Αριθμός 661/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1893/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 591 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1-1-2016), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 17-11-2016 (Γ.Α.Κ. …../2016, ειδ. αριθ. καταθ. …../2016) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – αντεφεσιβλήτου κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων -αντεκκαλούντων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει, να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της και η αντέφεση, την οποία οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι – αντεκκαλούντες παραδεκτώς και εμπροθέσμως (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. ζ΄ του ΚΠολΔ), άσκησαν, κατά της ίδιας προαναφερθείσας πρωτόδικης απόφασης, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου ενώπιον της γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου (Γ.Α.Κ. ……./2018, ειδ. αριθ. καταθ. …./2018), το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους αντεφεσιβλήτους (βλ. την υπ’ αριθ. …../18-7-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), ενόψει του ότι αυτή (αντέφεση) αφορά σε κεφάλαια της προαναφερθείσας αποφάσεως, τα οποία έχουν προσβληθεί με την ανωτέρω έφεση (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η Έφεση» επιμ. Κ. Οικονόμου αρθρ. 523 αριθ. 23 σελ. 208 – 209), συνεκδικαζόμενη με την ως άνω έφεση γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – αντεφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος (και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών) οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας …………. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της ιδιοκτησίας του, η οποία ήταν ασφαλισμένη για την ευθύνη που αφορά ζημιές προς τρίτους στη δεύτερη εναγόμενη (και ήδη εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα) ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από υπαιτιότητά του (1ου εναγόμενου) τον τραυματισμό του, κατά το τροχαίο ατύχημα, που έγινε στο χρόνο, τόπο και με τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή. Επίσης, ο ενάγων, με την ίδια ως άνω αγωγή, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 22.949,17 ευρώ, συνολικώς για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την ως άνω αιτία (αδικοπραξία), με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.246 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (υπερημερίας) από την επίδοση της αγωγής. Κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων (αντεφεσίβλητος) με την κρινόμενη έφεσή του, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν, και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή στο σύνολό της και επικουρικώς να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή για μεγαλύτερο του επιδικασθέντος ποσού, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση. Περαιτέρω, οι αντεκαλούντες- εναγόμενοι (εφεσίβλητοι) με την ανωτέρω αντέφεσή τους παραπονούνται κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά στα κεφάλαιά της περί της υπαιτιότητας, της αποζημιώσεως για την πλασματική δαπάνη υπηρεσιών βοηθού και του ύψους της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, ζητούν δε να μεταρρυθμισθεί η απόφαση αυτή, ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή για μικρότερο του επιδικασθέντος ποσού, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (αντέφεση).
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β` και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν αποκλείεται καταρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και επομένως και σε αυτή από αδικοπραξία των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν στη γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Εξάλλου, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999 Κ.Ο.Κ.), δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ. στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (βλ. ΑΠ 553/2019, ΑΠ 424/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 204/2018, ΑΠ 62/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 298 εδ. α΄ του ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Επίσης, κατά το άρθρο 929 εδ. α΄ του ΑΚ, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που ήδη έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, εκτός των άλλων, και η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου – βοηθού, είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την ανωτέρω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες των ανωτέρω προσώπων, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους ως άνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και εις βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (βλ. ΑΠ 553/2019 ο.π., ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήριο, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Εξάλλου, κατά τον καθορισμό του σχετικώς επιδικαζόμενου ποσού, επιβάλλεται να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015 575, ΑΠ 553/2019 ο.π., ΑΠ 604/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2017 ο.π.).
- Το άρθρο 346 του ΑΚ, στο οποίο ορίζετο ότι «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού. Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, πρέπει να διενεργείται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (βλ. ΑΠ 553/2019 ο.π., ΑΠ 1207/2017 ο.π., ΑΠ 1059/2017 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος αποδείξεως και της χωρίς όρκο εξέτασης του πρώτου εναγομένου (ως διαδίκου), που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, καθώς και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί την 13.00 ώρα της 15ης-4-2016, η οδηγούμενη από τον πρώτο εναγόμενο, με αριθμό κυκλοφορίας ………… δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της ιδιοκτησίας του, η οποία ήταν ασφαλισμένη για την ευθύνη που αφορά ζημιές προς τρίτους στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο επί της οδού Καραολή Δημητρίου, στην περιοχή του Περάματος Αττικής, με κατεύθυνση από τη λεωφόρο Δημοκρατίας προς το Άνω Πέραμα και με ταχύτητα που υπερέβαινε τα 50 χιλιόμετρα ανά ώρα, προσεγγίζοντας στον οδικό κόμβο της οδού Καραολή Δημητρίου με τη λεωφόρο Ειρήνης, όπου η κίνηση των οχημάτων ρυθμίζεται με φωτεινό σηματοδότη. Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, ο ενάγων, ως πεζός, επιχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα της προαναφερθείσας οδού (Καραολή Δημητρίου), στο σημείο του οικοδομικού αριθμού 9, που απέχει δέκα μέτρα περίπου από τη διάβαση πεζών, η οποία ευρίσκεται στη συμβολή της οδού αυτής (Καραολή Δημητρίου) με τη λεωφόρο Ειρήνης και η οποία ρυθμίζεται με φωτεινό σηματοδότη, πλησίον πρατηρίου υγρών καυσίμων. Σημειωτέον ότι στο σημείο αυτό το οδόστρωμα της οδού Καραολή Δημητρίου, η οποία είναι μονής κατευθύνσεως, έχει πλάτος 6,5 μέτρων και παρουσιάζει μικρή ανωφερική κλίση προς το Άνω Πέραμα. Επίσης, στον ως άνω χρόνο και τόπο, η κίνηση των οχημάτων και των πεζών ήταν κανονική, ο καιρός ήταν αίθριος και η σχετική ορατότητα δεν περιοριζόταν από κάποιο στοιχείο. Όταν, ο πρώτος εναγόμενος με την ανωτέρω μοτοσυκλέτα που οδηγούσε προσέγγισε στον προαναφερθέντα οδικό κόμβο (της οδού Καραολή Δημητρίου με τη λεωφόρο Ειρήνης), ενώ ο σχετικός φωτεινός σηματοδότης ήταν χρώματος πορτοκαλί (κίτρινο), δεν διέκοψε την πορεία του αλλά εξακολούθησε αυτήν, επαυξάνοντας ολίγον την ταχύτητα του οχήματός του προκειμένου να προλάβει να διέλθει από το σημείο αυτό πριν ο ανωτέρω φωτεινός σηματοδότης μεταβληθεί σε κόκκινο χρώμα. Αφού, ο πρώτος εναγόμενος συνέχισε, κατά τα ως άνω, την πορεία του, κινούμενος επί του αριστερού τμήματος του οδοστρώματος της οδού Καραολή Δημητρίου, αυτός δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τον ενάγοντα, ο οποίος, ήδη, είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος της οδού αυτής (δηλαδή απόσταση 3,5 μέτρων περίπου από το ρείθρο του σχετικού πεζοδρομίου), διερχόμενος από τη δεξιά πλευρά της μοτοσυκλέτας, έτσι παρέσυρε με αυτή (μοτοσυκλέτα) τον ενάγοντα, ο οποίος έπεσε βιαίως επί του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί ο ακολούθως αναφερόμενος τραυματισμός του, ενώ η μοτοσυκλέτα ανατράπηκε και σύρθηκε επί του οδοστρώματος, σε απόσταση 10,5 μέτρων περίπου. Υπαίτιος για την πρόκληση του προαναφερθέντος τροχαίου ατυχήματος και του συνακόλουθου τραυματισμού του ενάγοντος είναι ο πρώτος εναγόμενος, γιατί δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή κατά την οδήγηση, όπως όφειλε και μπορούσε ως μέσος οδηγός να επιδείξει. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος οδηγούσε πλημμελώς την ως άνω μοτοσυκλέτα του, μη έχοντας σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, μάλιστα δεν διέκοψε την πορεία του στον ανωτέρω οδικό κόμβο, έναντι του φωτεινού σηματοδότη που ήταν χρώματος πορτοκαλί (κίτρινο), ούτε ρύθμισε την ταχύτητά της, η οποία υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο (50 χλμ.), ανάλογα με τις περιστάσεις (σε περιοχή που παρουσιάζει ιδιαίτερη κίνηση οχημάτων και πεζών, πλησίον εισόδου-εξόδου πρατηρίου υγρών καυσίμων), ώστε να αποφευχθεί η ως άνω πρόσκρουση του οχήματος αυτού επί του πεζού ενάγοντος. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε κάποια ενέργεια για να αποφύγει τον ενάγοντα (τροχοπέδηση ή ελιγμό), τον οποίο δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως. Ως εκ τούτου, ο πρώτος εναγόμενος, επιδεικνύοντας την ανωτέρω αμέλεια, η οποία συνίσταται στις προαναφερθείσες ενέργειες και παραλείψεις του, και παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 εδ. γ, 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2 και 3, 20 παρ. 1, 39 παρ. 1 του ν. 2696/1999 «Κ.Ο.Κ.», προκάλεσε το εν λόγω ατύχημα. Σημειωτέον ότι η ως άνω παραβίαση της υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου να διακόψει την πορεία του στον ανωτέρω οδικό κόμβο, έναντι του φωτεινού σηματοδότη που ήταν χρώματος πορτοκαλί (κίτρινου), συνάγεται, ιδίως, από την από 24-6-2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του …………., που διενεργήθηκε κατά τη σχετική προανάκριση, ο οποίος αναφέρει ότι, κατά τον ως άνω χρόνο του εν λόγω ατυχήματος, οδηγώντας το αυτοκίνητο του, επί της προαναφερθείσας οδού (Καραολή Δημητρίου), είχε διακόψει την πορεία του, στον ανωτέρω οδικό κόμβο λόγω της ύπαρξης φωτεινού σηματοδότη χρώματος πορτοκαλί, όπως είχαν πράξει και οι οδηγοί των λοιπών οχημάτων, κινούμενοι επί της ίδιας οδού, ενώ ο πρώτος εναγόμενος με τη μοτοσυκλέτα του εξακολούθησε την πορεία του. Επίσης, η ως άνω ταχύτητα της μοτοσυκλέτας του πρώτου εναγόμενου (υπερβαίνουσα τα 50 χλμ. ανά ώρα) συνάγεται, ιδίως, και από το ότι, μετά την ως άνω πρόσκρουσή της επί του ενάγοντος, ο πρώτος εναγόμενος απώλεσε τον έλεγχό της, αφού αυτή ανατράπηκε και σύρθηκε επί του οδοστρώματος της ανωτέρω οδού (Καραολή Δημητρίου) σε απόσταση 10,50 μέτρων περίπου (βλ. το από 15-4-2016 πρόχειρο σχεδιάγραμμα υπό στοιχείο Γ΄ «……»), ενώ, σε περίπτωση που η ταχύτητα της μοτοσυκλέτας ήταν περιορισμένη, ο πρώτος εναγόμενος θα μπορούσε ευχερώς να διατηρήσει τον έλεγχο της πορείας αυτής, όμως, η προαναφερθείσα σημαντική ταχύτητα της δυσχέρανε τέτοια ενέργεια. Εξάλλου, η ως άνω κρίση περί της πλημμελούς οδηγήσεως της μοτοσυκλέτας από τον πρώτο εναγόμενο ενισχύεται και από την από 12-6-2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του …………., που διενεργήθηκε κατά τη σχετική προανάκριση, ο οποίος αναφέρει ότι, κατά τον ως άνω χρόνο του εν λόγω ατυχήματος, ευρισκόταν επί του πεζοδρομίου της λεωφόρου Ειρήνης, πλησίον του ανωτέρω οδικού κόμβου, και αντιλήφθηκε τη μοτοσυκλέτα του πρώτου εναγομένου να κινείται εντελώς αιφνιδίως («ξαφνικά») προς το σημείο που ο ενάγων διέσχιζε το οδόστρωμα της οδού Καραολή Δημητρίου, δηλαδή αυτός χαρακτηρίζει την ως άνω κίνηση της μοτοσυκλέτας απότομη και όχι προοδευτική, όπως των λοιπών οχημάτων που είχαν διακόψει την πορεία τους στον ανωτέρω οδικό κόμβο. Επίσης, υπαίτιος για την πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος και των συνακόλουθων συνεπειών του είναι και ο ενάγων, γιατί δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, όπως όφειλε και μπορούσε ως μέσος πεζός να επιδείξει. Ειδικότερα, ο ενάγων επιχείρησε να διασχίσει το οδόστρωμα της ανωτέρω οδού σε σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζών, ενώ πλησίον αυτού (σε απόσταση 10 μέτρων περίπου) υπήρχε τέτοια, και χωρίς προηγουμένως αυτός να λάβει υπόψη του την απόσταση και την ταχύτητα των οχημάτων που εκινούντο επ’ αυτής, δηλαδή τη μοτοσυκλέτα του πρώτου εναγόμενου, η οποία μάλιστα εκινείτο με σημαντική ταχύτητα, ώστε να αναμείνει τη διέλευση της πριν διασχίσει το οδόστρωμα, με αποτέλεσμα των ως άνω ενεργειών και παραλείψεων αυτού, οι οποίες συνιστούν τη σχετική αμέλεια του, να προκληθεί το εν λόγω ατύχημα (επιπλέον, ο ενάγων παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 4 του ν. 2696/1999 «Κ.Ο.Κ.»). Σημειωτέον ότι, κατά το χρόνο που ο ενάγων κατήλθε του πεζοδρομίου και άρχισε να διασχίζει το οδόστρωμα της προαναφερθείσας οδού, στην παρακείμενη διάβαση πεζών ο φωτεινός σηματοδότης ήταν χρώματος ερυθρού, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, στον ανωτέρω οδικό κόμβο ο φωτεινός σηματοδότης για την πορεία των οχημάτων ήταν χρώματος πορτοκαλί (κίτρινου), δοθέντος ότι για την ασφάλεια της κίνησης των πεζών προηγείται η μεταβολή του φωτεινού σηματοδότη στην πορεία των οχημάτων σε χρώματος ερυθρού. Επίσης, πρέπει σημειωθεί ότι ο ενάγων, παρά το ότι βάδιζε με ταχύ ρυθμό, λόγω του νεαρού της ηλικίας του (τότε ηλικίας 18 ετών) και της αθλητικής δραστηριότητάς του, δεν πρόλαβε να διασχίσει εξ ολοκλήρου το οδόστρωμα, πριν τη διέλευση από το ανωτέρω σημείο της μοτοσυκλέτας αυτής, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η ταχύτητα της τελευταίας ήταν σημαντική (υπερέβαινε τα 50 χλμ. ανά ώρα), έτσι, αυτή (μοτοσυκλέτα) εντός ολίγων δευτερολέπτων διήλθε από τον οδικό κόμβο αυτό και προσέγγισε στο σημείο που βάδιζε ο ενάγων. Εξάλλου, η μη χρήση από τον ενάγοντα της ανωτέρω διάβασης πεζών συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος, γιατί, σε περίπτωση που ο ενάγων είχε επιχειρήσει να διασχίσει το οδόστρωμα στο σημείο αυτής (διάβασης) θα είχε αντιληφθεί άμεσα ότι ο σχετικός φωτεινός σηματοδότης ήταν χρώματος ερυθρού και αυτό θα είχε αποτρέψει αυτόν να κατέλθει του πεζοδρομίου, με αποτέλεσμα να διέλθει από εκεί η μοτοσυκλέτα, χωρίς να τον παρασύρει. Μάλιστα, η διάβαση αυτή βρίσκεται πλησιέστερα στον ανωτέρω οδικό κόμβο από το σημείο που ο ενάγων επιχείρησε να διασχίσει το οδόστρωμα, έτσι, θα ήταν ευχερέστερο στον πρώτο εναγόμενο να τον αντιληφθεί εγκαίρως, σε περίπτωση που έκανε χρήση αυτής (διάβασης). Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ο πρώτος εναγόμενος και ο ενάγων είναι συνυπαίτιοι ως προς την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος κατά ποσοστό που προσδιορίζεται σε 70% για τον πρώτο εναγόμενο και σε 30% για τον ενάγοντα, γενομένης έτσι μερικώς δεκτής της ένστασης (άρθρο 300 ΑΚ) περί της συνυπαιτιότητάς του τελευταίου, που προέβαλαν επικουρικώς (και επαναφέρουν νομίμως) οι εναγόμενοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε συνυπαίτιους ως προς την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος κατά ποσοστό 70% τον πρώτο εναγόμενο και κατά ποσοστό 30% τον ενάγοντα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων της ανωτέρω εφέσεως και αντεφέσεως, αντιστοίχως (δηλαδή του 1ου λόγου της εφέσεως περί της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου, άλλως συνυπαιτιότητάς του κατά ποσοστό 90%, και του 1ου λόγου της αντεφέσεως περί της αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος, άλλως συνυπαιτιότητάς του κατά ποσοστό 95%).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, από το εν λόγω ατύχημα, ο ενάγων τραυματίσθηκε και διακομίσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών, όπου, αρχικώς, διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί μώλωπες αγκώνα, εκδορά δεξιού οφρύος, καθώς και ρωγμώδες κάταγμα αριστερής πηχεοκαρπικής, για την αποκατάσταση του οποίου τοποθετήθηκε σχετικός νάρθηκας (βλ. το από 11-5-2016 πιστοποιητικό του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών), ενώ του συνεστήθη αποχή από αθλητική δραστηριότητα για 30 ημέρες (βλ. την από 22-4-2016 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ειδικευόμενου ορθοπαιδικής ………..). Επίσης, ο ενάγων επανεξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία του ανωτέρω νοσοκομείου, στις 19-5-2016, και διαγνώσθηκε ότι αυτός παρουσίαζε «εμμένουσα αυχεναλγία ΑΜΣΣ μετά από τροχαίο – αιμωδίες αριστερού κάτω άκρου» και συνεστήθη η διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης σε 3 επίπεδα (βλ. την από 19-5-2016 ιατρική γνωμάτευση του ορθοπαιδικού χειρουργού – επιμελητή της ορθοπαιδικής κλινικής του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών …………). Στη συνέχεια, στις 20-5-2016, ο ενάγων πραγματοποίησε την ανωτέρω συσταθείσα εξέταση, στο διαγνωστικό κέντρο «….» στον Πειραιά, χωρίς, όμως, από αυτήν να διαπιστωθούν κάποια παθολογικά ευρήματα (βλ. την από 20-5-2006 γνωμάτευση του ιατρού ακτινολόγου …………….), μάλιστα για την εξέταση αυτή ο ενάγων κατέβαλε (ως συμμετοχή ασφαλισμένου στο Δημόσιο), το ποσό των 47,39 ευρώ (βλ. τη με αριθμό 1-13568 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του προαναφερθέντος Κέντρου). Ακολούθως, στις 28-4-2016, για την αποκατάσταση της ως άνω παθήσεως του ενάγοντος, τοποθετήθηκε σ’ αυτόν ελαστικός νάρθηκας αριστερής πηχεοκαρπικής, προς αντικατάσταση του αρχικώς τοποθετηθέντος γυψονάρθηκα, για την αγορά του οποίου ο ενάγων δαπάνησε το ποσό των 48,00 ευρώ (βλ. την από 28-4-2016 απόδειξη των συστεγασμένων φαρμακείων «………….»). Ακόμη, ο ενάγων, λόγω της ανωτέρω αυχεναλγίας, έκανε χρήση ελαστικού κολάρου αυχένα, για την αγορά του οποίου, αυτός δαπάνησε το ποσό των 54,90 ευρώ (βλ. την από 30-5-2016 απόδειξη του ανωτέρω φαρμακείου). Έτσι, ο ενάγων για την αντιμετώπιση των ως άνω προβλημάτων της υγείας του, οφειλομένων στον προαναφερθέντα τραυματισμό του, για τις ως άνω αιτίες, δαπάνησε το συνολικό ποσό των 150,29 ευρώ (47,39 + 48,00 + 54,90), από το οποίο οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλλουν το ποσό των 105,20 ευρώ (150,29 X 70%), συνυπολογισθέντος του ποσοστού συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ένδικου τραυματισμού του. Επιπλέον, ο ενάγων είχε δαπανήσει το ποσό των 180 ευρώ, για το αντίτιμο συμμετοχής του σε αγώνες «bodybuilding» που διενεργήθηκαν στις 29-5-2016 (βλ. την από 29-9-2016 βεβαίωση της «…………..»), στους οποίους, όμως, αυτός δεν μπόρεσε να συμμετάσχει εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού του κατά το εν λόγω ατύχημα, κατά συνέπεια οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν, για το λόγο αυτό, το ανωτέρω ποσό μειωμένο κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του στην πρόκληση του ένδικου τραυματισμού του, δηλαδή το ποσό των 126 ευρώ (180 X 70%). Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω ποσά (105,20 ευρώ και 126 ευρώ) επιδικάσθηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να προσβληθεί αυτή κατά το αντίστοιχο μέρος της.
Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο, ότι ο ενάγων δαπάνησε για τη μίσθωση αυτοκινήτου «ταξί» το συνολικό ποσό των 37,98 ευρώ, προκειμένου να μεταβεί, μετ’ επιστροφής, από την οικία του στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών για τη θεραπεία του ως άνω τραυματισμού του, και στο διαγνωστικό κέντρο με την επωνυμία «…….» για τη διενέργεια της ανωτέρω εξέτασης, αφού δεν προσκομίστηκε κάποια έγγραφη απόδειξη, η οποία να αφορά τη διενέργεια της εν λόγω δαπάνης. Σημειωτέον ότι, κατά την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία (υπ’ αριθ. 1106660/1247/0015/ ΠΟΛ. 1129/28-11-2003 Υπουργική Απόφαση, ΦΕΚ 1816 Β/2003), υφίσταται υποχρέωση των επαγγελματιών αυτοκινήτων «ταξί» να εκδίδουν έγγραφες αποδείξεις για την πληρωμή του κομίστρου μεταφοράς προσώπων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το σχετικό αίτημα της αγωγής ως ουσιαστικώς αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος) της ανωτέρω εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το εν λόγω ατύχημα, καταστράφηκαν τα είδη ενδύσεως, που επικαλείται ο ενάγων, καθώς και ένα ωρολόγιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος, αφού δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι αυτός έφερε αυτά και ότι καταστράφηκαν. Μάλιστα, η επικληθείσα καταστροφή των ειδών αυτών δεν δικαιολογείται από την έκταση του ως άνω τραυματισμού του ενάγοντος. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το εν λόγω ατύχημα, καταστράφηκε η συσκευή κινητού τηλεφώνου του ενάγοντος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος, αφού δεν προέκυψε ότι αυτός (ενάγων) είχε τέτοια στην κατοχή του, μάλιστα, δεν προσκομίστηκε κάποια βεβαίωση εταιρίας κινητής τηλεφωνίας περί της υπάρξεως σχετικής τηλεφωνικής σύνδεσης με δικαιούχο τον ενάγοντα, ενώ στην προσκομισθείσα απόδειξη αγοράς τέτοιας συσκευής αναφέρεται ως αγοραστής διαφορετικό πρόσωπο (δηλαδή ο ………, βλ. την από 12-4-2016 απόδειξη της «………»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το αίτημα της αγωγής περί αποζημιώσεως για την καταστροφή των ανωτέρω ειδών (συνολικού ποσού 410,40 ευρώ) ως ουσιαστικώς αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος) της ανωτέρω εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, λόγω του ως άνω τραυματισμού του, λάμβανε τροφή βελτιωμένη της συνήθους, αφού δεν προέκυψε από κάποια ιατρική βεβαίωση η αναγκαιότητα αυτής για το επικληθέν χρονικό διάστημα, εξάλλου, είναι κοινώς γνωστό ότι η σύγχρονη συνήθης διατροφή του μέσου κοινωνικώς ανθρώπου περιέχει τις αναγκαίες θρεπτικές ουσίες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το σχετικό αίτημα της αγωγής (συνολικού ποσού 600 ευρώ) ως ουσιαστικώς αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (4ος) της ανωτέρω εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 15-4-2016 έως 14-5-2016, δηλαδή συνολικώς για διάστημα 30 ημερών, που παρέμενε εντός της οικίας του, λόγω της ως άνω κατάστασης της υγείας του, είχε την ανάγκη υπηρεσιών τρίτου προσώπου για την εξυπηρέτηση των προσωπικών αναγκών του, τις οποίες παρείχαν σ’ αυτόν οι γονείς του, ………. και ………, καθώς και ο αδελφός του, με τους οποίους συγκατοικεί, με υπερένταση των δυνάμεων τους. Έτσι, σε περίπτωση που ο ενάγων προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών υπολογίζεται ότι θα δαπανούσε ημερησίως το ποσό των 15 ευρώ, δηλαδή θα δαπανούσε για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα (30 ημερών) το ποσό των 450 ευρώ (15 ευρώ Χ 30 ημέρες= 450) και όχι των 1.570,80 ευρώ, για χρονικό διάστημα 60 ημερών, όπως καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται ο ενάγων, ενόψει του ότι για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, οι οποίες δεν ήταν εξειδικευμένες, επαρκούσε η απασχόληση τρίτου επί μερικές ώρες ημερησίως. Μάλιστα, η ανωτέρω κρίση περί του ότι δεν ήταν αναγκαία η παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών στον ενάγοντα για μεγαλύτερο από το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ενισχύεται από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, στις 28-4-2016, τοποθετήθηκε στον ενάγοντα ελαστικός νάρθηκας αριστερής πηχεοκαρπικής, προς αντικατάσταση του αρχικώς τοποθετηθέντος γυψονάρθηκα, και από το ότι, μετά την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (από 15-4-2016 έως 14-5-2016), ο ενάγων μετέβαινε καθημερινώς στο λύκειο για την παρακολούθηση του σχολικού προγράμματος μαθημάτων (βλ. την κατάθεση της μάρτυρος …………). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα, για το λόγο αυτό, το ανωτέρω ποσό μειωμένο κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του στην πρόκληση του ένδικου τραυματισμού του, δηλαδή το ποσό των 315 ευρώ (450 X 70%). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς το σχετικό αίτημα της αγωγής ως ουσιαστικώς βάσιμο και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 450 ευρώ, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ο περί του αντιθέτου λόγος (5ος) της ανωτέρω εφέσεως (περί επιδικάσεως μεγαλύτερου ποσού) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, όπως και ο σχετικός λόγος (2ος) της αντεφέσεως (περί απορρίψεως του αντίστοιχου αιτήματος της αγωγής, άλλως επιδικάσεως μικρότερου ποσού).
Ακόμη, ενόψει της ως άνω αδικοπραξίας, των συνθηκών που έγινε το ένδικο ατύχημα, του βαθμού του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου, σε συνδυασμό με το βαθμό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, και του είδους των σωματικών βλαβών του ενάγοντος, εξαιτίας των οποίων αυτός διέκοψε για σημαντικό χρονικό διάστημα την αθλητική δραστηριότητά του, καθώς και των εν γένει περιστάσεων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.500 ευρώ, το οποίο, μετά τη στάθμιση των προαναφερθέντων στοιχείων και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς το σχετικό αίτημα της αγωγής ως ουσιαστικώς βάσιμο και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 700 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (6ο) της εφέσεως, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου (3ου) της αντεφέσεως (δηλαδή περί επιδικάσεως μικρότερου του ως άνω ποσού χρηματικής ικανοποίησης).
Εξάλλου, στην προκείμενη περίπτωση, υφίσταται εύλογη αντιδικία μεταξύ των διαδίκων, ενόψει του ως άνω σημαντικού βαθμού συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος, των ως άνω κριθέντων ως αβάσιμων αγωγικών αιτημάτων για μερικά κονδύλια, σε συνδυασμό με τη φύση κάποιων ανωτέρω αξιώσεων (χρηματικής ικανοποίησης). Ως εκ τούτου, κατά το σχετικό βάσιμο αίτημα των εναγομένων (το οποίο προβλήθηκε, παραδεκτώς, πρωτοδίκως και επαναφέρεται νομίμως στο Δικαστήριο τούτο) και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IV), οι ως άνω αξιώσεις του ενάγοντος πρέπει να επιδικασθούν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (και όχι επιδικίας). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε το σχετικό αίτημα των εναγομένων και υποχρέωσε αυτούς να καταβάλουν στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό (1.246,20 ευρώ), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής (όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της εκκαλουμένης), δεν έσφαλε ως προς τούτο (τόκο), και ο περί του αντιθέτου λόγος (7ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος,
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς την ανωτέρω αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των 1.246,20 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τον προαναφερθέντα βάσιμο λόγο της κρινόμενης εφέσεως, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (βλ. ΕφΠειρ 602/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, ΕφΠειρΜον 50/2016 ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» σελ. 595 παρ. 2383, Σ. Σαμουήλ «Η Έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα, το ποσό των 2.100,20 ευρώ (105,20+ 180+315+1.500), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, η ανωτέρω αντέφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ακόμη, η δικαστική δαπάνη, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος των εναγομένων (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.
Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αντέφεση.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1893/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, η οποία αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 17-11-2016 (Γ.Α.Κ. …../2016, ειδ. αριθ. καταθ. …../2016) αγωγή.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό και είκοσι λεπτών ευρώ (2.100,20), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής.
Καταδικάζει τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου (υπ’ αριθ. κωδ. ……./2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 7-11-2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ