Το ΣτΕ απορρίπτει την αίτηση διότι ο αιτών δεν παρέστη αυτοπροσώπως, ούτε προσκόμισε στοιχεία απόδειξης της δικηγορικής ιδιότητάς του
Απορριπτική υπήρξε η απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 233/2024) επί αίτησης ακύρωσης που άσκησε δικηγόρος κατά απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία του είχε επιβληθεί πρόστιμο 3.000 ευρώ για παραβίαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.
Το δικαστήριο διαπίστωσε πως ο αιτών, που υπέγραφε το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης ως δικηγόρος, δεν παρέστη αυτοπροσώπως, ούτε και προσκόμισε στοιχεία για να αποδείξει την ιδιότητά του ως δικηγόρου εγγεγραμμένου στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, ώστε να έχει το δικαίωμα να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα. Η απόδειξη αυτή θα μπορούσε να γίνει με το ειδικό δελτίο ταυτότητας δικηγόρου, χωρίς να αρκεί η ύπαρξη σφραγίδας, τόσο στο δικόγραφο της αίτησης, όσο και στο υπόμνημα, με αναφορά των ενδείξεων «Δικηγόρος», Α.Φ.Μ. και Δ.Ο.Υ..
Απόσπασμα απόφασης:
3. Επειδή, στο άρθρο 17 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής είχε αντικατασταθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της κρινόμενης αίτησης με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 4446/2016 (Α´ 240), ορίζονται τα εξής: «Τα δικόγραφα της αίτησης ακυρώσεως […] που ασκούνται από ιδιώτη υπογράφονται μόνο από δικηγόρο». Περαιτέρω, στο άρθρο 27 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α´ του ν. 2479/1997 (Α´ 67) και η παράγραφος 3 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 13 του ν. 1968/1991 (Α´ 150) και 32 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α´ 112), προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Η πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με συνυπογραφή του δικογράφου του ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο […]. 2. Για την υπογραφή του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από τον δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1. Διαφορετικά το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος που το άσκησε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη. 3. Το δικαστήριο, κατ’ αίτηση του διαδίκου ή του εμφανιζόμενου ως πληρεξουσίου, είτε αναβάλλει τη συζήτηση σε άλλη δικάσιμο είτε χορηγεί εύλογη προθεσμία για τη νομιμοποίηση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτει το ένδικο μέσο. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 εφαρμόζονται και επί ελλείψεων ή ανάγκης συμπληρώσεως ή επί αμφιβολιών ως προς τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου ή του διαδίκου, όχι, όμως, επί παντελούς ελλείψεως νομιμοποιητικών στοιχείων […]», ενώ στην παράγραφο 3 του αυτού προεδρικού διατάγματος, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 32 του ν. 3772/2009, ορίζονται τα εξής: «Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο προεδρεύων της συνθέσεως ή ο εισηγητής καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά τη κρίση του προθεσμία» (η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου καθορίζει την διαδικασία κλήσης του πληρεξουσίου δικηγόρου).
4. Επειδή, στην περίπτωση κατά την οποία το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως υπογράφεται από τον ίδιο τον αιτούντα με την ιδιότητα του δικηγόρου, για την νομιμοποίηση του τελευταίου επιβάλλεται να παραστεί στο ακροατήριο ο ίδιος ο αιτών ως δικηγόρος ή με άλλον πληρεξούσιο δικηγόρο (νομιμοποιούμενο με συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας ή με προφορική δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο) ή, διαφορετικά, να προσκομιστούν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη της δικηγορικής του ιδιότητας κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 1966/2023, 2616/2021, 1423/2020, 1124/2019 κ.ά.). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 επ. και 23 επ. του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), το δικαίωμα προς άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος αποκτάται κατόπιν διορισμού, της επακολουθούσας ορκοδοσίας (ή της σχετικής δηλώσεως) και της εγγραφής στο μητρώο ενός δικηγορικού συλλόγου και διαρκεί μέχρι την (ολική ή μερική) αναστολή ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος και την προσωρινή ή οριστική απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας [αποβολή (αυτοδίκαιη απώλεια), παύση ή λύση] στις προβλεπόμενες στον νόμο περιπτώσεις. Στο δε άρθρο 29 του εν λόγω Κώδικα Δικηγόρων προβλέπεται η από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο χορήγηση στον δικηγόρο «ειδικής ταυτότητας».
5. Επειδή, το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης υπογράφεται από τον αιτούντα ως δικηγόρο. Κατά την συζήτηση, όμως, της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο αιτών δεν παρέστη αυτοπροσώπως, ούτε προσκόμισε στο Δικαστήριο στοιχεία για να αποδείξει την ιδιότητά του ως δικηγόρου εγγεγραμμένου στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, ώστε να έχει το δικαίωμα να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα κατά τα προμνησθέντα άρθρα 4 επ. και 23 επ. του Κώδικα Δικηγόρων, και μάλιστα το προαναφερθέν ειδικό δελτίο ταυτότητας δικηγόρου, μη αρκούσης προς απόδειξη της ανωτέρω ιδιότητας της υπάρχουσας στο δικόγραφο της αίτησης και στο από 6.12.2022 υπόμνημα σφραγίδας η οποία περιέχει τις ενδείξεις «Δικηγόρος», Α.Φ.Μ. και Δ.Ο.Υ. (βλ. ΣτΕ 2362/2020, 31/2016, 2815/2015 κ.ά.).
Εξάλλου, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 του π.δ. 18/1989, που προβλέπουν, κατά τα προεκτεθέντα, την ειδοποίηση του αιτούντος να προσκομίσει συμπληρωματικά νομιμοποιητικά στοιχεία, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν, σε κάθε περίπτωση την ύπαρξη έγκυρης, κατ’ αρχήν, νομιμοποίησης και δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, δεν έχει προσκομισθεί κανένα από τα απαιτούμενα και έγκυρα, σύμφωνα με τον νόμο, στοιχεία προς νομιμοποίηση (βλ. ΣτΕ 1423/2020).
Εφόσον, λοιπόν, δεν αποδεικνύεται το δικαίωμά του να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα, η αίτηση πρέπει να θεωρηθεί ότι υπογράφεται από ιδιώτη. Με τα δεδομένα αυτά, όμως, η κρινόμενη αίτηση ασκείται, κατ’ άρθρο 17 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, όπως κατά τα προεκτεθέντα ισχύει, απαραδέκτως, λόγω της μη υπογραφής του δικογράφου της αίτησης από δικηγόρο, και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί (βλ. ΣτΕ 1423/2020).