ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 12ης Σεπτεμβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρες 4 και 5 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί και τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί – Μέτρα για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου – Εργασία ορισμένου χρόνου – Διαδικασία σταθεροποίησης της παραμονής στο αξίωμα – Ex lege παραίτηση από κάθε αξίωση για το χρονικό διάστημα που προηγείται της σταθεροποίησης της παραμονής στο αξίωμα – Αποκατάσταση των ζημιών που απορρέουν από τη μη προσήκουσα εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης »
Στην υπόθεση C‑548/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο Giudice di pace di Fondi (ειρηνοδίκης του Fondi, Ιταλία) με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Αυγούστου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
M.M.
κατά
Presidenza del Consiglio dei ministri,
Ministero della Giustizia,
Ministero dell’Economia e delle Finanze,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η M.M., εκπροσωπούμενη από τον G. Falso και την E. Iorio, avvocati,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την L. Fiandaca και τον F. Sclafani, avvocati dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.‑R. Killmann και την D. Recchia,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, των άρθρων 17, 31, 34 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9), της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), καθώς και της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Μ.Μ., επί θητεία αντιεισαγγελέως, αφενός, και της Presidenza del Consiglio dei ministri (Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλία), του Ministero della Giustizia (Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ιταλία) και του Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία), σχετικά με την αίτηση της Μ.Μ. για την καταβολή των ποσών που φέρονται να της οφείλονται για την άσκηση των καθηκόντων του επί θητεία δικαστικού λειτουργού.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης
3 Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία επιγράφεται «Αρχή της μη διάκρισης», διαλαμβάνει στο σημείο 1 τα εξής:
«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου
4 Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στο σημείο 1 τα ακόλουθα:
«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»
5 Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία επιγράφεται «Αρχή της μη διάκρισης», διαλαμβάνει στο σημείο 1 τα εξής:
«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
6 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία φέρει τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:
α) θεωρούνται “διαδοχικές”·
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
Η οδηγία 2003/88
7 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ετήσια άδεια», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.»
Το ιταλικό δίκαιο
8 Το άρθρο 29, παράγραφοι 1 έως 3 και 5, του decreto legislativo n. 116 – Riforma organica della magistratura onoraria e altre disposizioni sui giudici di pace, nonché disciplina transitoria relativa ai magistrati onorari in servizio, a norma della legge 28 aprile 2016, n. 57 (νομοθετικού διατάγματος 116, περί οργανωτικής μεταρρυθμίσεως του τιμητικού λειτουργήματος των επί θητεία δικαστών και περί άλλων διατάξεων σχετικών με τους ειρηνοδίκες, καθώς και περί μεταβατικού καθεστώτος ισχύοντος για τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς, σε εκτέλεση του νόμου 57 της 28ης Απριλίου 2016), της 13ης Ιουλίου 2017 (GURI αριθ. 177, της 31ης Ιουλίου 2017, σ. 1, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 116), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 629, του legge n. 234 – Bilancio di previsione dello Stato per l’anno finanziario 2022 e bilancio pluriennale per il triennio 2022-2024 (νόμου 234, περί κρατικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2022 και περί προϋπολογισμού για την τριετία 2022-2024), της 30ής Δεκεμβρίου 2021 (GURI αριθ. 310, της 31ης Δεκεμβρίου 2021, σ. 1) (στο εξής: άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116), ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί που υπηρετούν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος δύνανται, κατόπιν αιτήσεως, να συνεχίσουν να υπηρετούν μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους.
2. Οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί που υπηρετούν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος και των οποίων η θητεία δεν παρατείνεται, είτε λόγω μη υποβολής της αίτησης είτε λόγω μη επιτυχούς ολοκλήρωσης της διαδικασίας αξιολόγησης της παραγράφου 3, δικαιούνται, με την επιφύλαξη της δυνατότητάς τους να αρνηθούν, αποζημίωση ύψους, αντιστοίχως, 2 500 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων, για κάθε έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου ο επί θητεία δικαστικός λειτουργός μετείχε σε συνεδριάσεις για τουλάχιστον ογδόντα ημέρες, και 1 500 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων, για κάθε έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου ο επί θητεία δικαστικός λειτουργός μετείχε σε συνεδριάσεις για λιγότερες από ογδόντα ημέρες, και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι του συνολικού ορίου των 50 000 ευρώ προ φορολογικών κρατήσεων για κάθε άτομο. Για τον υπολογισμό της οφειλόμενης κατά την προηγούμενη περίοδο αποζημίωσης, η υπηρεσία για χρονικό διάστημα άνω των έξι μηνών εξομοιώνεται με ένα έτος. Η είσπραξη της αποζημίωσης συνεπάγεται την παραίτηση από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως, η οποία απορρέει από την παύση προηγουμένως ασκηθέντων καθηκόντων επί θητεία δικαστικού λειτουργού.
3. Για την παράταση της θητείας κατά την παράγραφο 1, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τη διεξαγωγή τριών χωριστών διαδικασιών αξιολόγησης, οι οποίες διεξάγονται ετησίως κατά την τριετία 2022-2024. Αφορούν τους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος, έχουν συμπληρώσει υπηρεσία:
α) τουλάχιστον 16 ετών·
β) μεταξύ 12 και 16 ετών·
γ) κάτω των 12 ετών.
[…]
5. Η αίτηση συμμετοχής στις διαδικασίες αξιολόγησης της παραγράφου 3 συνεπάγεται παραίτηση από κάθε περαιτέρω αξίωση οποιασδήποτε φύσεως, η οποία απορρέει από την προηγούμενη άσκηση καθηκόντων επί θητεία δικαστικού λειτουργού, με την επιφύλαξη του δικαιώματος αποζημίωσης της παραγράφου 2 σε περίπτωση μη παράτασης της επί θητεία υπηρεσίας.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
9 Η Μ.Μ. είναι επί θητεία δικαστικός λειτουργός και, από τις 4 Απριλίου 2001, ασκεί τα καθήκοντα της επί θητεία αντιεισαγγελέως. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα καθήκοντα που ασκεί η Μ.Μ. είναι συγκρίσιμα με εκείνα που ασκεί ένας τακτικός δικαστικός λειτουργός ο οποίος υπηρετεί ως εισαγγελέας και ότι η Μ.Μ. τελεί υπό το ίδιο νομικό καθεστώς και λαμβάνει τις ίδιες οικονομικές απολαβές με τους επί θητεία ειρηνοδίκες. Από την ανάληψη των καθηκόντων της και έπειτα, η θητεία της συγκεκριμένης δικαστικής λειτουργού έχει επανειλημμένως ανανεωθεί, τελευταία με την από 29 Απριλίου 2020 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
10 Από τις 4 Απριλίου 2001 η Μ.Μ. μετείχε, μεταξύ άλλων, σε δέκα ποινικές συνεδριάσεις, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης, ως εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής, για καθεμία από τις οποίες έλαβε αποζημίωση ύψους 98 ευρώ, ποσού επί του οποίου πραγματοποιήθηκαν φορολογικές κρατήσεις. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι δεν καταβλήθηκε κανενός είδους εισφορά κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας για λογαριασμό της Μ.Μ., στερώντας της κάθε μορφή κοινωνικής προστασίας. Στον αντίποδα, η ακαθάριστη ημερήσια αποζημίωση ενός τακτικού δικαστικού λειτουργού που ασκεί τα καθήκοντά του για αόριστο χρόνο ανέρχεται στο ποσό των 248 ευρώ, το δε κράτος καταβάλλει, για κάθε τακτικό δικαστικό λειτουργό, εισφορές στους αρμόδιους φορείς προς εξασφάλιση της κοινωνικής τους προστασίας.
11 Εκτιμώντας ότι υφίσταται παράνομη διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με την αποζημίωση που λαμβάνει για τα καθήκοντα που ασκεί, η Μ.Μ. άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης, Ιταλία) με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη λόγω της μη μεταφοράς, στην ιταλική έννομη τάξη, των οδηγιών 1999/70 και 2003/88, καθώς και της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ 1992, L 348, σ. 1). Με διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 2021, το ως άνω δικαστήριο υποχρέωσε την Presidenza del Consiglio dei ministri (Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου) να καταβάλει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, αντιστοίχως, για την περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη που προκλήθηκε στην Μ.Μ. λόγω της μη μεταφοράς των προμνησθεισών οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, πλην όμως, κατά την ημερομηνία υποβολής της αποφάσεως περί παραπομπής, δεν είχε ακόμη καταβληθεί στην Μ.Μ. κανενός είδους αποζημίωση με βάση το διατακτικό της αποφάσεως αυτής.
12 Εν συνεχεία, η Μ.Μ. υπέβαλε, ενώπιον του Giudice di pace di Fondi (ειρηνοδίκη του Fondi, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, όσον αφορά τις προαναφερθείσες συνεδριάσεις, αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής επιπλέον ποσού ύψους 150 ευρώ για κάθε συνεδρίαση, δηλαδή συνολικού ποσού 1 500 ευρώ, ως αποζημίωση, λόγω του ότι οι επίμαχες οδηγίες εξακολουθούν να μην έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο. Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Μ.Μ. προβάλλει ότι η διαφορετική μεταχείριση που υφίσταται μεταξύ της οικονομικής μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στην ίδια και εκείνης που επιφυλάσσεται στους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από τις οδηγίες 1999/70, 97/81 και 2003/88.
13 Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την Μ.Μ., παρότι ασκούσε τα καθήκοντα της επί θητεία εισαγγελικής λειτουργού αδιαλείπτως από τις 4 Απριλίου 2001, προκειμένου να μην παυθεί άμεσα από τα καθήκοντά της αυτά στις 28 Ιουνίου 2022, αναγκάσθηκε να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116.
14 Δυνάμει του εν λόγω άρθρου, ένας εν ενεργεία επί θητεία δικαστικός λειτουργός δικαιούται να ζητήσει να συμμετάσχει σε διαδικασία αξιολόγησης και σταθεροποίησης της παραμονής στο αξίωμά του κατόπιν της οποίας θα δύναται, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαδικασίας αξιολόγησης, να εξακολουθεί να υπηρετεί μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας του. Έχει, επίσης, την ευχέρεια να μην υποβάλει αίτηση συμμετοχής στην ανωτέρω διαδικασία και, κατά συνέπεια, να παυθεί από τα καθήκοντά του. Στην περίπτωση αυτή, δύναται να αξιώσει να λάβει αποζημίωση το ύψος της οποίας ισούται με 1 500 ευρώ μεικτά ανά έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου μετείχε σε συνεδριάσεις για λιγότερες από 80 ημέρες ή αποζημίωση το ύψος της οποίας ισούται με 2 500 ευρώ μεικτά για κάθε έτος υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του οποίου μετείχε σε συνεδριάσεις για λιγότερες από 80 ημέρες και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι του ορίου των 50 000 ευρώ μεικτών. Η αποζημίωση αυτή χορηγείται επίσης στους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι ναι μεν ζήτησαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία αξιολόγησης, πλην όμως η προσπάθειά τους δεν στέφθηκε με επιτυχία.
15 Πάντως, η αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία σταθεροποίησης της παραμονής στο εκάστοτε αξίωμα ή η λήψη της αποζημίωσης συνεπάγεται για έναν επί θητεία δικαστικό λειτουργό όπως είναι η Μ.Μ. ότι ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός παραιτείται, ex lege, από κάθε περαιτέρω αξίωση οιασδήποτε φύσεως η οποία απορρέει από την προγενέστερη άσκηση των καθηκόντων του επί θητεία δικαστικού λειτουργού. Η μόνη δυνατότητα που έχει ώστε να μην παραιτηθεί από τέτοιου είδους αξιώσεις συνίσταται στο να εγκαταλείψει την υπηρεσία δίχως να λάβει αποζημίωση οιασδήποτε μορφής.
16 Κατά συνέπεια, η Μ.Μ. υποστηρίζει, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ότι η ιταλική νομοθεσία δεν της επιτρέπει να αξιώσει ποσά τα οποία δικαιούται λόγω της μη μεταφοράς των οδηγιών 1999/70, 2003/88 και 92/85 στο εσωτερικό δίκαιο, ως εκ τούτου δε, αφενός, η επίμαχη νομοθεσία αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να την αφήσει ανεφάρμοστη.
17 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572), και της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑236/20, EU:C:2022:263), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν τη μεταφορά των οδηγιών περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά τους ειρηνοδίκες, των οποίων το αξίωμα εξομοιώνεται, με βάση την ιταλική νομοθεσία, με εκείνο των επί θητεία αντιεισαγγελέων.
18 Εν προκειμένω, εάν ήθελε εφαρμοστεί στην Μ.Μ. το άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116, θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί από κάθε αξίωση οιασδήποτε φύσεως που ενδεχομένως απορρέει από την άσκηση των καθηκόντων του επί θητεία δικαστικού λειτουργού και, συνεπακόλουθα, θα στερούνταν της προστασίας των δικαιωμάτων της την οποία εγγυώνται οι επίμαχες οδηγίες.
19 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι, για τους σκοπούς της καταπολέμησης της επισφάλειας που περιβάλλει το αξίωμα των επί θητεία δικαστικών λειτουργών, η ιταλική νομοθεσία προέβλεψε, με την επίμαχη εθνική διάταξη, μια αβέβαιη μονιμοποίηση αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων τους, μέσω της συμμετοχής τους σε διαδικασίες αξιολόγησης και μονιμοποίησης ή μέσω της καταβολής αμελητέας αποζημίωσης σε σύγκριση με την υφιστάμενη σε περίπτωση παύσεώς τους από τα καθήκοντά τους ζημία.
20 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Giudice di pace di Fondi (ειρηνοδίκης του Fondi) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχουν το άρθρο 288 [ΣΛΕΕ], τα άρθρα 17, 31, 34 και 47 του [Χάρτη] καθώς και το άρθρο 7 της [οδηγίας 2003/88], η ρήτρα 4 της [συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης] και η ρήτρα 4 της [συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου] την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που προβλέπεται [στο άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116], η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη ex lege παραίτηση από κάθε αξίωση που αφορά την εφαρμογή των [οδηγιών, 1999/70, 97/81 και 2003/88], με απώλεια κάθε άλλης προστασίας σε θέματα αποδοχών, απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης:
α) στην περίπτωση που ένας επί θητεία δικαστικός λειτουργός, Ευρωπαίος εργαζόμενος ορισμένου χρόνου και μερικής απασχόλησης ο οποίος είναι συγκρίσιμος με επαγγελματία δικαστικό λειτουργό, Ευρωπαίο εργαζόμενο αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης, υποβάλλει αίτηση συμμετοχής σε διαδικασίες μονιμοποίησης που θέτουν απλώς τυπικά σε εφαρμογή τη ρήτρα 5, σημείο 1, της [συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου]
β) ή, σε περίπτωση μη επιτυχούς ολοκλήρωσης των εν λόγω διαδικασιών ή μη υποβολής της αίτησης, με την είσπραξη αποζημίωσης προδήλως ανεπαρκούς και δυσανάλογα μικρής σε σχέση με τη ζημία που προκλήθηκε λόγω μη μεταφοράς των εν λόγω οδηγιών στο εθνικό δίκαιο;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
21 Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την ταχεία προδικαστική διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 29 του νομοθετικού διατάγματος 116, η αιτούσα της κύριας δίκης υποχρεούται να επιλέξει μεταξύ, αφενός, της παραιτήσεως από κάθε αξίωση που θα εδύνατο να εγείρει έναντι του ιταλικού κράτους και, αφετέρου, της άμεσης παύσεώς της από τα δικαστικά καθήκοντά της, χωρίς να λάβει αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη λόγω της μη μεταφοράς από την Ιταλική Δημοκρατία στην εσωτερική έννομη τάξη των οδηγιών 97/81, 1999/70 και 2003/88. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η επιλογή αυτή στοιχειοθετεί σοβαρή προσβολή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, όπερ δικαιολογεί το να εξεταστεί η υπό κρίση υπόθεση το συντομότερο δυνατόν.
22 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας.
23 Εν προκειμένω, στις 30 Σεπτεμβρίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τη γενική εισαγγελέα, αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως.
24 Συγκεκριμένα, η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί ούτε τις συνέπειες που θα υφίστατο η Μ.Μ. σε περίπτωση που δεν ακολουθούνταν η ταχεία διαδικασία ούτε με ποιον τρόπο η μη υπαγωγή της υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.
25 Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι τυχόν εξέταση της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία θα καθιστούσε δυνατόν να αποφευχθούν τέτοιου είδους συνέπειες, η νομική αβεβαιότητα που επηρεάζει την αιτούσα της κύριας δίκης δεν είναι, αφ’ εαυτής, ικανή να δικαιολογήσει την προσφυγή στην ταχεία διαδικασία (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2016, S., C‑283/16, EU:C:2016:482, σημείο 11).
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
26 Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Ente Cambiano società cooperativa per azioni, C‑660/22, EU:C:2024:152, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί τη βάση της διαδικασίας αυτής, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξειδικεύει, στην ίδια την απόφαση περί παραπομπής, το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και να παρέχει τις αναγκαίες εξηγήσεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, καθώς και τη σχέση η οποία, κατά το εν λόγω δικαστήριο, υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας που έχει εφαρμογή επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Ente Cambiano società cooperativa per azioni, C‑660/22, EU:C:2024:152, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Συναφώς, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα, αφενός, στο Δικαστήριο να δίνει λυσιτελείς απαντήσεις στα ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο και, αφετέρου, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερομένους να υποβάλλουν παρατηρήσεις, σύμφωνα με το δικαίωμα που τους απονέμει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση του δικαιώματος αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της προαναφερθείσας διάταξης, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Ente Cambiano società cooperativa per azioni, C‑660/22, EU:C:2024:152, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
29 Οι σωρευτικές αυτές απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο απόφασης περί παραπομπής μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί σχολαστικώς το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, οι απαιτήσεις αυτές υπενθυμίζονται στα σημεία 13, 15 και 16 των Συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1) (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Ente Cambiano società cooperativa per azioni, C‑660/22, EU:C:2024:152, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Επισημαίνεται ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 17, 31, 34 και 47 του Χάρτη, το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης καθώς και η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί, προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους, υποχρεούνται να συμμετάσχουν σε διαδικασία αξιολόγησης η οποία, αφενός μεν, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης, καθιστά εφικτό να μετατραπεί η σχέση εργασίας τους ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, και τούτο μέχρι τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού έτους της ηλικίας τους, αφετέρου δε, σε περίπτωση μη επιτυχούς έκβασης, παρέχει στους συμμετάσχοντες δικαστικούς λειτουργούς τη δυνατότητα να λάβουν αποζημίωση, ενώ τόσο η επιτυχία όσο και η αποτυχία στη διαδικασία αξιολόγησης η οποία συνοδεύεται από αποδοχή της αποζημίωσης συνεπάγεται την ex lege παραίτηση από κάθε αξίωση την οποία θα μπορούσαν να εγείρουν, βάσει των προμνησθεισών διατάξεων, όσον αφορά την προγενέστερη άσκηση των καθηκόντων του επί θητεία δικαστικού λειτουργού.
31 Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί αυτοτελή ερμηνεία του άρθρου 288 ΣΛΕΕ ή των άρθρων 17, 31, 34 και 47 του Χάρτη, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές προβάλλονται μόνον προς στήριξη του αιτήματος ερμηνείας της οδηγίας 2003/88, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης καθώς και της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 26].
32 Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, διαπιστώνεται ότι το άρθρο αυτό δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, η M.M. δεν επικαλείται τον σεβασμό του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, το οποίο κατοχυρώνεται στην εν λόγω διάταξη, αλλά, κατ’ ουσίαν, την καταβολή αποζημίωσης ίσης με εκείνη που λαμβάνει ένας τακτικός δικαστικός λειτουργός.
33 Τρίτον, όσον αφορά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο της αποφάσεως περί παραπομπής δεν αποδεικνύεται ότι η M.Μ. εργάζεται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου.
34 Τέταρτον, όσον αφορά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, διαπιστώνεται ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ως προς τη νομιμότητα, υπό το πρίσμα της ρήτρας αυτής, του μηχανισμού που προβλέπεται στο άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος 116, καθόσον η εν λόγω εθνική διάταξη, ενώ επιτρέπει τη μετατροπή της σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ενός επί θητεία δικαστικού λειτουργού σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, εμποδίζει τον επί θητεία δικαστικό λειτουργό να λάβει την ίδια αποζημίωση με εκείνη της οποίας απολαύουν οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί που ασκούν παρεμφερή καθήκοντα, δεδομένου ότι η μετατροπή αυτή συνεπάγεται την ex lege παραίτηση από κάθε αξίωση απορρέουσα από την παύση των καθηκόντων που ασκούσε προηγουμένως ο επί θητεία δικαστικός λειτουργός.
35 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί, προηγουμένως, αν η ανωτέρω ρήτρα της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου επιτάσσει να χορηγείται η ίδια αποζημίωση στους επί θητεία δικαστικούς λειτουργούς και στους τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς για τα καθήκοντα που ασκούν. Συναφώς, ειδικότερα, πρέπει να διερευνηθεί, πρώτον, αν ένας επί θητεία δικαστικός λειτουργός ευρισκόμενος στην κατάσταση της M.M. μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εργαζόμενος» ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 2 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, δεύτερον, αν η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση αφορά κάποια «συνθήκη απασχόλησης», κατά την έννοια της ρήτρας 4 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, τρίτον, αν ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός τελεί σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη ενός τακτικού δικαστικού λειτουργού και, τέταρτον, αν και, ενδεχομένως, σε ποιον βαθμό η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί από «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της τελευταίας αυτής ρήτρας (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2024, Peigli, C‑41/23, EU:C:2024:554, σκέψεις 39 έως 50).
36 Πάντως, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πληρούνται οι τρεις πρώτες προϋποθέσεις που εξετέθησαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα στοιχεία βάσει των οποίων θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει αν τυχόν υφίσταται «αντικειμενικός λόγος», κατά την έννοια της ρήτρας 4, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να καταστεί σαφές αν τυχόν διαφορές όσον αφορά, ιδίως, το είδος και την αξία του αντικειμένου των υποθέσεων επί των οποίων καλούνται να αποφανθούν οι εν λόγω κατηγορίες δικαστικών λειτουργών, ή ακόμη τις λεπτομέρειες που διέπουν τη διαδικασία μέσω της οποίας οι εν λόγω δικαστικοί λειτουργοί καταλαμβάνουν το συγκεκριμένο αξίωμα εντός του δικαστικού σώματος, μπορούν να δικαιολογήσουν τη νομιμότητα μιας διαφορετικής μεταχειρίσεως όπως η επίμαχη. Τέλος, με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν δύναται να αξιολογήσει τις διαφορές μεταξύ της αποζημίωσης που λαμβάνουν οι επί θητεία δικαστικοί λειτουργοί και εκείνης που λαμβάνουν οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί.
37 Επισημαίνεται επίσης ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, ενώ η M.Μ. αξιώνει την ίδια «ημερήσια αποζημίωση» με εκείνη που λαμβάνει ένας τακτικός δικαστικός λειτουργός, επικαλείται διαφορετική μεταχείριση αναφερόμενη στην αποζημίωση που θα ελάμβανε όχι για μία ημέρα εργασίας, αλλά για τη συμμετοχή σε συνεδριάσεις η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τις πέντε ώρες. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν διαθέτει πληροφορίες με βάση τις οποίες να είναι σε θέση να γνωρίζει αν οι αξιώσεις της αιτούσας της κύριας δίκης αφορούν υπηρεσίες του αυτού είδους με εκείνες που παρέχουν οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί.
38 Εξάλλου, από τα σημεία 34 και 36 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι με βάση την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν καθίσταται σαφές αν, ή σε ποιον βαθμό, η αποζημίωση που λαμβάνει η αιτούσα της κύριας δίκης, η οποία είναι αρκετά χαμηλότερη από εκείνη των τακτικών δικαστικών λειτουργών, πρέπει να θεωρηθεί ως δυσμενής μεταχείριση, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου.
39 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί απαράδεκτη.
40 Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το αιτούν δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να υποβάλει νέα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, παρέχοντας στο Δικαστήριο όλα τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να αποφανθεί (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Ente Cambiano società cooperativa per azioni, C‑660/22, EU:C:2024:152, σκέψη 35).
Επί των δικαστικών εξόδων
41 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε ο Giudice di pace di Fondi (ειρηνοδίκης του Fondi, Ιταλία), με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2022, είναι απαράδεκτη.
(υπογραφές)