεί και τους συμβατικούς όρους τους, και άρα, κατά τη γνώµη τους τα είχαν ελέγξει, τα δε αναφερόµενα στην εξώδικη δήλωσή τους «…αποτελούν δικές σας όψιµες και αυθαίρετες εικασίες που διατυπώνονται το πρώτον τρία περίπου έτη µετά τη σύναψη των ως άνω συµβάσεων, καθώς και αναληθείς και αναπόδεικτους ισχυρισμούς». Ότι, με βάση τα ανωτέρω, ισχυρίζονται στην αγωγή τους οι ενάγουσες, ότι η προαναφερθείσα συμπεριφορά της εναγόμενης, είναι παράνομη, αντισυμβατική και καταχρηστική, καθώς επρόκειτο, όπως προέκυψε εκ των υστέρων, για μεθοδευμένη και σκόπιμη ενέργειά της, ώστε να τους παραπλανήσει σχετικά με την ημερομηνία λήξης των επίδικων μισθωτηρίων, ενόψει ότι η αντίδικη είχε ξεκινήσει διαδικασία διαπραγµατεύσεων για την πώληοη του ακινήτου της και θεωρούσε ότι θα είχε καλύτερη προσφορά τιµής µε την εκ λάθους ή σκοπίμως τεθείσα νέα ηµεροµηνία λήξης στα συµφωνητικά μίσθωσης, για την οποία δεν τους ενημέρωσε, και αυτές καλόπιστα υπέγραψαν, καθώς δεν πίστευαν ότι η εναγόμενη θα µπορούσε να τους παραπλανήσει, αλλάζοντας µονοµερώς την ηµεροµηνία λήξης αυτών. Ότι, κατά συνέπεια, οι επίδικες μισθώσεις είναι ισχυρές, όπως αρχικά συμφωνήθηκε με την εναγόμενη με τα από 1-7-2018 συμφωνητικά, που η τελευταία, για άγνωστο τελικά λόγο, δεν ανήρτησε εγκαίρως στο taxis, με συμφωνηθείσα λήξη την 30-6-2026 και όχι την 31-12-2021. Ζητούσαν δε ακολούθως, οι ενάγουσες, βάσει του ως άνω ιστορικού, α) να αναγνωρισθεί ότι οι από 1-1-2019 αναλυτικά αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο μισθώσεις με μισθώτριες τις ίδιες, είναι ενεργές και ισχυρές έως την αρχικώς συμφωνηθείσα με την εναγόμενη ημερομηνία, ήτοι την 30-6-2026 και β) να αναγνωρισθεί ότι, εάν η εναγόμενη προχωρήσει στην πώληση των επίδικων ακινήτων, οι υπάρχουσες επίδικες μισθώσεις πρέπει να μεταβιβασθούν στους αγοραστές, που θα υπεισέλθουν στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της εναγόμενης.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1738/2023), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την αγωγή κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη, παρά τους τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγόμενης, και νόμιμη, πλην του δεύτερου (β) ως άνω αιτήματός της, το οποίο ορθά απέρριψε ως νομικά αβάσιμο, διότι αφενός μεν, όπως αναφέρθηκε στην εκκαλουμένη, το αίτημα αυτό αποτελεί καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε μια σχέση και δεν δύναται να αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης κατά την έννοια του άρθρου 70 ΚΠολΔ, αφετέρου δε, αφορά το μέλλον, ενώ αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, είναι έννομες σχέσεις του παρόντος και όχι απλά μέλλουσες η ενδεχόμενες. Στη συνέχεια (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επέβαλε εις βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι ενάγουσες – εκκαλούσες, με την κρινόμενη έφεσή τους για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή τους κατά της αντιδίκου τους.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και της υπ΄αρ. ……/4-5-2022 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα απόδειξης …….., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγουσες – εκκαλούσες, η οποία λήφθηκε, με επιμέλειά τους, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., κατόπιν προηγηθείσας νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (άρθρα 421,422 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../27-4-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …….., αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Οι ενάγουσες – ήδη εκκαλούσες εταιρείες, δυνάμει των από 25-1-2019 ιδιωτικών συμφωνητικών επαγγελματικής μίσθωσης, μισθώνουν από την εναγόμενη – ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία, την αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία (η κάθε μία τα επιμέρους τμήματα αυτής) με την ένδειξη «Γραφεία» και τον αριθμό 1, του τετάρτου (Δ) ορόφου, καθώς και δύο θέσεις στάθμευσης υπογείου, πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται επί της οδού ……….. στον Πειραιά. Ειδικότερα, δυνάμει των ανωτέρω από 25-1-2019 τεσσάρων (4) διαφορετικών μισθωτηρίων, η εναγόμενη εκμίσθωσε στην πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εναγουσών, αντίστοιχα, τους εξής χώρους – τμήματα της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της εν λόγω πολυώροφης οικοδομής ιδιοκτησίας της: α) στην πρώτη ενάγουσα, τμήμα επιφάνειας 353 τ.μ. της οριζόντιας ιδιοκτησίας αυτής, καθώς και τμήμα του γκαράζ με αριθμό 2 στον Α υπόγειο χώρο του κτιρίου και συγκεκριμένα τις θέσεις στάθμευσης με αριθμούς 11 και 12, αντί μηνιαίου μισθώματος 1.540 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6%, β) στη δεύτερη ενάγουσα, τμήμα επιφάνειας 20 τ.μ. της ίδιας ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, αντί μηνιαίου μισθώματος 88 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6%, γ) στην τρίτη ενάγουσα, τμήμα επιφάνειας 100 τ.μ. της ίδιας ως άνω οριζόντιας, αντί μηνιαίου μισθώματος 440 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6% και δ) στην τέταρτη ενάγουσα, τμήμα επιφάνειας 30 τ.μ. της ίδιας ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, αντί μηνιαίου μισθώματος 132 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6%. Στα ανωτέρω μισθωτήρια και ειδικότερα στον όρο 1.1. αυτών, ορίζεται ότι η διάρκεια των μισθώσεων είναι τριετής, αρχόμενη την 1-1-2019 και λήγουσα την 31-12-2021. Προέκυψε επίσης ότι, αρχικά, είχε συναφθεί σύμβαση μίσθωσης, 9ετούς διάρκειας, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας – μισθώτριας με την εναγόμενη – εκμισθώτρια, δυνάμει του από 4-7-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως στη συνέχεια αυτό τροποποιήθηκε με το από 15-2-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, αναρτημένα αμφότερα στο Taxisnet. Στη συνέχεια, επειδή στον μίσθιο χώρο, θα στεγάζονταν και οι λοιπές τρεις ενάγουσες εταιρείες ιδίων συμφερόντων με την πρώτη, οι οποίες, ενόψει ότι, όπως αναφέρουν στην αγωγή τους, είχαν εγκριθεί προγράμματα ΕΣΠΑ στο όνομά τους, έπρεπε να έχουν δικά τους συμφωνητικά μίσθωσης, ζήτησαν από την εναγόμενη, το αρχικό μισθωτήριο με την πρώτη ενάγουσα να αντικατασταθεί με τέσσερα νέα μισθωτήρια, ένα για κάθε ενάγουσα εταιρεία. Ακολούθως, στις 9-7-2018, η υπεύθυνη των εκμισθώσεων του σχετικού τμήματος (Διεύθυνσης Ακίνητης Περιουσίας) της εναγόμενης ……….., απέστειλε τα τέσσερα συμφωνητικά με έναρξη της μίσθωσης την 1-7-2018 και λήξη αυτής την 30-6-2026, τα οποία οι ενάγουσες έλεγξαν και συμφώνησαν. Κατά τα υποστηριζόμενα, όμως, από τις ενάγουσες, επειδή είχε παραλείψει να τα αναρτήσει εγκαίρως στο Taxisnet, η εναγόμενη ζήτησε από αυτές να υπογράψουν νέα μισθωτήρια με ημερομηνία έναρξης 1-1-2019, ώστε να μην επιβαρυνθεί με το πρόστιμο εκπρόθεσμης ανάρτησής τους, πράγμα που αποδέχθηκαν οι ενάγουσες. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι η εναγόμενη αρνείται ότι η ίδια ευθύνεται για την καθυστέρηση της υπογραφής των ως άνω σχεδίων των μισθωτηρίων, αλλά υποστηρίζει ότι αυτή οφείλεται σε κωλυσιεργία εκ μέρους των εναγουσών, επικαλούμενη τα από 9-7-2018, 19-7-2018, 6-8-2018 και 29-8-2018 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς αυτές. Όπως βάσιμα δε υποστηρίζει η εναγόμενη, τα συμφωνητικά αυτά δεν ήταν υπογεγραμμένα, οπότε δεν ήταν δυνατή η ανάρτησή τους στο Taxisnet και, συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγουσών περί καθυστέρησης ανάρτησής τους με υπαιτιότητα της εναγόμενης δεν ευσταθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, η ως άνω υπάλληλος της εναγόμενης ……….., στις 16-1-2019, απέστειλε στις ενάγουσες και συγκεκριμένα στην αρμόδια υπάλληλο της πρώτης εξ αυτών ……….. (ενόρκως βεβαιούσα) μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), το συμφωνητικό λύσης της αρχικής μίσθωσης και τα τέσσερα νέα μισθωτήρια, τα οποία είναι αυτά που τελικά υπεγράφησαν στις 25-1-2019, όπως προεκτέθηκε. Συγκεκριμένα στο ως άνω μήνυμα αναφερόταν τα εξής: «… Σας αποστέλλω συνηµµένα το συµφωνητικό λύσης µε ηµεροµηνία 31-12-2018 και τα νέα συμφωνητικά μίσθωσης (4) με έναρξη 1-1-2019 (…) Μετά τη σύμφωνη γνώμη σας θα σταλούν στο Ναυτιλιακό Κατ/µα υπόψη του κ. ………., προκειµένου να προβεί ο εκπρόσωπος κ. ……… για την υπoγραφή τους». Εν συνεχεία, δύο ημέρες μετά ήτοι στις 18-1-2019, η ως άνω υπάλληλος των εναγουσών, απέστειλε για λογαριασμό τους, στην ως άνω υπάλληλο της εναγόμενης, επίσης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το εξής μήνυμα: «…Είμαστε σύμφωνοι με το συμφωνητικό λύσης για την ……….. (ενν. πρώτη ενάγουσα) και με τα νέα μισθωτήρια για τις 4 εταιρείες μας, με έναρξη 1-1-2019 (…) Αναμένουμε να αποσταλούν στο Ναυτιλιακό τμήμα για να έρθει ο κος ………. να τα υπογράψει. Σας ευχαριστούμε πολύ για τη συνεργασία και την άμεση ανταπόκριση». Τελικά, κατόπιν των ανωτέρω, τα επίμαχα μισθωτήρια, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων στις 25-1-2019. Ακολούθησε δε της υπογραφής των συμφωνητικών αυτών, που αναφερόταν ως ημερομηνία λήξης των επίδικων μισθώσεων η 31-12-2021, η ρητή και ανεπιφύλακτη αποδοχή, εκ μέρους των εναγουσών, της από 28-1-2019 υποβολής της δήλωσης της εναγόμενης εκμισθώτριας τράπεζας µε τα πληροφοριακό στοιχεία των µισθώσεων στην ΑΑΔΕ (Τaxis), όπου επίσης ρητά αναφερόταν ως ημερομηνία λήξης κάθε µίσθωσης η 31-12-2021 (βλ. σχετικά τις από τέσσερεις αποδείξεις υποβολής δήλωσης για τα τέσσερα ένδικα µισθωτήρια και δη την υπ΄αρ. …. δήλωση για το µισθωτήριο µε την πρώτη ενάγουσα, την υπ΄αρ. …. δήλωση για το µισθωτήριο µε τη δεύτερη ενάγουσα, την υπ΄αρ. …. δήλωση για το µισθωτήριο µε την τρίτη ενάγουσα και την υπ΄αρ. …. δήλωση για το µισθωτήριο µε την τέταρτη ενάγουσα).
Από τα παραπάνω περιστατικά, προκύπτει, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, όπως και του πρωτοβάθμιου, ότι οι ενάγουσες, διά των εκπροσώπων τους και της υπεύθυνης προς τούτο υπαλλήλου τους, συμφώνησαν με το περιεχόμενο των όρων ως άνω συμφωνητικών μίσθωσης, μεταξύ των οποίων ήταν και η διάρκεια αυτής (από 1-1-2019 έως 31-12-2021), τα οποία τους εστάλησαν σε σχέδια από την εναγόμενη στις 16-1-2019, κατόπιν ανάγνωσης και ελέγχου αυτών, όπως σαφώς συνάγεται από το προαναφερθέν από 18-1-2019 μήνυμά τους, διά της αρμόδιας υπαλλήλου τους, προς την αρμόδια υπάλληλο της εναγόμενης. Εξάλλου, είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν εκ νέου τους όρους των συμφωνητικών αυτών και να διαπιστώσουν αν η αναφερόμενη ημερομηνία λήξης είναι η συμφωνηθείσα και κατά την υπογραφή τους στις 25-1-2019, στην οποία προέβησαν. Περαιτέρω, σε τρίτο στάδιο, επικύρωσαν τη συμφωνία τους αυτή περί του περιεχομένου των εν λόγω συμφωνητικών μίσθωσης με τη ρητή αποδοχή εκ μέρους τους, όπως προαναφέρθηκε, της δήλωσης των παραπάνω συμφωνητικών στην οποία προέβη η εναγόμενη στην ΑΑΔΕ. Ο ισχυρισμός των εναγουσών, στον οποίο επιχειρούν να στηρίξουν το αγωγικό αίτημα, ότι δηλ. καλόπιστα ενεργούσες, θεωρώντας ότι είχαν ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με τα προηγούμενα μισθωτήρια, πλην της ημερομηνίας έναρξης της μίσθωσης, δεν προέβησαν σε ενδελεχή και ουσιαστικό έλεγχο των επίμαχων ως άνω μισθωτηρίων, παρότι τους εστάλησαν προς τούτο, και τα υπέγραψαν στις 25-1-2019, επίσης χωρίς έλεγχο, δεν κρίνεται πειστικός. Κι αυτό διότι, κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ούτε με τους κανόνες των συναλλακτικών ηθών, αλλά ούτε και με αυτούς της κοινής λογικής. Ειδικότερα, δεν εξηγείται λογικά, εταιρείες, όπως οι ενάγουσες, με εκπροσώπους και υπευθύνους έμπειρους περί των συναλλαγών, να υπογράψουν τα συμφωνητικά μίσθωσης, χωρίς να προβούν εκ νέου στον έλεγχο του περιεχομένου τους ή έστω στην απλή ανάγνωσή τους, ακόμη κι αν πίστευαν ότι είχαν τους ίδιους όρους με τα προηγούμενα. Τα εν λόγω μισθωτήρια, άλλωστε, ήταν ολιγοσέλιδα (μόλις 7 ½ σελίδες) και ο όρος αυτών περί της διάρκειας της μίσθωσης, ο οποίος είναι ο πρώτος (1.1.), βρίσκεται στη δεύτερη σελίδα τους, σε ξεχωριστή ενότητα με τίτλο «ΔΙΑΡΚΕΙΑ», ενώ, η διάρκεια της μίσθωσης (ήτοι από 1-1-2019 έως 31-12-2021) αναγράφεται στον ως άνω όρο με τονισμένα γράμματα. Αρκούσε, λοιπόν «να ρίξουν μια απλή ματιά» στα μισθωτήρια για να τον εντοπίσουν, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι δεν το έκαναν, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως υποστηρίζουν οι ενάγουσες, ο όρος αυτός ήταν τόσο σημαντικός για τις τελευταίες, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν από τα προγράμματα ΕΣΠΑ, που απαιτούσαν τουλάχιστον 6ετή διάρκεια μίσθωσης. Ο δε έτερος ισχυρισμός των εναγουσών – εκκαλουσών, ότι υπήρχε μεθόδευση της εναγόμενης – εφεσίβλητης ώστε, παραπλανώντας τους για την ημερομηνία λήξης της μίσθωσης, να τεθεί όρος μικρότερης διάρκειάς της στα νέα επίμαχα συμφωνητικά, ώστε να επιτύχει μεγαλύτερη τιμή πώλησης στις διαπραγματεύσεις που ήδη είχαν ξεκινήσει, δεν ευσταθεί, καθώς, όπως αναφέρεται στο από 6-12-2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εναγόμενης δια του υπεύθυνου αυτής …………, προς τις ενάγουσες δια της υπαλλήλου τους ………, με το οποίο τις ενημέρωνε για την πώληση του κτιρίου στο οποίο βρισκόταν και το μίσθιο, η πώληση αυτή έγινε με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό και όχι κατόπιν ελεύθερων διαπραγματεύσεων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεχθούμε ως αληθή τον ισχυρισμό των εναγουσών-εκκαλουσών ότι, διά της ως άνω υπαλλήλου τους (………..), όπως αυτή αναφέρει στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή της, από αμέλεια δεν προέβησαν σε εκ νέου έλεγχο των όρων των συμφωνητικών κι ειδικότερα της ημερομηνίας λήξης των συμβάσεων μισθώσεων, θεωρώντας ότι είχε αλλάξει μόνο η ημερομηνία έναρξης αυτών, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει καταχρηστική, εκ μέρους της εναγόμενης, συμπεριφοράς, καθώς η τελευταία, διά της ανωτέρω αναφερθείσας αρμόδιας υπαλλήλου της …………, έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ολόκληρα τα σχέδια των συμβάσεων μίσθωσης στις ενάγουσες, προκειμένου να τα διαβάσουν και να προχωρήσουν στην υπογραφή τους, όπως και έγινε, κατά τα προεκτεθέντα. Το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζουν οι ενάγουσες, δεν τους επέστησε την προσοχή στην αλλαγή της ημερομηνίας λήξης, αλλά μόνο στην αλλαγή της ημερομηνίας έναρξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί παραπλάνησή τους εκ μέρους της εναγόμενης, αφού τους είχαν σταλεί από αυτήν, ολόκληρα τα συμβόλαια προς έλεγχο. Με βάση τα προαναφερθέντα, οι επίδικες συμβάσεις μίσθωσης, έχουν καταρτιστεί µε ηµεροµηνία λήξης την 31-12-2021. Επομένως, η αγωγή με την οποία ζητείται, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να αναγνωριστεί ότι οι επίδικες ως άνω μισθώσεις είναι είναι ισχυρές µέχρι την 30-6-2026, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρέλκει δε η εξέταση των ενστάσεων των άρθρων 281 και 300 ΑΚ, που πρόβαλε επικουρικά η εναγόμενη τόσο πρωτοδίκως, όσο και με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει, κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, παρά τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται ο εκκαλούσες στην έφεσή τους. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατ΄ ουσία. Η δε δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να επιβληθεί εις βάρος των εκκαλουσών, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες, παραβόλου της έφεσης, στο Δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ), κατά τα επίσης ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 29-6-2023 έφεση κατά της υπ΄αρ. 1738/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλουσών τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες, παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. ………../2023, ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26 Αυγούστου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓPAMMATEAΣ