[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ]
Αριθμός απόφασης 484/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων : 1) …….. 2) ………, 3) Της εδρεύουσας στο ……. Αττικής (……….), ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», νομίμως εκπροσωπούμενης, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Νικολάου Οικονόμου, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Των εφεσιβλήτων : 1) ………. 2) ……. 3) ………4) …..
5) …………. 6) ………., 7) ……… 8) ………. 9) ………….ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους …….., 10) …………, ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους ……., 11) …………..ως ασκούντων τη γονική μέρικνα του ανηλίκου τέκνου τους …….., 12) ………. 13) ………. 14) ………… οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Στέφανου Ασλανίδη, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Β. Των εκκαλούντων : 1) ………. 2) ……….. 3) ……… 4) …………, 5) ………. 6) …….. 7) ……… 8) …….. 9) ……….ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους ……., 10) ……….ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους …….., 11) ……….., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους ………, 12) ………….. .), 13) ……… 14) ………., 15) ………., 16) ………….., οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω.
Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-5-2022 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../18-5-2022) αγωγή τους, η οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή.
Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3717/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν, οι μεν εναγόμενοι με την από 25-1-2023 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30-1-2023) έφεσή τους και οι ενάγοντες με την από 24-4-2023 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/24-4-2023) έφεσή τους, οι οποίες προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίστηκαν αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), οι από : Α) η από 25-1-2023 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./30-1-2023) υπό στοιχ. Α΄έφεση των εναγομένων, και Β) η από 24-4-2023 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./24-4-2023) υπό στοιχ. Β΄έφεση των εναγόντων, ως μερικώς ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 3717/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (αυτοκινητικών) διαφορών και έκανε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν την από 18-5-2022 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../18-5-2022) αγωγή των εναγόντων περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από τροχαίο ατύχημα, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ). Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495 § 4, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως η τελευταία αυτή διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) και 520 § 1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (2-12-2022), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή τους (υπ’αριθμ. …… και …………… 0084 e-παράβολα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, αντίστοιχα, με τις αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις), αφού σημειωθεί ότι οι ένδικες εφέσεις παραδεκτώς ασκήθηκαν από και κατά της όγδοης ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, …………., στο δικό της πλέον όνομα, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης και την ενηλικίωσή της στις 14-9-2022, οπότε και έπαυσε αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία των γονέων της (ΑΠ 1074/2022, ΑΠ 175/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, πρέπει, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι την 1-6-2019, ο δεύτερος εναγόμενος, οδηγώντας την υπ’αριθμ. κυκλοφορίας …………. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του πρώτου, η οποία ήταν ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) αυτοκινητικό ατύχημα, στον τόπο, κατά τον χρόνο και με τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό της …. ………, μητέρας του 1ου, του 2ου και της 3ης των εναγόντων, γιαγιά της 4ης, του 5ου, του 6ου, της 7ης, της 8ης και του 9ου, προγιαγιάς του 10ου και του 11ου, πεθεράς της 12ης, της 13ης και του 14ου των εναγόντων και γιαγιάς των συζύγων του 15ου και της 16ης αυτών. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτής τροπής του αιτήματός της, από καταψηφιστικό εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό και επικαλούμενοι τον στενότατο συγγενικό δεσμό και τις σχέσεις στοργής που τους συνέδεαν με την αποβιώσασα, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι τους οφείλουν εις ολόκληρον : Α) Σε καθέναν από τους τρεις πρώτους ενάγοντες το ποσό των 1.631,87 (101,66 + 1.530,21) ευρώ, ως αποζημίωση για την περιουσιακή τους ζημία, όπως ειδικότερα αναλύεται, Β)1) Σε καθέναν από τους τρεις πρώτους ενάγοντες το ποσό των 150.044 ευρώ, και μετά τη γενομένη εκ μέρους του επιφύλαξης λόγω της δήλωσης παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας στην οποία έχουν ήδη προβεί στο πλαίσιο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, το ποσό των 150.000 ευρώ, 2) Σε καθέναν από τους 4η έως και 9η ενάγουσα, το ποσό των 100.000 ευρώ, 3) Σε καθέναν από τους 10ο και 11ο το ποσό των 80.000 ευρώ, και σε καθέναν εκ των λοιπών εναγόντων το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη τους, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά τους έξοδα.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3717/2022 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον δέκατο πέμπτο και δέκατη έκτη των εναγόντων και έγινε κατά τα λοιπά δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Κατά της οριστικής αυτής αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες, με τις ένδικες εφέσεις τους, για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτές και ανάγονται στο σύνολό τους σε πλημμελή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την τυπική παραδοχή τους και στη συνέχεια την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της και να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή, αντίστοιχα.
Κατά το άρθρο 932 του ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, επί θανατώσεως το βαθμό συγγένειας, την ηλικία του θύματος), με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Στη διάταξη αυτή, δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ` ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, οι οποίοι δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή στην οικογένεια του θύματος, γίνεται δεκτό ότι περιλαμβάνονται οι γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί (αμφιθαλείς και ετεροθαλείς), οι θετοί γονείς και τέκνα, ο/η σύζυγος, οι ανιόντες (παππούς – γιαγιά), οι κατιόντες και οι απώτεροι κατιόντες (εγγόνια, δισέγγονα), οι αγχιστείς συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως είναι ο πεθερός, η πεθερά, ο γαμβρός από κόρη, η νύφη από υιό [ΑΠ 1159/2022, ΕφΠατρ (Μον) 153/2022, ΕφΠατρ (Μον) 106/2022, ΕφΑθ (Μον) 850/2022, ΕφΑθ (Μον) 324/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], καθώς και τα τέκνα του ενός συζύγου, που γεννήθηκαν από άλλο γάμο, τα οποία σε περίπτωση θανάτωσης του συζύγου του δευτερόγαμου γονέα τους (δηλαδή του πατριού ή της μητριάς), δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης [ΑΠ 1159/2022, ΕφΠατρ (Μον) 106/2022, ό.π), ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού όπως είναι ο από αδελφή γαμπρός και ανηψιός του, δεν περιλαμβάνονται (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 602/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Επομένως, οι δέκατος πέμπτος και δέκατη έκτη των εναγόντων, ως σύζυγοι εγγονών της αποβιωσάσης και αγχιστείς αυτής πέραν του πρώτου βαθμού, δεν περιλαμβάνονται στην οικογένειά της που δύναται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς αυτούς, και πρέπει ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …… και …………., που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες-ενάγοντες -15- συνολικά- φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), τα δημόσια έγγραφα της σχηματισθείσας για το ένδικο ατύχημα ποινικής (προανακριτικής) δικογραφίας [ΕφΑθ (Μον) 1003/2022, ΕφΑθ (Μον) 298/2022, ΕφΑθ (Μον) 12/2022, ΕφΠατρ (Μον) 153/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], όπως είναι (ενδεικτικά) η έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτήν πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος και οι ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων και του δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος, και η εκτιμώμενη ελεύθερα, κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, από 11-7-2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………., μηχανολόγου μηχανικού με ετήσια εκπαίδευση στην έρευνα και ανάλυση ατυχημάτων, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Την 1η Ιουνίου του έτους 2019 και περί ώρα 17.20 δηλαδή υπό συνθήκες ημέρας, έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα επί της λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη στο Κερατσίνι, στο ύψος της συμβολής της με την οδό Ρήγα Φεραίου, όταν ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, οδηγώντας την υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου, ………., που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη και ομοίως εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, παρέσυρε και τραυμάτισε την πεζή . ….., ηλικίας τότε 80 ετών, η οποία επιχειρούσε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα, στο τμήμα που αυτός κινείτο, με αποτέλεσμα να υποστεί βαρειές κρανιογεκεφαλικές κακώσεις, κακώσεις θώρακα και άκρων. Αμέσως μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε στο «ΘΡΙΑΣΙΟ» Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη έως τις 8-8-2019 οπότε και απεβίωσε. Στον τόπο του ατυχήματος η παραπάνω διπλής κατευθύνσεως λεωφόρος, στο ρεύμα πορείας της προς Κορυδαλλό, διαθέτει δύο λωρίδες κυκλοφορίας και πλησίον των φωτεινών σηματοδοτών που υπάρχουν στο σημείο και λειτουργούσαν κανονικά εκείνη την ώρα, σχηματίζεται στα αριστερά μία επιπλέον λωρίδα κυκλοφορίας για τα οχήματα που προτίθενται να στρίψουν αριστερά. Το συνολικό μήκος του συγκεκριμένου ρεύματος πορείας είναι 9 μέτρα και μεταξύ των αντίθετων ρευμάτων υπάρχει νησίδα. Η λεωφόρος εκτείνεται σε ευθεία με μικρή ανωφερική κλίση, το όριο ταχύτητας, ελλείψει ειδικής σήμανσης είναι 50 χλμ/ώρα, που ισχύει για κατοικημένες περιοχές και κατά την ώρα του ατυχήματος το οδόστρωμα ήταν ξηρό, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών κανονική και η οραρότητα δεν περιοριζόταν. Η πεζή, αφού διέσχισε κάθετα το ρεύμα κυκλοφορίας της λεωφόρου με κατεύθυνση προς Πέραμα, ανέβηκε στη διαχωριστική νησίδα μεταξύ των αντίθετων ρευμάτων πορείας, και επιχείρησε να διασχίσει κάθετα και το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προς Κορυδαλλό, παρ’ότι η ένδειξη στον φωτεινό σηματοδότη για τους πεζούς είχε κόκκινη ένδειξη, εκμεταλλευόμενη προφανώς κάποιο κενό στη ροή των αυτοκινήτων, η οποία εκτίμησε ότι της παρέχει τον απαιτούμενο χρόνο για να περάσει απέναντι. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο δεύτερος εναγόμενος κινούμενος στο ρεύμα της λεωφόρου προς Κορυδαλλό, πλησιάζοντας στο ύψος της διασταύρωσης, αντιλήφθηκε αιφνιδίως την πεζή να διασχίζει το οδόστρωμα από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με τη δική του πορεία και παρ’ότι τροχοπέδησε και ενήργησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά δεν πρόλαβε να αποτρέψει την παράσυρσή της, λόγω της φοράς κίνησής της αλλά και της απόστασής τους. Πεζή και οδηγός, μετά και την ανατροπή της δίκυκλης μοτοσικλέτας, επέπεσαν στο οδόστρωμα, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τους και η μοτοσικλέτα διέγραψε λοξή πορεία προς τα δεξιά και εμπρός, συνολικού μήκους 18,5 μέτρων, όπως προκύπτει από τις χαραγιές επί του οδοστρώματος, για να καταλήξει επί του πεζοδρομίου, όπου, αφού προσέκρουσε σε έτερη δίκυκλη μοτοσικλέτα που ήταν σταθμευμένη εκεί, ακινητοποιήθηκε αφήνοντας χαραγιές σε μήκος 4,3 μέτρα. Στο συγκεκριμένο σημείο ανευρέθηκαν θραύσματα πλαστικών εξαρτημάτων της δίκυκλης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο δεύτερος εναγόμενος ενώ στο ύψος της σηματοδοτούμενης διάβασης διαπιστώθηκε ίχνος τροχοπέδησης, εν μέρει ευθύγραμμο, μήκους 2,6 μέτρων, σε απόσταση που ξεκινάει από 3,7 μέτρα από το δεξιό πεζοδρόμιο, συνεχίζει σε απόσταση 3,4 μέτρων από αυτό για να καταλήξει σε απόσταση 3,6 μέτρων. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά εν σχέσει προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος προκύπτουν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού ιδίως δε την ποινική δικογραφία που συνέταξε η επιληφθείσα του ατυχήματος αστυνομική αρχή (Β΄Τμήμα Τροχαίας Πειραιά), στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, . ……., εργαζόμενου σε κατάστημα στη συμβολή των οδών που έλαβε χώρα το ατύχημα, ……… και ……….., που κινούνταν και αυτοί με δίκυκλες μοτοσικλέτες ομόρροπα προς τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας και όπισθεν αυτού, σε απόσταση περί τα 20 μέτρα ο πρώτος και μικρή απόσταση μη διευκρινισθείσα επακριβώς ο δεύτερος, η έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτήν πρόχειρο σχεδιάγραμμα, όπου απεικονίζονται τα χαρακτηριστικά της οδού, όπου έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, η πορεία της πεζής και του εμπλακέντος στο ένδικο ατύχημα οχήματος και η κατεύθυνσή τους, δεν αναιρούνται δε από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Απορριπτομένων δε των όσων αβασίμως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-ενάγοντες με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχ. Β΄έφεσής τους, οι άνω μαρτυρικές καταθέσεις, παρά τις μικρές αποκλίσεις ή και ανακρίβειές τους κρίνονται εν γένει αποδεικτικά αξιοποιήσιμες για την εξαγωγή συμπερασμάτων περί των συνθηκών του ατυχήματος και, επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της έλαβε υπόψη του. Με βάση τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, το σημείο παράσυρσης της πεζής πρέπει να τοποθετηθεί στο όριο της μεσαίας και δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, δηλαδή σε απόσταση 3,7 μέτρων από το πεζοδρόμιο και των (9-3,7) 5,3 μέτρων από τη διαχωριστική νησίδα. Επιπλέον, η ταχύτητα που είχε αναπτύξει ο δικυκλιστής προ του ατυχήματος ήταν περί τα 60 χιλιόμετρα την ώρα, που συνάδει με τη μαρτυρία του ……. και δικαιολογεί με βάση τα γνωστά από τα διδάγματα της κοινής πείρας πορίσματα της επιστήμης, το μήκος που διήνυσε μέχρι να ακινητοποιηθεί, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη, την απορρόφηση μέρους της κινητικής της ενέργειας λόγω της τροχοπέδησης, της παράσυρσης της πεζής και της πρόσκρουσής της σε έτερη δίκυκλη μοτοσικλέτα αλλά και την ελαφρώς ανωφερική κλίση της οδού. Η παραδοχή του ιδιώτη πραγματογνώμονα και εξετασθέντα και στο ακροατήριο, …………… στηρίζεται σε παραδοχές οι οποίες δεν αιτιολογούνται, όπως για παράδειγμα ο τρόπος υπολογισμού της ταχύτητας σύρσης του δικύκλου στο οδόστρωμα και σε συνάρτηση προς αυτήν, ο τρόπος υπολογισμού της αρχικής της ταχύτητας («θα προστεθούν επιπλέον 30-40 χιλ/ώρα»). Άλλωστε, αν η παραδοχή του περί αρχικής ταχύτητας 100 περίπου (98,17) χλμ/ώρα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, εκτιμάται ότι η πρόσκρουση θα ήταν σφοδρή και το σώμα της πεζής θα είχε εκτιναχθεί σε απόσταση κάποιων μέτρων, πράγμα που δεν συνέβη. Λαμβάνοντας, επομένως, υπόψη ότι η μέση ταχύτητα της πεζής, με βάση και τον περιεχόμενο στην άνω πραγματογνωμοσύνη σχετικό πίνακα, ήταν περί τα 1,52 μέτρα/δευτερόλεπτο, ο χρόνος που αυτή χρειάστηκε από τη στιγμή που κατήλθε στο οδόστρωμα μέχρι την παράσυρσή της υπολογίζεται σε 3,48 (5,3/1,52) δευτερόλεπτα. Έτσι, ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας, όταν εκείνη κατήλθε στο οδόστρωμα, βρισκόταν σε απόσταση 58 (60.000 Χ 3,48/3600) μέτρων περίπου. Με δεδομένο ότι ο μέσος χρόνος αντίδρασης ενός οδηγού είναι ένα περίπου δευτερόλεπτο, εντός του οποίου ο ίδιος θα είχε διανύσει 17 (60.000 : 3.600) περίπου μέτρα, εκτιμάται με βεβαιότητα ότι ο ίδιος θα μπορούσε, τροχοπεδώντας, να ακινητοποιηθεί με ασφάλεια, πριν φθάσει στο ύψος της πεζής, αφού λόγω των συνθηκών που προαναφέρθηκαν, από την έναρξη της τροχοπέδησης θα του αρκούσε απόσταση 25-30 μέτρων για να ακινητοποιηθεί (σχετ. οι υπ’αριθμ. 6.8.1 και 6.8.2 πίνακες υπολογισμού στην ιστοσελίδα drivingschool.gr του ιστότοπου της Google) και μάλιστα με ασφάλεια αφού δεν κινείτο άλλο όχημα πλησίον και όπισθεν αυτού σε μικρή απόσταση. Η παρουσία ακινητοποιημένου τζιπ στο ύψος της διάβασης στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας κατά την εκδοχή του ιδίου στην από 10-8-2019 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον προανακριτικών υπαλλήλων δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο ούτε την κατέγραψε στην από 3-7-2019 υπεύθυνη δήλωση ατυχήματος που υπέβαλε στην τρίτη εναγομένη, όπου εξέθεσε συνοπτικά τις συνθήκες και την αιτία επέλευσής του, καθώς επρόκειτο για σημαντικό στοιχείο που καταδείκνυε την έλλειψη υπαιτιότητάς του. Ούτε, επίσης, ευσταθεί ο ισχυρισμός του ότι είδε την πεζή τη δεδομένη χρονική στιγμή ευρισκόμενος σε απόσταση 2-3 μέτρων από τη διασταύρωση. Τέλος, αποδείχθηκε ότι υποβλήθηκε σε εξέταση αίματος και ούρων για την ανίχνευση αλκοόλ και άλλων ουσιών στον οργανισμό του, ο οποίος ήταν αρνητικός. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο συνάγει ότι η ένδικη σύγκρουση και τα αποτελέσματά της οφείλονται σε προέχουσα αμέλεια της θανούσας, σε ποσοστό 70 % και συντρέχουσα αμέλεια του δεύτερου εναγομένου σε ποσοστό 30 %, έλλειψη δηλαδή της προσοχής που όφειλαν με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τη λογική και μπορούσαν αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητές τους να επιδείξουν, ως μέση συνετή πεζή και οδηγός, αντίστοιχα. Ειδικότερα, η αμέλεια της θανούσας συνίσταται στο ότι, αυτή επιχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα, πλάτους 9 μέτρων σε κεντρική οδό, που παρουσίαζε κίνηση οχημάτων, ενώ στους φωτεινούς σηματοδότες, που ρυθμίζουν την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών και υπερισχύουν, ήταν αναμμένο το κόκκινο φως για τους πεζούς, χωρίς να ελέγξει επαρκώς την κίνηση των οχημάτων επί της οδού, και να βεβαιωθεί ότι δύναται να το πράξει με ασφάλεια, χωρίς να παρεμποδίσει την κυκλοφορία των κινούμενων επί της οδού οχημάτων (άρθρο 38 παρ. 4 του Κ.Ο.Κ), λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα και απόστασή τους, παρ’ότι οι αντικειμενικές συνθήκες της το επέτρεπαν. Η δε αμέλεια του δεύτερου εναγομένου συνίσταται στο ότι αυτός, αν και κατ’αρχήν δεν μπορούσε να αναμένει ευλόγως και να προβλέψει την αιφνίδια κίνηση της πεζής και την παραβίαση ενός τόσο βασικού κανόνα οδικής κυκλοφορίας, με βάση την αρχή της εμπιστοσύνης, σύμφωνα με την οποία καθένας έχει την πεποίθηση ότι και οι υπόλοιποι χρήστες της οδού θα ενεργήσουν σύννομα, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως την παρουσία της πεζής και συνακόλουθα και την κάθοδό της στο οδόστρωμα, ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες του το επέτρεπαν, παρά μόνον την ώρα που πλησίαζε στη διασταύρωση, όταν η απόστασή τους ήταν μικρή και δεν μπορούσε πλέον να ακινητοποιήσει το όχημά του ούτε να ενεργήσει επιτυχή αποφευκτικό ελιγμό (άρθρο 12 παρ.1 του Κ.Ο.Κ). Η κίνηση της πεζής ήταν μεν αιφνίδια αλλά ο ίδιος, αν είχε αντιληφθεί εξ αρχής την παρουσία της, εντός του οπτικού του πεδίου, θα είχε αντιληφθεί αμέσως και την κίνησή της και θα είχε αντιδράσει νωρίτερα, ακινητοποιώντας τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του και αποτρέποντας έτσι το ένδικο ατύχημα ή σε κάθε περίπτωση ελαχιστοποιώντας τις συνέπειές του. Επίσης, αν και μικρή, η υπέρβαση του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας, επέδρασε όχι στην παράσυρση της πεζής αυτή καθεαυτή, αλλά στη σφοδρότητά της (άρθρο 20 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε συντρέχουσα αμέλεια της θανούσης σε ποσοστό 50 % έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν, κατά το οικείο σκέλος του, ως προς το ποσοστό αυτό και να απορριφθούν αντίστοιχα, ως αβάσιμοι, ο δεύτερος και τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αμέσως μετά το ατύχημα η θανούσα μεταφέρθηκε με σταθμό του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «Θριάσιο», όπου διαπιστώθηκαν οι προαναφερθείσες σωματικές βλάβες. Νοσηλεύθηκε αρχικά, έως τις 29-6-2019 στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και στη συνέχεια στη Νευροχειρουργική Κλινική του παραπάνω νοσοκομείου, μέχρι και τις 8-8-2019, όπου μετά από επιδείνωση της κατάστασής της, απεβίωσε, συνεπεία ισχαιμίας μυοκαρδίου και πνευμονικού οιδήματος με αιτία τις κακώσεις που είχε υποστεί. Καθ’όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της, βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία αυτοεξυπηρετήσεως και είχε την ανάγκη από τις υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμου καθ’όλο το εικοσιτετράωρο. Τη σχετική δαπάνη κάλυψε ο ασφαλιστικός της φορέας έως τις 28-6-2019 και στη συνέχεια, έως τον θάνατό της, οι τρεις πρώτοι ενάγοντες, τέκνα της, αναγκάστηκαν να προσλάβουν τις αποκλειστικές νοσοκόμες ……. και ………., καταβάλλοντας ως αμοιβή στην πρώτη, το ποσό των 1.412,07 ευρώ για τις καθημερινές και των 449,34 ευρώ για τις Κυριακές (υπ’αριθμ. ../6-7-2019, …/13-7-2019, …/20-7-2019, …../27-7-2019, …/7-8-2019 και …/3-8-2019 αποδείξεις της), και στη δεύτερη, το ποσό των 1.853,28 ευρώ, για τις νύκτες των καθημερινών, των 508,86 ευρώ για τα Σάββατα και το ποσό των 367,26 ευρώ για τις νύκτες των Κυριακών (υπ’αριθμ. …/30-6-2019, Α …./7-7-2019, Α …../14-7-2019, …/21-7-2019, …/28-7-2019, Α …./31-7-2019 και Α …./7-8-2019 αποδείξεις της), τα οποία άλλωστε δεν αμφισβητήθηκαν. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι τρεις πρώτοι ενάγοντες, τέκνα της θανούσας κατέβαλαν στον Δήμο Χαλκιδέων το ποσό των 305 ευρώ, για έξοδα κηδείας και κατασκευή μνημείου, που δεν καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό οργανισμό της μητέρας τους. Επομένως, οι άνω ενάγοντες κατέβαλαν συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 4.895,61 (1.412,07 + 449,34 + 1.853,28 + 508,86 + 367,26 + 305) ευρώ, και επιβαρύνθηκαν με το ποσό των 1.631,87 (: 3) ευρώ ο καθένας. Από αυτό δικαιούνται να λάβουν ως αποζημίωση για την ισόποση περιουσιακή ζημία τους, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητας της μητέρας τους, το ποσό των 490 (1.631,87 Χ 30 %) ευρώ ο καθένας. Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο κεφάλαιο της αποζημιώσεως περιλαμβάνεται, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας, ως αναγκαίως συνεχόμενο με αυτό, και εξετάζεται-όπως και το κεφάλαιο περί χρηματικής ικανοποίησης- από το παρόν Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης [ΟλΑΠ 10/2015, ΑΠ 1517/2013, ΕφΠειρ (Μον) 80/2021, ΕφΚρ(Μον) 70/2021 ΕφΠειρ (Μον) 80/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], ανεξαρτήτως του ότι η υπό στοιχ. Α΄έφεση που περιέχει λόγο περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων δεν πλήττει ειδικώς το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Με την ανωτέρω επισήμανση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδικάζοντας στους άνω ενάγοντες για την παραπάνω αιτία το ποσό των 815,93 ευρώ, ως αποζημίωση, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να γίνει δεκτός και ως προς το συγκεκριμένο σκέλος του ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης και να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, αποδείχθηκε, ότι η θανούσα κατά τον χρόνο του ατυχήματος διήνυε το 80ο έτος της ηλικίας της (έτος γεννήσεως 1939). Στην οικογένειά της περιλαμβάνονται, εκτός από τα παιδιά της, πρώτος, δεύτερος και τρίτη των εναγόντων, που γεννήθηκαν τα έτη 1958, 1962 και 1972, αντίστοιχα, τα εγγόνια της, τέταρτη, πέμπτος, έκτος, έβδομη, όγδοη και ένατος των εναγόντων, που γεννήθηκαν τα έτη 1988, 1990, 1995, 1997, 2004 και 2008, αντίστοιχα, τα δύο δισέγγονά της, δέκατος και ενδέκατος των εναγόντων, που γεννήθηκαν το έτος 2017, οι νύφες της, σύζυγοι των υιών της, δωδέκατη και δέκατη τρίτη, ηλικίας 51 και 52 ετών, αντίστοιχα, και ο γαμπρός της, σύζυγος της θυγατέρας της, δέκατος τέταρτος ενάγων, ηλικίας 50 ετών, οι οποίοι συνδέονταν με αυτήν με αισθήματα αγάπης και στοργής με αυτήν. Ο βίαιος, απροσδόκητος και αιφνίδιος θάνατός της, ο οποίος επήλθε εξ αιτίας του ενδίκου ατυχήματος, τους προξένησε πόνο και θλίψη. Επομένως, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου τους από την απώλειά της, δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση της θανούσας, την ηλικία της, την υπαιτιότητα (αμέλεια) του δεύτερου εναγομένου, τη συντρέχουσα αμέλεια της ίδιας της θανούσας, σε συνδυασμό με το βαθμό του συναισθηματικού συνδέσμου των εναγόντων-εκκαλούντων με αυτήν, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση αυτών, πλην της τρίτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 436/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 917/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ανέρχεται στο ποσό των : 1/ 12.044 ευρώ, σε καθέναν από τους πρώτο, δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, τέκνα της, και λόγω της γενομένης εκ μέρους τους επιφύλαξης, στο ποσό των 12.000 ευρώ, 2/ 3.600 ευρώ, σε καθέναν από τους τέταρτη, πέμπτο, έκτο, έβδομη, όγδοη και ένατο των εναγόντων, εγγόνια της, 3/ 1.800 ευρώ, σε καθέναν από τους δωδέκατη, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, νύφες και γαμβρό της, και 4/ 900 ευρώ, σε καθέναν από τους δέκατο και ενδέκατο, δισέγγονά της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη επιδίκασε στους ενάγοντες το ποσό των 20.000 ευρώ σε καθέναν από τους τρεις πρώτους, των 6.000 ευρώ σε καθέναν από τους τέταρτο έως και ένατο, των 1.500 ευρώ σε καθέναν από τους δέκατο και ενδέκατο, και των 3.000 ευρώ, σε καθέναν από τους δωδέκατη έως δέκατο τέταρτο των εναγόντων, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης και να απορριφθεί ο έκτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος. Οι δε εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι ενέχονται εις ολόκληρον έναντι αυτών, οφείλοντας όλα τα παραπάνω ποσά εντόκως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με τον τόκο υπερημερίας, κατ’άρθρο 345 του ΑΚ και χωρίς την προσαύξηση των τόκων επιδικίας, αφού λόγω της έκβασης της δίκης σε πρώτο βαθμό αλλά και του αναγνωρισθέντος τελικώς ποσοστού συνυπαιτιότητας της θανούσας στην πρόκληση του ατυχήματος, οι εναγόμενοι, που υπέβαλαν το σχετικό αίτημα, ευλόγως αντιδίκησαν με τους ενάγοντες (άρθρο 346 εδ.δ΄και ε΄του ΑΚ, ΑΠ 163/2022, ΑΠ 609/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, καταλήγοντας στην ίδια κρίση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω διάταξη και πρέπει ο περί του αντιθέτου έβδομος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχ. Β΄έφεση των εναγόντων, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Α΄έφεση των εναγομένων, κατά παραδοχή αμφοτέρων των λόγων της, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, κατά το άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.288). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση από 18-5-2022 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/18-5-2022) αγωγή, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον στους ενάγοντες για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, το ποσό των 12.490 (490 +12.000) ευρώ, σε καθέναν από τους πρώτο, δεύτερο και τρίτη από αυτούς, των 3.600 ευρώ, σε καθέναν από τους τέταρτη, πέμπτο, έκτο, έβδομη, όγδοη και ένατο, των 1.800 ευρώ, σε καθέναν από τους δωδέκατη, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο, και των 900 ευρώ, σε καθέναν από τους δέκατο και ενδέκατο των εναγόντων, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο και η επιστροφή, αντίστοιχα, του παραβόλου που οι εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β΄και Α΄εφέσεως κατέθεσαν κατά την άσκησή τους, λόγω της ολικής ήττας τους και μερικής νίκης τους, αντίστοιχα, και να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, παράρτημα Ι Β του άρθρου 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 25-1-2023 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30-1-2023) υπό στοιχ. Α΄έφεση των εναγομένων και την από 24-4-2023 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/24-4-2023) υπό στοιχ. Β΄έφεση των εναγόντων, κατά της υπ’αριθμ. 3717/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την υπό στοιχ. Β΄έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκησή της.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την υπό στοιχ. Α΄έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 18-5-2022 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./18-5-2022) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον στους ενάγοντες, το ποσό των : 1/ δώδεκα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα (12.490) ευρώ, σε καθέναν από τους πρώτο, δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, 2/ τριών χιλιάδων εξακοσίων (3.600) ευρώ, σε καθέναν από τους τέταρτη, πέμπτο, έκτο, έβδομη, όγδοη και ένατο των εναγόντων, 3/ χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, σε καθέναν από τους δωδέκατη, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο, και 4/ εννιακοσίων (900) ευρώ, σε καθέναν από τους δέκατο και ενδέκατο των εναγόντων, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-εφεσιβλήτων-εκκαλούντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 5-9-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ