Από τον Γεράσιμο Σεραφειμίδη
Στον πάγο παραμένει η νομοθετική ρύθμιση για την εκτός σχεδίου δόμηση, η οποία έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων με αρκετές προσφυγές στο ΣτΕ και καμπάνες του ανώτατου δικαστηρίου προς το κράτος, το οποίο προωθεί μία λύση που θα επιβαρύνει οικοδομικά τη χώρα δίνοντας πάτημα σε όσους θέλουν να χτίσουν χωρίς σχέδιο και να ανεγείρουν μεγαθήρια.
Με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για τσιμεντοποίηση των πόλεων που είναι ήδη επιβαρυμένες από την πυκνή και σε αρκετές περιπτώσεις παράνομες εκτός νόμου άδειες, αλλά και περιοχές που είναι πιο “αγνές”.
Σημειώνεται ότι το ΣτΕ έχει ήδη εκδώσει πέντε αποφάσεις – φωτιά που τίθενται κατά της εκτός σχεδίου δόμησης ανατρέποντας τον σχεδιασμό του υπουργείου περιβάλλοντος και ενέργειας, το οποίο εδώ και αρκετά χρόνια προσπαθεί να δώσει μία προσωρινή λύση επιτρέποντας να χτιστούν εκτάσεις εμβαδού έως και τεσσάρων στρεμμάτων, αρκεί να βλέπουν σε αναγνωρισμένο δρόμο. Τουλάχιστον έως ότου να ολοκληρωθούν οι διαγωνισμοί και τα έργα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ) για τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια. Δηλαδή έως το 2026 όταν θα έχουν βγει τα σχετικά προεδρικά διατάγματα.
Ποιες είναι οι αποφάσεις που καίνε την εκτός σχεδίου δόμηση
Το ΣτΕ έχει ξεκινήσει από τις αρχές του 2023 να θέτει μπλόκο σε οποιαδήποτε προσπάθεια για την εκτός σχεδίου δόμηση θέτοντας σημαντικά εμπόδια στο ΥΠΕΝ, το οποίο εν τέλει υπαναχώρησε και απέσυρε τον Απρίλιο του 2024 το νομοσχέδιο από τη δημόσια διαβούλευση.
Η πρώτη απόφαση αφορούσε την Πάτμο και εξεδόθη από το δικαστήριο το Φεβρουάριο του 2023. Βάσει αυτής το το ελάχιστο εμβαδόν των 4 στρεμμάτων ώστε κάποιος να έχει τη δυνατότητα να κτίσει εκτός σχεδίου, δεν αρκούσε.
Η αιτιολογία που ανέφερε το ΣτΕ στην απόφαση που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου ήταν το γεγονός ότι χρειαζόταν να αποδειχθεί ότι το οικόπεδο έχει “πρόσωπο” σε κοινόχρηστο δρόμο. Γεγονός το οποίο είναι αρκετά δύσκολο αφού η ερμηνεία του κοινόχρηστου δρόμου είναι διαφορετικά νομικά και πολεοδομικά, καθώς νομικά ως υφιστάμενοι θεωρούνται οι παλιοί αγροτικοί δρόμοι, που υπήρχαν πριν 100 χρόνια.
Η δεύτερη απόφαση κατά της εκτός σχεδίου εκδόθηκε τέσσερις μήνες αργότερα, δηλαδή τον Ιούνιο του ίδιου έτους και είχε να κάνει με την άδεια για αποθήκη στη Χαλκίδα. Σε αυτή τονιζόταν ότι ότι η ρύθμιση για την εκτός σχεδίου ήταν αντισυνταγματική καθώς θα πρέπει να συμβαδίζει με συμβαδίζει με τη νομοθεσία για το περιβάλλον, τη χωροταξία και τις αρχαιότητες, ενώ ζητούσε και επιστημονικές μελέτες επιπτώσεων.
Η τέταρτη απόφαση του ΣτΕ, κατά της κυοφορούμενης ρύθμισης, ήρθε περίπου ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή τον Απρίλιο του 2024. Αυτή τη φορά το μπλόκο αφορούσε την έκδοση οικοδομικής άδειας στην Άρτα και προοικονομούσε τη διαφωνία του ΣτΕ με τα βασικά σημεία των προτάσεων του ΥΠΕΝ. Αυτή ήταν και πάλι κατά του “προσώπου” που είχε οικόπεδο τεσσάρων στρεμμάτων σε δημόσιο αναγνωρισμένο δρόμο.
Η ρύθμιση που πάγωσε
Υπενθυμίζεται ότι η ρύθμιση του ΥΠΕΝ, η οποία πάγωσε ύστερα από τα απανωτά μπλόκα του ΣτΕ προέβλεπε ότι τα εκτός σχεδίου οικόπεδα με πρόσωπο σε μη αναγνωρισμένο ως “κοινόχρηστο” δρόμο θα μπορούσαν να χτιστούν έως τα τέλη του 2025.
Για να ισχύει αυτό θα έπρεπε:
Τα οικόπεδα να έχουν δημιουργηθεί από το 1985 έως και το 2003 και να έχουν “πρόσωπο” ή να εφάπτεται το ένα εκ των ορίων τους σε μήκος τουλάχιστον 3,5 μέτρων σε οδό που εμφανίζεται σε αεροφωτογραφίες προ της 27ης Ιουλίου 1977 και συνδέεται με διεθνή, εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική οδό ή εγκαταλελειμμένα τμήματα αυτών.
Εξαιρούνταν από το παραπάνω τα οικόπεδα που δημιουργήθηκαν πριν από τον Μάιο του 1985 για τα οποία υφίστανται σε ισχύ προεγκρίσεις οικοδομικών αδειών ή οικοδομικές άδειες ή και αναθεωρήσεις αυτών καθώς και η τήρηση της προϋπόθεσης του πλάτους της οδού για τη δόμηση γηπέδων που δημιουργήθηκαν από την 31η.05.1985 μέχρι και την 31η.12.2003 και αποτέλεσαν αντικείμενο δικαιοπραξιών με επαχθή αιτία την τελευταία πενταετία και στην σχετική συμβολαιογραφική πράξη αναφέρεται ότι το γήπεδο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο.
Το ΥΠΕΝ σε μία προσπάθεια να βάλει τάξη στο χάος είχε προτείνει, όπως είχε διαρρεύσει στο παρελθόν, μεταξύ άλλων προτεινόταν:
Τη χρήση αεροφωτογραφιών του 1977 για την αναγνώριση των κοινόχρηστων δημοσίων οδών. Πρόκειται για μία λύση που θα έδινε τη δυνατότητα αξιοποίησης των εκτός σχεδίου οικοπέδων που είχαν δημιουργηθεί από κατατμήσεις μεταξύ των ετών 1985 και 2003 δεδομένου ότι ένα από τα όριά τους “ακουμπά” σε αναγνωρισμένη από το 1977 οδό.
Την πληρωμή ενός τέλους περιβαλλοντικού χαρακτήρα που θα κατατίθεντο σε ειδικό λογαριασμό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, και χρησιμοποιούταν μόνο για για έργα υποδομής και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Όσον αφορά την αναγνωρισμένη οδό, αυτή θα έπρεπε να έχει κατασκευαστεί ή\και να συντηρείται από Δήμο ή Περιφέρεια και όχι από ιδιώτη.