ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 359/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ: ……………… κατοίκων εξωτερικού, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αθανασά (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ΄ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ: 1) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», και τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στο …….. Αττικής, …………. με ΑΦΜ ……, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Τζωρτζάκη (Δ.Ε. Λάμπρος Φράγκος και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία) και 2) ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Παπαγεωργίου (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ – ΑΣΚΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εναγόμενων – εφεσίβλητων – καθών οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης την από 17-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Α.Κ.) …………./31-7-2014 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αρ. 3632/1-10-2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, που απέρριψε την αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 29-9-2017 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2-10-2017, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../1-12-2021, που προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19-5-2022, κατά την οποία αναβλήθηκε για τις 7-12-2023, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 21. Επίσης η εκκαλούσα άσκησε τους από 30-1-2024 πρόσθετους λόγους της ως άνω έφεσης, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2-2-2024, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. ………….
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από τα ως άνω πινάκια, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης εφεσίβλητης παραστάθηκε ως ανωτέρω και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 29-9-2017 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …./2021 έφεση, καθώς και οι από 20-1-2024 και με Ε.Α.Κ. …../2024 πρόσθετοι λόγοι της ως άνω έφεσης. Τα παραπάνω δικόγραφα πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Η ανωτέρω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 3632/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τον Ν. 4335/2015, ήδη άρθρ. 614 παρ.1 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1,591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο της έφεσης, όπως προκύπτει από έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθι του δικογράφου αυτής.
Επίσης, νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκήθηκαν από την εκκαλούσα, οι προαναφερθέντες πρόσθετοι λόγοι της έφεσης (άρθρο 591 παρ.1 περ.ζ ΚΠολΔ), καθώς αντίγραφό τους επιδόθηκε στους καθ΄ών οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης – εφεσίβλητους στις 2-2-2024, ήτοι τουλάχιστον προ 8 ημερών από τη συζήτησή τους (όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. …. και …./2-2-2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….).
Πρέπει, επομένως, τόσο η ανωτέρω έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι της να γίνουν τυπικά δεκτοί και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζονται από αυτούς (άρθρ. 19, 533 παρ.1,2 522 ΚΠολΔ).
Ι. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του π.δ./τος 34/1995 «κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων», σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση και επομένως και στην περίπτωση της συμφωνημένης ποσοστιαίας σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος, μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή τούτου με τις προϋποθέσεις του άρθρου 388 ΑΚ. Περαιτέρω, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 44 του ίδιου π.δ/τος, μπορεί, επίσης, να ζητηθεί αναπροσαρμογή και κατά το άρθρο 288 ΑΚ. Οι συγκεκριμένες διατάξεις εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ενοχή, αδιάφορα αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία. Η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, που παρέχει στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο προσήκον μέτρο, έχει ως προϋπόθεση ότι τα μέρη, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά στα οποία, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης, γιατί απέβλεψαν σ` αυτά και αποτέλεσαν το βάθρο της. Στη συνέχεια, όμως, απαιτείται τα περιστατικά αυτά σε μεταγενέστερο χρόνο να μεταβλήθηκαν από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, εν όψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής. Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. ΄Ετσι, γεγονότα τυχαία, που όμως συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι η αυξομείωση του τιμάριθμου του κόστους ζωής, η αύξηση της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων γενικότερα και των καταστημάτων ειδικότερα, η αύξηση της μισθωτικής αξίας, η οποία οφείλεται στην αύξηση της εμπορικής κίνησης της περιοχής του μισθίου, λόγω κατασκευής εκτεταμένων έργων οδοποιίας, ούτε έκτακτα ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν. Ειδικότερα, η αύξηση του τιμάριθμου κάτω από τις σημερινές συνθήκες ρευστότητας της εσωτερικής και διεθνούς οικονομίας, δεν συνιστά από μόνη της γεγονός έκτακτο και απρόβλεπτο, για να θέσει σε εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, αλλά πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες (ΑΠ 1171/2004 ΕλΔ 2005.152, Εφ.Αθ. 6979/2001 ΕΔΠολ 2003.304, Χ. Παπαδάκη, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, έκδοση Γ, τόμ. Α`, σημ. 2560 επ., σελ. 758 επ.). Εξάλλου, η αρχή που έχει θεσμοθετηθεί με το άρθρο 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα όσο και ως διορθωτική αυτών. Παρέχει στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίζει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής πίστης (Ολ.ΑΠ 9/1997, 927/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιμάται.΄Ετσι, αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόσει το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ είναι γενική και ειδικότερη εφαρμογή της είναι εκείνη του άρθρου 388 ΑΚ. Επομένως, η τελευταία ως ειδικότερη υπερισχύει της γενικής, η οποία εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, η οποία, όμως, δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ (ΑΠ 983/2018, ΑΠ 1679/2017, ΑΠ 1088/2017, ΑΠ 1257/2015, ΑΠ 167/2015 Ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 867/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 2166/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1487/2005 Ελ.Δ. 2006.167, ΑΠ 1171/2004 ό.π., Εφ.Λαρ. 163/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 50/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, Εφ.Αθ. 5138/2008, Εφ.Θεσ. 391/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αναπροσαρμογή δεν γίνεται στο ύψος του ‘’ελεύθερου μισθώματος’’, αλλά στο επίπεδο εκείνο με το οποίο αίρεται η δυσαναλογία σε όση έκταση και όποιο μέτρο επιβάλλουν οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς τυπικό μαθηματικό υπολογισμό. Μεταβολή των συνθηκών με την έννοια του εν λόγω άρθρου 288 ΑΚ, μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμάριθμου του κόστους ζωής, η από διάφορους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις, στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος, κατά τη διάταξη αυτή, δεν είναι δυνατό, όπως είναι αυτονόητο, να προβλεφθούν με λεπτομέρεια, αφού κάθε φορά η κρίση εξαρτάται από συγκεκριμένες συνθήκες (ΑΠ 1487/2005 ό.π.). Τη συνδρομή, πάντως, των ειδικών συνθηκών, που επιβάλλουν την εφαρμογή της άνω διάταξης, οφείλει, για την πληρότητα της σχετικής αγωγής, να επικαλεστεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει ο ενάγων (ΑΠ 1487/2005 ό.π., Χ. Παπαδάκη, ό.π., σημ. 2547, σελ. 754). Το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος είναι διαπλαστικής φύσης, παρέχει, δηλαδή, τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσης της μίσθωσης, μεταβαλλόμενης αυτής ως προς το ύψος του μισθώματος από την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1129/2004 ΕλΔ 2005.154, ΑΠ 387/2002 ΕλΔ 2003.479). Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 115 παρ. 1, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται και στην ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ και ήδη άρθρ. 614 περ.1 επ. ΚΠολΔ), το δικόγραφο της αγωγής, για να είναι ορισμένο και πλήρες, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν (την αγωγή) σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου. Καθιερώνεται έτσι, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ιστορική βάση, ήτοι η ευκρινής έκθεση όλων των πραγματικών γεγονότων, όσα κατά νόμο είναι αναγκαία, του αξιούμενου δικαιώματος. Αν λείπουν τα στοιχεία αυτά, επέρχεται ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής λόγω αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1487/2005 ό.π., ΑΠ 1056/2002 ΕλΔ 2004.84), γιατί αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Σύμφωνα με όλα αυτά, στην αγωγή αναπροσαρμογής του μισθώματος, με βάση την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, όταν την ασκεί ο εκμισθωτής, ο ενάγων αυτός χρειάζεται να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο, κατά τρόπο σαφή, ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. συγκεκριμένες οικονομικές, νομισματικές και λοιπές συνθήκες, οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, την αύξηση του μισθώματος. Δηλαδή απαιτείται έτσι κατά τρόπο συγκεκριμένο να αναφερθεί π.χ. η σημαντική αύξηση του τιμάριθμου και του ατομικού εισοδήματος, η στενότητα της στέγης, που έχει ως συνέπεια τη σημαντική αύξηση της μισθωτικής αξίας του μίσθιου ακινήτου, η ζημία του εκμισθωτή, η οποία υπερβαίνει τον κίνδυνο που εκείνος ανέλαβε με τη σύμβαση και τέλος η μισθωτική αξία και η εξελικτική πορεία και τάση των όμορων και ομοειδών με το μίσθιο καταστημάτων, από την εκτίμηση των οποίων να μπορεί να σχηματιστεί δικανική πεποίθηση ότι το χρηματικό αντάλλαγμα που προτείνεται από τον ενάγοντα είναι εκείνο που αντισταθμίζει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, την αξία της χρήσης του ακινήτου που παραχωρήθηκε στον εναγόμενο (ΑΠ 1487/2005 ό.π., Εφ.Αθ. 6979/2001 ΕΔΠολ. 2003.304, Εφ.Αθ. 4389/2000 ΕΔΠολ. 2003.327, Γ. Αρχανιωτάκη, Η επαγγελματική μίσθωση, έκδοση 2002, τόμ. Ι, σημ. 279, σελ. 467). Τα στοιχεία αυτά, πρόσφορα και συγκεκριμένα, και όχι με απλή επανάληψη της διατύπωσης του νόμου, εφόσον παραλειφθούν δημιουργούν αοριστία και ακυρότητα του δικογράφου (Εφ.Αθ. 5138/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.θεσ. 2678/2006 Αρμ. 2007.1168, Εφ.Θεσ. 391/2005 ο.π.), διότι η αναπροσαρμογή του μισθώματος κατά το άρθρο 288 ΑΚ δεν σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε, εξουσία του δικαστηρίου να διαμορφώσει το μίσθωμα σε εκείνο ακριβώς το ύψος που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αντίθετα σημαίνει, ότι το δικαστήριο οφείλει πρώτα να ερμηνεύσει αν μεταξύ του οφειλόμενου, κατά το σύστημα της αντικειμενικής ή συμβατικής αναπροσαρμογής μισθώματος και εκείνο του ‘’ελεύθερου’’ υπάρχει διαφορά τόσο σημαντική, ώστε να επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του πρώτου (οφειλόμενου) και ύστερα, αν διαπιστώσει τέτοια διαφορά, να αναπροσαρμόσει το ίδιο αυτό μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΑΠ 1487/2005 ό.π.).
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ.1, 525 παρ.1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Εφετείο, στο οποίο, με την άσκηση της έφεσης, μεταβιβάζεται η υπόθεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο, τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας ή δεν στηρίζεται στο νόμο, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, επί έφεσης του ενάγοντος, όταν η αγωγή του απορρίφθηκε, πρωτοδίκως, ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει, ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης ή προώρως ασκηθείσα, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή, για έναν από τους άνω λόγους και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη, για τον εκκαλούντα, από την προσβληθείσα. Είναι δε επωφελέστερη, διότι η απόρριψη μίας αγωγής, για έναν από τους παραπάνω τυπικούς λόγους, αφορά όχι γενικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτού του ίδιου του καταγόμενου στη δίκη ουσιαστικού δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κρίσης, περί του ουσιαστικά βάσιμου της αγωγής, αλλά μόνο τον τυπικό λόγο, για τον οποίο η αγωγή παρίσταται απορριπτέα. Στην περίπτωση, όμως, αυτή, επειδή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 του ίδιου κώδικα, δεν αρκεί, διότι, η απόρριψη της αγωγής για τους άνω λόγους, οδηγεί σε διάφορο, κατ` αποτέλεσμα, διατακτικό, από την απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης, το Εφετείο εξαφανίζει την εκκαλούμενη, μερικά ή ολικά, αντίστοιχα με το σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτό και απορρίπτει αντίστοιχα την αγωγή, για έναν από τους ως άνω λόγους, δηλαδή, ως νομικά βάσιμη, απαράδεκτη, αόριστη ή προώρως ασκηθείσα (ΑΠ 40/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔ/νη 42.925, ΑΠ 103/2001 ΕλλΔ/νη 42.714, Εφ.Αθ. 547/2024, Εφ.Αθ. 105/2023, Εφ.Θεσ. 879/2022, Εφ.Αθ. 37/2009, Εφ.Θεσ. 227/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, εξέθετε στην ως άνω από 17-7-2014 αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, δυνάμει του από 3-2-2004 ιδιωτικού συµφωνητικού επαγγελµατικής µίσθωσης, εκµίσθωσε στον δεύτερο των εναγόμενων – ήδη δεύτερο εφεσίβλητο ένα ακίνητο, ιδιοκτησίας της κατά ποσοστό 3/10 εξ αδιαιρέτου, κειµένου στο …., επί της ………….., επιφανείας 705,55 τ.µ. µετά του επ’ αυτού κτίσµατος, επιφανείας 27 τ.µ, προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως χώρος εγκατάστασης µηχανηµάτων ανέλκυσης και καθέλκυσης σκαφών, πλοίων και πλωτών ναυπηγηµάτων και εναπόθεσης αυτών προς επισκευή και συντήρηση και ως χώρος ναυπηγήσεως νέων σκαφών – πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων. Ότι, η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε διετής, αρχομένη την 1-2-2004 και λήγουσα στις 31-1-2006, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα αρχικά ορίσθηκε στο ποσό των 825 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου. Ότι συμφωνήθηκε ως μίσθωμα το ως άνω ποσό, αντί του ποσού των 1.650 ευρώ, που είχε ορισθεί δικαστικά (ως αποζημίωση χρήσης) με την υπ΄αρ. 5240/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ΄αρ. 520/2003 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αλλά και το ορισθέν με το από 29-10-2003 συμφωνητικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ τους. Ότι, συμφώνησε σε μειωμένο μίσθωμα ως αποτέλεμα εξαπάτησής της εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου-ξαδέρφου της, ο οποίος, επικαλούμενος οικονομική αδυναμία, της άσκησε πίεση, εκμεταλλευόμενος τα συναισθήματά της, λόγω και της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης. Ότι, με το από 30-1-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό παράτασης, η μίσθωση παρατάθηκε για δεκαπέντε έτη, ήτοι μέχρι τις 31-1-2021, ενώ συμφωνήθηκε για την πρώτη διετία της παράτασης της μίσθωσης να ανέλθει το μίσθωμα στο ποσό των 850 ευρώ, επίσης λόγω της πίεσης που της ασκούσε ο δεύτερος εναγόμενος, επικαλούμενος και πάλι οικονομική αδυναμία, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκαν αναπροσαρμογές του μισθώματος για το μετά τη διετία της παράτασης χρονικό διάστημα και μέχρι τη λήξη της μίσθωσης, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συμφωνητικό αυτό. Ότι, ο δεύτερος εναγόμενος, πέντε μήνες μετά την παράταση της μίσθωσης παραχώρησε ολικά, χωρίς να της το γνωστοποιήσει εγγράφως, παρά μόνο μετά από επτά έτη, τη χρήση του μισθίου στην πρώτη εναγόμενη, μια εύρωστη, κατά τους ισχυρισμούς της, εταιρία, που το μίσθωμα που καταβάλλει, μετά τις συμφωνηθείσες αναπροσαρμογές, είναι κατά πολύ χαμηλότερο από το δικαστικά προσδιορισθέν, σύμφωνα με την ως άνω υπ’ απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Ότι, αν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η απατηλή απέναντί της συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου, αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση και τον πραγματικό μισθωτή του ακινήτου της, δεν θα είχε συμφωνήσει σε χαμηλότερο από το δικαστικά ορισθέν μίσθωμα και το οποίο, μετά τις συμφωνηθείσες αναπροσαρμογές, θα ανερχόταν σήμερα, αντί του καταβαλλομένου ποσού των 1.019,34 στο ποσό των 2.583,61 ευρώ. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητούσε: α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να συνάψει μίσθωση μαζί της, με μίσθωμα ποσό των 2.583,61 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, με ετήσια τιμαριθμική αναπροσαρμογή πλέον πέντε ποσοστιαίων μονάδων, β) να αναπροσαρμοσθεί, επικαλούμενη τη συνδρομή των περιστάσεων του άρθρου 288 ΑΚ, το μηνιαίο μίσθωμα από την κοινοποίηση της από 16-6-2014 εξωδίκου δήλωσής της προς τους εναγόμενους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 19.887,24 ευρώ, που αφορά τη διαφορά μεταξύ του καταβαλλόμενου μισθώματος και του με την αγωγή αιτούμενου για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, ήτοι για το διάστημα από 16-6-2014 μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αγωγής και δ) να αναγνωρισθεί η λύση της μίσθωσης μεταξύ αυτής και του δεύτερου εναγόμενου.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3632/2015), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την αγωγή κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγόμενων, και νόμιμη, πλην του αιτήματός της περί καταβολής της διαφοράς μεταξύ του καταβαλλομένου μισθώματος και του με την αγωγή αιτούμενου για το προγενέστερο της άσκησης της αγωγής χρονικό διάστημα, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επέβαλε εις βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία όρισε στο ποσό των 650 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και τους πρόσθετους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή της κατά των αντιδίκων της.
Ωστόσο, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι απορριπτέα πρωτίστως ως αόριστη, κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και κατόπιν σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων που πρόβαλαν τόσο με τις πρωτόδικες όσο και με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους. Ειδικότερα, ενώ ζητείται η αναπροσαρμογή του μισθώματος του επίδικου μίσθιου ακινήτου, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, δεν αναφέρονται σε αυτήν, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην οικεία υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, τα πρόσφορα και συγκεκριμένα, προσδιοριστικά για την αναπροσαρμογή του μισθώματος, συγκριτικά στοιχεία. Πιο αναλυτικά, δεν γίνεται μνεία στο αγωγικό δικόγραφο της μισθωτικής αξίας και της εξελικτικής πορείας και συγκεκριμένων όμορων και ομοειδών με το μίσθιο, ακινήτων, από την εκτίμηση των οποίων θα μπορούσε το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για το αν το προτεινόμενο από την ενάγουσα χρηματικό αντάλλαγμα αντισταθμίζει, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, την αξία της χρήσης του επίδικου ακινήτου, που παραχωρήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο – αρχικό μισθωτή στην πρώτη εναγόμενη εταιρία – μισθώτρια. Ακόμη, δεν αναφέρεται η ενάγουσα, με συγκεκριμένα στοιχεία και αριθμούς, στη σημαντική αύξηση του τιμάριθμου και του ατομικού εισοδήματος, καθώς και στη στενότητα των επαγγελματικών χώρων στην περιοχή όπου βρίσκεται το μίσθιο, που έχει ως συνέπεια τη σημαντική αύξηση της μισθωτικής αξίας αυτού και τη ζημία της ίδιας, πέραν του κινδύνου που ανέλαβε με τη μισθωτική σύμβαση. Αρκείται δε αυτή (ενάγουσα) στην απλή και γενικόλογη μνεία ότι, στην περιοχή της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του Περάματος, που βρίσκεται το μίσθιο ακίνητο, αναπτύσσεται μεγάλη ναυπηγική δραστηριότητα, ότι, η πρώτη εναγόμενη έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ότι επικρατούν καλές συνθήκες στη ναυτιλία, αναφέροντας ότι ‘’… το ναυπηγείο είναι γεμάτο σκάφη προς επισκευή, διότι οι εφοπλιστές δεν έχουν τόσο οικονομικό πρόβλημα λόγω κρίσης ώστε να μην επισκευάσουν ή να συντηρήσουν τα σκάφη τους’’. Δεν αναφέρονται δε στην αγωγή, ούτε ακροθιγώς, πολύ δε περισσότερο δεν προσδιορίζονται ως προς τη θέση, τη χρήση τους, άλλα εκμισθωμένα ακίνητα στην περιοχή, καθώς και τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτά είναι εκμισθωμένα και τα αντίστοιχα για κάθε συγκεκριμένη περίοδο μισθώματα που καταβάλλουν οι μισθωτές τους. Επίσης, η ενάγουσα υποστηρίζει στην αγωγή της ότι, αν ο δεύτερος εναγόμενος δεν είχε χρησιμοποιήσει απατηλή συμπεριφορά, ήτοι επικαλούμενος τα οικονομικά του προβλήματα και τη συγγενική τους σχέση (χωρίς ωστόσο να αναφέρει περαιτέρω ποια ειδικότερα εν γνώσει του ψευδή περιστατικά της παρουσίασε ως αληθή ή ποια αληθή απέκρυψε, για να την πείσει), αυτή θα επιτύγχανε σε συνθήκες ελεύθερης συναλλαγής μεγαλύτερο από το ως άνω συμφωνηθέν μίσθωμα και ειδικότερα το δικαστικά ορισθέν με την αναφερθείσα στην αγωγή της απόφαση. Τα περιστατικά αυτά, όμως, πέραν της ανωτέρω αναφερόμενης αοριστίας, σε κάθε περίπτωση, αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την αξίωση περί αναπροσαρμογής του μισθώματος κατ΄ άρθρο 288 ΑΚ, διότι, χωρίς άλλα προσδιοριστικά στοιχεία, δεν συνιστούν σημαντική μεταβολή των συνθηκών, καθώς υφίσταντο ήδη τόσο κατά τον χρόνο της σύναψης της αρχικής μισθωτικής σύμβασης το έτος 2004, όσο και κατά τον χρόνο της παράτασης αυτής το έτος 2006. Σημειωτέον δε ότι η ενάγουσα δεν ζητεί με την αγωγή, την ακύρωση της μισθωτικής σύμβασης κατ΄ άρθρο 147, λόγω απάτης, αλλά επικαλείται την τελευταία για να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος, κατά τα προεκτεθέντα. Εξάλλου, αντιφατικά είναι και τα αιτήματα της αγωγής, καθιστώντας αυτήν περαιτέρω ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθώς, ενώ η ενάγουσα ζητεί να αναπροσαρμοστεί το μίσθωμα, αίτημα το οποίο προϋποθέτει ενεργή μισθωτική σχέση, συγχρόνως ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να συνάψει μαζί της σύμβαση μίσθωσης.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή και την απέρριψε, ακολούθως, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ερευνάται αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης της ενάγουσας, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην οικεία υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη. Ενόψει αυτών, πρέπει, κατά παραδοχή της έφεσης, με την οποία η ενάγουσα παραπονείται, για την κατ`ουσία απόρριψη της αγωγής, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστη και χωρίς ειδικό λόγο έφεσης, καθόσον η απόρριψη της αγωγής, για τον ανωτέρω λόγο, στοιχειοθετεί διαφορετικό διατακτικό και οδηγεί στη δημιουργία διαφορετικού δεδικασμένου, για την εκκαλούσα και δεν αρκεί η αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατ`άρθρο 534 ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – καθ΄ών οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας – ασκούσας τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, λόγω της ήττας της (άρθρ. 183,176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του αναφερόμενου επίσης στο διατακτικό παραβόλου της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 29-9-2017 (με Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση και τους από 30-1-2024 (με Ε.Α.Κ. …/2024) πρόσθετους λόγους αυτής.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την ως άνω έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3632/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει την από 17-7-2014 (με αριθμό κατάθ. ……/2014) αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν.
Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσας- ασκούσας τους πρόσθετους λόγους της έφεσης – ενάγουσας, τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων – καθ΄ών οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης – εναγόμενων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του με αριθμό ……………/2017 e-παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Ιουλίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ